Ζωάκια από γυαλί, έκπτωτοι από τη ζωή τους άνθρωποι

Ο Γυάλινος Κόσμος σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη έκανε το δια ζώσης ξεκίνημά του από τη Θεσσαλονίκη και συγκίνησε τον κόσμο που γέμισε το θέατρο

Χρήστος Ωραιόπουλος
ζωάκια-από-γυαλί-έκπτωτοι-από-τη-ζωή-το-838317
Χρήστος Ωραιόπουλος
Φωτογραφία: Μαριλένα Βαϊνανίδη

Ο Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς είναι ένας άλλος κόσμος, μακράν πιο απέραντος από τον πραγματικό, γιατί έχει να κάνει με το ατελεύτητο σύμπαν της υφής του ονείρου και των καταφύγιων του φαντασιακού. Είναι μια ουσιαστική συνομιλία για τα οχυρά των ανθρώπων απέναντι στη φρίκη, στη δυσαρέσκεια του κόσμου που βρίσκονται τα πόδια τους. 

Οι ψυχολογικές προεκτάσεις και εκφάνσεις που θίγει ο Τενεσί Ουίλιαμς, καθιστούν πρόκληση για οποιονδήποτε προσπαθήσει να το ερμηνεύσει, να το αφομοιώσει, πόσο μάλλον να το πλάσει σκηνοθετικά. Σημειωτέον ότι η κινηματογραφική μεταφορά του Irving Raper χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον Τενεσί Ουίλιαμς η χείριστη όσων έχουν γίνει στο έργο του. Το θεατρικό αποτυπώνει τις ίδιες

Ένα βαθιά αυτοβιογραφικό έργο όχι μόνο δυσκολεύει στη σύλληψη, αλλά απαιτεί και γνώση και σε βάθος μελέτη της προσωπικότητας και της αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, ώστε να μπορούν να γίνουν αντιληπτοί κι άρα να αποτυπωθούν πρώτον το πνεύμα της συνύπαρξης μέσα στην οικογένεια του ίδιου του Τενεσί Ουίλιαμς, αλλά και το πώς οι ιδιωματισμοί και οι συνισταμένες του αμερικανικού νότου του ’30 επιδρούσαν πάνω σε αυτό το πνεύμα και τις σχέσεις εντός τους.

Υπάρχει μια καχυποψία πάντα σε αυτά τα μεγάλα, κλασικά θεατρικά έργα. Ποιος δεν ξέρει το Γυάλινο Κόσμο, έστω κι ακουστά. Αυτή η ρηχή γνώση γεννάει μια εσφαλμένη αντίληψη του κόσμου ότι το να σκηνοθετήσεις κάτι τέτοιο είναι μια επιλογή κοινότοπη ή μια επιλογή που σίγουρα δεν θα αντεπεξέλθει στις προσδοκίες κάποιων ολίγο πιο απαιτητικών.

Με αυτές τις δυο δυσκολίες ή προβληματισμούς, ο Νανούρης ρίσκαρε και νομίζω του βγήκε. Πάντα ρισκάρει κανείς όταν καλείται να αποδώσει ένα κόσμο που ακροβατεί, ισορροπεί, παλαντζάρει μεταξύ ονείρου και καθημερινότητας.

Η οικογένεια Ουίνγκφιλντ, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε μια φτωχή πόλη του Σαιντ-Λούις και όλα τα μέλη της έχουν κηρυχθεί κι αυτοκηρυχθεί έκπτωτα από τη ζωή τους όπως τη φαντάζονταν. Μια μητέρα, η Αμάντα, που δεν μπορεί να ξεπεράσει την κάποτε γοητεία της, τους χορούς, τα φορέματα, το να πορεύεται χωρίς έγνοιες, ένας πατέρας που έφυγε απλά με ένα γράμμα δυο λέξεων και μια φωτογραφία για να χαθεί στις θάλασσες και σε μια θάλασσα αλκοόλ, ένας γιος, ο Τομ, που γράφει ποίηση, ζητά κι αναζητά τις ανατροπές, τις ρήξεις, το βίωμα είτε στον ”κινηματογράφο” είτε στη μπύρα, το κρασί και το ουίσκι έχοντας πάντα βαθιά στην καρδιά και το μυαλό του να τον τρώει η σκέψη της αδερφής του, Λόρας, με την τελευταία να έχει δημιουργήσει ένα δικό της κόσμο μέσα στον ήδη υπάρχοντα που άλλος θα μπορούσε να πει πως τη ρουφά κι άλλος πως είναι ο τρόπος να τα βγάζει πέρα με την πραγματικότητα, τις απαιτήσεις, τις πιέσεις, το ”ελαττωματικό” της πόδι.

Όλο το έργο στρέφεται πάνω στο ρομαντικό, ευαίσθητο και εύθραυστο ψυχισμό της Λόρας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται, αλλά και μέσα από αυτόν, ως κλείστρο, μπορούν να ιδωθούν οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Η μάνα που επιμένει στα πρότυπα της εποχής, τους κοινωνικούς κανόνες και τις εμμονές που δημιουργεί η φτώχεια και το ελαφρώς χαμένο μυαλό από την τρέλα του να επιθυμεί να δει όσα φαντάζεται και να μην τα βλέπει. Ο Τομ που τόσο θα μπορούσε να αντιλαμβάνεται το μυαλό της, δεν μπορεί λόγω της πληκτικής εργασίας που αναγκάζεται να κάνει σε μια αποθήκη και ξεσπά εξωτερικά, στο ποτό, το ξενύχτι, τα νεύρα σε αντίθεση με την αδερφή του, που εσωτερικεύει τις σκέψεις, τις εικόνες, τα συναισθήματα και τα εναποθέτει στο δικό της πλασμένο σύμπαν, το γυάλινο κόσμο. Μέσα σε αυτόν κάπου καλά χωμένος και ο Τζιμ που φύλαξε και ως αντικείμενο η Λόρα πέρα από σκέψη, γιατί η ντροπαλότητά της δεν της άφησε ποτέ να διεκδικήσει κάτι παραπάνω ούτε και να ονειρευτεί. Έτσι κατέστησε τον Τζιμ ένα κρησφύγετο στο φανταστικό της κόσμο, όπου μπορεί να τον έχει με το δικό της τρόμο, την ανάμνηση.

Φωτογραφία: Μαριλένα Βαϊνανίδη

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το έχει πει ο Τενεσί Ουίλιαμς, το λέει και ο ίδιος ο Νανούρης, αλλά και ο απίστευτος Κώστας Μπιμπής ως Τομ ότι ο Γυάλινος Κόσμος είναι ένα έργο μνήμης. Η Λόρα που όλα τα θυμάται, η μνήμη των βιωμάτων του Τενεσί Ουίλιαμς μέσα στην οικογένεια, οι μνήμες της μαμάς από τα δικά της νιάτα. Όλοι κάτι θυμόμαστε και πορευόμαστε και αυτό που ο Τομ στο τέλος στο φευγιό του από το ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού θυμάται είναι η αδερφή του.

Στα της παράστασης τώρα, ο Γιώργος Νανούρης είναι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης κι αυτό είναι γνωστό. Η επιμέλεια του στο φωτισμό τόσο με την επιλογή του να αποδώσει το γυάλινο κόσμο με μια ομάδα λαμπτήρων χαμηλής έντασης που διαρκώς ανεβαίνουν και κατεβαίνουν δείχνοντας έτσι τη Λόρα και τις στιγμές που καταφεύγει στο δικό της ξεχωριστό κόσμο, όσο και με την επιλογή να επικρατεί σχεδόν σκοτάδι με τους προβολείς να πέφτουν πάνω στους ηθοποιούς όταν αφηγούνται δημιουργεί ένα πρόσφορο περιβάλλον για να μεταδοθεί ο ρομαντισμός, η ευαισθησία του έργου, κάτι στο οποίο συμβάλλουν και οι πολλές δόσεις του θεατρικού ”καπνού”.

Νομίζω, όμως, πως στο σύνολο του έργου δεν έχει κρατηθεί σωστή ισορροπία στο θεατρικό χρόνο. Τα ξεσπάσματα, τα παραληρήματα, τα πρέπει της μητέρας που υποδύεται πολύ καλά και με κάποιες δόσεις χιούμορ η Άννα Μάσχα σε ορισμένα σημεία ξεφεύγουν και ίσως να μην βρίσκονται σε αναλογία με πιο έντονες σκηνές ή με κομμάτια που ο Τομ παίρνει το ρόλο του αφηγητή, κυρίως όμως με την πολύ γρήγορη εξέλιξη του φευγιού του και του τι ακολουθεί αυτό. Θα πει κανείς ότι αυτή η μικρή σκηνή που ουσιαστικά δείχνει ότι η ζωή της Λόρας και του σπιτιού συνεχίζονται ως είχαν και πριν την επίσκεψη του Τζιμ είναι έτσι επιλεγμένη για να δείξει ότι ουσιαστικά τίποτα δεν άλλαξε, παρά μόνο προστέθηκε απογοήτευση που κυνηγάει την ουρά της. Το πρόβλημα δεν είναι ο χρόνος καθαυτός, αλλά μια δυσαναλογία που εγώ εντοπίζω μέσα σε αυτή την κλίμακα, στον επιμερισμό του χρόνου της παράστασης.

Μου μοιάζει επίσης λίγο υπερβολικό το ”στημένο” της προσωπικότητας του Τζιμ. Μπορεί να σπάει, να χορεύει, να τρέχει, να οργώνει με την όρεξη και την ωραία κίνηση του Ροϊλού, όμως και πάλι ο Τζιμ ως ρόλος φαίνεται πολύ στημένος, επιτηδευμένος, άνθρωπος που δεν τσαλακώνεται, ενώ θα μπορούσε σίγουρα παραπάνω.

Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το υπό σκιάν φιλί του Τζιμ και της Λόρας είναι μια καταπληκτική σύλληψη που δείχνει την προσαρμογή στις ανάγκες της πανδημίας και στο θέατρο με τρόπο ισάξια και εξίσου δυνατό, ικανό να συγκινεί, αλλά και να σταθεί αυτοτελής όχι ως μια αναγκαστική λύση.

Φωτογραφία: Μαριλένα Βαϊνανίδη

Ξεχωρίζω πάρα πολύ τον Κώστα Μπιμπή και την ερμηνεία που έπρεπε να βγάλει από νεύρο, έκρηξη, μέχρι σπάραγμα και συγκίνηση. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, γιατί πρόκειται για αλλαγές διαθέσεων με άλλο συναισθηματικό υπόβαθρο η καθεμιά. Ο ρόλος του Τομ, επίσης, είναι ένας ρόλος που δεν πρέπει να εκληφθεί ως ένας απλός εργάτης που βγαίνει τα βράδια, αλλά ως ένας οργισμένος άνθρωπος που θέλει να ισοπεδώσει τις δομές της κοινωνίας, οι οποίες τον απομακρύνουν από κάτι που πραγματικά επιθυμεί να ζήσει και τελικά κουβαλά μέσα του και τη δύναμη να αρνηθεί τα πάντα. Κυρίως, όμως, ο Τομ είναι ένας άνθρωπος που έχει αντίστοιχη συναισθηματική ”νοημοσύνη”, ισάξιες, όχι βέβαια ίδιες συνισταμένες για την υποδοχή των ερεθισμάτων με την αδερφή του κι αυτό το βάθος στην προσωπικότητά του το πετυχαίνει ο Τομ.

Η Λένα Παπαληγούρα ως Λόρα υποδύεται κάτι δύσκολο. Με ένα βλέμμα χαμένο διαρκώς, που το πέτυχε, ένα πόδι να σέρνεται, τη δυσκολία στο χορό με τον Τζιμ που την αποτύπωσε, τα σπασίματα στη φωνή, αλλά και την πηγαία χαρά από μικρές στιγμές είτε με τον αδερφό της ή με τον παλιό της γνώριμο. Έφερε καθόλη τη διάρκεια της παράστασης αυτή τη συγκίνηση και το βούρκωμα στα μάτια. Ίσως να φταίνε και οι ρόλοι που μου φάνηκε να μην έχει ξεπεράσει το ρόλο της Ιφιγένειας από το καλοκαίρι στο Ιφιγένεια εν ταύροις σε σκηνοθεσία πάλι του Νανούρη.

Η Άννα Μάσχα ταίριαξε στο ρόλο της σχεδόν υστερικής μητέρας ζωγραφισμένη με την αγανάκτηση της μη εκπλήρωσης των προσδοκιών. Αφηνόταν στην αφέλεια, όταν η Αμάντα δεχόταν κάποιο καλό σχόλιο από τον Τζιμ και άλλαζε προς το ”κατινίστικο” επιτηδευμένα χαριτωμένο ύφος όταν μιλούσε στα τηλέφωνα με άλλες χήρες μεγάλων Αμερικανών.

Ο Αναστάσης Ροϊλός είχε ένα ρόλο που του πάει σίγουρα, νομίζω βέβαια πως αδικήθηκε λόγω αυτού που έγραψα παραπάνω, του παραστημένου χαρακτήρα του Τζιμ, που δεν νομίζω να φταίει ο ίδιος γι’ αυτό. Αντιθέτως το τσαλάκωμα του Τζιμ το υποστηρίζει και με το παραπάνω, τόσο με την κίνηση και το χορό, όσο και με τους ήχους, όπως ζώων ή του αέρα που κλήθηκε να παράξει.

Φωτογραφία: Μαριλένα Βαϊνανίδη

Σε γενικές γραμμές η παράσταση αντεπεξήλθε στο ρομαντικό και συναισθηματικό πνεύμα τόσο του Γυάλινου κόσμου, όσο και του ίδιου του Τενεσί Ουίλιαμς και κατόρθωσε να περάσει τη συγκίνηση των αναμνήσεων, τη φόρτιση των κοινωνικών καταστάσεων και την ασφυξία που ενίοτε μπορεί να δημιουργούν οι κοινωνικοί δεσμοί. Η ντροπή και η κοινωνική απομόνωση με τα ψυχολογικά συνεπακόλουθα που μπορεί να δημιουργήσει ένα μικρό κουσούρι στο πόδι, ένα διαρκές ”τραβάτε με κι ας κλαίω” στη σχέση παιδιού και γονέα, ένας καλά φυλαγμένος έρωτας ως ανάμνηση που λειτουργεί ως λύτρωση είναι τρία σπουδαία πράγματα του έργου που φυλάει και η παράσταση.

Το Θέατρο Αριστοτέλειον και ο κόσμος της Θεσσαλονίκης είχαν πραγματικά την τιμητική τους με το θέατρο να γεμίζει και τις τρεις μέρες και την παράσταση να κάνει το δια ζώσης ξεκίνημά της από την πόλη μας και από όσο είδα οι περισσότεροι έφευγαν ικανοποιημένοι για τη συγκίνηση που τους προσέφερε ο Γυάλινος Κόσμος του Γιώργου Νανούρη.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα