Άλλαξε το σινεμά; Τι ταινίες παίζονται πια στη μεγάλη οθόνη
Ορέστης Ανδρεαδάκης, Κώστας Μπακιρτζής και δύο νεαροί σινεφίλ σχολιάζουν στην Parallaxi
Η αίθουσα σκοτεινιάζει. Βάζεις το κινητό σου στο αθόρυβο και ενώ χαμηλώνεις την φωτεινότητα, το βλέμμα σου πέφτει πάνω στα ψηφία που σχηματίζουν την ώρα. Εννιά παρά λίγα λεπτά το βράδυ.
Μπροστά από τη μεγάλη οθόνη, που ήδη παίζει τις πρώτες διαφημίσεις, περνούν σαν κλέφτες οι τελευταίοι θεατές, φοιτητές συνήθως, που αν και έφτασαν κανένα μισάωρο νωρίτερα, το τσιγάρο που κάπνισαν στην είσοδο, ίσως να κράτησε λίγο παραπάνω από όσο υπολόγιζαν.
Από πίσω τους, ακολουθούν -πιο προσεκτικοί με τις κινήσεις τους- όσοι περίμεναν στην ουρά του κυλικείου, έχοντας στην αγκαλιά τους ένα αναψυκτικό και τα ποπ κορν, προσπαθώντας να μην τα ρίξουν, καθώς ξεχειλίζουν από τα χάρτινα τους μπολ.
Παρά τη μετανάστευση της έβδομης τέχνης στην τηλεόραση και τις ψηφιακές πλατφόρμες, η ιδέα του κινηματογράφου ως εμπειρία θέασης, που προσπαθούν να προωθήσουν οι περισσότερες αίθουσες για να προσεγγίσουν το κοινό, δεν φαίνεται να φθίνει.
Την ίδια ώρα βέβαια, οι συνθήκες της σύγχρονης καθημερινότητας, σε ένα βαθμό, «σαμποτάρουν» μια μερίδα θεατών, που κατά τη διάρκεια της προβολής δεν θα αντισταθεί από το να ανοίξει το κινητό του για να απαντήσει σε κάποιο ξεχασμένο μήνυμα, ενώ οι πιο «ανίδεοι» ίσως χαζέψουν και στο Instagram.
Στην εποχή της μανιώδους ταχύτητας από την άλλη, είναι λογικό, το κοινό να μην είναι εκπαιδευμένο στην προσεκτική παρακολούθηση, και να προτιμά ταινίες πιο «ελαφρές» ως προς το περιεχόμενο, που να «σηκώνουν» παύσεις και αντιπερισπασμούς.
Για τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ιεράρχηση των θεατών σε ποικιλόμορφα κοινά δεν είναι ορθή.
«Πιστεύω ότι η παρακολούθηση κινούμενων εικόνων, είτε πρόκειται για ταινίες, είτε για σειρές στη μικρή οθόνη δεν έχει να κάνει μόνο με ηλικιακά κριτήρια. Πολλές έρευνες που έχουν γίνει κατά καιρούς, έχουν δείξει ότι αυτό είναι σχεδόν οριζόντιο, δηλαδή υπάρχουν πάρα πολλοί μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που παρακολουθούν συχνά ή αποκλειστικά από τη μικρή οθόνη και άλλοι οι οποίοι δεν θέλουν να χάσουν την απόλαυση της σκοτεινής αίθουσας, όπως την έμαθαν και την αγάπησαν από την φοιτητική τους ηλικία. Το ίδιο ισχύει και για τους νεότερους ανθρώπους· Ορισμένοι βλέπουν ταινίες μόνο στο κινητό τηλέφωνο τους, και άλλοι –μερικοί δε, είναι φανατικοί θεατές κινηματογραφικών φεστιβάλ- έρχονται στην αίθουσα. Άρα, ίσως είναι λάθος, εάν πάμε να ερμηνεύσουμε τις ανάγκες του κοινού, χωρίζοντάς τους σε κοινά. Εμείς δεν το κάνουμε αυτό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως εξηγεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, μιλώντας σε ένα πλαίσιο υπέρ της καθολικής προσβασιμότητας, είναι ένα κοινωφελές, μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο, το οποίο εποπτεύεται από το Υπουργείου Πολιτισμού.
«Με λίγα λόγια δηλαδή, είναι ένας δημόσιος οργανισμός, ο σκοπός του οποίου είναι να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, τον “Δήμο”, και κατά επέκταση τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Έχουμε δηλαδή αποστολή, στο να επιλέγουμε και να προβάλλουμε, είτε κατά τη διάρκεια των δύο Φεστιβάλ, είτε κατά την ετήσια δραστηριότητά μας, ταινίες που έχουν κάτι να πουν, κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις και το μυαλό, ταινίες που μπορούμε να παίρνουμε μαζί μας και όταν βγαίνουμε από την κινηματογραφική αίθουσα, να τις κουβεντιάζουμε. Να μας ερεθίζουν να διαβάσουμε, να δούμε, να ακούσουμε κάτι παραπάνω, και να εμπλουτιστούμε ως ανθρώπινα όντα και ενεργοί πολίτες μιας δημοκρατίας. Αυτός είναι ο πρώτος στόχος μας».
Πέρα όμως από τον εκδημοκρατισμό του κινηματογράφου ως πρωτεύοντα σκοπό, υπάρχει και η ανάγκη για οικονομική αυτονομία και υπεύθυνη διαχείριση.
«Βεβαίως, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έχει ανάγκη και από έσοδα. Και εμείς δεν ήμασταν ποτέ και δεν θα είμαστε από αυτούς που ζητάνε συνέχεια από την Πολιτεία. Φροντίζουμε να έχουμε. Για αυτόν τον λόγο, έχουμε ενισχύσει πάρα πολύ τις χορηγίες σε όλο τον Οργανισμό, που αυτή τη στιγμή φτάνουν σε ένα πολύ μεγάλο ποσό του ενός εκ. διακοσίων χιλιάδων ευρώ ανά έτος από ιδιώτες χορηγούς και άλλες βοήθειες. Ανάμεσα σε αυτές είναι και τα έσοδα που έχουμε από τις αίθουσες. Εν κατακλείδι, μας ενδιαφέρει πολύ να έχουν έσοδα αυτές οι αίθουσες, για να μπορούμε να υπηρετούμε σωστά τους σκοπούς μας, να απασχολούμε ανθρώπους από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δουλεύουν στις αίθουσες μας και να μπορούμε να προσφέρουμε ακόμη καλύτερο πολιτιστικό προϊόν. Αλλά δεν είναι σκοπός το κέρδος, διότι το λέει και ο νόμος του Φεστιβάλ, είναι ένας μη κερδοσκοπικός κοινωφελής οργανισμός».
Όσον αφορά το οικονομικό ρίσκο που συνοδεύεται με το σπουδαίο σινεμά, ο κ.Ανδρεαδάκης τονίζει πως: «ποτέ δεν έχουμε απορρίψει ταινία που να αξίζει υπό τον φόβο μιας εισπρακτικής αποτυχίας. Ούτε στο Φεστιβάλ του Νοεμβρίου, ούτε του Μαρτίου, ούτε στην ετήσια δραστηριότητά μας. Ο βασικός τρόπος επιλογής των ταινιών μας είναι να είναι ταινίες που να έχουν ένα υψηλό επίπεδο κινηματογραφικής αισθητικής και να μιλούν με τρόπο σοβαρό για όλα τα μεγάλα θέματα –όχι μόνο προβλήματα- που απασχολούν την ανθρωπότητα και την ύπαρξή μας. Για αυτόν τον λόγο εξάλλου, προβάλλουμε όλες σχεδόν τις ταινίες στην ετήσια δραστηριότητα, στις αίθουσες που έχουν προβληθεί και στο Φεστιβάλ. Αλλά σε κάθε περίπτωση, βεβαίως μας ενδιαφέρει αυτές οι ταινίες να έχουν έσοδα, διότι είναι και ένα μέρος των υποχρεώσεων που έχουμε απέναντι στην πολιτεία, να μην ζητάμε συνέχεια λεφτά, να μπορούμε να αποδεικνύουμε ότι είμαστε βιώσιμοι, παράλληλα, με τη βοήθεια της Πολιτείας».
Πάντως, φαίνεται πως η νεότερη γενιά δείχνει την προτίμησή της και σε λιγότερο εμπορικές ταινίες. «Είμαστε σίγουροι ότι ενδιαφέρει το κοινό τέτοιου είδους ταινίες. Υπάρχει πάντα ένα κοινό που της παρακολουθεί», αναφέρει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης υποστηρίζει πως είναι φυσικό να παρατηρούνται έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο ετήσιο πρόγραμμα των αιθουσών και σε εκείνο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ.
«Μια φεστιβαλική διοργάνωση έχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ταινιών -200 περίπου-, είναι μία ή δύο προβολές μόνο, συνήθως έχεις κάποιον καλεσμένο. Είναι ένα event, έχουμε συζητήσεις, Q&A , συνεντεύξεις Τύπου, παρουσίες ανθρώπων, είτε είναι πάρα πολύ διάσημοι, όπως ήταν η Ζιζέλ Μπινός, ο Ρέιφ Φάινς, η Μόνικα Μπελούτσι, ο Ματ Ντίλον, μερικά πρόσωπα που ήρθαν τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα γεγονός. Στην ετήσια δραστηριότητα έχουμε μια ταινία που παίζεται δύο φορές την ημέρα, για μία με τρεις εβδομάδες ή και έναν μήνα. Οπότε δεν περιμένεις να έχεις sold out κάθε μέρα, δεν γίνεται αυτό. Ενώ στο Φεστιβάλ, οι περισσότερες ταινίες μας γίνονται sold out, που είναι μία προβολή. Στην ετήσια δραστηριότητά μας πρέπει να φροντίσουμε αυτό το γεγονός να έχει μια συνέχεια μέσα στην εβδομάδα και να μπορεί να ελκύει ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων και ηλικιακών ομάδων, που θα μπορούν να παρακολουθήσουν με όρους φεστιβαλικούς, δηλαδή ως γεγονός, ως μια ταινία που έχει μια ιδιαιτερότητα», καταλήγει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ.
Από την πλευρά του, ο Κώστας Μπακιρτζής, από την ομάδα διαχείρισης των κινηματογράφων Βακούρα, Μακεδονικόν, Απόλλων και Ναταλί, θεωρεί ότι «ο προγραμματιστής μιας αίθουσας οφείλει να παραμένει πιστός στο όραμα του, σε αυτό που θέλει να δώσει στο κοινό, στην ταυτότητα που επιθυμεί να αποκτήσει ο κινηματογράφος του. Έτσι, ο κόσμος θα αρχίσει να εμπιστεύεται σιγά σιγά την αίθουσα ακόμα κι αν στην αρχή τα πράγματα να είναι πιθανώς δύσκολα».
Ο ίδιος μάλιστα, διευκρινίζει πως «κατά την άποψή μου αλλά και από την εμπειρία μου πια στον χώρο, υπάρχει νέο κοινό που διψάει για καλό σινεμά και το αποδεικνύει. Σε όλες τις αφιερωματικές προβολές μας αλλά και σε ταινίες Α’ προβολής πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι έρχονται στους κινηματογράφους μας ενώ πολλές φορές το νεανικό κοινό υπερτερεί αριθμητικά έναντι των παλαιότερων. Φυσικά υπάρχει το κοινό που επιλέγει να παρακολουθεί ταινίες από το κινητό του αλλά και από τις διαφορές πλατφόρμες όπως το Νέτφλιξ. Εμείς προσπαθούμε με κάθε τρόπο να προσελκύσουμε το κοινό, ακόμα και αυτούς που δεν έχουν καθόλου στην καθημερινότητα τους την έξοδο σε κάποιο σινεμά. Εάν έρθει ένα άτομο για πρώτη φορά στην σκοτεινή αίθουσα, θα καταλάβει την μαγεία της. Ένας παραπάνω άνθρωπος να αγαπήσει τον κινηματογράφο – με την ευρύτερη έννοια, είναι κέρδος για όλους μας, πιστέψτε με».
«Υπάρχουν ταινίες που απευθύνονται σε όλους. Υπάρχουν άλλες που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Υπάρχουν εμπορικές, υποτίθεται, ταινίες που κάνουν ελάχιστα εισιτήρια και ταινίες για συγκεκριμένο κοινό που σαρώνουν. Το Small Things Like These για παράδειγμα με τον Κίλιαν Μέρφι, ήρθε αθόρυβα στις αίθουσες αλλά τα πήγε εξαιρετικά. Το Better Man ήταν μια εξαιρετική ταινία κατ’ εμέ αλλά δεν έκανε καθόλου εισιτήρια. Ωστόσο, ποτέ μα ποτέ δεν θα απορρίψουμε μια ταινία που αξίζει να προβληθεί ακόμα και αν όλα δείχνουν πως πιθανότατα θα αποτύχει από άποψη εισιτηρίων», σχολιάζει ο κ.Μπακιρτζής, σχετικά με τις επιλογές του κοινού σε mainstream ή περισσότερο εναλλακτικές παραγωγές.
Ο Αντρέας, φοιτητής στο ΑΠΘ, προσπαθεί να αποδομήσει τα αίτια αυτής της στροφής προς την «ελαφρότητα» στο σινεμά, λέγοντας: «Αν μιλήσω με όρους υποκειμενικούς, μια “εύκολη” ταινία, θαρρώ πως εστιάζει πιο πολύ στο τι παρά στο πώς. Όταν λέω “τι” εννοώ, κατά βάση την επιδερμική και φαινομενική προσέγγιση των πραγμάτων. Μασημένη τροφή που λέμε, γεγονός το οποίο κάνει προσιτή και την θέασή της ανά πάσα ώρα και στιγμή. Λειτουργεί σαν απάντηση παρά σαν ερώτημα – και από την εμπειρία που έχω μέχρι στιγμής καταλαβαίνω πως η απάντηση βολεύει πάντα περισσότερο. Επομένως, αντιλαμβάνομαι και για ποιο λόγο οι “εύκολες” ταινίες έχουν τέτοια απήχηση στο ευρύ κοινό.
Από την άλλη μια “δύσκολη” ταινία, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεατή που είναι πρόθυμος να διαθέσει χρόνο και χώρο στο έργο, να καθίσει μέσα του. Να θυσιάσει, αν θες να το πούμε και έτσι, μια βραδιά καλοπέρασης, για τη γέννηση ενός κρίσιμου ερωτήματος που, το πιο πιθανό, θα προκληθεί μέσα από την παρακολούθηση μιας τέτοιας ταινίας. Φοβάμαι πως η ανυπομονησία που μας διακατέχει και η άκρατη ανάγκη για τις “εδώ και τώρα” απαντήσεις, λειτουργούν ολοένα και περισσότερο κατασταλτικά αναφορικά με τη θέαση τέτοιων ταινιών.
Δεν είναι βέβαια, αυτοσκοπός. Πως ντε και καλά, πρέπει να προβληματιστώ. Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Έχοντας ως βάση πάντα τη δική μου εμπειρία, προσπαθώ να πηγαίνω στον κινηματογράφο, όσο πιο απροϋπόθετα γίνεται. Σχεδόν πάντα όμως προκύπτει το εξής, με το που πέσουν οι τίτλοι, ελπίζω πως κανείς δεν θα με ρωτήσει “πώς σου φάνηκε”. Για αυτό και επιλέγω, να πηγαίνω ως επί το πλείστων μόνος μου.
Ομολογώ πως αυτή η αίσθηση είναι που με εξιτάρει, η απουσία της βεβαιότητας μέσω αυτών των δημιουργιών. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου βρίσκεσαι μετέωρος και ίσως να σου περάσει κι από το μυαλό πως δεν έχουν όλα τα πράγματα μια λογική εξήγηση. Δεν συνοψίζονται όλα όσα βίωσα σε μια πρόταση ρητή.
Αυτό μου συνέβη, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε. Η τελευταία ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι, “Η Θυσία” (1986), ήταν παραδόξως η πρώτη του ταινία που παρακολούθησα».
Μεσ’ την εβδομάδα, σίγουρα ένα απόγευμα θα την βρεις σε κάποια αίθουσα της Θεσσαλονίκης . Η Βάσω περιγράφει τα συχνά ραντεβού της απέναντι από μια μεγάλη οθόνη:
«Οι συναντήσεις μου με τις κινηματογραφικές αίθουσες είναι, θαρρώ, πολύ συχνές. Ταινίες του σήμερα, αλλά και του χθες θα προβάλλονται εβδομαδιαία σε σινεμά της πόλης που οργανώνουν αφιερώματα και που μας βοηθούν εμάς, τους νεότερους ηλικιακά, να χτίσουμε τη σχέση που θέλουμε με την τέχνη του κινηματογράφου. Στα ειδικά αυτά αφιερώματα ταινιών που ίσως δεν υπήρξαν τόσο “εμπορικές” και πολυπαιγμένες, ο κόσμος που είναι πολύς, αποκτά, μάλιστα, μία οικειότητα μεταξύ του, καθώς οι φάτσες πλέον είναι γνώριμες, κατά κάποιο τρόπο δίνουμε όλες μας άτυπα ραντεβού τις Δευτέρες ή τις Τρίτες. Και αυτό είναι πολύ ωραίο, παιδικά ωραίο.
Η ησυχία των αιθουσών, το γεγονός πως όλοι όσοι βρισκόμαστε εκεί και παρακολουθούμε τις εικόνες να τρέχουν μπροστά στα μάτια μας, έχουμε συνομολογήσει πως για δύο-τρεις ώρες αυτή θα είναι η πραγματικότητά μας, το γεγονός ότι δεν σταματάς όποτε θέλεις την οθόνη για να επισκεφτείς την κουζίνα ή το μπάνιο ή ακόμη και για να μιλήσεις, αλλά το ότι είσαι παθιασμένα ή κοιμισμένα – λόγω της ανίας που μπορεί να σου φέρει η ταινία-παρούσα, με τραβά ξανά και ξανά στα σινεμά. Άλλωστε, εκεί που ο κινηματογράφος βρίσκει την ιδανική σχέση με το κοινό του είναι μέσα στην σκοτεινή αίθουσα με τα καθίσματα στη σειρά και τους δειλούς ψιθύρους των θεατών».