47ο Φεστιβάλ Δράμας: Όσα είδαμε στο ελληνικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ
Ο Γ. Γκροσδάνης γράφει για το νέο αίμα του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου και τις προτάσεις τους.
Ολοκληρώνεται το 47ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας με θετικές εντυπώσεις από το σύνολο του προγράμματος. Η διοργάνωση φέτος προχώρησε σε μια εύστοχη αλλαγή σχετικά με το πρόγραμμα, προβάλλοντας στο πρώτο μισό τα σπουδαστικά τμήματα ενώ στο δεύτερο μισό επικεντρώθηκε στο κανονικό, παραδοσιακό πρόγραμμα. Η αλλαγή αυτή ήταν απαραίτητη καθώς η Δράμα φιλοξενεί πλέον 7 διαγωνιστικά και ήταν κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη η χαοτική μορφή που είχε το πρόγραμμα της μέχρι πέρυσι αλλά και η κούραση που προκαλούσε η απονομή των βραβείων στο τέλος της διοργάνωσης. Στα συν της διοργάνωσης και η συνέχιση της ψηφιακής πλατφόρμας με το σύνολο του προγράμματος (στα δάχτυλα του ενός χεριού ξεχωρίζουν οι ταινίες των οποίων οι παραγωγοί και οι δημιουργοί αρνήθηκαν την προβολή τους ψηφιακά) γεγονός που δίνει την δυνατότητα σε όλους τους σινεφίλ εξ αποστάσεως να παρακολουθήσουν το νέο αίμα του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου και τις προτάσεις τους.
Σε ότι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα είναι καθαρές 2-3 διαπιστώσεις σε σχέση με το αισθητικό και το καλλιτεχνικό κομμάτι. Παρ’ ότι το σύνολο των ταινιών κινήθηκαν σε ένα καλό επίπεδο και έχουν ενδιαφέρον οι διαθέσεις, η ματιά και οι προτάσεις των δημιουργών τους ωστόσο διαπιστώνεται μια ελαφρά ατολμία στον τρόπο που διαχειρίζονται τα θέματα τους. Είναι σαφέστατο επίσης πως τα στοιχεία της συμπερίληψης και της διαφορετικότητας αποτελούν στοιχεία στο σύνολο των ταινιών. Ειδικότερα η κουηρ θεματολογία, το outing και η αποδοχή της διαφορετικής σεξουαλικής ταυτότητας αποτελεί μια αποδεκτή πραγματικότητα για πολλούς δημιουργούς του μικρού μήκους. Που οφείλεται αυτή η ατολμία δεν το γνωρίζω. Είναι άραγε θέμα κόστους παραγωγής, μήπως ανάγκη για περισσότερη έρευνα και αναζήτηση νέων στοιχείων στο storytelling ή μήπως ανάγκη για να τηρηθούν τα παραδοσιακά σχήματα αφήγησης, όπως διδάσκονται στις σχολές;
Με βάση αυτές τις παρατήσεις επιστρέφουμε στο σπουδαστικό τμήμα, εκεί που φαίνεται πως η τόλμη και η διάθεση για φρεσκάδα είναι πιο ξεκάθαρη για τους νέους δημιουργούς που υπογράφουν αυτές τις ταινίες. Στο βραβευμένο ΠΟΠ της Λίνας Κουντουρά λ.χ. η θεατρικότητα – εικαστικότητα της κινηματογραφικής αφήγησης – που θυμίζει ελαφρώς κάτι μεταξύ Γουές Άντερσον και Ταραντίνο – αλλά και το χιούμορ δίνουν μια νέα πνοή στο θέμα της ταινίας (τρία κορίτσια διεκδικούν το μέλλον τους διαπράττοντας μια ληστεία στην καφετέρια που συχνάζουν). Στο Απαρατάτεμε η Μένη Τσιλιανίδου αφηγείται μια ιστορία outing, γεφύρωσης του χάσματος των γενεών και συμφιλίωσης και αποδοχής του διαφορετικού τελείως ακομπλεξάριστα, απλά και με αρκετό χιούμορ ενώ δίνει μεγάλη προσοχή στις όμορφες ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ντουέτου της, του σπουδαίου Δημήτρη Ναζίρη και της Υρούς Τσάμογλου. Τέλος στο No Future Kids η Ελένη Πουλοπούλου με την ίδια απλότητα και αρκετό ενθουσιασμό και νεανική ένταση μας μεταφέρει μια ιστορία ενός road movie τριών κοριτσιών που θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους στο παρόν.
Αντίστοιχα στο διαγωνιστικό του ελληνικού προγράμματος με μια πρώτη ματιά κεντρίζει την προσοχή μας το ρομαντικό δράμα Τα Περιστέρια Αρρωσταίνουν Όταν η Πόλη Φλέγεται του Σταύρου Μαρκουλάκη. Η κινηματογράφιση είναι υπέροχη και υπάρχει μια διάθεση ποιητικότητας τόσο στην αρχική ερωτική σκηνή όσο και αργότερα στην περιδιάβαση των δύο ηρώων του στους δρόμους μιας πόλης που δεν αντέχει τελικά τίποτα το διαφορετικό. Θετικό το δείγμα από ταινίες όπως το Treadmill του Γιώργου Κοιμίση, η Κυρία Νίτσα της Νεφέλης Ράπτη και το Skeleton Tree του Χάρη Ζαλαβρά, ταινίες που μιλάνε για την ψυχολογική καταπίεση που αισθάνονται οι ήρωες τους από το στενό οικογενειακό περιβάλλον ή γενικότερά από την ίδια την πραγματικότητα εν γένει και στηρίζονται αρκετά στους φωτισμούς αλλά και στις υπέροχες ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους χωρίς ωστόσο να εμβαθύνουν περισσότερο (Σόνια Σαουλίδου, Ναταλία Τσακίρη, Αλέξανδρος Λογοθέτης αντίστοιχα). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μικρό δοκιμιακό ντοκιμαντέρ της Νικολέτας Λεούση Άσκοπη Μετακίνηση με θέμα τα αστικά λεωφορεία και την σημασία των δημόσιων συγκοινωνιών στην κοινωνική εξέλιξη ταξιδεύοντας μέσω της όμορφης αφήγησης από το προσωπικό στο γενικό και ανάποδα. Νικολαϊδικής έμπνευσης τα 7Hz της Μαρίας Χατζάκου προσπαθεί με αρκετά δεικτικό τρόπο να αναδείξει έναν τρομακτικό και οργουελικό κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι δίνουν διαρκώς αναφορά για ότι κάνουν σε έναν αόρατο μεγάλο αδερφό. Αξιοπρόσεκτο το Honeymoon του Άλκι Παπασταθόπουλου που αναδεικνύει μια ιστορία τρανσφοβίας αλλά και διεκδίκησης της διαφορετικότητας και της αγάπης για τις δύο νεαρές τρανς της ιστορίας.
Στις Αλκυονίδες του Αλέξανδρου Σκούρα η ασπρόμαυρη φωτογραφία αναδεικνύει ένα απόκοσμο και μοναχικό σύμπαν στην ελληνική επαρχία ενώ στηρίζει πολλά στις σιωπές και στα βλέμματα των δύο πρωταγωνιστών του. Στο Numb η Δέσποινα Κούρτη στηρίζεται επίσης στην οικονομία της αφήγησης, στις μεγάλες σιωπές και στο πένθος της έφηβης ηρωίδας της που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα της απώλειας ενώ αντίθετα στη Φοίβη της Βαγγελιώς Σουμελή έχουμε μια όμορφη ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης με την πρωταγωνίστρια να διεκδικεί – μετά από απανωτά προσωπικά λάθη – ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια και το παιδί της και μια κρίσιμη επιλογή ζωής που θα κάνει θα αποτελέσει πρόκριμα για το μέλλον της. Πολύ καλή η πρωταγωνίστρια Αθηνά Παυλάκου – Μπενάζη.
Οι αναφορές σε ταινίες θα μπορούσαν να είναι περισσότερες ωστόσο στέκομαι προσωπικά περισσότερο σε τρεις ταινίες που κέντρισαν το ενδιαφέρον. Στον Γκέκα του Δημήτρη Μουτσιάκα ο έφηβος ήρωας της ταινίας προσπαθεί να αποδείξει στον πατέρα του ότι μπορεί να γίνει ο ματσό άντρας, όπως είναι και αυτός, μέσα από την συμμετοχή του στο εποχικό κυνήγι. Ωστόσο η ανάγκη του για αγάπη και τρυφερότητα τον διαφοροποιεί από αυτόν. Πέρα από τις ωραίες ερμηνείες που στηρίζουν αυτό το αντιθετικό δίπολο, που αναζητά εικόνες και πρότυπα ανδρισμού, η ταινία στηρίζεται αρκετά στην όμορφη και υποβλητική κινηματογράφηση μέσα στην φθινοπωρινή ύπαιθρο.
Αντίστοιχα όμορφη είναι η κινηματογράφηση και στα Χρυσά Βαστά του Φοίβου Κοντογιάννη. Η ταινία αποτελεί μια κινηματογραφική βινιέτα για τον τρόπο με τον οποίο ο σπουδαίος κλαρινίστας Γιώργος Μάγγας ξεκίνησε την καριέρα του, όντας μαθητής του δημοτικού ακόμα. Πέρα από την καθαρή κινηματογράφηση, η ταινία αναπαριστά όμορφα την ελληνική επαρχία του ‘60 ενώ με έξυπνο, τρυφερό και συγκινητικό τρόπο αναδεικνύει τα στοιχεία της διαφορετικότητας και τη σημασία των δεξιοτήτων που μπορούν αναδείξουν τα διαφορετικά ταλέντα που διαθέτει κάθε άνθρωπος. Θα ήθελα πολύ να δω την ιστορία αυτή σε μια μεγαλύτερη βερσιόν.
Τέλος, ξεχωριστή αναφορά αξίζει και στον MJ του Γιώργου Φουρτούνη. Αρκετά χρόνια μετά την βράβευση του με το Πίστομα ο Φουρτούνης ασχολείται με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, ο οποίος όμως βρίσκεται τα τελευταία χρόνια μονίμως στην επικαιρότητα και όχι για καλό. Ο MJ είναι ένας τράπερ που αγαπάει το εύκολο χρήμα και την χλιδή και είναι μεγάλος φαν του μπασκετμπολίστα Μαικλ Τζόρνταν. Ο Φουρτούνης τολμάει και μπαίνει με έξυπνο τρόπο – άλλοτε παρατηρώντας προσεκτικά και άλλοτε με αρκετά δεικτικό χιούμορ – στον κόσμο της τραπ αναδεικνύοντας την σημερινή νεανική κουλτούρα (που επαναλαμβάνει το live fast, die young) και τον μηδενισμό της. Το αποκορύφωμα έρχεται στην τελική σεκανς του νοσοκομείου, μια εξαιρετική σκηνή φροϋδικής ερμηνείας, όπου ο ήρωας του απογυμνώνεται τελείως μέσα στις αντιφάσεις του. Σπουδαία η ερμηνεία του πρωταγωνιστή του Γιώργου Κατσή, που βγάζει έξοχα την αμηχανία αλλά και την αλαζονεία του τράπερ.