Κινηματογράφος

66ο ΦΚΘ: Με Ιζαμπέλ Ιπέρ, Σαβέριο Κοστάντσο, βράβευση Νίνο Φένεκ Μικελίδη και Σωτήρη Κοντιζά

Σημαντικές στιγμές της διοργάνωσης που έγινα χθες και σήμερα - ΕΙΚΟΝΕΣ

Parallaxi
66ο-φκθ-με-ιζαμπέλ-ιπέρ-σαβέριο-κοστάντ-1396622
Parallaxi

Σε ρυθμούς φεστιβάλ συνεχίζει να ζει η Θεσσαλονίκη και πάμε να δούμε όσα ωραία έγιναν χθες και σήμερα στη διοργάνωση, έχοντας μέσα σε όλα και μία υπέροχη Ιζαμπελ Ιπερ που ήρθε και φώτισε την πόλη!

Συνέντευξη Τύπου της Ιζαμπέλ Ιπέρ

Η εκθαμβωτική σταρ Ιζαμπέλ Ιπέρ, τιμώμενο πρόσωπο της φετινής διοργάνωσης του Φεστιβάλ, παραχώρησε συνέντευξη τύπου τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ και συντονιστής της συνέντευξης τύπου της Ιζαμπέλ Ιπέρ, καλωσόρισε τη λαμπερή και πολυβραβευμένη σταρ του παγκόσμιου σινεμά στο Φεστιβάλ. Με αφορμή την πιο πρόσφατη ταινία της, η οποία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ανέφερε σχετικά: «Δεν είναι η πρώτη σας φορά στη Θεσσαλονίκη, και οι ταινίες σας υπήρξαν πάντα ένα αναπόσπαστο κομμάτι του Φεστιβάλ. Είστε μια πραγματικά εργατική ηθοποιός και σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας. Η πιο πρόσφατη ταινία σας, που προβάλλεται στο αφιέρωμά μας, είναι Η πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο (2025) του Τιερί Κλιφά. Αναρωτιέμαι λοιπόν κατά πόσο οι δεκάδες ταινίες που έχετε γυρίσει ανά τα χρόνια σάς έχουν κάνει να αισθάνεστε πλουσιότερη».«Οι ταινίες που έχω γυρίσει με κάνουν να αισθάνομαι ολοκληρωμένη. Με κάνουν επίσης να αισθάνομαι πολύ προνομιούχα, για τις ευκαιρίες που είχα να ενσαρκώσω όλους αυτούς τους ρόλους και να δουλέψω με όλους αυτούς τους σπουδαίους δημιουργούς», σημείωσε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είχε ενεργό ρόλο στην επιμέλεια του αφιερώματος που φιλοξενεί η 66η διοργάνωση στο έργο της. Σε σχετική ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου αναφορικά με την επιλογή των ταινιών του αφιερώματος, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αποκρίθηκε πως δεν ήταν μια ολότελα συνειδητή διαδικασία: «Ίσως θα μπορούσα να έχω διαλέξει και άλλες ταινίες, αλλά πιστεύω πως η συγκεκριμένη επιλογή αποτελεί μια καλή επισκόπηση, η οποία περιέχει πολλούς διεθνείς σκηνοθέτες». Αναφορικά με την παλαιότερη ταινία του αφιερώματος, το θρυλικό Η πύλη της Δύσης (1980) του Μάικλ Τσιμίνο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ εξιστόρησε: «Το γύρισμα αυτής της ταινίας ήταν μια πραγματικά φανταστική εμπειρία, όπου περάσαμε επτά μήνες στη Μοντάνα των ΗΠΑ. Η ταινία αυτή είναι εξίσου γνωστή για την επιτυχία και την αποτυχία της. Υπήρξε μια μεγάλη εισπρακτική αποτυχία: συγκεκριμένα, οι New York Times τη χαρακτήρισαν “μια πρωτοφανή καταστροφή”, από την οποία ο σκηνοθέτης δεν συνήλθε ποτέ πραγματικά. Στη διάρκεια της καριέρας μου έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτή την ταινία, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια ταινία δημιουργού. Ήταν μια ταινία πολύ προσωπική, με σκληρό και αιχμηρό πολιτικό σχόλιο για την εποχή της. Ίσως στις μέρες μας να γινόταν πιο εύκολα αποδεκτή», ολοκλήρωσε.

Αναφορικά με το πώς διαχειρίζεται την αποτυχία και αν την επηρεάζει, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δήλωσε: «Φυσικά και με επηρεάζει. Δεν κάνουμε ταινίες για να παραμείνουμε κλειδωμένοι σ’ ένα δωμάτιο, αλλά για να μας δουν όσοι περισσότεροι άνθρωποι γίνεται. Το να γίνεις αποδεκτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση της κινηματογραφικής δημιουργίας. Ωστόσο, είμαι απλώς μια ηθοποιός της ταινίας και δεν γίνεται να κουβαλώ όλο το βάρος της αποτυχίας στους ώμους μου: δεν νιώθω προσωπικά υπεύθυνη για την όποια αποτυχία». Σχετικά με το τι κρατάει από τον κάθε ρόλο που ενσαρκώνει, σχολίασε: «Το κοινό κάνει στους ηθοποιούς συχνά αυτή την ερώτηση γιατί δεν συνειδητοποιεί πως η κινηματογραφική δημιουργία έχει να κάνει με το παρόν, το οποίο ξεχνιέται αυτομάτως. Το λεπτό που καταθέτεις την ερμηνεία έχει ήδη συντελεστεί και ανήκει στο παρελθόν».

Στο σημείο αυτό, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος τής απηύθυνε ερώτημα σχετικό με τους απαιτητικούς ρόλους που αναλαμβάνει: «Δεν πιστεύω πως οι ρόλοι που αναλαμβάνω είναι απαιτητικοί. Οι χαρακτήρες που ενσαρκώνω περιλαμβάνουν σύνθετες πτυχές και αμφιλεγόμενα σημεία. Δεν πιστεύω όμως πως οι συγκεκριμένες ιδιότητες τους κάνουν αντιπαθητικούς. Ίσως κάποτε το σινεμά είχε σαφείς διαχωρισμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά πλέον αυτά τα σύνορα έχουν αρχίσει να θολώνουν και είναι πιο δυσδιάκριτα», ανέφερε η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Στη συνέχεια, μίλησε για τη συνεργασία της με την κόρη της, Λολιτά Σαμά, με την οποία συμπρωταγωνιστεί στην ταινία Copacabana (2010) του Μαρκ Φιτουσί: «Ήταν μια υπέροχη συνεργασία. Η κόρη μου βρίσκεται εδώ μαζί μου γιατί λατρεύει την όμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης όσο κι εγώ. Η Copacabana είναι μια κωμωδία με οξείες γωνίες, που ανατρέπει τις ισορροπίες της σχέσης μητέρας-κόρης και σχολιάζει με έξυπνο και απροσδόκητο τρόπο το χάσμα των γενεών».

Αμέσως μετά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στη συνεργασία της με τον Χαλ Χάρτλεϊ στην ταινία Amateur (1994): «Το Amateur είναι μια φανταστική ταινία από έναν πολύ ταλαντούχο σκηνοθέτη, η οποία συνδυάζει το πνευματικό βάθος της Βίβλου με την ελαφρότητα ενός καρτούν, η οποία ήρθε αμέσως μετά το Trust (1990) και το Απλοί άνθρωποι (1992)». Η Γαλλίδα σταρ τόνισε πως δεν αισθάνεται ότι έχει πάρει ιδιαίτερα ρίσκα στην καριέρα της, αλλά ότι έχει όντως βρεθεί πολλές φορές έξω από το ασφαλές της περιβάλλον: «Αυτή ήταν ανέκαθεν η ιδέα που είχα σχετικά με την κινηματογραφική δημιουργία: μου άρεσε να κάνω ταινίες στο εξωτερικό, μακριά από τη χώρα μου. Η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματική ηθοποιός ήταν όταν συμμετείχα στην ταινία Οι κληρονόμοι (1980) της Μάρτα Μέσαρος από την Ουγγαρία. Έκανα επίσης πολλές ταινίες στην Ασία με τον Χονγκ Σανγκ-σου αλλά και με τον Μπριγιάντε Μεντόζα. Τα γυρίσματα στο εξωτερικό είναι πάντα μια φανταστική εμπειρία, γιατί έτσι γίνεσαι μέρος μιας άγνωστης και ξένης περιοχής. Είναι τρομερό το να γίνομαι η προσωποποίηση του βλέμματος ενός σκηνοθέτη σαν τον Χονγκ Σανγκ-σου στη δική του χώρα », υπογράμμισε.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη συμμετοχή της στην ταινία Μεταναστεύσεις (1989) του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, μια ταινία εντυπωσιακή, με υψηλής ποιότητας παραγωγή και ισχυρό μήνυμα η οποία, όπως ανέφερε, «είχε μια κάπως παράξενη τύχη», λόγω πολλών εμπλοκών στην παραγωγή και στη διανομή της. Σχετικά με παρατήρηση του κοινού αναφορικά με το πόσο εύκολη και φυσική παρουσιάζεται η υποκριτική τέχνη στις ερμηνείες της, ακόμη και σε απαιτητικούς ρόλους όπως η καθηγήτρια φιλοσοφίας στην ταινία Το μέλλον (2016) της Μία Χάνσεν-Λοβ, επισήμανε: «Δεν μου ήταν ποτέ δύσκολο να ενσαρκώσω αυτούς τους χαρακτήρες. Αυτή η συγκεκριμένη ταινία που αναφέρατε ήταν ένα υπέροχο φιλμ γεμάτο ελπίδα. Η πραγματική δυσκολία στις ταινίες είναι να δουλεύεις με κάποιον που δεν καταλαβαίνεις και δεν εμπιστεύεσαι. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί στη σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη: η ταινία πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη», τόνισε.

Σε μία ακόμα ερώτηση του κοινού αναφορικά με την εκπροσώπηση των γυναικών στο σύγχρονο σινεμά, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υπογράμμισε: «Βλέπω την κατάσταση όπως την έβλεπα και στην αρχή της καριέρας μου. Ανέκαθεν υπήρξα τυχερή και προνομιούχα. Πάντα αναζητούσα (και έβρισκα) ρόλους στους οποίους οι γυναίκες έχουν την κεντρική θέση, δεν είναι κρυμμένες πίσω από κάποιον άντρα αλλά βρίσκονται στο προσκήνιο. Στις μέρες μας έχουμε ολοένα και περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτριες και γενικότερα περισσότερες γυναίκες στη δημιουργία ταινιών. Συγκριτικά με το παρελθόν, έχουμε σίγουρα βελτιωθεί, αλλά μπορούμε και καλύτερα». Απαντώντας σε ερώτηση του κοινού σχετικά με τον σκηνοθέτη με τον οποίο θα ήθελε να έχει συνεργαστεί, ξεχώρισε αμέσως τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και συγκεκριμένα την ταινία Δεσμώτης του Ιλίγγου (1958). Σχετικά με πιθανή συνεργασία με Έλληνες ή Ελληνίδες δημιουργούς, και πιο συγκεκριμένα σε θεατρική σκηνή, ανέφερε πως έχει ορισμένες ιδέες αλλά είναι ακόμη νωρίς για να τις μοιραστεί με το κοινό.

Έπειτα, απάντησε σε ερώτηση από το ακροατήριο για τον διεθνή χαρακτήρα της καριέρας της και τις διαφορές που μπορεί να διακρίνει στην πορεία του χρόνου: «Ειλικρινά δεν βλέπω καμία διαφορά. Προσεγγίζω το ξένο με την ίδια περιέργεια που το έκανα και στην αρχή της καριέρας μου. Αυτό που ίσως άλλαξε είναι ο τρόπος που καταναλώνεται πλέον το κινηματογραφικό προϊόν: έχουμε πλέον πολλούς τρόπους να δούμε ταινίες. Ο καλύτερος τρόπος όμως, και ο μόνος που πρέπει να παραμείνει, είναι στη μεγάλη οθόνη. Οποιαδήποτε άλλη εμπειρία είναι υποδεέστερη αλλά και λιγότερο αξιόλογη». Αναφορικά με τους ρόλους που υπήρξαν σημείο καμπής στη σταδιοδρομία της, διευκρίνισε πως οι σημαντικοί ρόλοι είναι εκείνοι που παρέχουν τη μεγαλύτερη έκθεση για έναν ηθοποιό, ξεχωρίζοντας τις ταινίες Η δασκάλα του πιάνου (2001) του Μίχαελ Χάνεκε και Εκείνη (2016) του Πολ Βερχόφεν, οι οποίες φιλοξενούνται αμφότερες στο αφιέρωμα της 66ης διοργάνωσης στη Γαλλίδα σταρ. «Το αστείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως, πολλές φορές, ορισμένες ταινίες κάνουν τεράστια επιτυχία ενώ δεν το περιμένεις καθόλου. Αυτό αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη πως οι ταινίες ταξιδεύουν στο μυαλό διαφορετικών ανθρώπων με πολλούς διαφορετικούς τρόπους», προσέθεσε.

Όσο για το αν υπάρχει αρκετή κινητοποίηση από την κινηματογραφική κοινότητα σχετικά με τη Γάζα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ απάντησε πως «δεν υπάρχει ποτέ αρκετή κινητοποίηση, αλλά πάντα υπάρχει πολλή οδύνη στον κόσμο». Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ρώτησε την Ιζαμπέλ Ιπέρ αν υπάρχει ακόμη κάτι, ύστερα από μια τόσο εκτυφλωτική πορεία στο σινεμά, που περιμένει με ανυπομονησία. «Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για το οποίο ανυπομονώ. Αναζητώ πάντα το άγνωστο. Η καριέρα μου υπήρξε πράγματι μια βουτιά προς το άγνωστο: είναι ακριβώς αυτό που αναζητώ και, συνήθως, αυτό που βρίσκω», κατέληξε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.

Agora Series Masterclass

«Από τη Σελίδα στην Οθόνη: Ο Σαβέριο Κοστάντσο για τη Δημιουργία της Σειράς Η υπέροχη φίλη μου»

Το Agora Series Masterclass της Αγοράς του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Από την Σελίδα στην οθόνη: Ο Σαβέριο Κοστάντσο για την δημιουργία της σειράς Η υπέροχη φίλη μου», πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία την Κυριακή 2 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Στη διάρκεια  της εκδήλωσης, που συντόνισε η κριτικός κινηματογράφου Πόλυ Λυκούργου, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σαβέριο Κοστάντσο ανέλυσε τη δημιουργική διαδικασία που βίωσε ως σκηνοθέτης, δημιουργός και  showrunner της σειράς Η υπέροχη φίλη μου, της διεθνώς αναγνωρισμένης μεταφοράς του ομώνυμου μυθιστορήματος της Έλενα Φεράντε από το HBO και τη Rai. Πιο συγκεκριμένα, ο ιταλός δημιουργός μίλησε για τις καλλιτεχνικές προκλήσεις της μεταφοράς ενός τόσο πλούσια δομημένου λογοτεχνικού κόσμου στη μικρή οθόνη, καθώς και για τη δημιουργία μιας τηλεοπτικής αφήγησης που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού.

AGORA Series Masterclass – Áðü ôç óåëßäá óôçí ïèüíç/ Ï Saverio Costanzo ãéá ôç äçìéïõñãßá ôïõ My Brilliant Friend

Πέρα από τη σειρά Η υπέροχη φίλη μου, που αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Έλενα Φεράντε από τη διακεκριμένη σειρά βιβλίων Η τετραλογία της Νάπολης, ο Σαβέριο Κοστάντσο είναι γνωστός στο σινεμά για τις ταινίες Private (2004, Χρυσή Λεοπάρδαλη και Ειδική Μνεία της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο) και Πεινασμένες καρδιές (2014, Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας), ενώ έχει επίσης σκηνοθετήσει τη μεταφορά της διάσημης σειράς In Treatment (Μαθήματα ψυχολογίας) για την ιταλική τηλεόραση (2013-2016).

«Είναι μεγάλη μας τιμή και χαρά που θα συζητήσουμε με έναν τόσο καταξιωμένο σκηνοθέτη και σεναριογράφο, ο οποίος θα μας καθοδηγήσει γύρω από τη δημιουργική διαδικασία μιας τόσο πολυσυζητημένης τηλεοπτικής σειράς, που κινείται συγχρόνως σε μια επική αλλά και σε μια βαθιά προσωπική κλίμακα», ανέφερε αρχικά η Πόλυ Λυκούργου, καλωσορίζοντας το κοινό. Από την πλευρά του, ο Σαβέριο Κοστάντσο δήλωσε πως έχει επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα, εκφράζοντας παράλληλα μεγάλη χαρά για την παρουσία του στο φετινό Φεστιβάλ.

Αφετηρία της συζήτησης στάθηκε η σχέση του Σαβέριο Κοστάντσο με το λογοτεχνικό έργο της Έλενα Φεράντε, αλλά και την ίδια τη συγγραφέα, καθώς η πρώτη του απόπειρα να μεταφέρει ένα δικό της μυθιστόρημα στην οθόνη ήταν το 2007 με τη Χαμένη κόρη, που τελικά αποτέλεσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μάγκι Τζίλενχαλ, το 2019. «Πάντα αγαπούσα το έργο της Έλενα Φεράντε. Μετά τη δεύτερη ταινία μου ερωτεύτηκα τη Χαμένη κόρη, και έτσι προσπάθησα να την προσεγγίσω μέσω του εκδότη της και να μάθω αν είναι ελεύθερα τα δικαιώματα του βιβλίου προκειμένου να το μεταφέρω στο σινεμά. Η ίδια ήταν πολύ ευγενική και γενναιόδωρη, καθώς μου παραχώρησε δωρεάν τα δικαιώματα για έξι μήνες, προκειμένου να δουλέψω το σενάριο, ξεκαθαρίζοντάς μου πως είναι ανοιχτή σε κάθε συζήτηση εφόσον προέκυπτε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, και παρά τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλα, δεν τα πηγαίνω και τόσο καλά με τα flashbacks, κι έτσι δεν μπόρεσα να βρω τον τρόπο να κάνω την αφήγηση γραμμική. Όταν της εξήγησα πως λυπάμαι πολύ και ότι δεν μπορώ να το κάνω, εκείνη δεν μου απάντησε», εξιστόρησε ο σκηνοθέτης. Έπειτα από αυτή την όχι και τόσο επιτυχημένη πρώτη επαφή, το γεγονός ότι η συγγραφέας τον επέλεξε για τη μεταφορά της διάσημης τετραλογίας της ήταν μια αναμφίβολα αναπάντεχη έκπληξη για εκείνον. «Θυμάμαι πολύ καθαρά το πρωινό που έλαβα το τηλεφώνημα από τον εκδότη της Έλενα Φεράντε, ο οποίος με ενημέρωσε πως η συγγραφέας επιθυμεί να μεταφέρω την Τετραλογία της Νάπολης στην οθόνη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα διαβάσει τα συγκεκριμένα βιβλία μονάχα ως απλός αναγνώστης, χωρίς να υιοθετώ μια πιο σκηνοθετική οπτική», δήλωσε σχετικά.

Η πρώτη εμπειρία του Σαβέριο Κοστάντσο στο συγκεκριμένο πεδίο είχε έρθει με την «εμπορικά αποτυχημένη», όπως τη χαρακτήρισε, μεταφορά του βιβλίου Η μοναξιά των πρώτων αριθμών του Πάολο Τζορντάνο, το 2010. «Οι φανατικοί αναγνώστες και θαυμαστές του βιβλίου θεωρούν πως το κατέστρεψα. Είχα μια δική μου ιδέα για το πώς να αναδομήσω την ιστορία, αλλά όταν απογοητεύεις τόσο κόσμο λες στον εαυτό σου ότι δεν θα δοκιμάσεις ποτέ ξανά την τύχη σου με κάποιο μπεστ σέλερ. Επομένως, αντιλαμβάνεστε πως όταν έλαβα το τηλεφώνημα από τον εκδότη της Έλενα Φεράντε, σκέφτηκα πως θα ξαναζήσω τα ίδια, και μάλιστα σε ακόμη χειρότερο βαθμό, μιας και το συγκεκριμένο βιβλίο έχει μια εξέχουσα σημασία ως απαρχή ενός νέου φεμινισμού», σχολίασε ο Σαβέριο Κοστάντσο. Εκείνη τη στιγμή, αποφάσισε να διαβάσει εκ νέου τα βιβλία, αλλά αυτή τη φορά με τη ματιά του σκηνοθέτη: «Σκέφτηκα ότι μπορώ να τα καταφέρω, κι αυτή η σκέψη μού το έκανε δύσκολο να αρνηθώ, την ίδια στιγμή όμως φοβόμουν πολύ. Ο βασικός λόγος που δέχτηκα είναι πως ένιωσα πολύ άνετα με τους χαρακτήρες, είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μοιράζομαι κάτι κοινό μαζί τους».

Στη συνέχεια, η Πόλυ Λυκούργου επισήμανε πως τα βιβλία της Φεράντε έχουν ένα πολύ αφοσιωμένο κοινό και ρώτησε τον Σαβέριο Κοστάντσο κατά πόσο η απήχηση αυτή λειτουργεί ως πηγή φόβου ή ως πρόκληση. «Δεν ήταν μια κυνική επιλογή από μέρους μου ότι αποδέχτηκα αυτή την πρόκληση, το κίνητρό μου δεν ήταν να κάνω κάτι που θα είχε επιτυχία. Απλούστατα ήξερα πως υπήρχε μια συνοχή ανάμεσα σε αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου και αυτό που η Φεράντε ήθελε να δημιουργήσει. Ένιωσα πραγματικά να μπαίνω στη θέση των δύο πρωταγωνιστριών. Σκέφτηκα πως αν αρνηθώ θα χάσω μια ευκαιρία να γίνω καλύτερος άνθρωπος», εξομολογήθηκε ο κ. Κοστάντσο. Αμέσως μετά, παρέθεσε την ευρύτερη οπτική του για το λογοτεχνικό έργο της Έλενα Φεράντε: «Για μένα η Φεράντε ήταν κάτι επικίνδυνο, και τολμώ να πω ότι μου αρέσει ο κίνδυνος. Η θεωρία μου είναι ότι δημιουργεί κατά βάση βιβλία πολύ σύντομα σε έκταση, που κινούνται από τα έξω προς τα μέσα, στοιχείο που συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ αρέσκομαι να ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Ωστόσο, με το συγκεκριμένο βιβλίο η Έλενα Φεράντε έπραξε ακριβώς το αντίθετο: κατάφερε, γράφοντας 2.000 σελίδες αντί για 200, να κάνει τη μετάβαση από την τραγωδία στο έπος. Ένιωσα λοιπόν πως με παρακινούσε να κάνω το ίδιο, να μάθω πώς μετασχηματίζει κανείς την αλήθεια της τραγωδίας σε κάτι πιο ευχάριστο για το κοινό, χωρίς όμως να χάσει την ουσία της ιστορίας στην πορεία».

Ακολούθως, η Πόλυ Λυκούργου αναφέρθηκε στο μυστήριο που καλύπτει την πραγματική ταυτότητα της Έλενα Φεράντε, αφού το ονοματεπώνυμό της είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο, αναρωτώμενη σε ποιον βαθμό επηρέασε τον δημιουργικό διάλογο μεταξύ συγγραφέα και σεναριογράφου αυτή η απουσία άμεσης επαφής. «Στην πρώτη και στη δεύτερη σεζόν επικοινωνούσαμε αποκλειστικά μέσω email. Δεν ήταν εύκολο, ήταν όμως αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας. Η Έλενα Φεράντε ήταν πάντα στιβαρή στις απόψεις της, ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ συντηρητική. Αντίθετα, ήταν πάντα ανοιχτή στις αλλαγές γιατί κατανοούσε ότι σε μια τέτοια μεταφορά ο μόνος τρόπος να μην αλλάξεις τίποτα είναι να αλλάξεις τα πάντα. Όταν μοιράστηκα μαζί της τις επιλογές για το καστ, για παράδειγμα, είχε μεν ενστάσεις, αλλά ήταν παράλληλα σε θέση να δει πού είχα δίκιο και να με αφήσει να κάνω τα πράγματα με τον τρόπο που γνωρίζω. Φυσικά, συνήθως εκείνη ήταν που είχε δίκιο, αλλά με άφηνε να το αντιληφθώ μόνος μου δίχως να το επιδεικνύει».

Ο ίδιος έχει απορρίψει τη θεωρία που υποστηρίζει πως η πραγματική της ταυτότητα δεν είναι γυναικεία, εκτίμηση που η κ. Λυκούργου χαρακτήρισε ως μια πραγματικά φεμινιστική στάση, την οποία απέδωσε στο συγγραφικό του ένστικτο. «Θυμάμαι ότι στην τρίτη σεζόν δεν ήμουν έτοιμος να σκηνοθετήσω ξανά και σκεφτόμουν πως δεν θα συνεχίσω με τη σειρά. Τη ρώτησα λοιπόν γιατί δεν επέλεξε μια γυναίκα για τη σκηνοθεσία, και η απάντηση της ήταν η εξής: “Σε μια γυναίκα δεν μπορείς να προσάψεις τίποτα, ενώ σε σένα μπορώ”. Στην ουσία, αυτό που κάναμε ήταν να δημιουργήσουμε την ένταση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, και αυτό που προέκυψε από αυτή την τριβή ήταν μια ισότιμη σχέση, στοιχείο που αναζητά κατά κάποιον τρόπο και ο φεμινισμός. Καταλαβαίνω γιατί με διάλεξε, αλλά και γιατί λειτούργησε αυτή η επιλογή», σχολίασε σχετικά.

Όσον αφορά τη διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου και το πώς κατάφερε να βρει την κινηματογραφική αφήγηση μέσα σε μια λογοτεχνική γραφή, ο Σαβέριο Κοστάντσο μίλησε για την προσπάθειά του να μεταδώσει την πυκνότητα του λογοτεχνικού ύφους της Φεράντε σε κινηματογραφική μορφή. «Όταν έχεις χαρακτήρες με τόσο έντονη ψυχολογική συνοχή χάρη στην πυκνότητα του έργου, μεταφέρεις σε μία και μόνο σκηνή ό,τι συμβαίνει σε τέσσερις σκηνές στο βιβλίο. Ο χαρακτήρας μπαίνει στην επίμαχη σκηνή με έναν συγκεκριμένο τρόπο και βγαίνει από αυτή τελείως διαφορετικός. Αυτή ακριβώς η μεταμόρφωση είναι ο κινηματογράφος στην απόλυτη ουσία του, σαν το σπουδαίο σινεμά του Κιούμπρικ ή του Σκορσέζε. Οι χαρακτήρες δεν λένε απλώς τα λόγια τους και αναχωρούν, αλλά μένουν. Κι όταν μένεις, και εδώ έγκειται η αίσθηση της τραγωδίας, είσαι αναγκασμένος να προχωρήσεις μέχρι πολύ βαθιά. Μπορεί το σινεμά να υιοθετεί τη διδαχή του “show, don’t tell”, όμως τα λόγια ενέχουν μια πράξη μέσα τους. Νιώθω πως η πυκνότητα του βιβλίου είναι παρούσα, γιατί όταν λες αντί να δείξεις, κάνεις το κοινό να μείνει και αφήνεις τους ηθοποιούς να αντιμετωπίσουν ό,τι συμβαίνει, και όχι απλώς να φύγουν απ’ ό,τι τους τρομάζει. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν κυλάει αργά γιατί την ίδια στιγμή εσύ, ως θεατής, βρίσκεσαι εν δράσει και αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου. Φυσικά, αυτό συμβαίνει μόνο όταν έχεις στη διάθεσή σου τόσο πλούσιο και συνεκτικό πρωτογενές υλικό, αλλά και τόσο καλό καστ» υπογράμμισε, προτού κάνει μνεία σε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης παραγωγής. «Τα ναπολιτάνικα ήταν ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι του όλου σχεδιασμού, και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι γιατί οι ντόπιοι μάς ανέφεραν πως η απόδοσή των ναπολιτάνικων στη σειρά ήταν άψογη. Όταν φτιάχνεις κάτι με τόσο έντονο τοπικό στοιχείο, είναι η αυθεντικότητα που το καθιστά τελικά παγκόσμιο», κατέληξε χαρακτηριστικά.

Στην συνέχεια, ο ομιλητής του masterclass αναφέρθηκε στην «αφήγηση των προσώπων», η οποία καθοδήγησε την επιλογή του καστ: «Η Rai, που είναι συμπαραγωγός με το HBO, ήθελε μεγάλα ονόματα, όμως τους εξήγησα πως έχουμε ήδη το μεγάλο όνομα που χρειαζόμαστε, και φυσικά αναφερόμουν στην Έλενα Φεράντε. Για να τους πείσω, βέβαια, προσποιήθηκα πως αυτό ήταν δίκη της επιθυμία. Μας πήρε έναν χρόνο η εύρεση του καστ, αλλά θέλαμε να δώσουμε αληθινούς ανθρώπους στον θεατή, και όχι μια ακόμα σειρά από πρόσωπα. Στην εποχή μας, οι οθόνες είναι γεμάτες με ίδια πρόσωπα, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις».

Στον καθένα από τους τέσσερις κύκλους της σειράς, μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθεί το ύφος της εκάστοτε εποχής, από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό μέχρι τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, σε μια προσπάθεια να απαντηθεί το άλυτο ερώτημα της μνήμης: τι είναι άραγε αυτό που θυμόμαστε από την κάθε εποχή; «Στην πρώτη σεζόν είπαμε να φτιάξουμε κάτι κοντινό στη γραμματική του κινηματογράφου του ’50, να έχουμε χρώμα χωρίς χρώμα, να δουλέψουμε δίχως πολλά κοντινά, να κινηθούμε στο πλαίσιο του Νεορεαλισμού. Βέβαια, λόγω της μαφίας δεν είχαμε τη δυνατότητα να γυρίσουμε σε ορισμένες τοποθεσίες, και έτσι “χτίσαμε” μια ολόκληρη γειτονιά, κάναμε δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τον Νεορεαλισμό, περπατήσαμε κατά κάποιον τρόπο στα μονοπάτια του Φελίνι. Στη δεύτερη σεζόν περνάμε στην εποχή της οικονομικής ανάκαμψης, επομένως τα χρώματα γίνονται πιο έντονα, καθώς “τρέχουμε” μαζί με τους χαρακτήρες. Στην τρίτη σεζόν έχουμε δύο κινηματογραφικές γραμματικές σε σύγκρουση, καθώς η πολυπόθητη ελευθερία του ’70 χάνεται ανεπιστρεπτί. Στην τέταρτη σεζόν αναρωτήθηκα ποια είναι η πιο κομβική ταινία του σινεμά στο τέλος του 20ού αιώνα. Το Pulp Fiction, για παράδειγμα, είναι μια μίξη όλων των προηγούμενων εποχών. Δεν μπορούσα να βρω μια ταινία που να χαρακτηρίζει αντίστοιχα την επόμενη εποχή. Για να το θέσω πιο απλά, πόσο εφικτό είναι να κατονομάσουμε μια ταινία που χαρακτηρίζει την εποχή από το 2000 έως το 2010; Ο κινηματογράφος ψάχνει την ταυτότητά του, καθότι εξ ορισμού αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που ζουν στο εδώ και στο τώρα, και η κρίση αποτυπώνεται στην έλλειψη ενός κανόνα», συμπλήρωσε ο σκηνοθέτης.

Η συζήτηση έπειτα άνοιξε προς το κοινό, με τον Σαβέριο Κοστάντσο να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη δημιουργική συνεργασία του με το HBO, που αποτελεί συμπαραγωγό της σειράς, αλλά και στη συμμετοχή του συνθέτη Μαξ Ρίχτερ στο soundtrack: «Το HBO διαθέτει πολύ μεγάλο καλλιτεχνικό εύρος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λειτουργούν σε ένα πολύ αυστηρό, τυπικά αμερικανικό, πλαίσιο. Στην περίπτωσή μας, βέβαια, το όνομα της Φεράντε ήταν πολύ μεγάλο ακόμη και για τα δικά τους δεδομένα. Στ’ αλήθεια, όμως, είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία, ποτέ δεν επέβαλαν κάτι. Όταν μπήκαμε στη φάση του μοντάζ, οι επισημάνσεις ήταν πάντα με ερωτηματικά, γιατί ήταν ανοιχτοί στη συζήτηση. Είχα πραγματικά την ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω γιατί είχαμε σύμπνοια, και αυτό νομίζω οφείλεται στον πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα που έχει η Τετραλογία της Νάπολης. Άκουγα Μαξ Ρίχτερ όσο έγραφα το σενάριο, και γι’ αυτό ήθελα τόσο πολύ να κάνει εκείνος τη μουσική, εφόσον είχα και τη στήριξη του HBO. Δεν ήθελα να έχω και ναπολιτάνικη μουσική, θα ήταν σαν να πρόσθετα ζάχαρο στη χοληστερίνη μου, ήταν υποχρεωτικό για μένα να υπάρχει κάτι σαν αντιστάθμισμα από την βόρεια Ευρώπη. Ο Ρίχτερ μού απάντησε αρχικά αρνητικά, όμως επέμεινα και τον παρακάλεσα, και στο τέλος έγραψε τρία κομμάτια με τα οποία έμεινε και ο ίδιος πολύ ευχαριστημένος. Αντίστοιχα, στη δεύτερη σεζόν έβλεπα πολλές ταινίες του ’60, ανάμεσα σε αυτές και μια ταινία του Μπερτολούτσι όπου χρησιμοποιεί το τραγούδι “Vivere ancora” του Τζίνο Πάολι. Αυτή λοιπόν ήταν μια εικόνα που ήθελα οπωσδήποτε να μεταφέρω», ολοκλήρωσε ο σκηνοθέτης.

Παρουσίαση Crossroads Co-Production Forum

Η παρουσίαση των πρότζεκτ που συμμετέχουν στο φετινό Crossroads Co-production Forum της Αγοράς του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, παρουσία της Γενικής Διευθύντριας του Φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, της επικεφαλής της Αγοράς, Αγγελικής Βέργου, καθώς και του καταξιωμένου σεφ Σωτήρη Κοντιζά, φετινού ambassador της Αγοράς. Το 21ο Crossroads Co-production Forum δίνει την ευκαιρία σε 14 σχέδια ταινιών που προέρχονται από 16 χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου να αναζητήσουν συμπαραγωγούς και χρηματοδότηση.

Crossroads Co-production Forum Presentation

Η επικεφαλής της Αγοράς, Αγγελική Βέργου, υποδέχθηκε το κοινό με ένα θερμό καλωσόρισμα στο Φεστιβάλ: «Είμαστε ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι που βλέπουμε γνώριμα, αλλά και νέα πρόσωπα ανάμεσά μας σήμερα» ανέφερε, πριν καλωσορίσει τη γενική διευθύντρια του Φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό.

«Το ταξίδι της φετινής Αγοράς ξεκίνησε πριν μερικές ημέρες με το Agora Series, με επίκεντρο τις οπτικοακουστικές αφηγήσεις, και θα ολοκληρωθεί με τα βραβεία της Αγοράς. Στη διάρκεια της Αγοράς θα ανακαλύψουμε ένα δίκτυο με τις δημιουργικές ομάδες 14 έξοχων παραγωγών που θα παρουσιαστούν σήμερα, όπως και οκτώ υπέροχων Works in Progress αύριο, και θα συναναστραφούμε με τους περισσότερους από 600 καλεσμένους που έχει φέτος η Αγορά» είπε η κ. Ζαλαντό. «Φέτος ένα από τα κεντρικά μας θέματα είναι η ευθραυστότητα, που μας θυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε και οι ίδιοι, ειδικά στη δική μας γωνιά του κόσμου. Και είναι κάτι που γνωρίζουμε και στη δική μας βιομηχανία. Θα ήθελα λοιπόν να σας προσκαλέσω για τις επόμενες τρεις ημέρες να είμαστε πιο δυνατοί μαζί» δήλωσε χαρακτηριστικά.

Τον λόγο έπειτα πήρε ο Σωτήρης Κοντιζάς: «Ελπίζω όλοι να βρείτε αυτό που ψάχνετε. Για τις ταινίες, το πιο δύσκολο κομμάτι που μένει, αν υπάρχει το mise en place και η προετοιμασία σας είναι στέρεη, είναι ένα: το pitch. Προωθήστε λοιπόν το όραμα και την ταινία σας». Απευθυνόμενος στους ανθρώπους που ασχολούνται με τη χρηματοδότηση, ο κ. Κοντιζάς είπε: «Ο καιρός είναι ωραίος, η πόλη το ίδιο, το Φεστιβάλ είναι εξαιρετικό όπως πάντα. Να είστε γενναιόδωροι ώστε να γίνετε κομμάτι μιας σπουδαίας ή σπουδαίων μελλοντικών ταινιών. Ελπίζω να το χαρείτε!».

Στη συνέχεια, η Αγγελική Βέργου καλωσόρισε τους συμμετέχοντες/τις συμμετέχουσες του Thessaloniki Agora Film Lab όπως και του Thessaloniki Locarno Industry Academy, καθώς και τους ομιλητές/τις ομιλήτριες των Agora Talks, ενώ ανακοίνωσε τον φετινό νικητή του Networking Award της πλατφόρμας συμπαραγωγής, επιμόρφωσης και δικτύωσης DOT.ON.THE.MAP του Cyprus Film Days, την ταινία I am Afraid to Meet You Someday, προτρέποντας το κοινό να συναντήσει αργότερα την παραγωγό Rasha Hosny, η οποία βρισκόταν στο κοινό.

Η Έρικα Ζαχαροπούλου, Συντονίστρια του Crossroads Co-production Forum, παρουσίασε έπειτα τη φετινή κριτική επιτροπή, την οποία συνθέτουν οι Frank Hoeve – παραγωγός στην BALDR Film (Ολλανδία), Uljana Kim – παραγωγός στο Studio Uljana Kim (Λιθουανία) και Ανδρέας Ζουπάνος Κρητικός – παραγωγός και CΟΟ της Faliro House (Ελλάδα), καθώς και η Mathilde Hersant, μέλος της κριτικής επιτροπής για το Διεθνές Βραβείο Arte Kino και Επικεφαλής Οικονομικού τμήματος στο ARTE France Cinéma (Γαλλία).

Τα βραβεία του Crossroads Co-production Forum που απονέμει η διεθνής κριτική επιτροπή είναι:

  • Βραβείο Δύο Τριανταπέντε (2|35) Post-production
  • Βραβείο CNC (Centre National du Cinéma et de l’image animée) €8.000 για την

ανάπτυξη σεναρίου

  • ArteKino International Award €6.000
  • Βραβείο Finos Film €3.000 σε ελληνικό πρότζεκτ
  • Βραβείο Producer’s Network του Φεστιβάλ των Καννών Διαπίστευση για παραγωγό

πρότζεκτ, προκειμένου να συμμετάσχει στο προσεχές Producer’s Network του Marché du

Film

  • MIDPOINT Consulting Award Διαδικτυακές συμβουλευτικές υπηρεσίες για την ανάπτυξη

σεναρίου με μία/έναν από τους ειδικούς του Ινστιτούτου MIDPOINT.

Τα επιλεγμένα πρότζεκτ του φετινού Crossroads Co-production Forum:

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΔΙΑ

Σκηνοθεσία: Νίκος Νταγιαντάς, Παραγωγή: Κωνσταντίνος Κουκούλης – ΠLANKTON, Ελλάδα

Η ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΕΙ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΙΑ ΦΩΝΗ

Σκηνοθεσία: Γιάννης Βεσλεμές, Παραγωγή: Νικόλας Αλαβάνος – FILMIKI, Ελλάδα

ΠΟΙΟΣ ΣΚOΤΩΣΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Σκηνοθεσία: Στρατής Χατζηελενούδας, Παραγωγή: Σπύρος Σκάνδαλος – Assumed Position Films, Ελλάδα

PIRATELAND

Σκηνοθεσία: Σταύρος Πετρόπουλος, Παραγωγή: Λεωνίδας Κωνστανταράκος – Alaska Films, Συμπαραγωγή: Stephane Marschal – Yukunkun Productions, Ελλάδα, Γαλλία

THE DICTATOR’S DREAMS

Σκηνοθεσία: Erenik Beqiri, Παραγωγή: Dritan Huqi – On Film Production, Αλβανία

GIRL OF WIND

Σκηνοθεσία: Moufida Fedhila, Παραγωγή: Mehdi Hmili – Dogma Films, Τυνησία

GOODBYE FOR NOW

Σκηνοθεσία: Kasım Ördek, Παραγωγή: Fahriye Ismayilova – Parda Film Production, Συμπαραγωγή: Jules Grange – Kidam Production, Τουρκία, Γαλλία

IN GOOD FAITH

Σκηνοθεσία: Anna Wowra, Παραγωγή: Tomáš Pertold, Julie Soffer – Perfilm, Συμπαραγωγή: Dagmara Piasecka – Green Rat, Τσεχία, Πολωνία

MIDPOINT Institute πρότζεκτ

LA FORMA ANIMAL

Σκηνοθεσία: Isa Luengo, Sofia Esteve, Παραγωγή: Laura Rubirola – Nocturna Pictures, Carlotta Schiavon, Eva Murgui – Vayolet Films, Ισπανία

THE LEAVES HANG TREMBLING

Σκηνοθεσία: Stefan Djordjević, Παραγωγή: Dragana Jovović – Non-Aligned Films, Σερβία

THE LIFE AND TIMES OF ION G.

Σκηνοθεσία: Andreea Cristina Bortun, Παραγωγή: Gabi Suciu – Atelier de Film, Ρουμανία

Sofia Meetings πρότζεκτ

QUIET LAKE

Σκηνοθεσία: Tonislav Hristov, Παραγωγή: Kaarle Aho & Kai Nordberg – Making Movies, Συμπαραγωγή: Andrea Stanoeva, Tonislav Hristov – Soul Food, Erika Malmgren, Annika Hellström – Cinenic Film, Φιλανδία, Βουλγαρία, Σουηδία

ROBBING BEIRUT

Σκηνοθεσία: Katia Jarjoura, Παραγωγή: Michel Zana – Blue Train Films, Συμπαραγωγή: Elisa Pirir – Staer Film, Jana Wehbe – The Attic,  Γαλλία, Νορβηγία, Λίβανος

THE UNMOVING HANDS

Σκηνοθεσία: Víctor Diago, Παραγωγή: Andrés Mellinas – Boogaloo, Ισπανία

Πρότζεκτ Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηματογράφου

Τιμητική βράβευση στον κριτικό κινηματογράφου Νίνο Φένεκ Μικελίδη και προβολή της ταινίας Ζωή σαν σινεμά του Σιλβέν Σομέ

Σε μια συγκινητική εκδήλωση, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης βράβευσε τον κριτικό κινηματογράφου Νίνο Φένεκ Μικελίδη για το σύνολο της μεγάλης προσφοράς του στο σινεμά την Κυριακή 2 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας του Ολύμπιον. Παράλληλα, ο κ. Μικελίδης προλόγισε την ταινία Ζωή σαν σινεμά του Σιλβέν Σομέ, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του spotlight που φιλοξενεί το 66ο ΦΚΘ στον Μαρσέλ Πανιόλ.

ÐñïâïëÞ ôçò ôáéíßáò “ÆùÞ óáí óéíåìÜ” ôïõ óêçíïèÝôç ÓéëâÝí ÓïìÝ

Αρχικά, τον λόγο πήρε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Ο Μαρσέλ Πανιόλ είναι από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του ευρωπαϊκού σινεμά, ωστόσο είναι σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα. Με αφορμή την ταινία που θα δούμε, το Ζωή σαν σινεμά του Σιλβέν Σομέ, μια ταινία για τη ζωή του Μαρσέλ Πανιόλ, σκεφτήκαμε να καλέσουμε έναν άνθρωπο ο οποίος λατρεύει και γνωρίζει όσο ελάχιστοι ολόκληρη την ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά, και κυρίως του γαλλικού σινεμά. Το έχει μελετήσει, έχει κάνει αφιερώματα, έχει γράψει άρθρα. Τον καλούμε να μας κάνει μια μικρή εισαγωγή για να θυμηθούμε ξανά τον Μαρσέλ Πανιόλ. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης».

«Χαίρομαι που υπάρχουν τόσοι νέοι που θέλουν να γνωρίσουν έναν σκηνοθέτη που είναι πράγματι σημαντικός. Από τη δεκαετία του ’30, όταν ο Μαρσέλ Πανιόλ βρισκόταν στην πιο ακμαία περίοδο της καριέρας του, συμπληρώνονται σχεδόν εκατό χρόνια, κι όμως ήταν σχετικά άγνωστος για μια περίοδο. Εκείνη την εποχή, μεγαλύτερη επιτυχία είχαν σημειώσει οι Ζαν Ρενουάρ, Μαρσέλ Καρνέ και Ρενέ Κλερ. Ο Μαρσέλ Πανιόλ ήταν λιγότερο αναγνωρισμένος, παρ’ όλο που έκανε ταινίες που άγγιζαν την καρδιά και τη ψυχή των Γάλλων της καθημερινότητας. Ήταν άνθρωπος που έζησε στην επαρχία, είχε γνωρίσει από κοντά αυτά τα πρόσωπα, είχε την αύρα αυτού του τρόπου ζωής. Στις ταινίες του αισθάνεσαι τη φύση, το νερό, τα φαγητά, τους ανθρώπους που μιλούν τη δική τους γλώσσα. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε και ντόπιους ηθοποιούς πέρα από τους γνωστούς επαγγελματίες, όπως τον σταρ της εποχής, τον Ραϊμού», ανέφερε ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης.

Στη συνέχεια, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης έσπευσε να προσθέσει: «Η τριλογία του, με τις ταινίες Marius, Fanny και César, είναι θαυμάσια. Για να ζωντανεύει ακόμη περισσότερο κάθε ταινία, επέλεγε ντόπιους ηθοποιούς που χρησιμοποιούσαν τη λαλιά της περιοχής. Ο ίδιος ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και με το θέατρο και ήξερε καλά την τέχνη των διαλόγων. Οι διάλογοι στις ταινίες του είναι μεστοί και σε φέρνουν πιο κοντά στους χαρακτήρες. Ο Πανιόλ ασχολείται με τον άνθρωπο και με τα ανθρώπινα θέματα. Ο Αντρέ Μπαζέν, που έγραφε στα Cahiers du cinéma όταν εμφανίστηκε η Nouvelle Vague, ήταν ο πρώτος που τον έφερε ξανά στην επιφάνεια. Θα έλεγα πως και οι ταινίες του Ερίκ Ρομέρ έχουν κάτι από τη ζωντάνια των ανθρώπων και της καθημερινής ζωής, με τα προβλήματα που συνεχίζουν να σε αγγίζουν ακόμα και σήμερα, όπως ακριβώς και οι ταινίες του Μαρσέλ Πανιόλ. Εύχομαι να απολαύσετε τις δύο ταινίες του αφιερώματος και ελπίζω κάποτε να προβληθούν και οι υπόλοιπες ταινίες αυτού του σπουδαίου δημιουργού, γιατί αξίζει τον κόπο να τις ξαναδούμε».

Στη συνέχεια, ο κ. Ανδρεαδάκης έδωσε τη σκυτάλη στον Ζήνο Παναγιωτίδη, διευθυντή της εταιρείας διανομής Rosebud 21. «Δεν ήρθα με την ιδιότητα του διανομέα της ταινίας, όπως ακριβώς δεν έχουν έρθει με την ιδιότητα του δημοσιογράφου οι συνάδελφοι του Νίνου. Διότι σήμερα βρισκόμαστε όλοι εδώ για να τιμήσουμε τον Νίνο, σε μια μεγάλη έκπληξη εκ μέρους του Φεστιβάλ. Μου ζήτησαν ως τον μεγαλύτερο σε ηλικία εν ενεργεία διανομέα να απονείμω τιμητική πλακέτα στον Νίνο, τον μεγαλύτερο σε ηλικία εν ενεργεία κριτικό κινηματογράφου, για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά», είπε ο Ζήνος Παναγιωτίδης, ενώ αμέσως μετά ακολούθησε εκτεταμένο και θερμό χειροκρότημα από το κοινό.

«Σας ευχαριστώ πολύ. Πολλοί από εσάς αγαπάτε τον κινηματογράφο όπως κι εγώ, και ελπίζω να λάβετε κάποτε κι εσείς μια πλακέτα γιατί στηρίζετε αυτό που αγαπάτε» ανέφερε συγκινημένος ο κ. Μικελίδης. Τον λόγο πήρε και πάλι ο κ. Παναγιωτίδης, ο οποίος μίλησε για τη διαδρομή του Νίνου Φένεκ Μικελίδη στον χώρο της κινηματογραφικής κριτικής: «Γνώριζω τον Νίνο εδώ και πενήντα χρόνια, από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Εκείνος ήταν νεαρός κριτικός κινηματογράφου, εγώ υπεύθυνος προγράμματος και υπεύθυνος του γραφείου διανομής. Έχει μείνει ο ίδιος από τότε, καθώς διατηρεί το ίδιο πάθος και την ίδια μαχητικότητα ακόμη και τώρα. Δημιούργησε το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και έφερε μεγάλα ονόματα του σινεμά στη χώρα μας. Συνεχίζει να πηγαίνει στα φεστιβάλ, να βλέπει ταινίες, να παρακολουθεί συνεντεύξεις Τύπου», είπε ο κ. Παναγιωτίδης.

ÐñïâïëÞ ôçò ôáéíßáò “ÆùÞ óáí óéíåìÜ” ôïõ óêçíïèÝôç ÓéëâÝí ÓïìÝ

Όσο για το επάγγελμα του κριτικού, ο κ. Μικελίδης ανέφερε ότι «έχει απόλυτο νόημα να βλέπουμε ξανά μια ταινία, ύστερα από 20 ή 30 χρόνια, είτε μας άρεσε είτε όχι, ώστε να διαπιστώσουμε αν ισχύουν μέσα μας όσα είχαμε γράψει τότε. Όσο πιο συχνά επισκεπτόμαστε τις ταινίες, τόσο το καλύτερο, για να υπάρχει και μια ανανέωση. Για παράδειγμα, μου άρεσε από παλιά ο Γκοντάρ και κάποιες ταινίες του, αλλά το Με κομμένη την ανάσα δεν με συγκινούσε τόσο πολύ – εκείνη την εποχή άλλοι δημιουργοί με άγγιζαν περισσότερο, όπως ο Αντονιόνι. Όταν όμως είδα ξανά το Με κομμένη την ανάσα μετά από 20 χρόνια μού άρεσε περισσότερο. Ίσως κάποιες ταινίες που θεωρούσα κάποτε αριστουργήματα, αν τις δω τώρα θα αναθεωρήσω. Και για τις ταινίες του Μαρσέλ Πανιόλ μπορεί να ειπωθεί το ίδιο: κανείς δεν ήξερε κανείς ότι σήμερα θα αναβιώσουν και θα ξαναβλέπονται μέχρι και σήμερα. Σε μεγάλο βαθμό βοήθησαν και οι Ταινιοθήκες με τα αφιερώματά τους. Για πρώτη φορά είδα Μαρσέλ Πανιόλ στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου και αργότερα στην γαλλική Ταινιοθήκη. Καλό είναι λοιπόν πέρα από τις νέες ταινίες να βλέπουμε και τις παλαιότερες», κατέληξε ο κ. Μικελίδης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα