Φάλαινα και Ινισέριν: Η σπουδαία τέχνη είναι η τέχνη των ορίων
Δυο "θεατρόμορφες" ταινίες όπου πρωταγωνιστεί ο καίριος λόγος και το πάσχον σώμα.
Μετά τη “Φάλαινα”, επόμενη κινηματογραφική μου εξόρμηση “Τα πνεύματα του Ινισέριν”. Άλλο ένα διαμάντι, με την υπογραφή (σενάριο/σκηνοθεσία) του δαιμόνιου Μάρτιν Μακντόνα, ο οποίος σε κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημά του (θεατρικό και κινηματογραφικό) βρίσκει τρόπους να μας ταράξει και να μας ξαφνιάσει, όπως κάποτε μας τάραζε και ξάφνιαζε με το “στα μούτρα σου θέατρο” η Σάρα Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ.
Στο μυαλό μου ο Μακντόνα είναι από τους σημαντικότερους αυτή τη στιγμή δημιουργούς παγκοσμίως. Η γραφή του συμπίπτει απόλυτα με αυτό που θεωρώ ως αξιόλογη καλλιτεχνική δημιουργία, που δεν είναι άλλη από την οριακή, εκεί όπου οι ταλαντώσεις ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το γνωστό και το άγνωστο, το δοκιμασμένο και το αδόκιμο, είναι, πέρα από έντονες, εντελώς απρόβλεπτες και άπιαστες, τουλάχιστο στο πλέγμα της δικής μου φαντασίας. Μια γραφή που διαρκώς δοκιμάζει τον ορίζοντα των προσδοκιών μου και με κάνει να τρέχω να την προλάβω ασθμαίνοντας.
Για μένα έχει σημασία αυτή η προσληπτική δοκιμασία (όσο δύσβατη και να είναι), γιατί πιστεύω πως καμιά σπουδαία, ανθεκτική και ευεργετική δημιουργία δεν μπορεί να κινείται κάπου στη μέση. Στη μέση (στο κέντρο) είναι τα ευπώλητα κλισέ, τα στερεότυπα, πολύ απλά τα “περιουσιακά” μας στοιχεία, δηλαδή αυτά που ήδη γνωρίζουμε και μπορούμε να διαχειριστούμε ή να φανταστούμε. Το κάθε κέντρο επιβάλλει την ακινησία (διαφορετικά δεν θα ήταν κέντρο), η οποία είναι και μια μορφή θανάτου (προς επίρρωση αυτού αξίζει να δει κανείς τη γεωμετρία των έργων του Μπέκετ. Κάθε φορά που επιβάλλει τη σύγκλιση των δρωμένων προς το κέντρο υποδηλώνει και κάποιο μεταφορικό θάνατο του ζώντος σώματος, καταδικάζοντάς το στην χωρική ακινησία).
Αντίθετα, πέρα από τη μέση, πέρα από το εφησυχαστικό (ή και “θανατερό”) και γνώριμο “κέντρο”, κατοικοεδρεύει η “άγρια”, η “εκ-κεντρική” γοητεία του άγνωστου, του επικίνδυνου, του ολισθηρού. Εκεί όπου παιδεύεται (και μας παιδεύει) η γραφή ενός Φώκνερ, ενός Τζόυς, ενός Γιέητς, μιας Γουλφ, μιας Πλαθ, ενός Μπέκετ, μιας Τσέρτσιλ, ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Σαίξπηρ, ενός Αισχύλου, ενός Ευριπίδη, ενός Σοφοκλή. Η γραφή των αναζητητών μιας Terra incognita.
Αυτή την “άγνωστη γη” (του ανθρώπινου ψυχισμού και όχι μόνο) δραματοποιεί η καλπάζουσα φαντασία του Μακντόνα. Ποιος θα περίμενε λ.χ. στην ταινία που κουβεντιάζουμε εδώ πως κάθε φορά που ο Πάτρικ ενοχλεί ή προσπαθεί να μιλήσει με τον φίλο του τον Κολμ, με σκοπό το ξαναζωντάνεμα της φιλίας τους, αυτός θα κόβει ένα από τα αριστερά του δάχτυλα με ένα ψαλίδι κουρέματος προβάτων. Εκείνο που περιμένεις φυσιολογικά είναι την τιμωρία του Πάτρικ που σπάει τη συμφωνία και όχι την αυτοτιμωρία του Κολμ. Αυτά τα άλματα, αυτές οι υπερβάσεις του αναμενόμενου, κάνουν και την εμπειρία της θέασης τόσο συναρπαστική, σε μια ταινία όπου, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα το συναρπαστικό, τουλάχιστο χωρικά.
Στα λιβάδια αυτού του φανταστικού νησιού στις παρυφές της Ιρλανδίας, δεν εκτυλίσσονται ούτε εξελίσσονται φοβερά εξωτερικά δρώμενα. Όλα είναι αγκυροβολημένα στα εσωτερικά , τα δύσβατα και κακοτράχαλα τοπία του ανθρώπινου ψυχισμού, των ανθρώπινων συναισθημάτων, εκεί όπου κατοικοεδρεύουν οι απρόβελεπτες και συχνά ωμές εκρήξεις.
Εκείνο που εντυπωσιάζει, μεταξύ πολλών άλλων, τόσο στη “Φάλαινα” όσο και στα “Πνεύματα του Ινισέριν” είναι η έντονη θεατρική αύρα που αποπνέουν. Λογικό βέβαια, αφού και οι δύο συγγραφείς (σεναριογράφοι), προερχόμενοι από το θέατρο, επενδύουν στα δρώμενά τους αυτό που γνωρίζουν καλύτερα: την αίσθηση της οικονομίας του σανιδιού. Ξέρουν τι πάει να πει κλιμάκωση, κορύφωση και αποκλιμάκωση. Πουθενά η φλυαρία, το περιττό, το ανούσιο, το κλισέ. Διάλογοι ουσιαστικοί, στοχαστικοί, περιεκτικοί και άκρως συναρπαστικοί. Σημειώνω τη λέξη “συναρπαστικοί”, γιατί, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες που προσπαθούν να μας εντυπωσιάσουν με βία (για τη βία), αίμα, πιστολίδι, σεξ, και πτώματα, εδώ, όπως είπα, κυριαρχεί η απόλυτη λιτότητα. Μια λιτότητα, όμως, που κρύβει μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Μια “ύπουλη” λιτότητα, που κρύβει μέσα της ενεργά ηφαίστεια (η πλησιέστερη περίπτωση σεναριογράφου/θεατρικού συγγραφέα που μπορώ να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να συνεξεταστεί με τον Μακντόνα είναι του Ντέιβιντ Μάμετ).
Χάρηκα πολύ και τις δύο ταινίες με πρωταγωνιστές τον τόσο ταλαιπωρημένο και κουτσουρεμένο στην εποχή μας Λόγο (και κυρίως διάλογο) και το πάσχον σώμα.
Δυο ταινίες που δεν φοβήθηκαν να φέρουν στο προσκήνιο και να αναμετρηθούν με το “αίνιγμα” άνθρωπος και τον ανεξερεύνητο εσωτερικό του κόσμο, χωρίς ψεύτικα αγκωνάρια εντυπωσιασμού, χωρίς φρου φρου και αρώματα.
Ως φανατικός θεατρόφιλος χάρηκα και τς δύο ταινίες γιατί έδειξαν πόσο ευεργετική μπορεί να είναι η συνάντηση της αισθητικής του θεάτρου με τον κινηματογράφο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου αιμοδότης του (σε σενάρια και ηθοποιούς) ήταν το θέατρο.
Δυο “θεατρόμορφες” ταινίες σκοτεινές αλλά συνάμα αποκαλυπτικές και η καθεμιά με τον τρόπο της φωτεινές.
Δύο ταινίες που αξίζουν το χειροκρότημά μας.
H ΦΑΛΑΙΝΑ. ΜΗ ΤΗ ΧΑΣΕΤΕ
Αν και ως θεατής είμαι γενικά “καχύποπτος” με ο,τιδήποτε δηλώνεται ή προσφέρεται ως “ρεαλιστικό” ή ως “ρεαλισμός”, δηλαδή με οτιδήποτε επιχειρεί να μου στερήσει ή να μου περιορίσει τη δυνατότητα να μπορώ να κρίνω με καθαρό βλέμμα κάποια πράγματα, αυτή τη φορά παρέδωσα τα όπλα. Για την παράδοση ευθύνεται αποκλειστικά η “παμφάγος” ΦΑΛΑΙΝΑ. Πέρασε και μας πήρε όλους μαζί της. Μόλις άναψαν τα φώτα στο τέλος έβλεπες μια αίθουσα που προσπαθούσε άρον άρον να σκουπίσει το αποτύπωμα της ταινίας από το πρόσωπό της. Αυτή είναι και μια διαφορά ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο. Γελάμε δυνατά, συλλογικά και δημόσια και κλαίμε μόνοι και όσο γίνεται στα κρυφά, λες και ντρεπόμαστε γι’ αυτό.
Είχα υπόψη μου το θεατρικό έργο του Χάντερ, το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2013, χωρίς όμως κάποια αξιοπρόσεχτη συνέχεια. Ξεχάστηκε γρήγορα. Και για να’ μαι ειλικρινής δεν μπορούσα με τίποτα να το φανταστώ ως ταινία. Και μάλιστα αυτή τη μοναδική ταινία που παίζεται τώρα, το σενάριο της οποίας διαμόρφωσε ο ίδιος ο Χάντερ.
Εξαιρετική από όλες τις απόψεις η μεταφορά από το ένα είδος στο άλλο. Πυκνή, ρέουσα, ευφυής και κυρίως ευαίσθητη και ανθρώπινη στον τρόπο προβολής του “άλλου” σώματος (του υπερβολικά παχύσαρκου–στο θεατρικό έργο διαβάζουμε για ένα σώμα 600 πάουντς=272 κιλά). Μια ταινία με θετικό πρόσημο απέναντι στη ζωή.
Στέκομαι ιδιαίτερα στην πολλών καρατίων ερμηνεία του Φρέιζερ, η οποία δείχνει ότι η αμερικανική εκδοχή του στανισλαφσκικού ρεαλισμού, γνωστή ως ΜΕΘΟΔΟΣ (που καθιερώθηκε μέσω Στράσμπεργκ, Καζάν και Group Theatre τη δεκαετία του 1930–είχε προηγηθεί η επίσκεψη Στανισλάφσκι στην Αμερική το 1924) συνεχίζει να προκαλεί έντονες συγκινήσεις στον κινηματογράφο.
Ατελείωτη η λίστα με τους σπουδαίους “μαθητές” της: ντε Νίρο, ΝτιΚάπριο, Πατσίνο, Μέριλ Στριπ, Τζούλια Ρόμπερτς, Ντ. Ουάσινγκτον, Τζόνι Ντεπ, Ντάστιν Χόφμαν, Ντάνιελ Ντέι Λούις, Α. Χάθαγουεη, είναι κάποια από τα πιο σύγχρονα ονόματα που συνεχίζουν να διαφημίζουν με τις ερμηνείες τους τη Μέθοδο, η οποία πριν από αυτούς είχε αναδείξει τον Μπράντο, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον Πωλ Νιούμαν, τη Μονρόε, τον Τζ. Ντην κ.ά.
Το ενδιαφέρον με τη ΜΕΘΟΔΟ είναι ότι ενώ βοηθά πολύ όταν η στόχευση είναι η ρεαλιστική απεικόνιση/απόδοση της πραγματικότητας και της καθημερινότητας (βλ. μεταξύ άλλων, οικογενειακά δράματα), δεν προσφέρεται ιδιαίτερα όταν τα έργα είναι κλασικά (κυρίως σαιξπηρικά), όπου απαιτούνται άλλοι υποκριτικοί κώδικες (αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι εξηγεί και την απουσία αξιομνημόνευτων παραστάσεων κλασικών έργων από το ρεπερτόριο του αμερικανικού θεάτρου).
Σύμφωνα με πολλούς Άγγλους καλλιτέχνες που δούλεψαν στην Αμερική, οι αυστηρές αρχές της Μεθόδου, δεν έχουν την απαιτούμενη “χαλαρότητα” και “ευμεταβλητότητα” ώστε να προσαρμόζονται εύκολα σε καταστάσεις πέρα από αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε ως πραγματικότητα. Είναι ενδεικτικά τα σχόλια του Λώρενς Ολίβιε σε μια συνεργασία του με τον Ντάστιν Χόφμαν (στο Marathon Man, 1976), όταν έμαθε ότι ξενύχτησε προσπαθώντας να βρει τρόπους ταύτισης με τον χαρακτήρα. Φέρεται να είπε, με το γνώριμο βρετανικό φλέγμα, ο Ολίβιε: “[Αντί για ξενύχτι ] ..ας προσπαθήσει να παίξει….είναι πολύ πιο εύκολο”. Δήλωση μάλλον αναμενόμενη, γιατί ήταν ήδη γνωστό και από προηγούμενη συνεργασία του με ηθοποιούς της Μεθόδου ότι δεν ήταν φίλια προσκείμενος.
Ο δε Χίτσκοκ, όταν σκηνοθετούσε την ταινία Tom Curtain με πρωταγωνιστή τον Πωλ Νιούμαν, είπε το εξής σχετικά με τις αρχές της Μεθόδου: “Είναι εντελώς ανόητο. Πώς μπορείς να υποδυθείς τον θάνατο εάν προϋπόθεση είναι να τον έχεις ζήσει/βιώσει πρώτα;”
Σήμερα η μέθοδος, ειδικά στο θέατρο, δέχεται αυστηρό έλεγχο από διάφορες ομάδες, όμως δεν παύει να έχει μια ιδιαίτερη και ακόμη αξεπέραστη δυναμική ειδικά μπροστά στην κάμερα, η οποία φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο στη ΦΑΛΑΙΝΑ.
Διάβασα τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει ορισμένοι κριτικοί αναφορικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται την παχυσαρκία. Τις σέβομαι, όμως δεν συμφωνώ. Προσωπικά είδα στην ταινία αγάπη, κατανόηση και απέραντη συμπάθεια και καθόλου απόρριψη ή ειρωνεία ή απαξίωση.
Είδα ένα καλλιτεχνικό ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!!! Πηγαίνετε. Θα χαρείτε κινηματογράφο υψηλού επιπέδου. Κινηματογράφο βαθύτατα τρυφερό, ανθρώπινο και αισιόδοξο.