Γνωρίστε τους σκηνοθέτες των ταινιών της χρονιάς
Ποια είναι τα συστατικά που οδήγησαν στην μεγάλη τους επιτυχία;
Οι αγαπημένες ταινίες των κριτικών για φέτος είναι αυτές που απέσπασαν και τις περισσότερες υποψηφιότητες για Όσκαρ. Το Mank έχει την πρωτιά σε σχέση με τον αριθμό των υποψηφιοτήτων, διεκδικώντας βραβεία σε δέκα κατηγορίες. Το ακολουθούν έξι ταινίες με έξι υποψηφιότητες η κάθε μια: The Father, Judas and the Black Messiah, Minari, Nomadland, Sound of Metal και The Trial of the Chicago 7. Το Promising Young Woman έχει πέντε υποψηφιότητες.
Οι δημοσιογράφοι του The Atlantic πήραν συνέντευξη από πέντε σκηνοθέτριες και σκηνοθέτες, που βρίσκονται πίσω από ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς, δίνοντας μας την ευκαιρία να μάθουμε από πρώτο χέρι ποια είναι τα συστατικά και η συνταγή, αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια, μιας κινηματογραφικής επιτυχίας. Αναφερόμαστε στις Chloé Zhao και Emerald Fennell και τους Lee Isaac Chung, Shaka King και David Fincher.
Chloé Zhao – Nomadland
Έξι υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων αυτή της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Η χρονιά αυτή σίγουρα είναι ορόσημο στην καριέρα της Zhao, καθώς είναι η χρονιά που αναδείχθηκε. Η τρίτη της ταινία, το Nomadland, είναι από τις ταινίες που έχουν λάβει φέτος την περισσότερη αγάπη και αναγνώριση, σαρώνοντας στις Χρυσές Σφαίρες και βάζοντας τη Zhao στα φαβορί για τα φετινά Όσκαρ. Παράλληλα, σκηνοθετεί την νέα ταινία της Marvel, Eternals, που αναμένεται να κυκλοφορήσει το Φθινόπωρο.
Το Nomadland, με πρωταγωνίστρια την Frances McDormand, είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ξεκινάει μια νομαδική ζωή, έχοντας χάσει τον άντρα και τη δουλειά της, λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης του 2008. Το περισσότερο cast αποτελείται από αληθινούς νομάδες, που υποδύονται τον εαυτό τους, αφηγούμενοι ιστορίες για τη δυσκολία του να επιβιώνεις μετά από μια οικονομική συμφορά. Η προσοχή της Zhao στη λεπτομέρεια και η αφοσίωσή της στο να δώσει χώρο σε αυτές τις αφηγήσεις να ανασάνουν, είναι μόνο ένα κομμάτι του τι την κάνει εξαιρετική σκηνοθέτη.
Για τη διασκευή του ομότιτλου βιβλίου της Jessica Bruder η Zhao σχολιάζει πως η δουλειά τους ήταν να χτίσουν χαρακτήρες που να ενσωματώσουν ολόκληρη την ιστορία μιας εποχής που ένας τρόπος ζωής άρχισε να εξαφανίζεται. Σε σχέση με τις προηγούμενές της ταινίες, Songs My Brothers Taught Me και The Rider, το Nomadland, ως road movie, ήταν μια καινούργια πρόκληση, καθώς οι προηγούμενες ταινίες της ήταν για άτομα εγκλωβισμένα σε ένα μέρος. Μια επιπλέον πρόκληση ήταν οτι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές στις ταινίες της, που ήταν κατά βάση ο εαυτός τους, η Frances McDormand είναι πολύ διαφορετική από τη Fern.
Η McDormand ήταν αυτή που έδωσε το βιβλίο στην Zhao, που αφού το διάβασε, άρχισε να περνάει πολύ χρόνο μαζί της, μέχρι να τη γνωρίσει. Μετά από αυτό, έκανε ένα μεγάλο ταξίδι με τον διευθυντή φωτογραφίας Joshua James Richards σε όλη τη Δυτική Αμερική. Το ταξίδι, σε συνδυασμό με το βιβλίο και το χρόνο που πέρασε με τη McDormand ήταν που έκαναν τη Zhao να πει στους παραγωγούς πως αυτή θα μπορούσε να είναι η ιστορία.
Τα γυρίσματα του Nomadland πραγματοποιήθηκαν από το Σεπτέμβριο του 2018 ως τις αρχές του Φεβρουαρίου του 2019. Με το που τελείωσαν τα γυρίσματα, ξεκίνησε αμέσως την προετοιμασία για το Eternals, του οποίου τα γυρίσματα έγιναν από το Σεπτέμβριου του 2019 ως το Φεβρουάριο του 2020. Μετά προέκυψε η πανδημία και άρχισε να μοντάρει το Nomadland. Για τη Zhao δεν ήταν περίεργο να φροντίζει παράλληλα τις δύο ταινίες, τις παρομοίασε όμως με τα σκυλιά της: Όταν αγκαλιάζει το ένα, νιώθει άσχημα γιατί θα έπρεπε να αγκαλιάζει το άλλο.
Η Zhao ξεκίνησε τη σχολή κινηματογράφου όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση. Καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμοι πόροι, έπρεπε να βρει τον τρόπο να ξεχωρίσει από εκείνους που έχουν 10 εκατομμύρια για να γυρίσουν μια ταινία. Δηλώνει ευγνώμων για αυτές τις εποχές και πιστεύει πως με το να είσαι ο αυθεντικός σου εαυτός, μπορεί να αργείς λίγο στην επιτυχία, αλλά μαζεύεις γύρω σου άτομα με τα οποία πραγματικά ταιριάζεις. Ο λόγος που κατάφερε το Nomadland να γίνει αυτό που έγινε, οφείλεται στο ότι γυρίζοντας το The Rider ήταν ο εαυτός της, προσελκύοντας έτσι άτομα που καλλιτεχνικά έχουν αντίστοιχες βλέψεις.
Όσον αφορά τις κινηματογραφικές αίθουσες και τις πλατφόρμες streaming, για τη Zhao το γεγονός ότι οι άνθρωποι βλέπουν ταινίες στο σπίτι είναι γεγονός. Δε μπορεί να το αλλάξει, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί. Άλλωστε, είναι χαρούμενη όταν ο κόσμος βλέπει τις ταινίες της σε οποιαδήποτε μορφή. Σχολιάζει όμως πως της λείπουν οι φεστιβαλικές προβολές και η ιδιαίτερη ενέργεια στην αίθουσα όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Αυτή η εμπειρία που μοιραζόμαστε στις κινηματογραφικές αίθουσες είναι κάτι που δεν γίνεται να χάσουμε.
Με πληροφορίες απο το The Atlantic.
Emerald Fennell – Promising Young Woman
Πέντε υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων αυτή της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Emerald Fennell είναι μια ιστορία εκδίκησης, ντυμένη σε ροζ, με μια Instagram αισθητική και πρωταγωνίστρια την Carey Mulligan. Η Mulligan υποδύεται την Cassie, μια γυναίκα στα τριάντα της χρόνια, που έχει παρατήσει την ιατρική και δουλεύει σε μια καφετέρια. Εμφανισιακά, όπως εξηγεί η Fennell, είναι όπως ο κόσμος θέλει τις γυναίκες είναι. Όμορη, φοράει ροζ, χνουδωτά πουλόβερ και εμπριμέ φορέματα, κάτω όμως από την ενδυμασία υπάρχει μια εχθρικότητα και μια αθεράπευτη οργή. Από τότε που ένα τραυματικό γεγονός έδωσε τέλος στην ιατρική της καριέρα, η Cassie έχει ένα νέο σκοπό: Τις νύχτες πηγαίνει σε club, παριστάνοντας τη μεθυσμένη, περιμένοντας «καλούς» άντρες να τσιμπήσουν το δόλωμα. Είναι θηλυκή και αδίστακτη και η ταινία θέλει το κοινό να αναρωτηθεί, γιατί να είναι τόσο ανησυχητικός αυτός ο συνδυασμός. Τι γίνεται αν το πιο τρομακτικό πράγμα που μπορεί να κάνει μια γυναίκα, είναι να αντιστρέψει τις υποθέσεις που κάνουν οι άλλοι για αυτή;
Πριν το Promising Young Woman, η Fennell έπαιζε στη σειρά του BBC Call the Midwife, έγραφε βιβλία για παιδιά και ήταν showrunner στη δεύτερη σεζόν της σειράς Killing Eve. Πριν να πάρει η Mulligan το ρόλο της Cassie, η Fennell της έστειλε το σενάριο, μαζί με ένα playlist και ένα mood board γιατί δεν ήθελε το ταξίδι της Cassie να είναι μόνο το ταξίδι του αντι-ήρωα που αναζητά εκδίκηση, ήθελε και να έχει την αίσθηση του ταξιδιού μιας γυναίκας. «Σε τέτοιου είδους ταινίες είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε γυναίκες να συμπεριφέρονται και να κινηματογραφούνται ως άντρες», σχολιάζει.
Η αισθητική της ταινίας είναι μεν μια έκφραση των προτιμήσεων της Fennell, αλλά ήταν επίσης πολύ σημαντικό για εκείνη να είναι η ταινία οπτικά ευχάριστη γιατί, όπως και η Cassie, είναι μια παγίδα, οπότε πρέπει φαινομενικά να μοιάζει σαν κάτι που δεν είναι. Η αρχική ιδέα για την ταινία προέκυψε από μια ερώτηση: Πως θα ήταν αν μια γυναίκα αποφάσιζε να εκδικηθεί τους άντρες που εκμεταλλεύονται γυναίκες όταν δεν είναι νηφάλιες;
Η Fennell είναι 35 και μεγάλωσε σε μια εποχή που η ιδέα της ανικανότητας για συναίνεση στο σεξ όταν δεν είσαι νηφάλια δεν είχε ακόμα ριζωθεί στη συλλογική συνείδηση.Την ενδιαφέρει επίσης το πως «καλοί άνθρωποι κάνουν κάποιες φορές άσχημα πράγματα» και το πως η κοινωνία μπορεί όχι μόνο να επιτρέπει αυτού του είδους συμπεριφορές, αλλά ακόμα και να τις στηρίζει. Αυτό που βρίσκει τρομερά προβληματικό είναι το πως, πολλές φορές, και οι δυο πλευρές λένε πως έγινε το ίδιο πράγμα, δεν νιώθουν όμως και το ίδιο σχετικά με αυτό που έγινε. Η ευφυία του κόλπου της Cassie έγκειται στο ότι τους αναγκάζει να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους: Γιατί τους τρομάζει τόσο το γεγονός ότι το άτομο με το οποίο προσπαθούν να κάνουν σεξ δεν είναι σε κατάσταση που σχεδόν έχει χάσει τις αισθήσεις του από το αλκοόλ;
Η ταινία είναι αδιαμφησβήτητα σύγχρονη και σημερινή, στοιχεία όμως της ποπ κουλτούρας υποδεικνύουν ότι έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν. Τραγούδια της Britney Spears, των Spice Girls και των Hammerstein ακούγονται σε σημαντικά σημεία της ταινίας. Στην πιο χαρούμενη σκηνή της, η Cassie και το καινούργιο της αγόρι, Ryan, χορεύουν σε ένα φαρμακείο ακούγοντας το Stars Are Blind της Paris Hilton, της οποίας βίντεο που κάνει σεξ διαδόθηκε χωρίς την έγκριση και τη θέλησή της και το είδαν εκατομμύρια ανά τον κόσμο.
Στην παραπάνω σκηνή η Cassie φοράει ροζ και ο Ryan μπλε. Τα χρώματα επανεμφανίζονται κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, υπαινίσσοντας πως είναι τελείως διαφορετικοί ακόμα και στις πιο προσωπικές τους στιγμές. Το ροζ όμως χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, με σκοπό να παίξει με τις εικασίες του κοινού για συγκεκριμένου τύπου γυναίκες και συγκεκριμένου τύπου τέχνη. Μεγάλο κομμάτι της ταινίας είναι μια μαύρη κωμωδία, σχεδιασμένη για να είναι αφενός ευχάριστη και πολύχρωμη αλλά επίσης παραπλανητική και ανατρεπτική. Η Fennell πιστεύει πως οι άνθρωποι έχουν ακόμα μια συγκεκριμένη ιδέα για το τι είναι σοβαρό και η τέχνη με θηλυκά στοιχεία ερμηνεύεται ως ανάλαφρη, ακόμα και όταν η δύναμη της είναι εμφανής. Κλείνοντας δηλώνει πως «μπορείς να σου αρέσει η Britney Spears και τα πολύχρωμα μανικιούρ και να είσαι ταυτόχρονα και επικίνδυνη».
Με πληροφορίες απο το The Atlantic.
Lee Isaac Chung – Minari
Έξι υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων αυτή της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
O Σκηνοθέτης του Minari, Lee Isaac Chung, είδε καθαρά την συμβολή των ηθοποιών της ταινίας στην ιστορία της, όταν ξεκίνησε να τη μοντάρει. Ο Chung εμπνεύστηκε την ταινία, που είναι για μια Κορεάτικη Αμερικανική οικογένεια που ξεκινά μια φάρμα στο Άρκανσο το 1980, από την παιδική του ηλικία, είπε όμως στους ηθοποιούς του πως δεν ήθελε να μιμηθούν κάποιον που ξέρει. Αντίθετα, έφεραν ο καθένας τις δικές του ερμηνείες των χαρακτήρων και έκαναν την ιστορία που αφηγείται ο Chung να είναι και δική τους. «Όταν έχεις αυτούς του ηθοποιούς και κάθε λήψη είναι καλή, είναι εύκολο» είπε στη συνέντευξή του στο The Atlantic.
Αυτό που απασχολεί τον Chung είναι ότι η ηθοποιός Yeri Han, που υποδύεται την Monica, δε λαμβάνει την αναγνώριση που της αξίζει. «Όταν μόνταρα την ταινία», αναφέρει, «έχτιζα πάντα την συναισθηματική ιστορία γύρω από τον χαρακτήρα της. Το πρόσωπό της, η εμφάνιση της, ο τρόπος που πιάνει τα σεντόνια όταν είναι αναστατωμένη. Αυτά τα μικρά πράγματα είναι που κάνουν την ταινία αυτό που είναι. Και δυστυχώς είναι αόρατα». Ο Chung δικαίως ανησυχεί για την ερμηνεία της Han, καθώς το Hollywood έχει την τάση να αγνοεί τους ηθοποιούς Ασιατικής καταγωγής για βραβεία, ακόμα και όταν οι ταινίες έχουν αναγνωριστεί από τους κριτικούς.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία είναι μια καθαρά Αμερικανική ιστορία, μπορούσε να διαγωνιστεί μόνο στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες, γεγονός που, σύμφωνα με κριτικούς, υποβίβαζε την ταινία σε σχέση με άλλες, που διαγωνίζονταν στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας. Άλλοι επισήμαναν ότι οι ξενόγλωσσες ταινίες δεν έχουν δικά τους βραβεία καλύτερων ηθοποιών. O Chung πιστεύει πως το ζήτημα των Χρυσών Σφαιρών έχει περισσότερο βάθος από το «το Minari είναι Αμερικανική ταινία», καθώς αμφιβάλλει για το αν αυτή η δήλωση συλλαμβάνει το εύρος όσων αισθάνεται.
O Steven Yeun, που είναι ήδη γνωστός στο κοινό χάρη στη δουλειά του στο The Walking Dead, περιγράφεται συνήθως να υποδύεται έναν φιλόδοξο ονειροπόλο και όχι έναν άντρα που με τα βίας συγκρατεί την οργή του, που είναι το πως ο Yeun αντιλαμβάνεται τον χαρακτήρα του. O Yeun εξέφρασε αυτή του την ανησυχία ότι η ερμηνεία του είναι τόσο χρωματισμένη με το πρότυπο του Ασιάτη πατέρα, που οι μη Ασιάτες θα δυσκολευτούν να το καταλάβουν, αναφερόμενος στο πως το να υποφέρεις σιωπηλά εκτιμάται στις Ασιατικές κοινωνίες. Σε μια προβολή της ταινίας τον Ιανουάριο ο Yeun δάκρυσε καθώς μιλούσε για τον κόπο που κατέβαλε για ενσαρκώσει τον ρόλο του Jacob. «Η δυσκολία του να πραγματοποιηθεί η ταινία δεν έγκειται μόνο στις καταστάσεις», είπε δακρύζοντας. «Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν να βρίσκεσαι στη μέση, προσπαθώντας να βρεις μια ισορροπία ανάμεσα στον Κορεάτικο και τον Αμερικανικό τρόπο ζωής».
Ο Chung είπε στη δημοσιογράφο που του πήρε τη συνέντευξη ότι αυτό που τον ώθησε στο να θέλει να κάνει ταινίες ήταν ότι άρχισε να βλέπει ταινίες από άλλες χώρες. Ένιωσε κάτι να βράζει μέσα του, κάνοντας τον να αισθάνεται άνθρωπος για μια φορά.
Οι ηθοποιοί κατάφεραν να εμποτίσουν τους χαρακτήρες τους με την κατάλληλη ενσυναίσθηση και ανθρωπιά που η ιστορία απαιτούσε, χωρίς να βασίζονται στην οικογένεια του Chung ως αναφορά. Για να πλάσει τον Jacob, ο Yeun άντλησε στοιχεία από τη σχέση του με τον πατέρα του. Η Han χρησιμοποίησε μια ανάμνηση της μητέρας της για να καταλάβει την Monica. H Youn Yuh-Jung, που υποδύεται την Soonja, υποστήριξε ότι μια τέτοια προσέγγιση σήμαινε ελευθερία για τους ηθοποιούς.
Καθώς ο Chung δούλευε πάνω στο Minari είχε περισσότερο στο μυαλό του το κοινό που θα βλέπει την ταινία σε 20 και 30 χρόνια από τώρα, παρά το κοινό που τη βλέπει σήμερα. Όπως εξηγεί, εκείνο το κοινό θα έχει απελευθερωθεί από ζητήματα που μας απασχολούν τώρα, όπως το πως βάζουμε ταμπέλες στις ταινίες και το ποιος τις κατηγοριοποιεί. Αυτό που θέλει ο Chung είναι κάθε κομμάτι της ταινίας του να επιβεβαιώνει την ελαστικότητα της τέχνης και την ικανότητα της να επικρατεί.
Με πληροφορίες απο το The Atlantic.
Shaka King – Judas and the Black Messiah
Έξι υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων αυτή της Καλύτερης Ταινίας και Β Ανδρικού Ρόλου.
Η καινούργια ταινία του Shaka King, Judas and the Black Messiah, είναι ένα βιογραφικό πορτρέτο του Fred Hampton, ηγέτη του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων στην πολιτεία του Ιλινόι, τον οποίο υποδύεται ο Daniel Kaluuya. Μεγάλο κομμάτι της ταινίας όμως εστιάζει στον William O’Neal (Lakeith Stanfield), τον πληροφοριοδότη του FBI, που εισβάλλει κρυφά στο κόμμα και προδίδει τον Hampton, μεταφέροντας πληροφορίες που τελικά οδήγησαν στην δολοφονία του από την αστυνομία του Σικάγο το 1969.
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Sundance και κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στους κινηματογράφους και την HBO Max στις 12 Φεβρουαρίου.
Παρά το γεγονός ότι είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, τους μεγάλους αστέρες και το γεγονός ότι παραγωγός της ταινιάς είναι ο Ryan Coogler (Black Panther), η ταινία δυσκολεύτηκε να βρει χρηματοδότηση μέχρι να κάνει συμφωνία με τη Warner Bros. Σε συνέντευξη του με το The Atlantic, ο King συζητά για τον σκεπτικισμό του απέναντι στις δραματικές ταινίες, τις ελαττωματικές αναπαραστάσεις των Μαύρων Πανθήρων στην οθόνη και τη δυσκολία των κινηματογραφικών προβολών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σχετικά με το πως προέκυψε το Judas and the Black Messiah, ο King εξηγεί πως οι αδερφοί Lucas, που είναι φίλοι του εδώ και χρόνια, είχαν αυτή την ιδέα για μια ταινία για τον William O’Neal και τον Fred Hampton, που ο King κατάλαβε ότι έπρεπε να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο είδος, καθώς τα δράματα με μεγάλο προϋπολογισμό σιγά σιγά πεθαίνουν. Επιπλέον δεν γνώριζε τίποτα για τον William O’Neal και καθώς άρχισε να ανακαλύπτει περισσότερα, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να γίνει και αυτός κεντρικός χαρακτήρας. Σε αντίθεση με τον Hampton που βρίσκονταν τελείως συνειδητά σε αυτόν το χώρο και ήξερε τι έκανε σε πολύ μικρή ηλικία, ο O’Neal ήταν μπερδεμένος και αυτό κάνει πάντα έναν πρωταγωνιστή πιο ενδιαφέρων. Τελικά, ο King έγραψε ένα νέο σενάριο με τον Will Berson, βασισμένο στην ιδέα που είχε αναπτύξει με τους αδερφούς Lucas. Γράφοντας το σενάριο είχε ήδη τους Lakeith Stanfield, Daniel Kaluuya, Dominique Fishback και Jesse Plemons στο μυαλό του. Όταν συναντήθηκε με τον Kaluuya είδε πάνω του πολλές από τις ποιότητες που περιγράφουν τον Hampton να είχε, όπως την ωριμότητα και την κυρίαρχη παρουσία. Επιπλέον, είναι χαρισματικός, ταλαντούχος, έξυπνος και αστείος.
Πηγαίνοντας το πακέτο αυτό στα studio, ο King περίμενε να γίνει μάχη, κάτι που όμως δεν έγινε. Τα studio ήθελαν να δουλέψουν μαζί του, απλώς δεν ήταν διατεθειμένα να διαθέσουν μεγάλο χρηματικό ποσό. Αυτό που πιστεύει ότι συμβαίνει είναι πως τα studio ψάχνουν μια ταινία που να απευθύνεται σε ένα ευρύ, διεθνές κοινό, που να καλύπτει όλο το ηλικιακό φάσμα. Στην περίπτωση του Judas and the Black Messiah όμως, επισημαίνει ότι έπαιξε ρόλο και η ρατσιστική ιδεολογία ότι οι ταινίες με μη-λευκούς δεν πηγαίνουν καλά διεθνώς.
Στην αρχή ο King επέλεξε τον Kaluuya ενστικτωδώς, αναγνωρίζει όμως ότι κάτι που τον έκανε ελκυστικό, πέρα από το ταλέντο του, είναι ότι είναι μεγάλος αστέρας και, στα μάτια των παραγωγών, μπορεί τουλάχιστον να πουλήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο (καθώς είναι Βρετανός). Πιστεύει ότι τα studio εκτιμούν οικονομικά περισσότερο τους Βρετανούς, παρά του Αφροαμερικανούς ηθοποιούς και αυτό οφείλεται στον ρατσισμό. Σκεπτόμενος το γιατί η Warner Bros αποφάσισε να συνεργαστεί μαζί τους, καταλήγει στο ότι ο Niija Kuykendall, ίσως ο μοναδικός Αφροαμερικανός παραγωγός με δύναμη, ήταν παρών και προσπαθούσε να κάνει ταινία για τους Μαύρους Πάνθηρες εδώ και μια δεκαετία.
Όταν η ταινία εστιάζει στον O’Neal, υπάρχει έντονο το στοιχείο του ψυχολογικού θρίλερ. Ο King αναλύει πως αυτό είναι κάτι που δούλευαν μέχρι να τελειώσει το μοντάζ της ταινίας. Δημιουργώντας την ταινία, έμαθαν πολλά όχι μόνο για το κινηματογραφικό είδος αλλά και για τη ψυχολογία πίσω από αυτό που έκανε το FBI. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Hampton ήταν 21 ετών, με μια έγκυο κοπέλα, ερωτευμένος, με βλέψεις και όνειρα. Όσοι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική, μπορούν να συνδεθούν με αυτό. Για τον χαρακτήρα του O’Neal έπρεπε να βάλει τον εαυτό του στη θέση του και να εμπνευστεί από εγκληματίες που γνωρίζει, καθώς δεν έχουν γραφτεί πολλά για αυτόν.
Σχετικά με την αναπαράσταση των Μαύρων Πανθήρων στο Hollywood ο King αναφέρει πως σιχαίνεται το πως στις ταινίες είναι απλά καρικατούρες. Ο ίδιος προσπάθησε να δείξει πως αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν την κοινότητα τους και έπρεπε να την προστατεύσουν πάση θησεία, αλλά επίσης, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές της και να της παρέχουν όλα όσα η κυβέρνηση της αρνήθηκε. Όσον αφορά τη σχέση του παρελθόντος με το σήμερα, αναγνωρίζει πως βλέποντας την ταινία, μπαίνεις μεν στον κόσμο του 1968 και του 1969, δεν γίνεται όμως να μη σκέφτεσαι και το τώρα.
Τέλος, σχολιάζει πως οι streaming πλατφόρμες είναι για αυτόν μια καλοδεχούμενη αλλαγή, καθώς δίνουν πρόσβαση στον κόσμο σε ταινίες, σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που είναι εγκλεισμένος και τις χρειάζεται.
Με πληροφορίες απο το The Atlantic.
David Fincher – Mank
Δέκα υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων αυτή της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Η καινούργια ταινία του David Fincher, Mank, είναι μια ταινία για τον Herman J. Mankiewicz, τον άνθρωπο που έγραψε το Citizen Kane. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί ένας σκηνοθέτης του βεληνεκούς του Fincher να έχει τόσο ενδιαφέρον για έναν μικρό σεναριογράφο, ο Fincher όμως περίμενε 30 χρόνια για να φτιάξει αυτή την ταινία, που είναι ποτισμένη με τις παρατηρήσεις και τα παράπονά του για την κινηματογραφική βιομηχανία. Το σενάριο του Mank το έγραψε ο πατέρας του Fincher το 1992 και βρίσκονταν στο γραφείο του Fincher από τότε.
Η δημιουργία του Citizen Kane αποτελεί εδώ και χρόνια αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ των σινεφίλ, σχετικά με το αν μια ταινία είναι τελικά δημιούργημα του σκηνοθέτη ή ένα συλλογικό καλλιτεχνικό έργο. Το ζήτημα αυτό όμως είναι δευτερεύουσας σημασίας στο Mank. Ο Fincher εξηγεί πως δεν τον ενδιέφερε ποτέ το ποιος έγραψε το Citizen Kane. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο χαρακτήρας του Mankiewicz, ενός άντρα που περιφέρεται σε μια πόλη που φαίνεται να μισεί, κάνοντας μια δουλειά που θεωρεί κατώτερη του, που ξαφνικά, για μια στιγμή, στάθηκε στα πόδια του και του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει την καλύτερή του δουλειά.
Όταν το Citizen Kane έκανε πρεμιέρα το 1941, προωθήθηκε ως αποκλειστικό δημιούργημα του Orson Welles, όμως, χωρίς το Mankiewicz, η ταινία δεν θα ήταν όπως τη ξέρουμε. Η σχέση ανάμεσα σε σεναριογράφο και σκηνοθέτη είναι συναρπαστική για τον Fincher, όμως αναγνωρίζει ότι οι ταινίες είναι αποτέλεσμα ενός συλλογικού έργου, επισημαίνοντας πάντως ότι ο σκηνοθέτης θα βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών επιλογών, αφήνοντας το αποτύπωμά του σε κάθε κομμάτι της ταινίας. Το Hollywood λειτουργεί εδώ και δεκαετίες πάνω σε αυτή τη διαδικασία, κατά την οποία χιλιάδες καλλιτεχνικές αποφάσεις περνάνε από έναν άνθρωπο και το Mank κοιτάει με ένα μεγεθυντικό φακό αυτό το σύστημα ακολουθώντας τον Mankiewicz στις συναναστροφές του με εκείνους που έχουν την εξουσία.
Για τον Fincher, ο κυνισμός του Mankiewicz είναι ένας μηχανισμός άμυνας. Θέλει να προστατέψει τον εαυτό του από τις καλλιτεχνικές απογοητεύσεις του να εργάζεσαι σε μια μονολιθική βιομηχανία, κυρίως για να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου. Ο Fincher σκηνοθετούσε διαφημίσεις για την τηλεόραση και αυτό το συναίσθημα του είναι γνώριμο.
Ο Fincher δεν είναι αφελής σχετικά με το πως τα κίνητρα του Hollywood έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Σχολιάζει ότι δεν φθονεί τον καπιταλισμό και βρίσκει απόλυτα υγειές το να θέλουν τα μεγάλα στούντιο κάθε ταινία τους να γίνεται επιτυχία. Υπήρχε όμως μια εποχή που το έδαφος για μεσαίου βεληνεκούς ταινίες ήταν γόνιμο και προστατεύονταν. Το πρόβλημα του είναι ότι αυτό το έδαφος έχει τώρα χαθεί και μαζί του πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει. Καθώς στα στούντιο βάζουν σε προτεραιότητα μεγάλες παραγωγές, ο Fincher βλέπει το ενδεχόμενο ταινιών λιγότερου κόστους, που θα μπορούσαν να γίνουν κλασικές, να εξαφανίζεται. Παράλληλα, δεν θεωρεί ότι η τέχνη βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την εμπορικότητα. «Δεν κάνω ταινίες παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι πληρώνουν για αυτές. Τις κάνω σε συνδυασμό με αυτό. Ελπίζω ότι οι ταινίες μου θα είναι σημαντικότερες 10 χρόνια αργότερα, παρά το πρώτο Σαββατοκύριακο της κυκλοφορίας τους», υποστηρίζει.
Η μητέρα του Fincher πάντα έλεγε «Ότι και αν κάνεις, κάνε το σωστά». Αυτή η φράση χαράχτηκε στο μυαλό του και την ενστερνίστηκε από μικρή ηλικία. Εκεί οφείλεται η ανάγκη του για πολλές λήψεις, η ακρίβεια του και η αγάπη του για το διαχρονικό.
Κλείνοντας, εκφράζει την αυστηρή του πεποίθηση ότι μέσα στα μόλις 100 χρόνια του κινηματογράφου έχουμε καταφέρει μόνο να ξύσουμε την επιφάνεια του.
Με πληροφορίες απο το The Atlantic.
Δείτε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ