ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΑΙΓΩΝ: Η εφικτή γοητεία του ανέφικτου
Ποιος είπε ότι η Ιστορία δεν ξαναγράφεται; Η Ιστορία και πάλι ξαναγράφεται, αυτή τη φορά από το ίδιο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε να αλλάζει ο Κόσμος - Γράφει ο Γ. Λιόλιος
Λέξεις: Γιώργος Λιόλιος / Εικόνες: Eurokinissi, Βασίλης Βερβερίδης
Όταν το 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακάλυψε στις Αιγές την βασιλική ταφική συστάδα, λίγο παραπάνω υπήρχε μια αλάνα με πέτρες στην οποία έπαιζαν οι τότε συνομήλικοι μου στη Βεργίνα, όπως έπαιζα και εγώ απάνω σ’ άλλες πέτρες, στην Βόρεια (Βασιλική) Πύλη της Βέροιας.
Οι διευθυντές μας στα δημοτικά σχολεία της πόλης, έσπευσαν να μας χαρίσουν την πολυτέλεια να δούμε από κοντά αυτό το παγκοσμίου εμβέλειας γεγονός. Δεν ήξεραν να μας πουν πολλά (ποιος ήξερε άλλωστε τότε ακόμη…), ούτε οι δάσκαλοι ούτε αυτοί που τράβηξαν τον μπερντέ, για να μας δείξουν αυτό που αναπαυόταν αιώνες στο σκοτάδι και σα νεογέννητο μόλις αντίκριζε το ημίφως.
Η Ιστορία, για την οποία ήμουν ανυποψίαστος, όπως ανυποψίαστα ήταν και τα παιδιά, που, βγαίνοντας από τα έγκατα, έβλεπα να παίζουν και να τρέχουν πάνω στα χώματα που μετά από λίγα χρόνια θα ξερνούσαν και θα ξαναξερνούσαν και άλλους τάφους και νέες πληροφορίες, μόλις είχε αρχίσει να γράφεται.
Ή ορθότερα να ξαναγράφεται. Οι νεκροί επέστρεφαν ένας-ένας. Πολλοί από αυτούς με τα κτερίσματα και τις φορεσιές τους. Ο σπουδαίος Ανδρόνικος έφυγε, και οι θησαυροί επέστρεψαν, χάρη στο ακατάβλητο πάθος μιας νεαρής, που ίσως να ήταν και αυτή κάπου εκεί τριγύρω, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 τραβούσαν τον μπερντέ και αντικρίζαμε με έκπληκτα μάτια την Ιστορία.
Τα χρόνια πέρασαν, και το ένα Μουσείο έφερε και άλλο (το Πολυκεντρικό), αυτό που μας σύστησε έναν διαφορετικό τρόπο να συνομιλείς με τους νεκρούς και τα επιτεύγματα τους, ακόμη και με την ταπεινότητα τους.
Η Δέσποινα των Αιγών ξαναβρέθηκε στο βάθρο της. Και εκείνη η νεαρή που βρισκόταν πίσω από τον μπερντέ, περπάτησε επάνω στο δυσκολοδιάβατο κόκκινο χαλί της Ιστορίας, με την ίδια και περισσότερη ζέση ενός παρελθόντος που δεν είναι νεκρό, παραφράζοντας τον William Falkner. Είχε, όμως, αυτή η νεαρά και άλλο στοίχημα που ήθελε και επέμενε πεισματικά να κερδίσει.
Ήταν η παλαβομάρα μιας σύγχρονης αρχαιολόγου και υπαλλήλου συνάμα μιας δημόσιας υπηρεσίας, να επιτύχει το αδύνατον. Να πάρει το νήμα που ξετύλιξε από ένα θαμμένο κουβάρι, το 1861, ο Léon Alexandre Heuzey, αυτό που άπλωσαν, σχεδόν έναν αιώνα μετά, άλλοι, ώστε να το κρεμάσει αυτή στο ανώτερο τρίγλυφο του Περιστυλίου του Βασιλείου Καθιδρύματος – ένα οικουμενικό αρχέτυπο που φθάνει με διάφορες παραλλαγές ως τις μέρες μας.
Αν ο μπερντές μας σύστησε την Χώρα των Νεκρών, και το Νέο Μουσείο την αίγλη αλλά και την ταπεινότητα τους, το αναστηλωμένο Ανάκτορο των Αιγών, μας συστήνει την αχαρτογράφητη Ελληνιστική Οικουμένη, ανοίγοντας νέους δρόμους στο ταξίδι, στην επιστήμη και στον διάλογο.
Ποιος είπε ότι η Ιστορία δεν ξαναγράφεται; Η Ιστορία και πάλι ξαναγράφεται, αυτή τη φορά από το ίδιο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε να αλλάζει ο Κόσμος.
Και αν σήμερα υποθέτουμε ότι ο αρχαίος αρχιτέκτων του Ανακτόρου των Αιγών ήταν ο Πύθεος, αύριο ο ιστορικός του μέλλοντος θα γνωρίζει με βεβαιότητα ότι ο αρχιτέκτων της αναστήλωσης του ήταν η Αγγελική Κοτταρίδη, η οποία πήρε μια παιδική αλάνα, έναν χερσότοπο, και τον έκανε ξανά Ανάκτορο.
Δεν συμφωνείτε ότι είναι ένας Άθλος; Ή, αλλιώς, η εφικτή γοητεία του ανέφικτου.
* Ο Γιώργος Λιόλιος είναι δικηγόρος-συγγραφέας