Το Βυζάντιο στο ποιητικό και εικαστικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη
Η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση ζωγραφική που μιλάει. Ο Οδυσσέας Ελύτης κατόρθωσε να συνδυάσει τις δυο αυτές τέχνες με ένα μοναδικό και ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο.
Λέξεις: Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος –Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Σύμφωνα με τον ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο (556-468 π.Χ.): «Η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση ζωγραφική που μιλάει (την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν)». Ο Οδυσσέας Ελύτης κατόρθωσε να συνδυάσει τις δυο αυτές τέχνες με ένα μοναδικό και ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο.
«Μ’ αόρατα δάχτυλα μας αγγίζει το νου ο έξω κόσμος. Ακούμε σα να βλέπουμε, βλέπουμε σα ν’ ακούμε. Η φιλία δύο αισθήσεων είναι συχνά η έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας. Όταν αγγίζεις βλέπεις… Ευτυχώς που τα αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα και που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα». Αυτές είναι οι σκέψεις του Οδυσσέα Ελύτη που ενώνουν την τέχνη του λόγου με την τέχνη της εικόνας.
Η ποίηση του Ελύτη είναι γεμάτη αίσθημα και ορθολογισμό, πάθος και λογική, αλλά κυρίως έρωτα και αγάπη, μια διαλεκτική ισορροπία όπου ο ποιητής ανακαλύπτει και αυτοανακαλύπτεται, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται προς τον εαυτό του, προς τους αναγνώστες του, προς τις πηγές έμπνευσής του και κυρίως προς την ποιητική τέχνη μέσα από ποιητικούς διαύλους και διεργασίες.
Ο διάλογος και η επικοινωνία, η αλήθεια και το ανώτερο που αποζητά, φανερώνουν πρώτιστα τον ίδιο του τον εαυτό, δηλώνοντας τον τρόπο αντίληψης που έχει για την τέχνη της ποίησης, τις αρχές, τις αξίες, τους κανόνες, τις απολαύσεις, την ανάταση, τον αυτοπροσδιορισμό, τη διόραση μέσα από το φαινομενικό, και όλα όσα μπορεί να προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη της ποίησης. Τα όρια κάθε που ξεπερνούν το κοσμικό και το καταληπτό επίπεδο εισέρχονται στο ακατάληπτο μεταφυσικό και υπερκόσμιο, που φαντάζει προσιτό μόνο πνευματικά.
Το ύφος της ποίησης του έχει πολυσύνθετη μορφή και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγχρόνως λιτό και εκφραστικό, έντονα συναισθηματικό, περιγραφικό, γεμάτο σχήματα λόγου και εικόνες, μεταφορικό και ρεαλιστικό συγχρόνως, όλα αυτά τα οποία δίνουν μια διάθεση ανάγλυφη και παραστατική. Με σιγουριά θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε τολμηρό και πρωτότυπο από τον ασυνήθιστο συνδυασμό λέξεων και εννοιών με γνώμονα τη φαντασία και το όνειρο, που όταν το επιθυμεί ο ποιητής, η ποίησή του μεταφέρεται σε ένα επίπεδο μεταφυσικό, θρησκευτικό, υπερκόσμιο. Επίσης, όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν μια δυναμικότητα τόσο στο ύφος όσο και στο λόγο και την έκφραση, μια δυναμική με ηθικό αντίκρισμα μέσα από το προσεγμένο και λογικά ελεγχόμενο ποιητικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο χωρίς να παραδίδεται απόλυτα σ’ αυτό. Μπορεί και το ελέγχει ώστε να γίνει μέσο έκφρασης με νόημα και όχι απλή συναισθηματική και πνευματική αποφόρτιση.
Η στιχουργική και η μετρική διακρίνονται από τη χρήση μετρικών μορφών και ομοιοκαταληξιών. Ο ελεύθερος μορφικά στίχος και η στροφική οργάνωσή του ακολουθούν περισσότερο κανόνες εσωτερικού ρυθμού και μουσικότητας, απόδειξη μιας νεωτερικής ποιητικής προσέγγισης και απόδοσης που συνδυάζει τολμηρά την παράδοση της βυζαντινής υμνογραφίας και του δημοτικού τραγουδιού με τη σύγχρονη τάση των νέων ρευμάτων του συμβολισμού.
Οι εμπνεύσεις του προέρχονται από τη συνείδηση της διαχρονικής μοίρας του γένους μας, από τη μνήμη του ελληνικού μεγαλείου, από τις προσπάθειες για αποκατάσταση της ελληνικής εθνικής συνέχειας και τον πόθο για ανασύσταση ενός ισάξιου μέλλοντος.
Οι αρχαίοι Έλληνες στη θρησκευτική τους ποίηση χρησιμοποιούσαν τον παιάνα, για να ευχαριστήσουν τους Θεούς, τον ύμνο για να εγκωμιάσουν το μεγαλείο τους και την ωδή για να εκφράσουν την ευλάβεια τους. Και τα τρία αυτά στοιχεία συνυπάρχουν στο έργο του Ελύτη, με ένα μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο, που το κάνουν καθαρά προσωπικό. Ιδιαίτερα το Βυζάντιο. Οι βαθύτατοι ψυχικοί δεσμοί του με ένα χώρο γεμάτο μυστήριο και ομορφιά, μετατρέπουν συχνά το λυρικό και φυσιοκρατικό στοιχείο που διακρίνει την ποίησή του, σε ψαλμωδίες προς έναν αόρατο πνευματικό κόσμο. Ο βυζαντινός πολιτισμός δεν είναι πρόδηλος. Κρύβεται πίσω από τις λέξεις, τα νοήματα και τις εικόνες που σχηματίζονται με ένα γλαφυρό τρόπο. Λέξη προς λέξη πρέπει να τον ανακαλύψεις, κάτι που κάνει πιο γοητευτικό το συγκεκριμένο ταξίδι. Αντίθετα, ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και ο νεοελληνικός λόγος που απορρέει από τη βυζαντινή γραμματεία, αποτελεί αναμφισβήτητα την αφετηρία του ποιητή. Μπροστά του ανοίγεται ένας δρόμος που τον οδηγεί και δεν τον αφήνει να ξεφύγει από το μεγαλείο του ελληνικού πνεύματος που ρέει μέσα στις φλέβες του.
Από το σύνολο του έργου του το μοναδικό ποίημα με καθαρή αναφορά στο Βυζάντιο, είναι το «Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», ένας έπαινος και θρήνος ταυτόχρονα, που δημοσιεύθηκε το 1969 στη δεύτερη σειρά των Ετεροθαλών του. Γιατί άραγε από όλη τη μακρόχρονη ιστορία ο Ελύτης εστιάζει στον τελευταίο αυτοκράτορα, τον οποίο ονομάζει και «τελευταίο Έλληνα»; Μήπως επειδή σηματοδοτεί το τέλος ενός κόσμου και την αρχή ενός άλλου;
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι μια προσωπικότητα περιβεβλημένη με την αχλή του μύθου λόγω της ιστορικής συγκυρίας όπου έζησε και της απελπισμένης προσπάθειάς του να εμποδίσει την άλωση της Πόλης. Η μοίρα του επιφύλαξε να είναι αυτός που θα ζούσε τις τραγικές ώρες και θα έβαζε με το αίμα του τη σφραγίδα της πτώσης στη χιλιόχρονη παρουσία της αυτοκρατορίας που μεγαλούργησε στο μεταίχμιο των δύο ηπείρων, Ευρώπης και Ασίας, αλλά και των δύο κόσμων, χριστιανών και μωαμεθανών. Ήταν ο τελευταίος μιας μακράς σειράς αυτοκρατόρων, άλλων που δόξασαν το Βυζάντιο και άλλων που το οδήγησαν συνειδητά, ασυνείδητοι οι ίδιοι, στην καταστροφή.
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του
Μακριά του κόσμου, που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου.
Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που, δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ, κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα.
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους
κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε, τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε.
Πρόσεχε, να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια.
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει!
Νέος ακόμα, είχε δει στους ώμους των μεγάλων, τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν.
Και μια νύχτα θυμάται, σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας, βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο,
που ‘θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί!
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
II
Θεέ μου και τώρα τι που ‘χε με χίλιους να παλέψει, χώρια με τη μοναξιά του,
ποιός αυτός που ‘ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι;
Που όλα του τα ‘χαν πάρει και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο,
να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό, σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι.
Και μια φούχτα λουίζα, που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα και μήτ’ ένας πλάι του. Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές,
που ‘σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως!
Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του…
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό,
σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη.
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει…
III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή, ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα,
οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες, έφταναν κάθε φορά
και πιο ψηλά στ’ ασήμια, που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα.
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών,
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του ‘φερναν, ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα, να καταποντίζονται
πλώρες μαύρων καραβιών, τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα, όθε με στυλωμένο μάτι
ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα, σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα, θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα!
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
Θύμα και άθυρμα των ιστορικών συγκυριών ο τελευταίος αυτοκράτορας, που έπεσε για την πατρίδα και την πίστη του, έσωσε την τιμή του και γέννησε τον μύθο του. Γιατί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με επίγνωση της δεινής θέσης του, στάθηκε να πολεμήσει σε μια θέση προγραμμένη, εφόσον και πολυπληθέστεροι ήταν οι εχθροί και πιο σύγχρονα όπλα είχαν και δύναμη και πάθος για νέες κατακτήσεις και ακόμα όνειρο, διακαή πόθο και προφητεία, καλά μεθοδευμένη.
Όπως γράφει ο Γεώργιος Φραντζής, ο συγγραφέας της Άλωσης, ο Παλαιολόγος στη σύναξη των αρχόντων παρότρυνε αντίσταση μέχρι θανάτου για τέσσερα ιδανικά: την πίστη κι ευσέβεια, την πατρίδα, το βασιλιά, τους συγγενείς και φίλους. Με άλλα λόγια, παρέπεμψε στη ρήση του Αισχύλου «Ίτε παίδες Ελλήνων… νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Σχετικά με το τι έγινε εκείνη τη μοιραία μέρα, οι ιστορικοί και οι χρονικογράφοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Γίνεται λόγος για έκλειψη σελήνης, ραγδαία βροχή με σταγόνες σαν τα «μάτια βοδιού», μαύρο σύννεφο πάνω από την Πόλη, η εικόνα της Παναγίας να πέφτει κάτω βαριά και να μην μπορούν να τη σηκώσουν. Οι περιγραφές των τελευταίων στιγμών είναι συγκλονιστικές. Για το τι είπε ο Κωνσταντίνος την κρίσιμη εκείνη ώρα, πως σκοτώθηκε, που βρέθηκε ή δεν βρέθηκε το σώμα του, οι ιστορικοί επίσης δεν συμφωνούν και ο καθένας εικάζει άλλα. Το γεγονός είναι πως ο ήλιος που ανέτειλε την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου 1453 έπεσε πάνω σε κομματιασμένα σώματα αγωνιστών και στον τελευταίο αυτοκράτορα, άγνωστο ανάμεσα στους αφανείς στρατιώτες του.
Ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός ως απόρροια του βυζαντινού, γίνεται περισσότερο έντονος και άμεσα αναγνωρίσιμος στο εικαστικό έργο του Ελύτη. Ο καλλιτέχνης ονομάζει συνεικόνες τα εικαστικά του έργα (κολάζ) και αποδίδει στον εαυτό του το ένστικτο του κυνηγού εικόνων. Γράφει για τις πρώτες του απόπειρες: «Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ’ ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά – σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν’ ανεβαίνουν από τον βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια».
Ο ίδιος ο ποιητής είχε παρατηρήσει με πικρία ότι στη χώρα μας αυτός ο τύπος της εικαστικής έκφρασης είχε αρχικά παρεξηγηθεί και υποτιμηθεί, κι ότι δεν έγινε κατανοητό με πόσο κόπο φιλοτεχνούνται οι συνεικόνες, έτσι ώστε το φως, π.χ. να πέφτει από την ίδια γωνία. Ωστόσο, μια ακόμα φορά, το κριτήριο του, όπως με τα έργα του Θεόφιλου, αποδείχτηκε πρωτοποριακό, και αργότερα έγινε αποδεκτό.
Μελετώντας τις συνεικόνες του Ελύτη, τη σύνθεση, την αλληγορία, το πάντρεμα του πραγματικού με το ονειρικό που χαρακτηρίζει τον υπερρεαλισμό, γίνεται άμεσα αντιληπτό το γεγονός ότι πηγή έμπνευσής του είναι η ελληνική ιστορία στις οικουμενικές της διαστάσεις. Ο Χριστός και η Παναγία, θεοί, άγιοι και άνθρωποι, βυζαντινές εικόνες και κούροι, εκκλησάκια, καΐκια, θάλασσα και η εξύμνηση του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, μικρά παιδιά, κορίτσια, άγγελοι, βότσαλα και “κόχυλες”, συντέθηκαν σε μοναδικές δημιουργίες που καταργούν την παθητικότητα και γεμίζουν χαρά το βλέμμα και τη ψυχή του θεατή.
Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια Σ’ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
|
Η κόρη άγγελος. Ένας άγγελος θηλυκός σε όλη του τη δόξα. Με φτερούγες από κάτι άλλο, που η ζωή δε μας το είχε προσφέρει ως τότε: φτερούγες από θαλασσινά όστρακα. Ναι, αυτό ήταν. Να σημάνει ο συναγερμός των φυσικών στοιχείων, ο μετεωρισμός τους στον αιθέρα της φαντασίας και το κατακάθισμά τους με μια διαφορετική, απρόβλεπτη, μη ωφελιμιστική (επιμένω σ’ αυτό) επανασύνθεση. |
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι |
Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει! |
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας! | Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω. |
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της Αλλάζει κοίτη ο χρόνος Και γυμνούς από έγνοια επίγεια Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί | Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα Κάθαρση της ψυχής! |
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της Θρονιάζεται η Γαλήνη |
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά |
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε
ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. |
Ποίηση ω Αγία μου – συγχώρεσέ με
αλλ’ ανάγκη να μείνω ζωντανός να περάσω από την άλλην όχθη· οτιδήποτε θα ‘ναι προτιμότερο παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν. |