Φεστιβάλ Δράμας: 10 ταινίες που αγαπήσαμε από το #DISFF
Ο Γιάννης Γκροσδάνης ξεχωρίζει τις καλύτερες στιγμές της φετινής διοργάνωσης
Φεστιβάλ ήταν και πέρασε. Το Φεστιβάλ Δράμας περνάει στην ιστορία για φέτος με σαφείς θετικές ενδείξεις ανανέωσης και διάθεσης να προσεγγίσει κυρίως τους νέους σινεφίλ και να αναδείξει νέα ταλέντα, που σίγουρα θα μας απασχολήσουν τα επόμενα χρόνια.
Βλέποντας το ελληνικό πρόγραμμα (Εθνικό, σπουδαστικό και animation) ξεχωρίζουμε τις καλύτερες στιγμές της φετινής διοργάνωσης και δίνουμε ραντεβού για του χρόνου…
Το Noi του Νεριτάν Τζιτζιρία ξεδιπλώνει με ωριμότητα το πένθος ενός αγοριού που καλείται να σηκώσει στις πλάτες του το βάρος της απώλειας του μεγάλου αδελφού του, θύματος ενός ατυχήματος με άλογο. Η αφήγηση δεν εστιάζει μόνο στη θλίψη αλλά και στην πρόωρη ενηλικίωση, στην αίσθηση ευθύνης που συντρίβει και καθορίζει τον ήρωα.
Μέσα από εικόνες άγριας, χιονισμένης φύσης, βαλκάνιες νύφες και ανδρικούς επιτελεστικούς ρόλους, ο σκηνοθέτης συνθέτει έναν κόσμο σκληρό και ποιητικό, όπου η απώλεια και η μνήμη γίνονται ο καμβάς μιας βαθιάς ανθρώπινης εμπειρίας. Η ταινία λειτουργεί ως στοχασμός πάνω στη δύναμη και το βάρος των δεσμών αίματος, αλλά και στην αμείλικτη ωριμότητα που επιβάλλει η ίδια η ζωή.
Τα 100 Χρόνια Μπροστά του Μιχάλη Γιγαντή είναι μια ταινία που δύσκολα περιγράφεται με λόγια, καθώς κινείται στα όρια του σουρεαλισμού και της πολιτικής σάτιρας. Ο Ανδρέας…εεε…Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, σε έναν από τους πιο απρόσμενους, πιο πηγαίους και τολμηρούς ρόλους της καριέρας του, υποδύεται έναν χαρακτήρα του οποίου η ζωή διαπλέκεται μεταφυσικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Ο σκηνοθέτης στήνει ένα φιλμ που συνομιλεί με την κληρονομιά του Νίκου Περάκη και την τρυφερότητα του Σταύρου Τσιώλη, δημιουργώντας έναν ιδιότυπο κινηματογραφικό κόσμο. Το χιούμορ εδώ δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά αποκτά μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, καθώς η πολιτική, η μνήμη και η ταυτότητα συνυφαίνονται με το παράλογο. Πρόκειται για μια ταινία που τολμά να δει το κωμικό μέσα από το πρίσμα της ιστορίας και να φέρει το ελληνικό σινεμά σε ένα απρόβλεπτο, ανατρεπτικό πεδίο αφήγησης.
Στο Οι Λύκοι Επιστρέφουν του Στέλιου Μωραϊτίδη σε έναν χιονισμένο επαρχιακό δρόμο, η ανακάλυψη ανθρώπινων οστών από εργάτες συντήρησης γίνεται αφορμή για να αποκαλυφθεί το πρόσωπο της τοπικής εξουσίας. Ο δήμαρχος, η αστυνόμος και ο παπάς καλούνται να αποφασίσουν πώς θα διαχειριστούν την εύρεση, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην ευθύνη και στην ανάγκη να διατηρήσουν το κύρος τους. Η ταινία λειτουργεί ως αιχμηρό σχόλιο πάνω στην προσποίηση και την υποκρισία όσων κρατούν την εξουσία, φωτίζοντας τις μικρότητες και τους συμβιβασμούς τους με στόχο να διατηρήσουν την εξουσία. Με σαρκασμό και λεπτή ειρωνεία, μετατρέπει μια απλή ανακάλυψη σε αλληγορία για τη σιωπή και την συγκάλυψη που συχνά χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες μας. Αρκετά επίκαιρη ταινία με δυνατό πολιτικό σχόλιο.
Ο Σπυράκος, σαραντάρης σε χωριό, ζει με τη μητέρα του και κρατούν μαζί ένα καφενείο που έχει μείνει πίσω από την εποχή. Ονειρεύεται το ποδόσφαιρο, πάθος που καθορίζει τη ζωή του, κι όταν του προτείνεται να παίξει στον Πυρσό, την τοπική ομάδα, βλέπει την ευκαιρία να μεταμορφωθεί από Σπυράκο σε Σπύρο. Ο Αλέξανδρος Χαντζής στο Φούιτ, βασισμένος σε δικό του θεατρικό, συνδυάζει τρυφερότητα, χιούμορ και πίκρα, στήνοντας μια ταινία που αποτυπώνει την επαρχία με τρυφερότητα. Ο Βαγγέλης Στρατηγάκος λάμπει στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στο Χους Ει και Εις Χουν Απελεύσει του Δημήτρη Παπαθανάση ένας υπάλληλος, ένας παπάς και ένας μαφιόζος λυμαίνονται το δημοτικό νεκροταφείο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Εύστοχη, δεικτική πολιτική σάτιρα μέσα από την αλληγορία και φυσικά κατάμαυρο χιούμορ που σε αφήνει άφωνο σε μια ταινία που φυσικά κεντρίζει το ενδιαφέρον μέχρι τέλους.
Έξοχο κοινωνικό σχόλιο με μαύρο χιούμορ έχουμε και στο Pirateland του Σταύρου Πετρόπουλου, που μέσα από το πρωτότυπο σενάριο του Γιώργου Τελτζίδη αναδεικνύει τις υπερβολές του υπερτουρισμού που αλλοιώνει τα πάντα, ακόμα και τους ανθρώπους. Ανάλογο είναι το σχόλιο για το gentrification και τον υπερτουρισμό και στο Holy Shit, το έξυπνο animation των Ταξιάρχη Δεληγιάννη και Βασίλη Τσουβάρα που παρατηρεί την απότομη αλλαγή της Αθήνας μέχρι την τελική σαρκαστική ανατροπή (spoiler δεν κάνουμε αλλά ο τίτλος τα λέει όλα).
Στο Μαγκνταλένα Χάουζεν ο Γιάννης Καρπούζης στήνει πολύ έξυπνα την «βιογραφία» μιας Γερμανίδας φωτογράφου. Η ταινία είναι mocumentary, πράγμα που σημαίνει δημιουργική φαντασία και επινόηση μιας ιστορίας που διαπερνά την μεταπολεμική Ευρώπη, τα κινήματα της εποχής και φυσικά τις υπερβάσεις που καλούμαστε να κάνουμε στη ζωή μας. Υπέροχη η χειροποίητη τεχνική με τις φωτογραφίες και φυσικά ξεκάθαρα συμβολική η παρουσία της Χάνα Σιγκούλα μέσα στην ταινία.
Άλλη μια γυναικοτοπική ταινία με αρκετή ευαισθησία – μετά την βραβευμένη Μπέλα – για την Θέλγια Πετράκη με τις 400 Κασέτες να λειτουργούν περισσότερο τρυφερά, ποιητικά και αφαιρετικά πάνω σε υπαρξιακά ζητήματα όπως ο χρόνος και η φιλία. Σε κάθε περίπτωση μια από τις πιο ευαίσθητες ταινίες του Φεστιβάλ.
Φτάνοντας στο τέλος την λίστα μας συμπληρώνουν δύο σπουδαστικές ταινίες το Αγριοκέρασο του Πάνου Ζιώγα αλλά και ο Λευρεσθείς της Ιωάννας Ρουμελιώτη για τις οποίες ήδη γράψαμε σε προηγούμενο κείμενο κριτική – αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις. Κλείνοντας αξίζει μια μικρή αναφορά στο παλαιστινιακό – ελληνικό I’m Glad You’re Dead Now του Τοφίκ Μπαρχόμ. Βραβευμένη ήδη με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, είναι μια ταινία που παρά την λιτότητα και την αφαίρεση στην αφήγηση της μιλάει με πολύ ευαισθησία για τις πληγές που αφήνει η κακοποίηση αλλά και το δέσιμο με την οικογενειακές ρίζες.