Parallax View

Father Mother Sister Brother: Ένα στοχαστικό τρίπτυχο πάνω στην οικογένεια, τη σιωπή και τη γλυκόπικρη ωριμότητα

Ο Τζιμ Τζάρμους επιστρέφει στο γνώριμο, τρυφερό και αποστασιοποιημένο κινηματογραφικό του σύμπαν

Γιάννης Γκροσδάνης
father-mother-sister-brother-ένα-στοχαστικό-τρίπτυχο-πάνω-στ-1417612
Γιάννης Γκροσδάνης

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τζιμ Τζάρμους αποτελεί μια από τις πιο καθοριστικές μορφές του ανεξάρτητου κινηματογράφου από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Έχει υπογράψει σημαντικές ταινίες, κάποιες μάλιστα αποτελούν μικρές εκπλήξεις, όπως λ.χ. το Ghost Dog: The Way of the Samurai ή το Only Lovers Left Alive και από τις πρόσφατες το Paterson ενώ άλλες όπως το Down By Law, το Night on Earth έχουν και μια καλτ διάσταση (κάποιες ίσως και κάτι παραπάνω από απλά καλτ).

Η τελευταία ταινία του, το Father, Mother, Sister, Brother, που κέρδισε – ανέλπιστα – το Χρυσό Λιοντάρι στην Βενετία, το Σεπτέμβρη που μας πέρασε, είναι ένα τρίπτυχο που ακολουθεί τρεις σπονδυλωτές, δραμεντί, οικογενειακές ιστορίες οι οποίες, αν και δεν συνδέονται μεταξύ τους, παρουσιάζουν απροσδόκητες ομοιότητες.

Στην πρώτη ιστορία συναντά δύο αγαπημένους του ηθοποιούς, τον Άνταμ Ντραϊβερ και τον Τομ Γουεϊτς. Η αφήγηση εστιάζει σε δύο αδέλφια, που επισκέπτονται τον ηλικιωμένο πατέρα τους. Η σχέση μεταξύ παιδιών και πατέρα – ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας – είναι εμφανώς ψυχρή, καθώς δεν έχουν διατηρήσει τακτική επαφή – μάλιστα ομολογούν μεταξύ τους το προσποιητό ενδιαφέρον τους, (ή ακόμα πιο σωστά) την αδιαφορία τους για αυτόν – αλλά για κάποιον ενδόμυχο λόγο τα δύο παιδιά φαίνεται να ανησυχούν για την υγεία του πατέρα τους. Ο Γουέιτς είναι απολαυστικός στον ρόλο του πατέρα, τον οποίο διακρίνει μια λεπτή ευφυΐα, με στοιχεία σαρκασμού και τρυφερότητας μαζί.

Η επόμενη ιστορία μας μεταφέρει στο Δουβλίνο για να παρακολουθήσουμε το ίδιο ακριβώς στόρι, εδώ ανάμεσα σε δύο κόρες και την μητέρα τους – μια πετυχημένη συγγραφέα, που την υποδύεται απολαυστικά η Σαρλότ Ράμπλινγκ – την οποία τα δύο κορίτσια παρά το ότι έχουν ρυθμίσει τις ζωές τους με τρόπο που να εξασφαλίζει εύκολη πρόσβαση στη μητέρα τους στο να τις βλέπει ωστόσο την επισκέπτονται με ευλαβική ακρίβεια μόνο μια φορά το χρόνο για ένα απογευματινό τσάι. Η Βίκι Κριπς είναι εξαιρετική ως εκκεντρική κόρη, το ίδιο και η Κεϊτ Μπλάνσετ που αποτελεί το alter ego, την σοβαρή και συγκρατημένη θυγατέρα της οικογένειας. Ο Τζάρμους αποτυπώνει με ωραίο τρόπο την αμηχανία και τις σιωπές των οικογενειακών σχέσεων, στις δύο πρώτες ιστορίες. Ειδικά στην δεύτερη ιστορία επιλέγει συνειδητά να δώσει μια επιπλέον φόρτιση, με υπερβολή και στυλιζάρισμα, πετυχαίνοντας να κεντράρει την αποστασιοποίηση ανάμεσα στα δύο παιδιά και την μητέρα, κάτι που σαφώς έχει στόχο να τονίσει την αμηχανία και την απομάκρυνση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. 

Η τελευταία ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι, όπου δύο (δίδυμα) αδέλφια ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν και να αδειάσουν το παλιό διαμέρισμα των γονιών τους. Παράλληλα αποκαλύπτουν μεταξύ τους μικρές κρυμμένες αλήθειες και ψέματα πάνω στα οποία είχαν χτίσει την ζωή τους οι – πεθαμένοι πλέον – γονείς τους ως ζευγάρι. Πρόκειται ίσως για το πιο «ελαφρύ» αλλά και το πιο γλυκόπικρο μέρος του τρίπτυχου, πιο εξισορροπημένο, ανθρώπινο και νατουραλιζέ ερμηνευτικά. 

Η ουσία είναι ότι ο Τζάρμους δεν επιχειρεί σε αυτή την ταινία να αναδείξει κάτι ριζικά καινούργιο από όσα μας έχει πει στο παρελθόν. Με το γνώριμο ύφος του, χαλαρά, στοχαστικά, ελαφρώς σαρκαστικά και από την άλλη κάπως τρυφερά, στήνει μια ιδέα σε ταινία μέσα από τρεις ιστορίες και την σχολιάζει. Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το έργο του ενδεχομένως να δυσκολευτούν να συνδεθούν με αυτό τον αργό, στοχαστικό ρυθμό του. Οι σταθεροί θαυμαστές του, από την άλλη, θα βρουν αρκετά αναγνωρίσιμα στοιχεία που ενδεχομένως να τους συγκινήσουν. Ο Τζάρμους εδώ προσπαθεί να ερμηνεύσει τις οικογενειακές σχέσεις και τις δυσκολίες τους στο σύγχρονο κόσμο που ζούμε, παρεμβάλλει – με ανάλαφρες πινελιές και διακριτικό χιούμορ – μικρές λεπτομέρειες ως όμορφα και αλληγορικά μοτίβα και κρατάει τους επαναληπτικούς διαλόγους ως μια άσκηση που αναδεικνύει τις παραλληλίες και την ουσιαστική σύνδεση ανάμεσα στις ιστορίες του, παρά τις γεωγραφικές τους διαφορές. Οι ερμηνείες —ιδίως των δύο πρώτων ιστοριών — κρατούν ένα κάποιο ενδιαφέρον προσοχής. Η τρίτη ιστορία, παρά την συμπάθεια που κρύβουν τα πρόσωπα, μοιάζει κάπως ασύνδετη με τις άλλες δύο αλλά με τον τρόπο της – θέλοντας να αναδείξει την απουσία αμφότερων των γονέων – συμπληρώνει ένα μωσαϊκό σχέσεων. 

Με δεδομένο ότι το Father, Mother, Sister, Brother κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι ο θεατής ενδεχομένως να αισθανθεί πριν την προβολή ότι αυτή μπορεί να είναι η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη. Ξεκάθαρα όχι αλλά για ‘μας που τον αγαπάμε είναι εντάξει που ο Τζάρμους μπορεί να έχει πλέον στο παλμαρέ του ένα Χρυσό Λιοντάρι. Η ταινία κρύβει μέσα της μια γλυκιά ωριμότητα και μια οικειότητα, που αν είσαι ψημένος και αγαπάς το σύμπαν του δημιουργού, σε κάνει να συγκινηθείς ή να γελάσεις (κατά περίπτωση) αλλά, όπως ήδη έχουμε σημειώσει και παλιότερα, το γεγονός της Βενετίας ήταν άλλο και η κριτική επιτροπή για δικούς της λόγους δίστασε να το αναγνωρίσει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα