Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Η ζωή είναι ευχή και κατάρα

Σε μια συνέντευξη από καρδιάς στην Parallaxi, εξομολογείται τις πιο βαθιές του σκέψεις και το αποδεικνύει.

Αθηνά Τερζή
θανάσης-παπακωνσταντίνου-η-ζωή-είναι-342748
Αθηνά Τερζή
Εικόνα: Γιάννης Μαργετουσάκης | Με την παραχώρηση της Novel Vox

*Η συνέντευξη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί στο τεύχος Ιουλίου 2018 της Parallaxi. Αναζητήστε το δωρεάν σε επιλεγμένα σημεία της πόλης

«Τα παιδιά ζουν αιώνια γιατί απολαμβάνουν την κάθε στιγμή! Tα μικρά παιδιά δεν έχουν ούτε παρελθόν για να αναπολήσουν, ούτε μέλλον για να κάνουν σχέδια. Κάθε στιγμή μοιάζει για κείνα αιώνια, για αυτό κι όταν είμαστε παιδιά είχαμε την αίσθηση ότι η μέρα δεν τελείωνε. Φαντάσου να το καταφέρναμε αυτό ως ενήλικες! Τα μικρά παιδιά όλη αυτή την ενέργεια που έχουν, τη δίνουν σε μια μόνο στιγμή, ενώ εμείς οι μεγάλοι, μπορούμε απλώς να καθόμαστε σε μια καρέκλα και να αναπολούμε και να αναπολούμε».

Τον Μεταξοχωρίου και περιχώρων Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον συνάντησα στο νέο στούντιο ηχογραφήσεων που έφτιαξε στο Μεγαλόβρυσο Αγιάς του Νομού Λάρισας. Εκείνος, ένας άνθρωπος του βουνού, πλήρως εναρμονισμένος με το τοπίο, με τις λασπωμένες γαλότσες και την ακάματη φτιαξιά ενός ανθρώπου που τον θρέφουν η γη και τα καλά γονίδια κι η αφεντιά μου με μια ενστικτώδη συστολή, επειδή θα συνομιλούσε με τον διάφανο άνθρωπο -ναι, θα μπορούσε να ‘ναι χαρακτηρισμός ή τίτλος για έναν ακόμη υπερήρωα της marvel- τον τραγουδοποιό που δεν θα σταματήσει να μας παιδεύει με τους στίχους και τις μελωδίες του.

Λόγος προφορικός, αβίαστος κι ευθύβολος δίχως καμία προετοιμασία. Ο Θανάσης άνοιξε την πόρτα, η δική του Φανούλα έψησε καφέ κι η κουβέντα ξεκίνησε. Τόσο απλά.

«Είναι στιγμές που η μουσική λειτουργεί ως δούρειος ίππος για τα λόγια. Κι οι ποιητές, όταν ντυθούν με μουσική, μπορούν να ανοίξουν την κερκόπορτα των συναισθημάτων και να καρπίσει πιο εύκολα ο λόγος τους μέσα μας. Πολλοί γνώρισαν κι αγάπησαν την ποίηση μέσα από τραγούδια. Τα στιχάκια που γράφω έχουν συχνά υπερρεαλιστικά στοιχεία ή κάτι από το μαγικό ρεαλισμό της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Αλλά δεν πελαγοδρομούν στην ασάφεια του λυρισμού.Οι φράσεις περιγράφουν εικόνες που εντυπώνονται ξεκάθαρα στο νου.

Το τραγούδι -σε σχέση με την ορχηστρική μουσική- είναι σίγουρα αμεσότερο, ως ακροατής όμως, μπορώ με τη μουσική να φτιάξω με μεγαλύτερη ελευθερία τα δικά μου συναισθηματικά τοπία. Έτσι κι οι στίχοι μου,όπου δεν είναι τελείως συγκεκριμένοι, προσπαθούν να κρατήσουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της ελευθερίας, ώστε να οδηγήσουν στη συμμετοχή και, ίσως, στη συγκίνηση».

Του αναφέρω τα αστεία που γράφονται κατά καιρούς, όπως εκείνο πολλών πιτσιρικάδων: «άκουσα ένα τραγούδι του Θανάση και το κατάλαβα όλο. Πρέπει να βάλω θερμόμετρο». Κι εκείνος γελά σαν μικρό παιδί.

Τον ακούω και τον ζυγίζω. Επιχειρώ να τον φέρω στα μέτρα μου, αλλά ξεφορτώνομαι νωρίς και το μέτρο και το ζύγι. Διόλου αντικειμενική για τον άνθρωπο που με έμαθε να αφουγκράζομαι κάθε ανεπαίσθητο ήχο που βγάνουν οι λέξεις. Απάτητες λέξεις κι ονειροπαρμένες, που τριζοβολούν εύφορες πεδιάδες, φορτωμένες με κλαδιά δέντρων, ανδρομέδες, αποσπερίτες, απύθμενα πηγάδια, χέρια τρελαμένα που αγκαλιάζουν τον Ραμόν και τον Φορτίνο Σαμάνο, τον Χομαγιούν και τον Βακάρ, τον μάντη Τειρεσία και τον φωτογράφο των Τρικάλων Α τελεία Μάνθο να απαθανατίζει τον επικηρυγμένο Θωμά Γκαντάρα, τον ληστή.

«Τους ανθρώπους πρέπει να τους κατανοούμε κι όχι να τους καταδικάζουμε. Δεν κρατώ κακία, ακόμη κι όταν αντιληφθώ ότι κάτι έχει γίνει σε βάρος μου. Το ξεχνώ και το αφήνω πίσω μου, εφόσον κατανοήσω τη διαδικασία, τον λόγο για τον οποίο έγινε. Πιστεύω στην πρώτη αίσθηση που μου δημιουργεί ο άλλος. Αυτή είναι και η τελευταία και συνήθως δεν πέφτω έξω. Δεν αφήνω εκκρεμότητες. Αύριο μπορεί να μην υπάρχω».

Έγραφε από πιτσιρικάς. Μηχανολόγος πέρασε με τη βοήθεια της έκθεσης, γιατί οι περισσότεροι δεν έγραφαν καλά. Του άρεσαν όμως πολύ και τα μαθηματικά. Σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη, όταν έστειλε στίχους του στον Μάνο Λοΐζο. Επικοινωνούσαν με τηλεγραφήματα τότε. Το πρώτο που έλαβε από τον Λοΐζο είχε σκαλώσει στην πόρτα του διαμερίσματος, στο οποίο έμενε ως φοιτητής.

Εικόνα: Δημήτρης Μακρής | Με την παραχώρηση της Novel Vox

«Οι στίχοι μου του άρεσαν, όχι όμως και τα δύο τραγούδια που του έστειλα και που με αυτά συμμετείχα και στους αγώνες της Κέρκυρας. ”Θανάση μην ασχολείσαι με τη μουσική, δεν έχεις ταλέντο… γράψε στίχους. (εδώ γελά πολύ)”. Αυτό το λέω κάθε φορά σε ανθρώπους που ζητούν τη γνώμη μου για αυτά που γράφουν κι είμαι δισταχτικός πολύ, γιατί μπορεί να κάνω λάθος ή μπορεί αυτό που εκείνη τη στιγμή σου δίνει ο άλλος να είναι της περιόδου που δεν έχει ακόμη ανθίσει ο ίδιος ως δημιουργός. Κι ίσως έτσι να τον αδικήσω. Με τα παιδιά μου όμως υπήρξα αυστηρός και δεν τα επιβράβευσα ποτέ, ενώ όταν ήταν να τους την πω, μου έβγαινε αμέσως. Προφανώς γιατί μεγαλώνοντας σε ένα πολύ φτωχό περιβάλλον με τον αγώνα της επιβίωσης να αποτελεί μια καθημερινή πραγματικότητα και τους γονείς να μας αφήνουν ελεύθερους, απέκτησα από νωρίς μια αίσθηση αυτογνωσίας, που δεν έχει την ανάγκη επιβράβευσης. Ξέρεις είμαι σχετικά βαρύς άνθρωπος κι όχι εκδηλωτικός. Είμαι παλιάς κοπής».

Μου μιλάει για το μέγα το μυστήριο ζωής. Είναι μια ερώτηση που μου βγήκε αβίαστα. Νομίζω πως συμβαίνει στους περισσότερους που τον κουβεντιάζουν από κοντά. Κι ενώ δεν του αρέσει, όπως έχει δηλώσει πολλές φορές, να παριστάνει τον δημογέροντα και να αραδιάζει αμπελοφιλοσοφίες, εντούτοις είναι αδύνατο να μην μπεις στον πειρασμό να το κάνεις. Είναι η κοψιά του τέτοια, οι λέξεις του -αυτά τα ρητορικά χαλίκια- που τα μασά ανεπιτήδευτα και τα αφήνει να σκάνε σαν μικρά βεγγαλικά στον ουρανό. Δεν ακκίζεται, δεν περιαυτολογεί, μοιάζει με δρόμο. Μια κατηγορία από μόνος του. Δίχως κανένα πλάνο, σε καθηλώνει με τη φρεσκάδα του, τη μεστή απλότητα και την ειλικρίνεια των προθέσεών του.

Η εικόνα που ταιριάζει με την ευτυχία του, είναι η ανάμνηση κι η εικόνα με τον ίδιο μικρό παιδί. «Να είμαι ξαπλωμένος στο χορτάρι, να μου έρχεται η μυρωδιά του, να έχει ήλιο και να φυσά ένα ελαφρύ αεράκι. Αυτή η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας από την οποία κανείς δεν ξεφεύγει! Δεν είναι τυχαίο που τον πρώτο μου δίσκο τον ονόμασα ”Αγία Νοσταλγία”. Ένας έρωτας έρχεται και φεύγει, η νοσταλγία του όμως μπορεί να μη φύγει ποτέ κι η κορυφαία περίπτωση νοσταλγίας είναι εκείνη της παιδικής ηλικίας. Αυτό το αβάσταχτα ωραίο συναίσθημα. Το τρομερό είναι ότι νοσταλγούμε πάντα τα πράγματα που δεν πρόκειται να ξανάρθουν». 

«Όταν τελειώνω μια συναυλία, φέρνω τα πράγματα στη θέση τους. Επειδή δημιουργείται ένας μύθος για όποιον ανεβαίνει πάνω στη σκηνή κι εγώ θέλω να τον σπάω. Γι’ αυτό κουβεντιάζω με τον κόσμο. Βλέπουν έναν άνθρωπο να τους μιλά με αυτή τη λαρισαϊκή προφορά και με αυτό τον τρόπο προσγειώνονται. Όταν φεύγει ο μύθος, η σχέση που δημιουργείται είναι πολύ πιο βαθιά και αληθινή. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα ποτέ ότι θα προκαλέσω τέτοια βαθιά συναισθήματα σε ανθρώπους, με τα τραγούδια μου. Άνθρωποι που γνώριζαν πως θα πεθάνουν και στην κηδεία ήθελαν να τους να τραγουδήσουν δικό μου τραγούδι, ή σε μια κηδεία φίλου μου που τραγούδησαν οι δικοί του τον ”Πεχλιβάνη”. Νιώθω δηλαδή ότι εισπράττω περισσότερα από όσο πρέπει. Εξ άλλου, το μέτρο σύγκρισης σε σχέση με την παράδοση είναι συντριπτικό σε βάρος μου. Δεν είμαι αυτάρεσκος, λοιπόν, πώς θα μπορούσα άλλωστε με όλα αυτά τα λαϊκά και τα δημοτικά που έχουν γραφτεί; Θα έδινα όλα τα τραγούδια που έχω γράψει για ένα δημοτικό τέτοιας εμβέλειας. Όταν έχουμε τον Τσιτσάνη που τα περισσότερα τραγούδια του είναι διαμάντια, τι να πω εγώ». 

Δεν του αρέσει να μιλά πολύ. Μου το ξεκαθάρισε από την αρχή της κουβέντας μας. «Συνήθως λέω τα ίδια και τα ίδια στις συνεντεύξεις μου». Αμφιταλαντεύεται συνεχώς, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι. «Η ζωή, έτσι όπως εξελίσσεται είναι ένα απέραντο σφαγείο. Και το μόνο, ίσως, που μου δίνει κουράγιο για να το αντέξω είναι η ομορφιά που υπάρχει στον κόσμο. Δεν απαλύνω τις ενοχές μου – μακάριοι οι άνθρωποι που δεν έχουν τύψεις, που φτάνουν στον θάνατο δίχως τύψεις κι έχουν ευδοκιμήσει στη ζωή τους. Εγώ δεν μπορώ να το πω αυτό».

Τον ρωτάω αν οι άνθρωποι μαθαίνουν από τα λάθη τους. «Δεν κάνουμε λάθη ή σωστά, γιατί κατά τη γνώμη μου όλα είναι προδιαγεγραμμένα, δεν έχουμε ελευθερία βούλησης. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά έχω αναπτύξει αυτή τη θεωρία, δίχως να υποκρύπτεται από πίσω η πίστη μου σε κάποιο θεό. Είμαι τελείως αγνωστικιστής. Δεν έχω νιώσει, δηλαδή, την ύπαρξη κάποιου θεού. Παρ’ όλα αυτά αισθάνομαι ότι τα πράγματα, είναι προδιαγεγραμμένα κι αυτό που εμείς θεωρούμε ελευθερία βούλησης είναι η άγνοια εκείνων των παραγόντων που μας οδηγούν να κάνουμε, κάθε φορά, κάτι συγκεκριμένο. Εν τούτοις, δεν σταματώ να αμφιταλαντεύομαι αλλά και να συμμετέχω με ορμή στη ζωή. Έτσι είμαι φτιαγμένος». 

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν είναι ανασφαλής. Το αντιλαμβάνεσαι από τον τρόπο που μιλάει. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «ήρεμη δύναμη». Μου θυμίζει την ιστορία με έναν φίλο μου που ήθελε να ΄ναι δέντρο. Τα δέντρα μπήγουν βαθιά τις ρίζες τους στη γη κι είναι αμετακίνητα και σταθερά. Σε ηρεμούν, σου διηγούνται ιστορίες, σκαλισμένες στον χρόνο. Ζαλισμένες από τον αέρα, νοτισμένες από τη βροχή και την πρωινή πάχνη. Η φωνή του είναι άδολη, παρηγορητική, άλλωστε για εκείνον κι η τέχνη παρηγορητική είναι, τόσο απέναντι στους εσωτερικούς εχθρούς που κουβαλά ο άνθρωπος, εφόσον μπορεί και τον στηρίζει στο χάος της ύπαρξης του, στις αγωνίες, στις αμφιταλαντεύσεις στην τρέλα- υπάρχουν άνθρωποι που θεραπεύονται με τη μουσική – όσο και στους εξωτερικούς. Στις διάφορες μορφές καταπίεσης της εξουσίας. Η τέχνη μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε στοχασμό, να τον βοηθήσει να εξελιχθεί.

Ο έρωτας για τον Θανάση είναι υπερεκτιμημένος. Τον ακούω να αναφέρεται με χαρακτηρισμούς του τύπου, ξεμωραίνεσαι όταν ερωτεύεσαι, γίνεσαι ηλίθιος και μου έρχεται ενστικτωδώς στο μυαλό η περίφημη ατάκα «διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε» από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και βιάζομαι να του φωνάξω ότι κάνει λάθος. Εγώ, που τον έρωτα τον έχω Θεό και παρακαλάω να τον τρώω με τα κουτάλια. Με κοιτάζει και αντιλαμβάνεται την ταραχή μου. Του λέω ότι πιθανόν να είναι κι αυτός ο λόγος που δεν μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε αμιγώς τον έρωτα στα τραγούδια του. Όμως εκείνος τα έχει όλα τόσο ταιριασμένα στο κεφάλι του. Απίστευτο! Κι αναρωτιέμαι τελικά αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να ταράξει το μικρό σύμπαν που κατοικεί μέσα στο κεφάλι του και μέσα σε όλη αυτή την παροιμιώδη αταραξία μου ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεών του.

«Ο πυρήνας της ύπαρξης είναι άφυλος. Φαντάσου τον σαν ένα κρεμμύδι. Το φύλο, θηλυκό και το αρσενικό, είναι λίγο πριν τον πυρήνα. Ασφαλώς ο έρωτας είναι από τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που μπορούν να βγάλουν τον νου από τη φυλακή του, μαζί με τα όνειρα και την τέχνη- ειδικά τον υπερρεαλισμό – και την τρέλα. Προσωπικά είμαι βαθύτατα εγκεφαλικός τύπος. Θέλω να αυτοδιαχειρίζομαι τις τύχες μου. Το χειρότερο για μένα θα είναι να μην μπορώ να ελέγχω τον εαυτό μου. Δεν μου αρέσει να ελέγχω τους άλλους – αυτό φαίνεται και στη μουσική μου, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο των εμφανίσεων μου όλα αυτά τα χρόνια, να δίνω περιθώρια στους μουσικούς να αυτοσχεδιάζουν – τον εαυτό μου θέλω να ελέγχω μόνο. Τι να κάνω, κουβαλώ αυτό το βάρος και μόνο κοντά στη φύση χαλαρώνω. Είμαι εσωστρεφής, δεν κραυγάζω για πολλά, δεν μιλώ πολύ, είμαι ολιγαρκής και τα δικά μου σακατιλίκια, που λένε, είναι να ξοδεύω χρήματα στα όργανα και τη μουσική». 

Μπαίνω στον πειρασμό να τον ρωτήσω για τις ταμπέλες στα τραγούδια, για το αν ο ίδιος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη, έναν δημιουργό με τη γενικότερη στάση ζωής του. Αν επηρεάζει την κρίση του η πολιτική ή η κοινωνική θέση ενός καλλιτέχνη την ματιά του αναφορικά με το έργο τους. Κι αν είναι αυστηρός ή απαξιωτικός με τους ανθρώπους, οι οποίοι ξεφεύγουν από την καθημερινότητα με πιο ανέξοδους τρόπους – οι ταμπέλες που σας έλεγα.

«Όταν ένας δημιουργός έχει έμπνευση ξεφεύγει από την ανθρώπινη κλίμακα. Γίνεται κάτι άλλο. Συναντά το άπειρο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ηδονή. Στην κορυφαία στιγμή της ηδονής δεν υπάρχει σκέψη, δεν υπάρχει τίποτα, παθαίνεις ένα μπλακ αουτ. Έτσι και με την τέχνη. Με λίγα λόγια, το έργο σε ξεπερνά. Είναι ωραίο να ταυτίζεται ο καλλιτέχνης με το έργο του, ειδικά όταν είναι παρών ταυτόχρονα με αυτό, μα δεν συμβαίνει συχνά. Τώρα όσον αφορά στην κρίση μου για τους ανθρώπους, αυτή δεν επηρεάζεται από την μορφή τέχνης που θα επιλέξουν. Μπορεί να βγάζω τα συμπεράσματά μου. Όμως τους κατανοώ σε ένα βαθμό, δεν τους καταδικάζω. Στον σκληρό αγώνα για την επιβίωση, οι περισσότεροι κουράζονται και θέλουν απλώς κάτι να μπει από το ένα αυτί και να βγει από το άλλο. Δεν αντέχουν να τους συνταράξει, γιατί η πραγματική τέχνη σε συνταράζει, σε θέλει σε εγρήγορση, σου δίνει τσεκουριά στο κεφάλι. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται για την επιβίωση δεν το θέλει αυτό, αλλά μια μουσική υπόκρουση, η οποία θα του επιτρέψει να χαλαρώσει, θα τον αφήσει στην ησυχία του και τίποτα περισσότερο. Τρομάζει στην ιδέα. Σαφώς χάνει πολλά. Εγώ μέσα από την τέχνη γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Η ζωή είναι ευχή και κατάρα, αφού υπάρχει η επίγνωση του θανάτου. Μας δόθηκε όμως. Ας την τιμήσουμε, ας την πάμε ένα βήμα παραπέρα. Ας κάνουμε τουλάχιστον αυτό. Ορισμένοι, όμως δυστυχώς για τους ίδιους, έρχονται και φεύγουν από τη ζωή δίχως να αναρωτηθούν για τίποτα. Το ίδιο ισχύει και με τις πολιτικές πεποιθήσεις. Η αγωνία κι ο αγώνας είναι προσωπική υπόθεση, δε βάζω άλλους να το κάνουν για μένα».

Του αρέσει περισσότερο ο κινηματόγραφος από το θέατρο. Ανήκουμε στην ίδια συνομοταξία σκέφτομαι. Μου φαίνεται αφύσικο να είσαι στη σκηνή και να φωνάζεις τη σκέψη σου για να ακουστεί. Ο κινηματογράφος έχει πιο πολλές τέχνες και δεξιότητες. Ο ”Βασιλιάς” του Νίκου Γραμματικού είναι από τις ταινίες που έχω λατρέψει, με τον Θανάση να έχει συνθέσει ένα από τα πιο τρυφερά και γλυκόπικρα τραγούδια του, για το παιδί το χνούδαλο που ο ύπνος το έχει πάρει. Κι ενώ θεωρεί ότι η μουσική πολλές φορές λειτουργεί στον κινηματογράφο ως δεκανίκι, εντούτοις καταλήγουμε και οι δύο στην παραδοχή ότι, άλλες τόσες φορές, ταινίες και μελωδίες ταυτίζονται. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον ”Βασιλιά”.Ο ίδιος δηλώνει δισταχτικός στο να γράφει τραγούδια κατά παραγγελία , που αφορούν στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, όμως ο Γραμματικός στη συγκεκριμένη ταινία είχε χρησιμοποιήσει το ντέμο που του έστειλε και εν τέλει είχε δίκιο ότι τα τραγούδια του θα ταίριαζαν πολύ με την ατμόσφαιρα και την ιστορία της.

Απολαμβάνω να ακούω έναν καλλιτέχνη να ομολογεί ότι είναι φορές που βαριέται τον εαυτό του. Μου κάνει ριζοσπαστικό και κουβαλά κάτι από την παιδική αφέλεια και ειλικρίνεια. Με βαριέμαι, βρε αδελφέ. «Πόσες φορές να τραγουδήσω την Ανδρομέδα; Κουράζομαι κι εγώ ο ίδιος. Γι’ αυτό και η αποχή. Για να ξαναπεθυμήσω τα τραγούδια».

Το καλοκαίρι του 2018 όμως του ανήκει. Κι είναι ενθουσιασμένος που ξαναβγήκε στη σκηνή. Αυτή τη φορά δεν είναι μόνος του. Έχει μαζί του τον Σωκράτη Μάλαμα καθώς και μια ολόφρεσκη δουλειά. «Με στόμα που γελά», ο τίτλος του κι αλήθεια κάθε φορά που το ξεστομίζω, αναπολώ τον Γιάννη Ρίτσο και δικά του λόγια. Χαμογελάμε κατά μέσα. Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο. Ίσως για την επιλεκτική συγγένεια, όπως αποκαλεί τη σχέση του με τον Σωκράτη. Σμιλευμένοι με μια δική τους αυθεντικότητα που στηρίζεται σε αυτό το βαθύτερο, που δεν μπορεί εύκολα να ειπωθεί, αλλά είναι εκεί, υπάρχει, το βλέπεις, το νιώθεις, δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Τόσο δημιουργικά διαφορετικοί. «Ο Σωκράτης στην καθημερινότητα του είναι πιο αλλοπαρμένος, ενώ τα τραγούδια του είναι πιο στρωτά, κι εγώ είμαι μετρημένος στη ζωή, αλλά μπορώ και ξεσαλώνω με τα τραγούδια και τις μουσικές μου».

Εικόνα: Δημήτρης Μακρής | Με την παραχώρηση της Novel Vox

Όσοι ξεχωρίσαμε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, γνωρίζουμε την καλλιτεχνική του πορεία. Τα τραγούδια του, τις συνεργασίες του, τις γυναικείες φωνές που έχει επιλέξει να τον συνοδεύσουν ή να ερμηνεύσουν τους ατόφιους στίχους του, κατά καιρούς. Έχει πιστούς ακροατές ο Θανάσης, που μεγαλώνουν με χάρη και γίνονται ομορφότεροι, τέλειοι μέσα στα εμφανή του ψεγάδια. Ναι, αυτός ο καλοπερασάκιας, έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του. Τα τραγούδια του τα φτιάχνει για να περνά καλά κι ο ίδιος. Για να κρατηθεί όρθιος μες στη ζωή. Κι εμείς όλοι αγύριστα κεφάλια που ξεφαντώνουν μαζί του για εκείνα που δεν κάναμε και που ‘χουμε καμωμένα αν έχουμε τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα. Και γινόμαστε μια κοινή ιστορία, μια βροντερή φωνή, που δεν ξεγελιέται. Ρίχνουμε τα δίχτυα και ψαρεύουμε από το ίδιο πηγάδι για χαμένα φεγγάρια.

Και κοίτα να δεις που η μεταξύ μας κουβέντα, θα κρατούσε λιγότερο. Αλλά πώς να σταματήσεις τη βροχή; Πέφτει δίχως να λογαριάζει. Είναι κι αυτές οι ιστορίες που δεν χορταίνεις να τον ακούς να αφηγείται. «Δεν σταματώ να επενδύω στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και όταν πρόκειται για έναν άγνωστο. Μπορεί να σε οδηγήσει κάπου. Εδώ εγώ, παρόλο που είμαι βαρύς, το κάνω ενίοτε. Πριν από λίγα χρόνια βρισκόμουν στην Αθήνα και περίμενα να περάσει η ώρα για να πάω να δω την Κανά με την Τσαλιγοπούλου. Έκανα, λοιπόν, βόλτα στην πλατεία Αμερικής και κάποια στιγμή με πλησίασε μια ωραία στολισμένη τσιγγάνα και μου λέει ”Δημήτρη τι κάνεις;”. ”Λάθος κάνετε”. ”Έλα μωρέ, ο Δημήτρης είσαι”. ”Όχι, λάθος κάνεις”. ”Ε, καλά δεν πειράζει, έχεις να μου δώσεις να πάρω ένα σουβλάκι;”. Διαπίστωσα λοιπόν ότι αυτό ήταν το κόλπο της, το πακέτο για να πάρει τα χρήματα. Παρ’ όλα αυτά την πήρα στο κατόπι για να δω αν όντως με τα λεφτά που της είχα δώσει θα αγόραζε σουβλάκι. Το έκανε όμως και γι΄αυτό πήγα και κάθισα κοντά της. ”Τι θέλεις να σε κεράσω”, με ρώτησε. Ήθελε να με κεράσει με τα λεφτά που της είχα δώσει πριν. Για να μην στα πολυλογώ ήπιαμε κρασί, φάγαμε, πιάσαμε την κουβέντα, μου εξομολογήθηκε ότι είχε παντρευτεί έναν ”μπαλαμό” ευκατάστατο αλλά εν τέλει ξαναγύρισε στη φυλή της κι ότι έβγαζε μάλιστα και μια μικρή εφημερίδα. Οπότε κάποια στιγμή τη ρώτησα αν της αρέσει η μουσική κι αν ήθελε να με ακολουθήσει να πάμε στη συναυλία παρέα. Με κοίταξε δισταχτικά, θα πίστεψε πως είμαι παλαβός, αλλά με ακολούθησε, πρώτο τραπέζι πίστα. Περάσαμε καταπληκτικά, πούλησε και όλες τις εφημερίδες. Κι αυτό όλο σου το είπα για να αντιληφθείς πόσο όμορφα και διαφορετικά κατέληξε η δική μου και η δική της μέρα, επενδύοντας στις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις, σε μια κοινωνία που μαραζώνει συνεχώς και διακατέχεται από τον φόβο».

Με τον Θανάση θα ακούσεις ό, τι ξέμαθες κι ό,τι σου επέβαλαν να λησμονήσεις. Καθώς κλείνουμε την κουβέντα μας θέλω να του φωνάξω εκείνο το κι άλλο κι άλλο των συναυλιών. Πιθανόν γιατί νιώθω ανάλαφρη σαν μικρό παιδί που ποτέ δεν ξέχασε, σαν γυναίκα αμάραντη. Έκανα τόσο δρόμο μέσα στη βροχή και ανέβηκα, ευτυχώς, ψηλά εκεί που ακόμη ατενίζεις ορίζοντα. Θανάση σε ευχαριστώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα