Και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι μακριά…
Η Λένα Ευαγγέλου αποχαιρετά το μεγάλο ηθοποιό, που υπήρξε —από οθόνης— το άλλο της μισό
Λέξεις: Λένα Ευαγγέλου
Έζησα με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ για δεκαπέντε χρόνια. Ζευγάρι κανονικό, όχι αστεία. Δοκίμασα την υγρή γεύση του φιλιού του, χόρεψα νωχελικά μαζί του, χάρηκα την επιτυχία των ταινιών του, έκλαψα όταν τον πρόδωσαν. Έγινα στην κυριολεξία το άλλο του μισό. Εκείνος δεν το έμαθε ποτέ.
Μπήκε στη ζωή μου στην εφηβεία. Ήμουν δεκαέξι χρόνων όταν χωθήκαμε με τον Κωστή, την αναπόσπαστη σκιά των εφηβικών μου χρόνων, στο σκοτάδι μιας κινηματογραφικής αίθουσας. Σινεμά- Παγκράτιον λεγόταν, δεν υπάρχει πια, στη θέση του χτίστηκε ένα σχολείο. Αυτό, τουλάχιστον, δεν έγινε σούπερ- μάρκετ.
To συγκεκριμένο απόγευμα η βροχή έτρεχε right- through (όπως ακριβώς στα αργόσυρτα τραγούδια του Ζαμπέτα) κι εμείς θέλαμε απλά να σκοτώσουμε την ανία μας. Διαλέξαμε να δούμε μια παλιά ταινία του 1973, το «Κεντρί». Η υπόθεση φαινόταν ενδιαφέρουσα: δύο μικροκομπιναδόροι στήνουν το μεγάλο κόλπο. Η ταινία αποδείχτηκε καλή επιλογή. Έξυπνο σενάριο, με ανατροπές και υπόκρουση rag-time. Θα μπορούσα να ερωτευτώ τον Πολ Νιούμαν. Αντικειμενικά ήταν πιο ωραίος. Αυτά τα πράγματα όμως δεν τα διαλέγεις με βάση τη λογική. Είναι μια ακαριαία χημική αντίδραση από αυτές που δεν μπορείς να εξηγήσεις, απλά τις βλέπεις να συμβαίνουν. Ξανθά μαλλιά, μπλε μάτια, αστραφτερό χαμόγελο, ειρωνικά ανασηκωμένο φρύδι. Ακαταμάχητος συνδυασμός. Τίποτα δεν θα ήταν πια όπως πριν.
Θυμάμαι ότι έγειρα στο κάθισμα μεθυσμένη και ψιθύρισα στον Κωστή:
«Γεννήθηκα σε λάθος εποχή και σε λάθος χώρα»
«Και με λάθος εμφάνιση» απάντησε με κακεντρέχεια.
Δεν έδωσα σημασία. Ήξερα πως αυτή ήταν μόλις η αρχή ενός ειδυλλίου που θα προκαλούσε στο διάβα του πολλές αντιδράσεις.
Έτσι κι αλλιώς, δεν με ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος. Αυτό που προείχε, πια, ήταν οι ώρες που θα περνάγαμε μαζί μέσα από το κυνήγι των ταινιών του.
«Τρεις Μέρες του Κόνδορα», εκεί έγινε η επόμενη συνάντησή μας. Για χάρη του έμπλεξα με τη CΙΑ. Εκείνος, αναλυτής πληροφοριών, βρίσκει τους συναδέλφους του δολοφονημένους και γίνεται στόχος όταν ενημερώνει την υπηρεσία του.
Κατασκοπικό θρίλερ για γερά νεύρα. Δεν ξέρω τι υποδηλώνει αυτό για τη σινεφίλ μου ταυτότητα ή για την ποιότητα του χαρακτήρα μου, εγώ πάντως θυμάμαι ότι στεναχωρήθηκα μόνο γιατί το αγόρι μου κινδύνεψε και ότι φυσικά τον συγχώρησα στο τέλος για το ανόητο ρομάντζο του με την Φέι Ντάναγουεϊ.
Σειρά είχαν μετά «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου». Εδώ μάλιστα. Και όμορφος και μαχητικός, άσε που ξεσκέπασε ως ρεπόρτερ της εφημερίδας Washington Post, το σκάνδαλο Γουότεργκέιτ.
Τότε ανακοίνωσα επίσημα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος όταν μεγαλώσω.
«Για να αποκαλύπτει την αλήθεια και να αλλάξει τον κόσμο μέσα από την πένα της», συμπέραναν περήφανα οι ανύποπτοι γονείς.
Κούνια που σας κούναγε. «Για να πάω στο Χόλυγουντ και να του δώσω την ευκαιρία να γίνουμε επιτέλους, ζευγάρι από κοντά».
Αλλά αυτά είναι μυστικά, που καλύτερα να μην τα μοιράζεσαι με πολλούς!
Θα μπορούσα να μιλήσω για πολλές ταινίες. Το 1985 όμως ήταν πραγματικό κρας τεστ για τη σχέση μας, γιατί ταξιδέψαμε παρέα «Πέρα απ’ την Αφρική».
«Είχα ένα αγρόκτημα στην Κένυα, στους πρόποδες των λόφων Νγκονγκ. Ο ισημερινός περνά εκατόν εξήντα χιλιόμετρα βόρεια απ’ αυτούς τους ορεινούς όγκους, και το αγρόκτημα απλώνεται σε υψόμετρο πάνω από χίλια οκτακόσια είκοσι μέτρα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ένιωθες ότι ανέβηκες ψηλά, ότι πλησίασες τον ήλιο, νωρίς όμως το πρωί και το σούρουπο η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής και γαλήνια, και οι νύχτες κρύες». Eκείνος ήταν ο Ντένις Φίντς- Χάττον. Μοιραίος, ανεξάρτητος, χρυσοστεφανωμένος. Δίπλα του, η μαγική Μέριλ Στριπ, στο ρόλο της Κάρεν Μπλίξεν. Μ’αυτήν δέχτηκα να τον μοιραστώ. Μαζί πετάξαμε στον ουρανό, πάνω από τα σύννεφα των ροζ φλαμίνγκο, μαζί πληρώσαμε το τίμημα της ελευθερίας. Και για τις δυό μας, σκοτώνεται στο τέλος. Οι μεγάλες αγάπες δεν έχουν happy end. Τώρα ξέρω όμως «πως όλες οι λύπες αντέχονται αν μπορείς να τις βάλεις σε μια ιστορία ή να πεις μια ιστορία γύρω από αυτές».
Το αποκορύφωμα, βέβαια της σχέσης μας, ήταν η ταινία – ύμνος κάθε γυναικείας ψυχής της γενιάς μας, «Τα καλύτερά μας χρόνια».
«Οι άνθρωποι αξίζουν περισσότερο από τις ιδέες τους;».
«Μα οι άνθρωποι είναι οι ιδέες τους».
Εκείνος κούκλος, πουθενά ίσως δεν τον έχω ξαναδεί τόσο όμορφο. Είναι ο γκόμενος του σχολείου, ο αθλητικός τύπος που τον θέλουν όλες. Δίπλα του η ασχημούλα Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, κουλτουριάρα, αριστερή, αγωνίστρια. Θα συναντηθούν χρόνια μετά το σχολείο και θα γίνουν ζευγάρι. Εποχή του Μακαρθισμού.
=
Κι ο διάλογος στο τέλος της ταινίας, να παίζει ξανά και ξανά…
-See you Kate
-See you Hummble.
-Ωραίο το κορίτσι σου Χάμπλ.
Δεν τα παρατάς ποτέ Κέιτι, ε;
Μόνο όταν με αναγκάσουν να το κάνω. Αλλά είμαι καλή στο να χάνω.
Σίγουρα καλύτερη από μένα.
Έχω μεγαλύτερη πείρα.
Είναι φανερό πως αυτή την ταινία την ξέρω από έξω Την έχω δει άλλωστε πάνω από είκοσι φορές. Ο Κωστής έλεγε πως φέρνω λίγο στην Στρέιζαντ, είμαι σαν κι αυτή ξεροκέφαλη, πεισματάρα και σγουρομάλλα.
Το σίγουρο είναι πως όταν είχα τις μαύρες μου ήξερα ποιο ήταν το τέλειο αντικαταθλιπτικό. Δύο πακέτα γαριδάκια κάβα και γραμμή για το βίντεο- κλαμπ (στις δόξες τους τη δεκαετία του 80).
«Τα καλύτερά μας χρόνια» να παίζουν για χιλιοστή φορά και το δάκρυ να πέφτει κορόμηλο. Ήμουν, από τότε, βλέπεις της ομοιοπαθητικής σχολής.
Κάπως έτσι, η λατρεία για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ έγινε το σλόγκαν όλης της παρέας. Όποτε κάποιος είχε τις μαύρες του, γκρινιάζοντας πως πήγε στραβά η ημέρα του ή ακόμη χειρότερα, λάθος η ζωή του, άρχιζε η καζούρα από τους υπόλοιπους.
«Ξέρω δεν έχεις λεφτά, οι δικοί σου δεν σε καταλαβαίνουν, η σχέση πάει κατά διαόλου κι επίσης… η τρύπα του όζοντος μεγαλώνει, ο πλανήτης υπερθερμαίνεται, οι πάγοι λιώνουν στην ανταρκτική και φυσικά… ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι πάντα μακριά. Αυτό πού το πας;».
Ναι, είναι αλήθεια. Έζησα με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ για δεκαπέντε χρόνια. Ζευγάρι κανονικό, όχι αστεία. Δοκίμασα τη υγρή γεύση του φιλιού του, χόρεψα νωχελικά μαζί του, χάρηκα την επιτυχία των ταινιών του , έκλαψα όταν τον πρόδωσαν. Έγινα στην κυριολεξία το άλλο του μισό.
Εκείνος δεν το έμαθε ποτέ. Γιατί μεγαλώνοντας, μπήκε ανάμεσά μας η πραγματική ζωή και μας χώρισε.
Συνέχισε να κάνει ταινίες. Τολμώ να πω ότι γέρασε. Σήμερα έμαθα ότι πέθανε. Κι όμως θα είναι πάντα εκεί, στο πανί της μεγάλης οθόνης. Γιατί για μένα ο Ρόμπερτ είτε απατεώνας, είτε φυγόδικος, πράκτορας, χαρτοπαίχτης, τυχοδιώκτης, γητευτής των αλόγων ή μυστηριώδης εκατομμυριούχος, πίσω από όλους αυτούς τους ρόλους, ήταν πάντα ο ίδιος. Το δικό μου λατρεμένο American golden boy που με περίμενε εναγωνίως στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
*Η Λένα Ευαγγέλου είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στο γραφείο Τύπου του Κρατικού Θέατρου Βορείου Ελλάδος.