Θαμπές Τραγωδίες και Φωτεινά Καλοκαίρια: Ένα σχόλιο και μερικές προτάσεις
Για το πού βαδίζει το ελληνικό θεάτρο - ειδικά το καλοκαίρι.
Τελείωσε και αυτό το καλοκαίρι με τις τραγωδίες του∙ όπως κάθε καλοκαίρι και από ό,τι φαίνεται όπως και κάθε επερχόμενο καλοκαίρι, εκτός κι αν αλλάξει κάτι δραματικά. Εδώ και δύο σχεδόν χρόνια αποφεύγω να κάνω συστηματική κριτική στις παραστάσεις αρχαίου δράματος που παρακολουθώ, όχι γιατί τις «σνομπάρω» (κάθε άλλο), αλλά γιατί αισθάνομαι πως τελικά η άσκηση του κριτικού λόγου δεν έχει πλέον νόημα, για μένα προσωπικά.
Ως κριτικός βλέπω πως, λίγο έως πολύ, επαναλαμβάνω βασανιστικά τον εαυτό μου έχοντας ως αποκούμπι τα ίδια περίπου εκφραστικά κλισέ και ερμηνευτικά εργαλεία, τις ίδιες δομές, εκφράσεις, στυλ, ύφος, καμιά φορά και τις ίδιες τις λέξεις σε σημείο να «…με βαριέμαι» εγώ ο ίδιος, πόσο μάλλον ο αναγνώστης. Έτσι είπα στον εαυτό μου: μπάστα με την τραγωδία και βλέπουμε.
Ενώ θέλω πολύ δεν μπορώ να σπρώξω τον κριτικό μου λόγο να πάει παρακάτω, σε άλλα κανάλια προβληματισμού, γιατί απλούστατα οι ίδιες οι παραστάσεις δεν βοηθούν. Πλην εξαιρέσεων, στα δικά μου μάτια όλες μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους αισθητικά και ερμηνευτικά, που περίπου είναι σαν να μου υποδεικνύουν να τις κρίνω ακολουθώντας (όπως και αυτές) (προ)χαραγμένες διαδρομές σκέψης, ερμηνείας και αξιολόγησης. Και αυτό πραγματικά με κουράζει: η άνευ σημασίας και εκπλήξεων επανάληψη. Δεν νομίζω να λέω κάτι καινούργιο.
Όλοι γνωρίζουμε πως η σχέση κριτικού-θεάματος είναι ένα συνεχές δούναι και λαβείν. Όπως ο φτωχός κριτικός λόγος δεν βοηθά το θέατρο να προχωρήσει, έτσι και το προβλέψιμο ή επαναλαμβανόμενο ή διεκπεραιωτικό θέατρο δεν βοηθά τον κριτικό λόγο να ανανεωθεί. Για να ξεφύγει ο κριτικός λόγος από την πεπατημένη πρέπει η ίδια η παράσταση να τον ζορίσει και να τον οδηγήσει στην υπέρβαση μέσα από τις ανοίκειες σκηνικές της λύσεις/θέσεις/προτάσεις. Οπότε «ναι», τότε ο «ζορισμένος» κριτικός λόγος βοηθά με τον τρόπο του στον εμπλουτισμό του χώρου που διακονεί. Και επειδή αυτό εκτιμώ πως, τουλάχιστο σε ό,τι αφορά την αφεντιά μου, δεν συμβαίνει επέλεξα, όπως είπα, να μην «με βαρεθώ» γράφοντας τα ίδια και τα ίδια, τουλάχιστο για ένα χρονικό διάστημα.
Έτσι εκ των πραγμάτων περιορίζομαι εδώ σε κάποια γενικά σχόλια/παρατηρήσεις και προτάσεις που έχουν ως αφετηρία τα θεατρικά μας πεπραγμένα, με την κρυφή ελπίδα ότι θα προσφέρουν ένα κάτι ελάχιστο στον διάλογο της κριτικής με τους μάχιμους καλλιτέχνες και τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Ο γρίφος της τραγωδίας
Δεν ξέρω κατά πόσο έχω δίκιο αλλά αισθάνομαι πως η αιτία που προκαλεί την ερμηνευτική και αισθητική δυστοκία των περισσοτέρων αναγνώσεων των τραγικών κειμένων είναι ο τρόπος διαχείρισης του Λόγου τους, ένας τρόπος ο οποίος, στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου «λογοκεντρισμού», τελικά αποβαίνει εις βάρος της συνολικής σκηνικής πρότασης, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της ποίησης. Και για να μην παρεξηγηθώ, επ’ αυτού δυο λόγια παραπάνω.
Λατρεύω την ποίηση των αρχαίων κειμένων. Με ταξιδεύει. Με γεμίζει απορίες. Όμως, από ένα σημείο και μετά αυτό το συναρπαστικό «θέατρο των αυτιών», αυτό το ακουστικό καρδιογράφημα με τις υπέροχες ρυθμικότητες και τονικότητες, τα ζαλιστικά κρεσέντι και ντιμινουέντι, ως θεατής τουλάχιστο, περιμένω να μεταμορφωθεί και σε ένα εξίσου μεθυστικό «θέατρο των ματιών», δηλαδή περιμένω να επενδυθεί η ακουστική επιτελεστικότητά του στα σώματα, στα χρώματα, στη μουσική, στην κίνηση, στις χειρονομίες και στα σκηνικά παθήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτό που πραγματικά είναι ο αρχαίος ποιητικός λόγος: μια συνεχής ανατροπή των προσδοκιών μας∙ μια μήτρα εκπλήξεων, ένα παραξένισμα. Τι εννοώ;
Κατ’ αρχάς επιτρέψτε μου ορισμένες κοινότοπες διατυπώσεις. Παρά την τεράστια βιβλιογραφία γύρω από την τραγωδία και το τραγικό δεν υπάρχει μια συμπαγής θεωρία (πράξης και/ή ερμηνείας) που να την ασπάζονται όλοι και ιδίως στις μεταμοντέρνες μας μέρες εξακολουθεί να είναι, εν πολλοίς, ένας άγνωστος τόπος (terrra incognita), ο οποίος θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια ευλογία αλλά και μια κατάρα ταυτόχρονα. Ευλογία γιατί αρνείται το οποιοδήποτε τελεσίδικο κλείσιμο/συμπέρασμα και κατάρα γιατί αυτό το «ανοικτό τέλος» δίνει την ψευδή εντύπωση πως όλα επιτρέπονται (το γνωστό μεταμοντέρνο anything goes).
Η τραγωδία είναι ακόμη ένας «άγνωστος τόπος». Terra incognita
Η τραγωδία είναι μια ιδέα, η οποία καθρεφτίζει και παράλληλα προ(σ)καλεί την ανθρώπινη κατάσταση κάθε εποχής. Τη στιγμή που η λογική προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο να νιώσει «σαν στο σπίτι του», έρχεται η τραγωδία και τον ξεβολεύει. Ο Λόγος της είναι το πλέον ταραχοποιό και ανατρεπτικό στοιχείο. Είναι εκείνος του οποίου οι απρόβλεπτες εκτινάξεις κάνουν τον ήρωα να αισθανθεί ξένος απέναντι στα πάντα∙ ακριβώς όπως ο Οιδίποδας, ο οποίος αρχίζει το ανηφορικό οδοιπορικό της αναζήτησης της αλήθειας με πυξίδα την αλαζονεία της λογικής (του), για να καταλήξει στο τέλος σε έναν «άγνωστο τόπο», εκεί όπου ούτε αυτή η φαντασία του δεν θα μπορούσε να τον οδηγήσει. Εν ριπή οφθαλμού μετατρέπεται από «δικός μας» σε «ξένο»∙ αποχωρίζεται την πόλη (αυτοεξορίζεται) και ταυτόχρονα «εξορίζει» και το απατηλό φως των ματιών του.
Η τραγωδία του Οιδίποδα, αλλά και της Αντιγόνης, της Ιφιγένειας, του Αγαμέμνονα κ.ά. είναι μια ακύρωση της έλλογης τάξης, των συντακτικών και εννοιολογικών της κανόνων. Οι πρωταγωνιστές της πεθαίνουν από υπερβολική δόση είτε αλήθειας είτε πάθους, παράδοσης, μίσους, εκδίκησης, αγάπης, εγωισμού. Δηλαδή, πεθαίνουν έναν θάνατο «διαφορετικό» από τους άλλους, έναν θάνατο πέρα από το προβλέψιμο μέτρο. Και μια καλή σκηνοθεσία, στο δικό μου μυαλό, κερδίζει όταν είναι εξίσου απρόβλεπτη, άπιαστη, διαφορετική ούτως ώστε να μας ξεβολέψει, να μας κάνει να ζήσουμε, όπως και οι ήρωές της, μια ανοίκεια εμπειρία.
Μιλώ για εμπειρία, δηλαδή για τον τρόπο που βιώνει κάθε θεατής τα δρώμενα, γιατί αυτή είναι και η μεζούρα της επιτυχίας ή της αποτυχίας της κάθε παράστασης: η υποδοχή του αποτελέσματος (τα παραδοτέα) και όχι οι προθέσεις (των συντελεστών) που στοχεύουν σε κάποιο αποτέλεσμα.
Η ανατομία της εμπειρίας
Επαγγελματίας ή ερασιτέχνης, ο κριτικός (όπως και κάθε άλλος θεατής) κουβαλά την εμπειρία του θεάματος στο σπίτι του ή στο γραφείο του, ή στην παρέα του όπου και προσπαθεί να εκλογικεύσει ή να διευρύνει ή να τιθασεύσει ή να απελευθερώσει τα σπαράγματά της μέσα από λέξεις.
Από παρατηρητής ενός θεάματος που ήταν μέσα στην αίθουσα (ή κάπου αλλού) τώρα αναλαμβάνει, τρόπον τινά, τον ρόλο ενός «ιατροδικαστή» σε νεκροτομείο που καλείται να εξετάσει ένα πτώμα– που είναι εν προκειμένω η παράσταση μετά το κλείσιμο των φώτων.
Για να κάνει σωστά τη δουλειά του κατεβάζει βιβλία από τα ράφια, συμβουλεύεται πηγές, διασταυρώνει στοιχεία ώστε να καταλήξει κάπου, εκεί όπου το «πτώμα» θα ξαναζωντανέψει μέσα από τις λέξεις του ή οι λέξεις του θα ξαναζωντανέψουν μέσα από τις υποδείξεις του «πτώματος».
Κάποια θεάματα-«πτώματα» είναι πιο βατά (ή εύκολα ή προβλέψιμα) στην ανατομική διαχείριση και λεκτική διατύπωσή τους, γιατί βρίσκονται εντός των ορίων των δυνατοτήτων του κριτικού. Τα πιο «δύσκολα» και συνάμα συναρπαστικά θεάματα είναι εκείνα τα οποία, όταν κλείσουν τα φώτα, αφενός προκαλούν μιαν απέραντη (όσο και γλυκιά) θλίψη, γιατί ακριβώς δεν θέλεις να τελειώσουν (και ξαφνικά εδώ κολλάει το σαιξπηρικό απόφθεγμα parting is such sweet sorrow στη σκηνή όπου ο Ρωμαίος αποχωρίζεται προσωρινά την Ιουλιέτα), και αφετέρου προκαλούν συναισθήματα για τα οποία δεν βρίσκεις τις λέξεις να περιγράψεις, πολλώ δε μάλλον να αξιολογήσεις, γιατί η εμπειρία τους σε ξεπερνά, σου αφαιρεί τον κατακτημένο, τον εύκολο και αναμενόμενο Λόγο.
Με άλλα λόγια, είναι εκείνα που σε στέλνουν στο σπίτι σαστισμένο και με ερωτήσεις του τύπου: «τι ήταν αυτό που είδα;», «τι κάνω με αυτό που είδα;», «πώς το αντιμετωπίζω;», όπως ακριβώς συμβαίνει στον Άμλετ ο οποίος, έχοντας δει το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα του (την περφόρμανς του θανάτου του), επιστρέφει ταραγμένος στο παλάτι για να αρχίσει το επιτελεστικό και κριτικό οδοιπορικό της εμπειρίας (To be or not to be).
Και όταν καταφέρεις επιτέλους να γράψεις κάτι γι’ αυτό που είδες συνειδητοποιείς στην πορεία πως οι λέξεις δεν δικαιώνουν την εμπειρία που έζησες. Αισθάνεσαι πως κάτι λείπει. Αισθάνεσαι την ανάγκη να πας πίσω και να ξαναγράψεις την κριτική που έχεις ήδη δημοσιεύσει. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα μου λείπει όταν γράφω για πολλές παραστάσεις τραγωδίας: η ανάγκη να επιστρέψω σε αυτά που έγραψα και να τα ξαναγράψω γιατί νιώθω «ένοχος» που δεν τα τίμησα στο βαθμό που τους άξιζε.
Με προβληματίζει το γεγονός ότι από τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που βλέπω (και τις βλέπω σχεδόν όλες) λίγες είναι αυτές που θυμάμαι με νοσταλγία και ακόμη πιο λίγες αυτές που θυμάμαι να τις απόλαυσα σε βαθμό «απερίγραπτο» (όπως το σχολιάζω παραπάνω).
Οι περισσότερες θαμπές, αβέβαιες ως προς το τι πραγματικά επιδιώκουν να πετύχουν και πώς να το πετύχουν, χωρίς φρεσκάδα και εκπλήξεις, βαθύτατα βέκιες (και ας προσπαθούν να το αποκρύψουν με σκόρπια μεταμοντέρνα και/ή μεταδραματικά δάνεια), δίνουν την εντύπωση πολλές φορές πως γίνονται απλώς για να γίνουν, λες και είναι πια στο DNA του ελληνικού μας θέρους να έχουμε, μαζί με τις ηλιόλουστες, τις τόσο φωτεινές μέρες, και μια γενναία βραδινή overdοse τραγικών τραυμάτων και ό,τι ήθελε προκύψει. Και διερωτώμαι αμέσως παρακάτω.
Τις πταίει;
Μήπως φταίει η κρίση που μας έχει διαρκώς στην πρίζα να τρέχουμε (και όχι μόνο πίσω από τους τραγικούς); Σίγουρα και αυτή έχει παίξει σε ένα βαθμό τον ρόλο της. Και φαίνεται, ακόμη και στον τεράστιο αριθμό των ετήσιων παραστάσεων. Ο αγώνας και η αγωνία της επιβίωσης. Υπάρχει άγχος, ανασφάλεια, ζόρια. Όμως η κρίση δεν μπορεί να είναι ο μόνιμος σάκος του μποξ. Δεν μπορεί όλα τα στραβά να της τα φορτώνουμε. Υπεκφεύγουμε έτσι. Γυρίζουμε την πλάτη στο ίδιο το πρόβλημα που λέει ότι η αντιμετώπιση της τραγωδίας εν προκειμένω έτσι ήταν πάντα. Με ή χωρίς χρήματα, η νοοτροπία (γιατί περί αυτού πρόκειται) ήταν περίπου η ίδια, με ορισμένες ευλογημένες ατομικές εξαιρέσεις που δικαίως μνημονεύονται από τους κριτικούς και τους ιστορικούς.
Μήπως φταίνε οι ηθοποιοί; Ενδεχομένως φταίνε στον βαθμό που ασχολούνται με εκατό πράγματα ταυτόχρονα, οπότε πού μυαλό για σοβαρή και επικεντρωμένη δουλειά και μάλιστα σε ένα χώρο απίστευτα δύσκολο και απαιτητικό. Και αυτό είναι λυπηρό, γιατί αδικούν τους εαυτούς τους αλλά και το ίδιο το αντικείμενο που δηλώνουν ότι τόσο πολύ το αγαπούν. Σε κάθε περίπτωση, ο ηθοποιός φέρει το μικρότερο μερίδιο ευθύνης γιατί αυτό που έχει διδαχτεί να δείξει στη σκηνή αυτό κάνει. Κάποιοι το κάνουν καλύτερα και κάποιοι χειρότερα. Ό,τι διαθέτει ο καθένας στις αποσκευές του.
Μήπως φταίνε οι σκηνοθέτες; Κι εδώ σηκώνει συζήτηση. Είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που θαυμάζω. Όμως αυτός ο θαυμασμός πολλές φορές ελέγχεται όταν τους βλέπω να ασχολούνται ειδικά με την τραγωδία. Και τούτο γιατί οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν να προτείνουν κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, το αποτέλεσμα κάποιας πολύχρονης και επίπονης ενασχόλησής τους με το είδος. Εκεί που τον Απρίλιο σκηνοθετούν Νιλ Σάιμον (τυχαίο το όνομα), για παράδειγμα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αλλάξουν εντελώς ρότα και τον Μάιο να πιάσουν Αισχύλο για να πάνε τον Ιούλιο στην Επίδαυρο, δηλώνοντας ταυτόχρονα το δέος που νιώθουν πηγαίνοντας σε αυτό το «ιερό» μέρος.
Ασφαλώς δεν είναι απαγορευτικό αυτό. Αντιθέτως, είναι μέρος της δουλειάς ενός καλού επαγγελματία να μπορεί να διαχειριστεί διαφορετικές γραφές. Το θέμα είναι τι παραδίδει προς θέαση και κρίση μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Με αυτά τα δεδομένα είναι φυσικό το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει είναι να αποφύγει τα κραυγαλέα λάθη, τις μουτζούρες, τις τσαπατσουλιές. Δηλαδή, να περάσει τη δοκιμασία αβρόχοις ποσίν. Και ορισμένοι το επιτυγχάνουν γιατί έχουν ικανά θεατρικά εργαλεία στις αποσκευές τους. Όμως δεν αρκεί. Όπως δεν αρκεί και το «δέος» που νιώθουν. Το «δέος» δεν είναι σύμμαχος της ανανέωσης. Όπως και η «ιεροποίηση» του χώρου.
Η γεροντική μας νεότητα
Όσο για τους νεότερους, από τους οποίους θα περίμενε κανείς τη μεγάλη ρήξη, την ανανέωση, την «ευεργετική αναίδεια», όταν σκηνοθετούν τραγωδία οι περισσότεροι φαντάζουν τόσο γέροι! Οι παραστάσεις που υπογράφουν είναι επιφανειακά «σύγχρονες» ή έτσι επιλέγουν να τις βαφτίσουν (πριν καν τις δούνε…) τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Εγώ βλέπω ότι πίσω από τα σκόρπια ψήγματα κάποιας συχνά αστήριχτης και πολλαπλώς εκβιασμένης (μετα)νεωτερικότητας κρύβεται μια προ πολλού εξαντλημένη αισθητική και ερμηνευτική που ναι μεν ενίοτε μπορεί να είναι αυτό που λέμε συγκαταβατικά «έντιμη» ή «καθαρή», όμως επί της ουσίας ούτε η «εντιμότητα» ούτε η «καθαρότητα» από μόνες τους αρκούν για να κάνουν τη διαφορά και να προκαλέσουν δημιουργική αναταραχή που τόσο έχει ανάγκη ο χώρος. Είναι κάτι σαν σκηνοθεσίες μπότοξ. Κρύβουν για λίγο την παλαιότητά τους.
Η διεθνής μας απουσία
Με πληγώνει και συνάμα με προβληματίζει όταν διαβάζω ξένα βιβλία που αφορούν το αρχαίο θέατρο και βλέπω να απουσιάζουν βασικές αναφορές είτε σε παραστάσεις ελληνικές είτε σε ονόματα δικών μας ειδικών. Λες και δεν υπάρχουμε. Ή υπάρχουμε αραιά και πού δίκην υποσημείωσης.
Με στενοχωρεί και συχνά με θυμώνει το γεγονός ότι η τραγωδία κυκλοφορεί ανά την υφήλιο χωρίς εμάς ανάμεσα στους «συνεπιβάτες» της πρώτης θέσης (και ούτε καν της δεύτερης).
Από την άλλη σκέφτομαι, μήπως τελικά πρέπει να σταματήσουμε να αυτοθαυμαζόμαστε στα όρια του μικρού μας τόπου και να σκεφτούμε σοβαρά γιατί οι παραστάσεις τραγωδιών από τους ξένους δεν έχουν κάποια ελληνικά ερμηνευτικά/αισθητικά πρότυπα;
Γιατί άραγε ο ξένος σκηνοθέτης προτιμά να αλιεύει ιδέες από τον Πέτερ Στάιν ή την Αριάν Μνουσκίν ή την Αν Μπόγκαρτ,λ.χ., και όχι από τη δουλειά κάποιου Έλληνα; Μήπως κρίνει ότι δεν έχουμε κάτι που αξίζει να «αντιγράψει»; Μας θεωρεί παρωχημένους; Μήπως στο μυαλό του η ζωντανή τραγωδία (η παράσταση) υπάρχει ως τουριστική ατραξιόν στην Επίδαυρο και μόνο;
Ακόμη:
Πώς εξηγείται να κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή σε διάφορα φεστιβάλ ευάριθμες ελληνικές τραγωδίες (ακόμη και Ιλιάδες και Οδύσσειες) από Γερμανούς, Πορτογάλους και Βραζιλιάνους και ούτε μία από Έλληνες (ή αν κυκλοφορεί κάποια αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, αλλά και πάλι δεν αλλάζει το σκηνικό ούτε το σκεπτικό); Δεν θα’ πρεπε οι σκηνοθέτες μας (έστω, αυτοί που όλοι θεωρούμε ότι είναι αποδεδειγμένα άξιοι —και υπάρχουν) να είναι περιζήτητοι στο εξωτερικό για να σκηνοθετήσουν προγραμματισμένες τραγωδίες; Γιατί απουσιάζουν (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βλ. Τερζόπουλος λ.χ);
Δεν νομίζω ότι οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολες. Δύσκολη είναι η υλοποίησή τους. Θεωρώ πως είναι επικίνδυνος ο μόνιμος εγκλωβισμός της δυναμικής του κορυφαίου πολιτιστικού μας προϊόντος είτε στα όρια ξεθωριασμένων ή βεβιασμένων ή πιεσμένων θερινών προσεγγίσεων είτε στα όρια της τουριστικής Επιδαύρου ή του Ηρωδείου.
Το ζητούμενο είναι λύσεις που να απελευθερώσουν την τραγωδία και να της δώσουν φτερά να πετάξει και πέρα από τα σύνορα και μαζί της να πετάξουν και πολλοί ικανοί καλλιτέχνες μας.
Παρακάτω: Σκηνή από μια αλλιώτικη Ιλιάδα, όπως τη φαντάστηκε και τη σκηνοθέτησε ο κορυφαίος Σλοβένος σκηνοθέτης Τζ. Λορέντζι, για λογαριασμό του Slovensko Narodno Gledalisce Drama, Λουμπλιάνα
Ο χρόνος
Είναι προφανές πως όλα σχεδόν τα στραβά αρχίζουν από τον παράγοντα Χρόνος. Υπάρχει η διάχυτη εντύπωση πως είναι περίπου υποχρεωτικό κάθε καλοκαίρι να ανεβάζουμε τραγωδίες. Κι όμως, δεν είναι διόλου υποχρεωτικό. Υποχρεωτικό για μένα θα ήταν να μην ανεβάζουμε. Ας ανεβάζουμε κάθε δεύτερη χρονιά. Ας αφήσουμε την τραγωδία να ξεκουραστεί. Την έχουμε ξεκοιλιάσει. Και μαζί της να ξεκουραστούμε και εμείς, θεατές και καλλιτέχνες. Να τη νοσταλγήσουμε και, το κυριότερο, να γεμίσουμε τις μπαταρίες με ιδέες. Ξέρω ότι εδώ μπαίνει και το οικονομικό στη μέση, αφού η φεστιβαλική παρουσία της τραγωδίας είναι σοβαρή πηγή εσόδων για μια ολόκληρη περιοχή. Όμως, υπάρχουν και άλλες λύσεις για να καλύψουν το κενό. Για παράδειγμα, τη χρονιά που δεν θα έχουμε ελληνικές παραγωγές στην Επίδαυρο ας φιλοξενούμε ξένες, έτσι ώστε να υπάρχει ένας συνεχής διάλογος με το εξωτερικό. Διπλό το κέρδος.
Όσο τα χρονοδιαγράμματα των ετήσιων παραγωγών πιέζουν θιάσους, παραγωγούς και καλλιτέχνες η τραγωδία δεν πρόκειται να αλλάξει ρότα. Λίγο έως πολύ θα καταλήγει σε βιαστικές και εφήμερες συνευρέσεις καλλιτεχνών. Δηλαδή σε ευκαιριακές λύσεις. Οι 8-10 εβδομάδες που περίπου διαρκούν οι πρόβες προετοιμασίας (για την Επίδαυρο ή την περιοδεία) μετά βίας επαρκούν για μια, στην καλύτερη περίπτωση, φιλότιμη διεκπεραίωση. Ως εκεί. Και είναι κρίμα, γιατί (το ξαναλέω) δεν αναδεικνύεται έτσι το ταλέντο ευάριθμων σκηνοθετών και ηθοποιών μας, με αποτέλεσμα να συνεχίζει χωρίς αλλαγές ο αδιέξοδος και αντιπαραγωγικός φαύλος κύκλος που αναφέραμε.
Παρακάτω, οι Ατρείδες από το Θέατρο του Ήλιου, σε σκηνοθεσία Αριάν Μνουσκίν. Μια φρέσκια και εμπνευσμένη ματιά στα πάθη των κλασικών ηρώων:
Πειραματικές ομάδες
Να προσθέσω εδώ στους ανασταλτικούς παράγοντες και την απουσία από το ελληνικό θέατρο σταθερών πειραματικών σχημάτων. Άλλο τεράστιο πρόβλημα, τα συμπτώματα του οποίου ήδη φαίνονται πεντακάθαρα στο σύνολο της θεατρικής ζωής του τόπου. Παρ’ όλες τις αλλαγές στην πρακτική και τη νοοτροπία, η ανανέωση του θεάτρου (του κάθε θεάτρου) εξακολουθεί ακόμη να βγαίνει μέσα από τα υπόγεια και από κάτι δοσμένους και «παλαβούς» καλλιτέχνες-δονκιχώτηδες που πιστεύουν στους ανεμόμυλους, που έχουν όραμα και αφιερώνουν χρόνο σε αυτό που κάνουν.
Μπορεί να ακούγεται κάπως ρομαντικό όμως εκτιμώ πως εάν η τραγωδία δεν κατεβεί πρώτα στα σκοτεινά υπόγεια δεν υπάρχει περίπτωση να λάμψει στα ανώγεια. Χωρίς πειραματισμό, έρευνα, πίστη, όραμα, υπομονή, πείσμα, καντάρια ιδρώτα και λάθη (ναι, μαθαίνει κανείς από τα λάθη του) δεν μπορεί να αναπτυχθεί οποιαδήποτε αξιόλογη αισθητική (και ανοίκεια) πρόταση. Σε αντι-ρομαντικούς καιρούς το καλό θέατρο έχει ανάγκη τους ρομαντικούς του. Να σας θυμίσω ότι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σε υπόγεια έκανε τις προτάσεις του πριν καταλήξει στο Θησείο, όπως ο Γιάννης Κακλέας στο παγοποιείο του Φιξ πριν μετακομίσει στον Τεχνοχώρο επί της Μαυρομιχάλη.
Όσο για τον Θόδωρο Τερζόπουλο είναι αυτός που είναι γιατί έκανε ό,τι δεν κάνουν οι περισσότεροι: έμεινε σταθερός στις απόψεις του περί θεάτρου και τραγωδίας ειδικότερα, τις καλλιέργησε, τις εξέλιξε, τις εμπλούτισε, τις πόνεσε, εν συνεχεία, όταν ένιωσε έτοιμος, συνομίλησε στα ίσα με την παγκόσμια κοινότητα (δεν φοβήθηκε δηλαδή την εξωστρέφεια) και είναι αυτή τη στιγμή όχι μόνο ο πλέον κοσμοπολίτης Έλληνας καλλιτέχνης στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου αλλά και ο μοναδικός που λειτουργεί ως πρότυπο για πολλούς ξένους καλλιτέχνες. Δεν μιμείται, τον μιμούνται. Δεν ξέρω αν μπορώ να πω το ίδιο και για κάποιον άλλο. Αυτό λέει κάτι, ή τουλάχιστο θα ‘πρεπε να λέει, ιδίως στους νεότερους που βιάζονται να μεγαλώσουν χωρίς μαθητεία και πρότυπα.
Παρακάτω: Βάκχες στη Μόσχα στο θέατρο Electrotheatre Stanislavski (2015), σε σκηνοθεσία του πάντα ανήσυχου κοσμοπολίτη Θόδωρου Τερζόπουλου
Η ανανέωση του ελληνικού θεάτρου θα γίνει πιο εύκολη όταν θα εμφανιστούν σταθερές πειραματικές ομάδες που δεν θα κυνηγούν τον χρόνο ασθμαίνοντας αλλά θα δίνουν στον χρόνο περιθώρια ώστε να γεννήσει πράγματα και οράματα. Αν δεν το κάνουν οι ομάδες αυτές, σίγουρα δεν θα το κάνουν οι επιχειρηματίες παραγωγοί που βλέπουν την ενασχόλησή τους με την τραγωδία καθαρά με όρους εισπρακτικούς. Αυτούς τους ενδιαφέρει το ταμείο. Πώς να συγκεντρώσουν κάποια ονόματα που τραβάνε κόσμο και μετά να πάρουν τα βουνά και τα λαγκάδια. Δεν τους ψέγω. Αυτό θέλουν να κάνουν και το δείχνουν. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει ότι παραπλανούν ή εξαπατούν. Είναι ειλικρινείς.
Παρακάτω: Σκηνή από την παράσταση του Θεάτρου της Γάνδης, Ο Ορέστης στη Μοσούλη σε σκηνοθεσία Μίλο Ράου (2019). Άλλη μια ανανεωτική ματιά με όρους μεταδραματικούς
Artists-in-residence
Μια άλλη λύση/απάντηση στην απουσία σταθερών πειραματικών σχημάτων θα ήταν η καθιέρωση του θεσμού των καλλιτεχνών-in residence, δηλαδή των καλλιτεχνών που μένουν με ένα σχήμα ή έναν οργανισμό (ως υπότροφοι περίπου) και δουλεύουν για δύο ή τρία χρόνια αποκλειστικά με την οικονομική στήριξη του οικοδεσπότη. Κάπως έτσι ένας καλλιτέχνης ή μια ομάδα έχει την πολυτέλεια του χρόνου, του χώρου και της οικονομικής στήριξης να κάνει πράγματα που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να κάνει. Αυτό γίνεται κατά κόρον σε όλα σχεδόν τα καλά πανεπιστημιακά θεατρικά τμήματα της Αμερικής αλλά και σε πολλά θεατρικά κέντρα στην Ευρώπη, στην Ολλανδία, στη Γερμανία και αλλού. Μέσα από ένα τέτοιο θεσμό μπορεί να βγουν προτάσεις καινούργιες.
Εδώ θα μπορούσαν να αναλάβουν δράση τα μεγάλα κρατικά θέατρα με την υποστήριξη του υπουργείου πολιτισμού, αλλά και οικονομικά ισχυροί φορείς όπως η Στέγη του ιδρύματος Ωνάση, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος κ.ά.
Απαγορευτικός όγκος
Ένας επίσης λόγος που δεν ταξιδεύει η τραγωδία είναι ο όγκος της. Είναι τόσο πολυπληθής η διανομή που πολύ δύσκολα ένα φεστιβάλ θα μπει στα έξοδα να τη φιλοξενήσει. Όταν μια αποστολή αριθμεί 60-70 άτομα μιλάμε για ένα κονδύλι του ύψους των 100.000 ευρώ και βάλε. Νούμερα απαγορευτικά για τα περισσότερα ανά τον κόσμο φεστιβάλ που είναι μικρού ή μεσαίου οικονομικού βεληνεκούς. Τι προτείνω;
Μια λύση θα ήταν να έχουμε παραγωγές τραγωδίας οι οποίες από την αρχή να προορίζονται για τα φεστιβάλ στο εξωτερικό. Που σημαίνει πολύ πιο μικρό καστ και μια σκηνοθεσία διαφορετική από αυτές που συνήθως εισπράττουμε. Αυτό μπορούν εύκολα να το υλοποιήσουν τα δυο μεγάλα κρατικά θέατρα., τα οποία έχουν και τους μηχανισμούς προβολής των παραστάσεών τους και το ανθρώπινο δυναμικό –όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα, τα οποία στήνουν το ρεπερτόριό τους με στόχο ένα σεβαστό κομμάτι του να ταξιδέψει. Είναι ενδεικτικό αυτό που είχε δηλώσει πριν από δύο χρόνια περίπου ο Μίλο Ράου όταν είχε αναλάβει τη διεύθυνση του θεάτρου της Γάνδης: καμιά παράσταση δεν βγαίνει από το ρεπερτόριο εάν δεν έχει παρουσιαστεί σε ένα συγκεκριμένο αριθμό χωρών.
Παρακάτω: O Μίλο Ράου, ένας αμφισβητίας των αρχών του κατεστημένου θεάτρου
Φιλοσοφία ρεπερτορίου
Βέβαια αυτό που προτείνει ο Ράου, και που είναι κοινή πρακτική σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έχει να κάνει με τη φιλοσοφία του ρεπερτορίου. Στη Ρωσία, λ.χ. ή στη Γερμανία, στη Τσεχία, στην Πολωνία και αλλού οι παραστάσεις αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, οπότε ανά πάσα στιγμή μπορούν να ξαναβγούν σε περιοδεία. Στην Ελλάδα δυστυχώς οι παραστάσεις δεν αποθηκεύονται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να τις προβάλει στο εξωτερικό. Μόλις τελειώσουν οι προγραμματισμένες παραστάσεις εξαφανίζονται, εκτός κι αν οι συγκυρίες αποτρέψουν τον πρόωρο ενταφιασμό τους. Για την ώρα οι φορείς που μπορούν να αποθηκεύουν κάποιες από τις παραστάσεις τους είναι και πάλι τα δύο κρατικά θέατρα, όπως και οι ελάχιστες ομάδες με σταθερή βάση και σύνθεση οι οποίες καλό θα ήταν να αρχίσουν να λειτουργούν με ένα ευέλικτο και εξωστρεφές ρεπερτόριο που θα έχει ως στόχο και τη διεθνή αγορά. Πράγμα που εννοείται ότι απαιτεί και ανάλογη σκηνοθεσία ώστε να «πουλήσει».
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές πως η απουσία αυτής της παράδοσης αποθήκευσης των παραστάσεων, κάνει πάρα πολύ δύσκολη και τη βιωσιμότητα ενός πιθανού (και απόλυτα αναγκαίου) showcase.
Παρακάτω: Τα 53α Δημήτρια (2018) φιλοξένησαν το πρώτο showcase, με την παρουσία 15 ξένων καλεσμένων (διευθυντές φεστιβάλ, curators)
Showcase
Εν τάχει να σημειώσω εδώ πως ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν τα υπουργεία πολιτισμού των πρώην ανατολικών χωρών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η εισαγωγή του θεσμού των showcases. Θεώρησαν ότι ο πολιτισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως όπλο διπλωματίας. Και πέτυχαν πολλά. Μπήκαν στον χάρτη. Έγιναν γνωστά και μάλιστα με ετήσιες παραγωγές παρασάγγας λιγότερες από τις δικές μας. Ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι το πολωνικό θέατρο. Ταξιδεύει παντού, σε όλες τις ηπείρους. Το θέατρό μας έχει μεγάλη ανάγκη από μια αντίστοιχη πλατφόρμα προβολής, η οποία, για να υλοποιηθεί και να αντέξει στον χρόνο (και τον ανταγωνισμό), χρειάζεται τη γενναία οικονομική στήριξη του υπουργείου πολιτισμού (ή/και τουρισμού). Αυτή τη στιγμή τα «Δημήτρια», με τον ισχνό προϋπολογισμό τους, δίνουν μια πραγματική μάχη για να κρατήσουν ζωντανό το showcase που εισήγαγαν για πρώτη φορά πέρυσι. Θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο, γιατί έτσι προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στο ελληνικό θέατρο: δίνουν βήμα στους καλλιτέχνες να δείξουν τη δουλειά τους σε ξένους καλεσμένους.
Όμως και εδώ, όπως είπα πιο πάνω, το πρόβλημα, πέρα από το οικονομικό, είναι και η διαθεσιμότητα. Ένας πραγματικός εφιάλτης για όποιον αναλάβει να οργανώσει ένα showcase, δεδομένου ότι από τις δέκα επιλεγμένες παραστάσεις λ.χ. η απάντηση που θα εισπράξει από τις περισσότερες είναι της μη διαθεσιμότητας. Από τη στιγμή που οι παραστάσεις δεν αποθηκεύονται, ένα showcase είναι καταδικασμένο να βρίσκεται σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας μέχρι την τελευταία στιγμή.
Κατακλείδα
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό θέατρο, για να ανταποκριθεί στις αλλαγές των καιρών, πρέπει να χαράξει ξανά (και ριζικά) τα δρομολόγια και τη φιλοσοφία του. Μπορεί να μην στερείται ταλέντων, όμως, ως έχει η κατάσταση, δείχνει κουρασμένο. Επαναλαμβάνει τον εαυτό του, τις ευκολίες του. Η υπερπροσφορά παραστάσεων πιο πολύ προδίδει αμηχανία ανάμεικτη με αγωνία παρά καλλιτεχνικό όραμα ή καθαρό προγραμματισμό. Η κρίση αντί να το κάνει ποιοτικά πλουσιότερο και ωριμότερο, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και το αποπροσανατόλισε τελείως. Την ίδια στιγμή που αναλώνει τον χρόνο του παλεύοντας με τα δικά του αδιέξοδα, η διεθνής θεατρική αγορά προχωρά και οργανώνεται με βάση εντελώς άλλα πρότυπα. Δεν περιμένει κανένα. Οι μνηστήρες πολλοί και ορισμένοι πάρα πολύ καλά οργανωμένοι. Και εφόσον δηλώνουμε ότι μας ενδιαφέρει η διεθνής παρουσία και η προβολή τότε πρέπει να ανασκουμπωθούμε άμεσα, που σημαίνει αλλαγή τακτικής και οργάνωσης, πολύπλευρη ενημέρωση, εξωστρέφεια, ευελιξία, συμμαχίες, τόλμη, συνέπεια και συγκρότηση και βεβαίως ειδικές πλατφόρμες προβολής.
Τα εμπόδια είναι πάρα πολλά, και όλα συνδέονται μεταξύ τους, όμως αν δεν ματώσουμε δεν θα πάμε παραπέρα. Και ως πρώτο βήμα καλό θα ήταν να απαλλαγούμε από τις αυταπάτες και να δεχτούμε αυτό που πραγματικά συμβαίνει και το οποίο πολύ απλά λέει ότι μπορεί όλοι εκτός συνόρων να γνωρίζουν την αρχαία θεατρική γραμματεία όμως ελάχιστοι γνωρίζουν τι κάνουν οι σύγχρονοι Έλληνες με αυτή. Μόνο αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη χωρίς παρωπίδες και αυταρέσκεια θα βρούμε λύσεις που θα τους βοηθήσουν να γνωρίσουν ποιοι πραγματικά είμαστε και τι κάνουμε. Και προς αυτή την ανανεωτική κατεύθυνση οφείλει να κινηθεί πρωτίστως το υπουργείο πολιτισμού, υιοθετώντας μια σαφή, καλά σχεδιασμένη, ευέλικτη, σύγχρονη, εξωστρεφή, κοσμοπολίτικη, υποψιασμένη, αποδοτική και (κυρίως αυτό) οικονομικά γενναιόδωρη πολιτική που θα βοηθήσει το θέατρό μας αφενός να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις και τις παθογένειές του και αφετέρου να διεκδικήσει τη θέση που του αξίζει στην παγκόσμια αγορά.
Ταυτόχρονα πρέπει και οι καλλιτέχνες να μάθουν να αναπνέουν δημιουργικά και πέρα από τους όποιους κρατικούς και εκ ων πραγμάτων ποτέ επαρκείς “αναπνευστήρες”. Ξέρω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ασπάζομαι τις αγωνίες τους. Τις στήριξα στο παρελθόν και εξακολουθώ να τις στηρίζω, αλλά θέλω να είμαι και ρεαλιστής. Όσο περιμένει κάποιος παθητικά να αναπνεύσει με τα ψίχουλα που παίρνει (γιατί δεν γίνεται να πάρει περισσότερα, αφού οι αρμόδιοι επιμένουν να μας λένε ότι δεν υπάρχουν) θα καταλήγει είτε να ανταποδίδει με τη σειρά του ψίχουλα είτε να χρησιμοποιεί τη μικρή επιχορήγηση ως επιχείρημα για να δικαιολογεί τα καλλιτεχνικά του ψίχουλα. Στον καλλιτέχνη αυτό θα έλεγα ότι τη μάχη την κερδίζει εκείνος που δημιουργεί τις ευκαιρίες και όχι εκείνος που τις περιμένει. Αυτός στο τέλος κάνει και τη διαφορά. Με δυο λόγια: χρειάζεται να αλλάξουμε νοοτροπία (καλλιτέχνες και θεσμοί) ώστε να λειτουργήσουμε με μεγαλύτερη και πιο «επικίνδυνη» ελευθερία και εξωστρέφεια. Το ταλέντο υπάρχει. Ας βρούμε τρόπο να το αναδείξουμε.