Πολιτισμός

Ένα ναυάγιο είναι ένα παράθυρο στο χωροχρόνο: Στα άδυτα της ενάλιας αρχαιολογίας

Μια ενάλια αρχαιολόγος μιλά για τις προοπτικές, την Κάσο και την αντιμετώπιση της ενάλιας αρχαιολογίας στην Ελλάδα

Αλέξανδρος Βασιλείου
ένα-ναυάγιο-είναι-ένα-παράθυρο-στο-χωρ-1151748
Αλέξανδρος Βασιλείου

Αν θέλουμε να δώσουμε έναν ακριβή ορισμό του τι είναι αρχαιολογία, τότε μιλάμε για «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου».

Η αρχαιολογία και πιο συγκεκριμένα τα ευρήματά της, είναι ένας μαγικός κόσμος τον οποίο, ζώντας στην Ελλάδα, έχουμε την τύχη να βιώνουμε καθημερινά σε έναν απλό περίπατο. Ειδικότερα, εδώ στη Θεσσαλονίκη, μια βόλτα στους κεντρικότερους δρόμους της πόλης, σε φέρνει σε επαφή με διάφορα αξιοθέατα διασωσμένα από πολλούς αιώνες πριν.

Όμως, αρχαιολογία δεν είναι μόνο εκσκαφές και ανευρέσεις επίγεια. Γιατί, υπάρχει κι ένας ολόκληρος κόσμος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για τον οποίο δε γνωρίζουμε πολλά. Κι όπως είναι ανεξερεύνητος και άγνωστος ο θαλάσσιος κόσμος, έτσι συμβαίνει και με την υποβρύχια αρχαιολογία ή αλλιώς, ενάλια αρχαιολογία.

Η υποβρύχια αρχαιολογία είναι καταρχάς, όπως είναι προφανές, κλάδος της γενικής αρχαιολογίας. Ασχολείται με την αναζήτηση, τη μελέτη και την έρευνα αρχαιολογικών τόπων, αποθέσεων και ναυαγίων, τα οποία βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού των θαλασσών, των ακτών, των ωκεανών αλλά και των λιμνών και των ποταμών. Πρόκειται ίσως για τη δυσκολότερη αρχαιολογική έρευνα, καθώς διεξάγεται σε υπερβαρικό περιβάλλον και απαιτεί σημαντική γνώση και εξοικείωση με τις τεχνικές της αυτόνομης κατάδυσης.

Στις μέρες μας πια, μεγάλη είναι και η συμμετοχή των επανδρωμένων βαθυσκαφών και των υποβρυχίων ρομπότ, οπότε απαιτούνται και γνώσεις συνεργασίας με τους αντίστοιχους κλάδους.

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού

Η ενάλια αρχαιολογία, λοιπόν, μας αφορά όσο και η αρχαιολογία γενικά. Ωστόσο, δεν προκαλεί έκπληξη η άγνοια που υπάρχει γύρω από τον κλάδο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι γενικά ο υποθαλάσσιος κόσμος μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Ενδεικτικά, οι ωκεανοί καλύπτουν το 70% του πλανήτη ενώ έχει χαρτογραφηθεί μόνο περίπου 25% αυτών. Για να γίνει το θέμα όσο πιο κατανοητό γίνεται, η Parallaxi μίλησε με την ενάλια αρχαιολόγο και υποψήφια διδάκτωρα στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης Όλγα Μαρινάκη, σε μια συζήτηση μέσω της οποίας αναδύεται τόσο η σημασία της ενάλιας αρχαιολογίας όσο και οι προοπτικές της.

«Η αλήθεια είναι ότι η ενάλια αρχαιολογία υπάρχει από πάρα πολύ παλιά αλλά λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων γίνεται πιο προσβάσιμη και είναι πιο εύκολο να μεταδοθεί αυτή η πληροφορία στο κοινό, ειδικά όταν μιλάμε για ευρήματα και αρχαιολογικούς χώρους που είναι δυσπρόσιτοι, που είναι σε είτε πάρα πολύ βαθιά νερά, είτε σε λίμνες είτε σε ποτάμια», λέει στην parallaxi η κ. Μαρινάκη.

«Υπάρχουν πάρα πολλές προοπτικές για την ανάπτυξή της αλλά αυτό απαιτεί πάρα πολλούς πόρους, μεγάλη οργάνωση και στήριξη φορέων είτε κρατικών είτε ιδιωτικών, θα έδινα μια μεγαλύτερη βάση στους κρατικούς φορείς τουλάχιστον όταν μιλάμε για άλλα κράτη, γιατί στην Ελλάδα οι κρατικοί πόροι είναι αρκετά περιορισμένοι.

Και, ακριβώς επειδή εμπλέκονται πάρα πολλές ειδικότητες, είναι δύσκολο για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, ειδικά όταν μιλάμε για ανασκαφές σε βάθη, σε νησιά σε ακριτικές περιοχές είναι πολύ δύσκολο ένα τέτοιο πρότζεκτ να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο από κρατικούς φορείς, δηλαδή από το Υπουργείο. Αλλά σίγουρα υπάρχουν πάρα πολλές προοπτικές. Ο πλούτος είναι απεριόριστος στα ελληνικά χωρικά ύδατα».

Αναφορικά με την λανθασμένη ερμηνεία κάποιων για κάτι εντελώς διαφορετικό, διευκρινίζει: “Η ενάλια αρχαιολογία δεν είναι κάποιος διαφορετικός κλάδος της αρχαιολογίας, είναι απλά διαφορετική μεθοδολογία η οποία ακολουθείται. Επειδή καταδυόμαστε, επειδή το περιβάλλον είναι υποθαλάσσιο κι όχι χερσαίο, η ενάλια αρχαιολογία αφορά στην μελέτη της δραστηριότητας των ανθρώπων, των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα.

Είτε μιλάμε για το εμπόριο και για τα ταξίδια, για τη ναυσιπλοΐα, είτε μιλάμε για λιμενικές εγκαταστάσεις, είτε μιλάμε για παράκτιους οικισμούς, όλη όμως η δραστηριότητα του ανθρώπου, από τις πρώτες χιλιετίες που ο άνθρωπος ξεκίνησε να ταξιδεύει και να ασχολείται με τη θάλασσα, που αυτό έγινε αμέσως μετά την γεωργική και κοινωνική ανάπτυξη, η ενάλια αρχαιολογία μελετά ακριβώς όλες τις δραστηριότητες και τα κατάλοιπα που συνδέονται με τον άνθρωπο και τη θάλασσα.

Έρευνες γίνονται από πάντα, εδώ και πολλές δεκαετίες, μιλάμε ας πούμε τα πρώτα ναυάγια που ανασκάφηκαν πάνε πίσω στη δεκαετία του ’60 και του ’70, όταν ξεκίνησαν Αμερικάνοι να σκάβουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Έρευνες, ανασκαφές, το ναυάγιο των Αντικυθήρων για παράδειγμα ανακαλύφθηκε το 1900. Κι όταν ο Κουστώ παρουσιάστηκε και μίλησε με τους σφουγγαράδες, και τους είπε ότι δε χρειάζεται να πηγαίνετε να πνίγεστε, γιατί ήταν πολύ βαθιά και οι άνθρωποι δεν είχαν την τεχνογνωσία, βουτάγανε σε μεγάλο βάθος αλλά, συστηματικές έρευνες με σωστό εξοπλισμό γίνονται ήδη από την δεκαετία του ’60 και του ΄70″.

Όσον αφορά τις έρευνες και την αναγνωρισιμότητα που έχουν πάρει τόσο στο εξωτερικό όσο και στα εγχώρια εδάφη, απαντά πως “θεωρώ ότι ως έναν βαθμό οφείλεται στην πολύ ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία όμως τεχνολογία για την τεκμηρίωση και την έρευνα δεν έχει ανακαλυφθεί την υποβρύχια αρχαιολογία. Δηλαδή, όταν μιλάμε σε ρομπότ, σε αυτόνομα οχήματα τα οποία καταποντίζονται από μεγάλα πλοία, σε scanner, laser, sonar, όλες αυτές οι μέθοδοι τεκμηρίωσης και έρευνας δεν δημιουργήθηκαν με αφορμή τους υποβρύχιους αρχαιολογικούς θησαυρούς, δημιουργήθηκαν από εταιρίες οι οποίες έψαχναν φυσικούς πόρους. Και δευτερευόντως, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μπορούν να εφαρμοστούν προς όφελος του επιστημονικού τομέα. Οπότε, όταν κάτι ανοίγει, γίνεται πιο ευρύ και πάει και εφάπτεται σε άλλους τομείς, είναι λογικό να στρέφονται τα βλέμματα και προς τα εκεί“.

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού

Αλλά, όλες αυτές τις δεκαετίες, από το ’60-’70 μέχρι και σήμερα, γίνονται έρευνες αλλά όχι με πόρους αλλά με μέσα όπως η ικανότητα των ίδιων των ανθρώπων, με τη φυσική τους ρώμη, με τις ικανότητες που έχει να προσφέρει το σώμα, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια και εξελίσσεται η κατάσταση, συνειδητοποιούμε ότι κι ο άνθρωπος δεν έχει απεριόριστη δύναμη, έχει και κάποια φυσικά όρια που επιβάλλονται και από το ίδιο το περιβάλλον το φυσικό και από τον ανθρώπινο οργανισμό” λέει στην parallaxi η ενάλια αρχαιολόγος.

Όσον αφορά το τι είναι αυτό που μπορεί να μας προσφέρει η ενάλια αρχαιολογία, η κ. Μαρινάκη απαντά: “Πέρα από το προφανές, ότι έχει να μας προσφέρει μια γνώση για το ανθρώπινο παρελθόν σε ένα πλαίσιο πάρα πολύ κλειστό όπως είναι η θάλασσα, γιατί η θάλασσα έχει την τάση και να προστατεύει αλλά και να εξαφανίζει τα ίχνη του πολιτισμού…

Το θέμα είναι από ποια πλευρά θα ιδωθεί αυτό το πράγμα. Θέλω να πω ότι, ένα ναυάγιο είναι ένα κλειστό σύνολο, ένα παράθυρο στο χωροχρόνο, το οποίο έχει να προσφέρει πληροφορίες για μια δραστηριότητα του ανθρώπου σε μια συγκεκριμένη στιγμή στο χώρο και στον χρόνο, η οποία εάν το περιβάλλον το επιτρέπει, αν είναι καλά διατηρημένο αυτό το σύνολο, είναι απαράμιλλη η πληροφορία, η διατήρηση, δηλαδή δε θα το βρεις αυτό πουθενά αλλού σε ένα χερσαίο περιβάλλον, όπου υπάρχει συνεχής κατοίκηση, συνεχής δραστηριότητα, συνεχής επέμβαση από τον άνθρωπο, θέλω να πω είναι ένα παράθυρο, δεν μπορείς να το βρεις αυτό στην ξηρά. Έχει να μας δώσει μια πληροφορία με μεγάλη συνοχή και πάρα πολύ περιεκτική, σαν να μπαίνεις σε μια τρύπα, μια λακκούβα ας πούμε, η οποία είναι προστατευμένη. Οπότε, η ενάλια αρχαιολογία έχει να μας προσφέρει πληροφορίες και γνώσεις για την ιστορία του ανθρώπου, τις οποίες ενδεχομένως το χερσαίο περιβάλλον να μη μπορεί να μας τις δώσει τόσο μασίφ, ας πούμε.

Και σίγουρα παίζει ρόλο – και στην αναγνωρισμότητα που έχει πάρει το θέμα- και η προσπάθεια των ενάλιων αρχαιολόγων και η κλιματική αλλαγή. Απειλείται αυτή τη στιγμή στο περιβάλλον, βρίσκεται σε κίνδυνο και θεωρώ ότι είναι και σε αυξητική τάση αυτή η καταστροφή, ολοένα και επιταχύνεται, οπότε εκεί θα έπρεπε κιόλας ένας πάρα πολύ βασικός στόχος της ενάλιας αρχαιολογίας να είναι να ευαισθητοποιεί το κοινό και τους φορείς τους κρατικούς για τη διάσωση, την προφύλαξη και την ανάδειξη του πλούτου μας – αρχαιολογικού και ιστορικού“.

Η ενάλια αρχαιολογική έρευνα της Κάσου

Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η έρευνα της Κάσου. Η Ενάλια Αρχαιολογική Έρευνα Κάσου διενεργήθηκε ως συστηματική αρχαιολογική έρευνα πεδίου (survey) στο θαλάσσιο χώρο της νήσου Κάσου στα πλαίσια τριετούς ερευνητικού προγράμματος (2019 – 2021). Η έρευνα υλοποιείται από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων.

Είναι η πρώτη συστηματική έρευνα στο βυθό της Κάσου με βασικό στόχο τον εντοπισμό, την καταγραφή και μελέτη των αρχαιοτήτων ενός χώρου σταυροδρόμι πολιτισμών και άλλοτε κέντρο ναυσιπλοΐας.

Βασικός σκοπός της ενάλιας αρχαιολογικής έρευνας είναι η ανάδειξη της πλούσιας ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς και της μακραίωνης ναυτικής ιστορίας της Κάσου, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο ενώ ειδικότερα, η έρευνα στοχεύει στον εντοπισμό και την τεκμηρίωση, την μελέτη και ερμηνεία, την οπτικοποίηση και διάχυση και τέλος την ανάδειξη της δραστηριότητάς των ανθρώπων με τη θάλασσα ως πολιτιστικό προϊόν και η απρόσκοπτη αλληλεπίδρασή τους με αυτή ως συνέχεια της ιστορίας τους.

Σημαντικά αρχαιολογικά τεκμήρια περιλαμβάνονται στα ευρήματα της δεύτερης υποβρύχιας ερευνητικής αποστολής στον θαλάσσιο χώρο της νήσου Κάσου, υπό τη διεύθυνση των αρχαιολόγων Ξανθής Αργύρη και Γεωργίου Κουτσουφλάκη.

Το πλέον αξιόλογο εύρημα κατά τη δεύτερη ερευνητική περίοδο αποτελεί ένα ναυάγιο της Ρωμαϊκής περιόδου, το φορτίο του οποίου είναι μεικτό και απαρτίζεται από αμφορείς της ευρύτερης κατηγορίας των αμφορέων «Dressel 20», που αποτελούν αμφορείς ελαίου και κατασκευάζονται σε κεραμικά εργαστήρια της Ισπανίας, στην περιοχή του Γκουαδαλκιβίρ (1ος – 3ος αιώνα μ.Χ.) καθώς και αμφορείς της κατηγορίας «Africana I», η παραγωγή των οποίων περιορίζεται στα κεραμικά εργαστήρια της Africa Proconsularis, και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της σημερινής Τυνησίας (2ος-3ος αι. μ.Χ.). Με βάση την κεραμική που περισυλλέχθηκε και ανελκύστηκε δειγματοληπτικά, το ναυάγιο μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ.

Εντοπίστηκαν και τεκμηριώθηκαν τρία ακόμα αρχαία ναυάγια μεταξύ των οποίων ναυάγιο με φορτίο αμφορέων παραγωγής Βορείου Αιγαίου της Ελληνιστικής περιόδου (1ου αιώνα π.Χ.), και ναυάγιο με φορτίο αμφορέων της Κλασσικής περιόδου (5ος αι. π.Χ.) που παράγονταν στην αρχαία Μένδη. Ένα ακόμα ναυάγιο χρονολογείται στους νεότερους χρόνους. Στο πλαίσιο της έρευνας εντοπίστηκε και καταγράφηκε επίσης μεγάλος αριθμός μεμονωμένων ευρημάτων.

Η απομακρυσμένη, ακριτική Κάσος αποτέλεσε για πρώτη φορά πεδίο συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στο πλαίσιο τριετούς ερευνητικού έργου (2019 – 2021), το οποίο έχει ως βασικό στόχο, όπως αναφέρθηκε, τον εντοπισμό, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των ενάλιων αρχαιοτήτων ενός χώρου που αποτέλεσε σταυροδρόμι πολιτισμών, αλλά και σημαντικό κέντρο ναυσιπλοΐας από την αρχαιότητα έως και τα νεότερα χρόνια. Κατά την ερευνητική περίοδο του 2020 συμμετείχαν στις εργασίες πεδίου 23 εξειδικευμένοι επιστήμονες και τεχνικοί, διαφόρων ειδικοτήτων και πραγματοποιήθηκαν πάνω από 100 ομαδικές καταδύσεις, με περισσότερες από 200 ώρες ατομικού χρόνου βυθού, ενώ καλύφθηκε το 80% περίπου της συνολικής έκτασης της προγραμματισμένης για έρευνα περιοχής.

Η έρευνα υλοποιήθηκε με χρηματοδότηση από το ΥΠΠΟΑ, το Δήμο Κάσου, την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ, τη REVOIL, την Κασιακή Αδελφότητα Νέας Υόρκης, ανώνυμο χορηγό και υποστηρίχθηκε από τον Δήμο Κάσου, τον Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Δωδεκανήσου και τις επιχειρήσεις Apnea, Aquatec, Ελληνικά Καλώδια, Blue Star Ferries και Map4u.

Αναφορικά με την έρευνα της Κάσου, η Ο. Μαρινάκη, η οποία ήταν μέλος της ομάδας, και για να επεξηγήσει τι είναι αυτό που τελικά προσφέρει η ενάλια αρχαιολογία, αναφέρει πως “η Κάσος είναι ένα παράδειγμα αρκετά ενδιαφέρον γιατί μιλάμε για ένα νησί ακριτικό, για ένα νησί που βρίσκεται να μεν κοντά στην Κρήτη αλλά λιγάκι ξεκομμένο μαζί με την Κάρπαθο, καθόλου τουριστικό. Κι εδώ υπάρχει το εξής αντιφατικό: τώρα μπορεί να μην έχει τουρισμό να είναι λίγο κάπως ξεχασμένο και από τους φορείς τους κρατικούς, παρόλα αυτά αρχαιολογικά είναι ένα διαμάντι γιατί έχει να μας δώσει πάρα πολλές πληροφορίες για τη διαχρονική σχέση των ανθρώπων και της θάλασσας. Έχουμε ευρήματα που ξεκινάν από τα προϊστορικά χρόνια και φτάνουν μέχρι και την επαναστατική περίοδο γιατί η Κάσος χαρακτηρίζεται και ως ηρωική νήσος, είχε γίνει κ το ολοκαύτωμα από τους Οθωμανούς και προσέφερε πάρα πολύ μεγάλο στόλο που χρησιμοποιούταν στις ναυμαχίες. Βλέπουμε, άρα έναν συγκερασμό δεδομένων και πληροφορίων που μετράει πάρα πολλές δεκαετίες. Για αυτό είναι κι ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο έρευνας“.

Σε τι σημείο βρίσκεται η ενάλια αρχαιολογία στην Ελλάδα;

Πως, όμως, αντιμετωπίζεται κρατικά η ενάλια αρχαιολογία στην Ελλάδα; Λαμβάνει την σημασία που της αρμόζει, δεδομένου ότι ο υποθαλάσσιος κόσμος της χώρας είναι πρόσφορος για έρευνες που θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντική γνώση; Και, πόσο οι καλές προθέσιες βρίσκουν πραγματικά αντίκρισμα στην πράξη;

Τα αρχαία όταν είναι στη θάλασσα είναι προστατευμένα κατά μια έννοια. Γιατί, όταν ανέβει στην επιφάνεια, τότε ξεκινά ένας δύσκολος και μακρύς κύκλος που αφορά την προστασία του, την καταλογογράφηση του, τη μελέτη του κι έπειτα την ανάδειξη του στο κοινό. Αυτό κάποιες φορές ενέχει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο και δυσκολίες, πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι αν το αφήναμε εκεί που ήταν.

Δηλαδή, διαφορετικό είναι όταν υπάρχει ένας υπόγειος ή καταβυθισμένος τάφος κάτω από τη γη και διαφορετικό όταν έρχεται στην επιφάνεια. Τότε λες, οκ, τι κάνω τώρα με αυτό; Με αυτό θέλω να εξηγήσω σχετικά με το ερώτημα του τι πιστεύω για την κρατική υποστήριξη από τους δημόσιους φορείς, ότι καμιά φορά, υπάρχει ανεπάρκεια. Και έλλειψη πλαισίου, δηλαδή θα ήθελα να θεσμοθετηθούν περισσότεροι νόμοι, να εμπλακεί το κράτος πολύ περισσότερο, οι δημόσιοι φορείς, το Υπουργείο, τα Πανεπιστήμια θα έπρεπε οι έρευνες να είναι ανοιχτές στους φοιτητές, όχι μόνο της αρχαιολογίας αλλά και άλλων κλάδων, αρχιτεκτονική, βιολογία, γεωλογία, γεωγραφία, γιατί αυτούς τους συναδέλφους τους έχουμε ανάγκη όταν κάνουμε έρευνες, δεν είμαστε μόνο αρχαιολόγοι, κάθε άλλο, οι αρχαιολόγοι αποτελούμε ένα αρκετά μικρό ποσοστό των επιστημόνων, των ανθρώπων που εμπλέκονται σε μια αρχαιολογική έρευνα ή ανασκαφή, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους όπως αρχιτέκτονες, συντηρητές, μελετητές οστών, τεχνικούς, φυσικούς, μηχανικούς.

Μιλάμε για μια διεπιστημονική προσέγγιση, και η ενάλια αρχαιολογία είναι ο νούμερο ένα κλάδος της αρχαιολογίας που χαρακτηρίζεται ως διεπιστημονικός. Και για αυτό το λόγο θεωρώ ότι ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι λίγο στις τελευταίες αμαξοστοιχίες. Είναι από τα βασικότερα και για αυτό θα πρέπει να προωθείται και να προστατεύεται.

Θα ήταν πολύ καλό να ανοίξει ένα ναυάγιο κι ένας οικισμός στο κοινό και να δημιουργηθούν καταδυτικά πάρκα, όταν αυτό όμως συνοδεύεται από τις σωστές μελέτες, για τη διαφύλαξη και τη βιωσιμότητα αυτού του πλάνου γιατί, είναι ένα πράγμα να κάνεις μια ανασκαφή κι ένα άλλο πράγμα να θες αυτό να το διαφυλάξεις και για τις επόμενες γενιές, να υπάρχει δηλαδή βιωσιμότητα. Σε 60 χρόνια από τώρα, όταν θα επισκεφτώ το μέρος, να μην έχει ρημάξει.” αναφέρει χαρακτηριστικά η υποψήφια διδάκτωρ.

Επεξηγώντας ακόμη παραπάνω την κατάσταση και θέλοντας να καταδείξει ότι παρά τις καλές προθέσεις τα εμπόδια υπάρχουν, δηλώνει: “Όλα αυτά τα μηχανήματα που σας είπα στην αρχή, όταν αυτά χρησιμοποιούνται στην υποβρύχια αρχαιολογία δεν μπορεί το Υπουργείο και ένας μόνο φορέας να διαθέτει όλα αυτά τα μέσα. Αναγκαστικά, θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους συνεργασία. Για αυτό βλέπουμε και τις ανασκαφές υποστελεχομένες οι έρευνες και οι ανασκαφές, γιατί δεν έχουν στην διάθεσή τους αυτούς τους πόρους γιατί δεν υπάρχει αυτό το νομοθετικό πλαίσιο που εξυπηρετεί και προάγει τις συνεργασίες κι όλα αυτά βρίσκονται στην πορεία. Δηλαδή, ο ενάλιος αρχαιολόγος χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα on the spot.

Και παρότι η ΕΕ ή η Unesco έχουν κάνει ψηφίσματα και τα έχει στηρίξει και η Ελλάδα ανά τα χρόνια, μιλάμε από την εποχή της Μελίνας Μερκούρη μέχρι και σήμερα, παρόλο που η Ελλάδα συμβαδίζει με τις εξελίξεις και με τους νόμους που ψηφίζονται για την προστασία και την διάσωση του ενάλιου πολιτισμού, παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν για να μιλάμε για ρεαλιστικά αποτελέσματα που θα είναι και βιώσιμα“.

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού

Η θέση της ενάλιας αρχαιολογίας στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο

Τέλος, μιλήσαμε και για το Πανεπιστήμιο, την έρευνα και τι συναντά ένας φοιτητής που θέλει να ασχοληθεί με τον κλάδο.

Θεωρώ αρκετά στενάχωρο το γεγονός ότι για φοιτητές που θέλουν να εξειδικευτούν στην ενάλια αρχαιολογία όπως εγώ, που μπήκα στη σχολή για να κάνω υποβρύχια αρχαιολογία. Και για να ειδικευτώ σε αυτό το πράγμα, έπρεπε να φύγω στη Γαλλία για να το κάνω. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο εδώ. Και, μέχρι πρότινος, δεν υπήρχαν πανεπιστημιακές ανασκαφές, τώρα οι Φούρνοι έγιναν πανεπιστημιακή ανασκαφή. Εγώ στους Φούρνους ξεκίνησα 21 ετών να πηγαίνω, όταν δεν γινόταν ανασκαφή. Και η συμμετοχή φοιτητών γινόταν μόνο εθελοντικά.

Θέλω να πω ότι εγώ άφησα εξεταστικές, άργησα να τελειώσω τις σπουδές προκειμένου να εμπλουτίσω το βιογραφικό μου με τέτοιες εμπειρίες ώστε να κάνω το μεταπτυχιακό κι όταν θα πήγαινα να καταρτιστώ ως υποβρύχιος αρχαιολόγος να έχω στο βιογραφικό μου τέτοια τεκμήρια και να με πάρουν, να προσληφθώ ενδεχομένως σε έργα και να καταρτιστώ επαγγελματικά. Οπότε, είναι αρκετά στενάχωρο να βλέπουμε τα μυαλά, τους φοιτητές να φεύγουν όταν, ομολογουμένως, εδώ είναι το πεδίο πρόσφορο. Αλλά δεν υπάρχει υποστήριξη. Θα έπρεπε, συνεπώς να είναι ήδη μάθημα από το προπτυχιακό επίπεδο στις σχολές αλλά και να δημιουργηθούν μεταπτυχιακά εξειδικευμένα, όπως αυτό της Μασσαλίας, ενάλιας και παράκτιας αρχαιολογίας, που ακολούθησα κι εγώ, εξειδικευμένο αποκλειστικά σε αυτό, με θεωρητική και πρακτική εμπειρία”, καταλήγει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα