Η γοητεία της θεατρικής απάτης
Κριτική για την παράσταση "Ο Επιθεωρητής" σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα στο Βασιλικό Θέατρο.
Εικόνες: Mike Rafail (That long black cloud)
Μια ανθρώπινη τραγωδία κρύβεται πίσω από αυτή τη θεοπάλαβη κωμωδία ηθών και αξιών, που ξετυλίγεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ρωσίας στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου κυκλοφορεί η είδηση πως όπου να ΄ναι καταφθάνει ινκόγκνιτο ο γενικός επιθεωρητής του Τσάρου για επιτόπιο έλεγχο.
Με αυτό το ευφυές και συνάμα απλό τέχνασμα ο συγγραφέας του «Επιθεωρητή», Νικολάι Γκόγκολ, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και απελευθερώνει δαίμονες και δαιμόνια που παρασύρουν στο διάβα τους τους πάντες. Μέσα από τον τρόμο του Έπαρχου, του Δικαστή, του Αρχηγού της Αστυνομίας, του Διευθυντή Εκπαιδεύσεως και του Διευθυντή του Νοσοκομείου, αλλά και τον τρόμο των εμπόρων, των εργολάβων, των προμηθευτών του δημοσίου και λοιπών παρατρεχάμενων, ο Γκόγκολ μας παραδίδει μια αποκαλυπτική ανθρώπινη τραγωδία ντυμένη με τα παραπλανητικά ιμάτια κωμωδίας.
Όλοι οι δρώντες υποκριτές σε αυτό το καρναβάλι της εξαπάτησης είναι τόσο σαστισμένοι και αποπροσανατολισμένοι που δεν αντιλαμβάνονται το προφανές: ότι ο υποτιθέμενος Επιθεωρητής Χλιεστακόφ είναι ένας απλός απατεωνίσκος, αφελής και ανόητος. ‘Όταν πλέον το αντιληφθούν, με την είδηση της άφιξης του πραγματικού επιθεωρητή, θα είναι πια αργά. Και ναι μεν αυτό το τέλος μπορεί να υπονοεί και την τιμωρία των διεφθαρμένων, κάτι που πρόσκαιρα ικανοποιεί τις αρχέτυπες επιθυμίες του θεατή για απόδοση δικαιοσύνης, δεν φέρνει όμως και τη λύση του προβλήματος. Αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει με τον ίδιο (κωμικοτραγικό) τρόπο και την ίδια έκταση και ένταση, επαληθεύοντας την άποψη που λέει ότι μια κωμωδία που τελειώνει με γέλιο είναι μια κωμωδία που δεν τελειώνει με λύση αλλά με φρέσκια καταστροφή.
Το κατά πόσο ο θεατής στην πλατεία βλέπει και τον δικό του εαυτό να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα αυτών των καρτουνίστικων φιγούρων είναι προφανώς θέμα αυστηρώς προσωπικό. Θέμα αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Ο Γκόγκολ, από τη μεριά του, ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε με τη γραφή του. Και από κει και πέρα, ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω.
Το σώμα- πρωταγωνιστής
Όπως σε κάθε κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της έτσι και σε αυτήν όλα είναι στραμμένα στο σώμα και στις δράσεις του. Όλα στροβιλίζονται με φρενήρη ρυθμό γύρω από αυτόν τον δυσπερίγραπτο όγκο, τον οποίο από καταβολής κόσμου όλοι διεκδικούν, ο καθένας για δικούς του λόγους. Γιατροί, προύχοντες, ρήτορες, ηθικολόγοι, γονείς και οι γονείς των γονέων, εκπαιδευτικοί, ιερείς, βασανιστές, πολιτικοί, εξουσιαστές, λαοπλάνοι, γραφεία κηδειών, γραφεία εμπορίας οργάνων, κάνουν αγώνα δρόμου ώστε να περάσουν το σώμα στα περιουσιακά τους στοιχεία. Και ο «Επιθεωρητής» τιμά δεόντως αυτή την κωμική παράδοση, εστιάζοντας στα υλικά που συνθέτουν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της μικρής επαρχιακής κοινότητας: φαγητό, σεξ, διασκέδαση, λόγια του αέρα, φλερτ, κερατώματα, λαδώματα, και ει δυνατόν εξουσία μέσα από ένα καλό πλασάρισμα στην βιοπολιτική της ιεραρχίας.
Ο Γκόγκολ χωρίς να φωνασκεί, να ηθικολογεί και να κάνει κήρυγμα προσφέρει γνώση μέσω του γέλιου και όχι μέσω του πόνου, όπως συνηθίζεται στην τραγωδία και στρ δράμα.
Στο διά ταύτα
Ο Γιάννης Κακλέας, βαθύς γνώστης των υλικών του χώρου που υπηρετεί εδώ και πολλά χρόνια, παίζει στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου (σχεδόν εξήντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα του έργου στο ΚΘΒΕ, το 1964), ξεκάθαρα με τους κανόνες της κωμωδίας. Από τη μια δομεί και από την άλλη αποδομεί. Από τη μια κρύβει και από την άλλη αποκαλύπτει, αξιοποιώντας με μαεστρία τη διπλή κωδικοποίηση της θεατρικής πράξης.
Από την πρώτη κιόλας εικόνα, με όλο τον θίασο επί σκηνής, βάζει το σώμα σε θέση περίοπτη, προκειμένου να παρακολουθήσουμε τους «θεατρινίστικους» τρόπους που μεταχειρίζεται για να επιβιώσει. Είναι ένα σώμα το οποίο δεν κοιτά μπροστά και προς τα πάνω όπως μια τραγωδία, αλλά ούτε και προς τα κάτω, όπως ενδεχομένως θα έλεγε ο Αριστοτέλης σχολιάζοντας την κωμωδία (βλ. την Ποιητική του). Κοιτά τον άνθρωπο (στην πλατεία) στα μάτια, στο δικό του ύψος και τον καλεί και προκαλεί να ταυτιστεί. Πράγμα όχι και τόσο εύκολο αν αναλογιστούμε ότι κανένας από τους χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι «καλός», με την έννοια του ηθικού και του θετικού προτύπου. Όλοι ζουν στον βούρκο και από τον βούρκο, μανιωδώς ασκώντας το παιχνίδι της δύναμης και της εξαπάτησης, μέσα στο εμφανισιακά και σκόπιμα λαμπερό σκηνικό (των Κακλέα και Ηλένια Δουλαρίδη), το οποίο, ενισχυμένο από το υπερυψωμένο δωμάτιο στο βάθος (σαν μια δεύτερη σκηνή), τους προσφέρει άφθονο χώρο να ασκήσουν τα καμώματά τους.
Όσο δε για το αυτοκίνητο στην άκρη της σκηνής, αρκούντως ορατό, δηλώνει τη συνέχεια της κοινωνικής σήψης, μιας και το μόνο που έχει αλλάξει στη μετακίνηση των Χλιεστακόφ αυτού του κόσμου είναι το μεταφορικό μέσο. Από την άμαξα περάσαμε στο αυτοκίνητο. Οι υποδοχείς όμως παραμένουν αμετάλλακτοι.
Ο Κακλέας σκηνοθέτησε όλο αυτόν τον συρφετό στα όρια του γκροτέσκου και συνάμα του τραγικού. Παρέδωσε στην πλατεία ένα άλμπουμ από ξεπεσμένα κορμιά και χρεοκοπημένες συνειδήσεις που δεν κάνουν τίποτε άλλο από ένα συνεχές πάρτι δολοπλοκιών, εξαργύρωσης υποχρεώσεων και πλουτισμού. Η Στεφανία Σωτηροπούλου ευφυώς κίνησε όλο αυτό το παρδαλό και ακκιζόμενο πλήθος ώστε να τονιστεί το συλλογικό πνεύμα γύρω από το ψέμα.
Περί πειράματος
Μολονότι από τους πρώτους και κορυφαίους εισηγητές της έννοιας της «πρωτοπορίας» στη χώρα μας (θυμίζω τα φοβερά και τρομερά που έκανε στο Παγοποιείο του Φιξ και μετά στην οδό Μαυρομιχάλη), ο Κακλέας δεν επιδόθηκε σε μοντερνιές, χαριτωμενιές, δηθενιές και θεαματικές ακροβασίες για να κερδίσει την πλατεία ξιπάζοντάς την. Και δεν το έκανε γιατί ξέρει πότε το πείραμα είναι αναγκαίο, πότε η ανατροπή και η αποδόμηση επιβάλλονται, εννοώ πότε πηγάζουν εκ των έσω, από τα σπλάχνα του ίδιου του έργου ή της παράστασης. Απομονώνω και σημειώνω αυτό το σημείο, γιατί εδώ έγκειται και το πρόβλημα με τις περισσότερες αποκαλούμενες εναλλακτικές ή πειραματικές προτάσεις. Το πείραμα το περνάνε καπέλο στην παράσταση, με αποτέλεσμα να δείχνει από μακριά ότι είναι αναφομοίωτο και μοιραία παράταιρο.
Ο Κακλέας είδε ότι οι αλήθειες του έργου μπορούν να μεταφερθούν ακέραιες στις μέρες μας και έτσι σοφά σκεπτόμενος δεν τις αλλοίωσε. Τους έδωσε χώρο να είναι ο εαυτός τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια παράσταση που, μολονότι «ντυμένη» με τα regalia της ιστορικότητάς της, μιλούσε απευθείας στην εποχή μας. Μια παράσταση για το ψέμα χωρίς τίποτα ψεύτικο επάνω της. Θέατρο λαϊκό χωρίς να λαϊκίζει. Θέατρο απλό όχι όμως απλοϊκό.
Εν τέλει, μια παράσταση βαθύτατα πολιτική που αφήνει τις αλήθειες του κειμένου να μας πουν τη δική τους ψεύτικη ιστορία, που είναι η ανθρώπινη ιστορία. Μια παράσταση που είχε ρυθμό, χρώμα, σκόπιμες υπερβολές, με ψήγματα από Marx Brothers μέχρι βουβό κινηματογράφο, slapstick comedy, αλαλούμ και αναρχία κ.λπ, όμως όλα δοσμένα με απόλυτη σοβαρότητα ως προς το κοινωνικό και ιδεολογικό τους εκτόπισμα.
Σκηνοθετώντας το πλήθος
Από το ΄σύνολο των σκηνοθετικών επιλογών θέλω να σταθώ ειδικότερα στον τρόπο διαχείρισης του σκηνικού πλήθους. Δεν ξέρω πολλούς σκηνοθέτες μας σε θέση να κουμαντάρουν πλήθη στη σκηνή χωρίς να μπερδεύονται, να πελαγώνουν και να αποπροσανατολίζουν. Ιδίως από τη νεότερη γενιά, σκηνοθέτες αυτής της κοπής είναι δυσεύρετοι. Και είναι εν πολλοίς λογικό. Μιλάμε για μια γενιά που έμαθε το θέατρο μέσα από έργα ολίγων χαρακτήρων και μικρών χώρων. Καμιά σχέση με έργα αυτής της πανοραμικής πνοής όπως ο «Επιθεωρητής». Θέλει γνώση, εμπειρία και φυσικά ταλέντο να βάζεις στη σκηνή είκοσι άτομα και όλα να έχουν και κάποιο ρόλο και λόγο που βρίσκονται στη σκηνή. Οι ενδυματολογικές επιλογές της Ηλένιας Δουλαρίδη με γούστο και δηλωτικές σημασίες.
Ερμηνείες
Εάν επιχειρήσει κανείς να απομονώσει ένα έκαστο των επιτελεστικών σωμάτων αυτής της παράστασης, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ποιότητα. Δεν αποδίδουν όλες και όλοι το ίδιο. Εν πολλοίς λογικό εάν σκεφτεί κανείς ότι στη σκηνή του Βασιλικού θεάτρου έχουμε ένα μείγμα από βιογραφικά.
Έχουμε άτομα με μπόλικη πείρα, αλλά και άτομα χωρίς καθόλου πείρα, άτομα με περισσότερη δουλειά στην τηλεόραση από ό,τι στο θέατρο, άτομα που παίζουν μαζί για πρώτη φορά και άτομα που γνωρίζονται πολύ καλά. Για παράδειγμα, έβλεπα (εκτός κι αν πέφτω τόσο πολύ έξω στην εκτίμησή μου) μια σχετικά πιο εύκολη, σχεδόν «αυτοματοποιημένη» επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς του Κρατικού, οι οποίοι έχοντας παίξει μαζί αρκετές φορές έχουν αναπτύξει και την ανάλογη χημεία συντέλεσης.
Απόλυτος πρωταγωνιστής αυτού του πολύχρωμου κόσμου ο Γιώργος Καύκας, στον καλύτερο ίσως ρόλο της καριέρας του. Κέντησε. Χωρίς υπερβολές και εκκεντρικότητες, μας παρέδωσε έναν Έπαρχο χάρμα ιδέσθαι και ακούειν. Άψογος στην κίνηση και στην εκφορά του λόγου, μονίμως στη θέση του και φυσικά με το χέρι στην τσέπη, έτοιμο να ανασύρει μόλις η ανάγκη το απαιτήσει, τα χαρτονομίσματα της επιβίωσής του, κατέθεσε τύπο με όλες τις διακυμάνσεις του.
Απέναντι στη θηριώδη εμπειρία και δοκιμασμένη τεχνική του Καύκα, κλήθηκε να σταθεί ο νεαρός και άπειρος Γιάννης Σύριος (Χλιεστακόφ), ο οποίος ομολογουμένως ίδρωσε, κατέθεσε ενθουσιασμό, έτρεξε αρκετά χιλιόμετρα, κουράστηκε αλλά δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου, να στρογγυλέψει πειστικά τον χαρακτήρα του ήρωα. Η προσπάθειά του ήταν συγκινητική αλλά αμήχανη. Εγώ τουλάχιστο δεν είδα τους αρμούς που οδηγούν στον κούφιο και αριβίστα τύπο που επιπλέει σε μια θάλασσα ηλιθίων. Όσο για τον επίσης άγουρο συνοδοιπόρο του, Χρήστο Τσάβο (Οσίπ), και αυτός μας συστήθηκε με κέφι και μπόλικη ενέργεια, όμως το σφιγμένο παίξιμό του δεν τον άφηνε να χαλαρώσει ώστε να νικήσει το άγχος που προκαλεί η απειρία και η έλλειψη άνεσης. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για δύο νέα παιδιά, οπότε πολλά από αυτά είναι αναμενόμενα.
Η κόρη του Επάρχου (Μαρία Ελευθεριάδη), πρόθυμη να ενδώσει στα θέλγητρα του έρωτα και της απάτης, κατέθεσε μια ερμηνεία στα όρια του προβλέψιμου τύπου της, ομοίως και η μαμά-αντίζηλος «Άννα» (Φαίη Κοκκινοπούλου), αλλά και οι υπόλοιποι «τυποποιημένοι» ρόλοι το ίδιο. Ο Μίσκα του Δημήτρη Δανάμπαση θύμιζε φιγούρα βγαλμένη κατευθείαν από την οικογένεια Άνταμς. Με κινησιολογική πειθαρχία η Χαρά Γιώτα. Εξαιρετική φωνητική παρουσία η Θεοφανώ Τζαλαβρά. Έκτακτος ο επόπτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Δημήτρη Μορφακίδη, το ίδιο και ο ποιητής (μεταξύ άλλων) του Μιχάλη Σιώνα. Απολαυστικός ο μέθυσος και μονίμως ασουλούπωτος διευθυντής του Γιάννη Τσιακμάκη, αρκούντως εξωστρεφής και ζωηρός ο επίτροπος κοινωφελών ιδρυμάτων Νικόλας Μαραγκόπουλος, το ίδιο και ο αστυνομικός (και όχι μόνο) του Χρήστου Μαστρογιαννίδη. Με καλό επικοινωνιακό γκελ το γκροτέσκο δίδυμο των Παναγιώτη Παπαϊωάννου και Αλέξανδρου Ζουριδάκη. Δηλωτικό ιντερμέδιο παιγμένο σε σκόπιμα κλοουνερί τόνους, με λίγο από Βλαδίμηρο και Έστραγκόν, λίγο από το θρυλικό δίδυμο «Ο Χοντρός και ο Λιγνός», λίγο από Σαρλό. Ο Στέλιος Καλαϊτζής ήταν ένας ευανάγνωστος και ευθύβολος διευθυντής ταχυδρομείου.
Γενικά όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί της διανομής (23 ηθοποιοί σε 46 ρόλους), με τις δράσεις και τις αντιδράσεις τους, συνεισέφεραν, ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων και των εμπειριών του, στην τελική δημιουργία ενός πανοραμικού και ευφρόσυνου θεατρικού μωσαϊκού, με υλικά παρμένα από τη δεξαμενή μιας κωμικής παράδοσης πολλών αιώνων.
Προσεγμένη και σχολιαστική η φωτιστική παρτιτούρα της Στέλλας Κάλτσου, εύστοχα και ζωηρά τα μουσικά ακούσματα του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που βρήκε τρόπους και λύσεις ώστε να αναδείξει την ανεπανάληπτη γοητεία του κωμικού θεάτρου, χωρίς να κάνει εκπτώσεις ή να λαϊκίζει ή να ψευτίζει ή να μαϊμουδίζει. Θέατρο ουσίας κρυμμένο πίσω από μια απατηλή απλότητα.
Με δυο λόγια, απλά και ξεκάθαρα: Μια παράσταση αντάξια του ρόλου και των δυνατοτήτων ενός μεγάλου Κρατικού θεάτρου.