Μία πραγματική ιστορία υποψήφια για Όσκαρ

Η υποψήφια για Όσκαρ ταινία είναι μία πραγματική ιστορία με πρωταγωνιστές κινέζους μετανάστες που μπλέκουν στα γρανάζια της δικαιοσύνης.

Parallaxi
μία-πραγματική-ιστορία-υποψήφια-για-ό-295723
Parallaxi

Στις υποψήφιες ταινίες για την 90ή Τελετή των Βραβείων Όσκαρ, τα οποία θα απονεμηθούν στις 4 Μαρτίου, στην κατηγορία του καλύτερου ντοκιμαντέρ, συγκαταλέγεται και η ταινία: «Abacus: Small Enough to Jail». Πρόκειται για μία ταινία που εξιστορεί την υπόθεση μίας κινεζο-αμερικανικής κοινοτικής τράπεζας η οποία κατηγορήθηκε για απάτη στη διάρκεια της αμερικανικής κρίσης ενυπόθηκων δανείων το 2008, που προκάλεσε παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Στιβ Τζέιμς, σκηνοθέτης της ταινίας, δήλωσε πρόσφατα στο κινεζικό πρακτορείο Νέα Κίνα, ότι ήθελε να πει πραγματικές ιστορίες για ανθρώπους που ζούσαν δύσκολες καταστάσεις σε μία καμπή της ζωής τους, και αυτή η ταινία είναι αυτό ακριβώς.

Η μικρή αυτή ιστορία είχε πολύ μεγάλο αντίκτυπο. Βραβεύθηκε με το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ από το Εθνικό Συμβούλιο Κριτικών. Το περιοδικό «Movie City News» τη χαρακτήρισε «ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων», ενώ το «The Hollywood Reporter» ισχυρίστηκε ότι «πρόκειται για μία επιβεβαίωση αλλά και ένα δυνατό κατηγορητήριο του Αμερικανικού Ονείρου».

Το 2012, μετά το ξέσπασμα της κρίσης ενυπόθηκων δανείων το 2008 που έριξε στον Καιάδα για πάνω από μια δεκαετία τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις παγκόσμιες οικονομίες, ο εισαγγελέας της Περιφέρειας της Νέας Υόρκης Σάιρους Βανς, άσκησε δίωξη για απάτη κατά της «Abacus Federal Savings Bank» μιας μικρής, ιδιωτικής, κοινοτικής τράπεζας που εξυπηρετούσε την κινεζική κοινότητα της αμερικανικής μεγαλούπολης. Η υπόθεση ξεκίνησε όταν η Τζιλ Σανκ, διευθύνουσα σύμβουλος της τράπεζας που ίδρυσε ο πατέρας της Τόμας Σανγκ, διαπίστωσε μία παρατυπία στο τμήμα δανείων της τράπεζας ανακαλύπτοντας στη συνέχεια, ότι ένας από τους χαμηλόβαθμούς υπαλλήλους της είχε παραποιήσει αιτήσεις για δάνεια.

Τι έκανε τότε. Μήπως το κάλυψε με ένα απλό πρόστιμο, όπως κάνουν συνήθως όλες οι μεγάλες τράπεζες; Όχι. Το ανέφερε αμέσως και απέλυσε τον εργαζόμενο. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι αυτό που ο σκηνοθέτης Τζέιμς ονομάζει «μία άδικη δίωξη» και μία «άνιση απονομή της δικαιοσύνης». Παρά το γεγονός ότι η Σανγκ ανέφερε τις παράνομες δραστηριότητες του εργαζομένου της, καθώς και την απόλυσή του την ίδια κιόλας ημέρα που το ανακάλυψε, η τράπεζα έγινε στόχος μίας ομοσπονδιακής έρευνας για απάτη ενυπόθηκων δανείων.

«Οι μεγάλες τράπεζες που προέβησαν σε παρόμοιες δραστηριότητες από τις οποίες καταστράφηκαν άνθρωποι, χάνοντας τα σπίτια και τις οικονομίες μίας ζωής, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά κάποιες από αυτές ανακεφαλαιοποιήθηκαν. Μία μικρή κοινοτική τράπεζα που έκανε αυτό ακριβώς που έπρεπε να κάνουν και οι μεγάλες βρέθηκε τελικά να είναι ο μοναδικός κατηγορούμενος» λέει ο Τζέιμς.

«Όταν έμαθα την ιστορία, σάστισα εντελώς» λέει από την πλευρά του ο παραγωγός Μαρκ Μίτεν. Δεδομένου, όπως λέει, ότι καμία άλλη τράπεζα δεν κατηγορήθηκε και ξέροντας ότι η συγκεκριμένη ήταν μία μικρή κοινοτική τράπεζα, η 2.651η τράπεζα στην Αμερική, με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά χρεοκοπιών, ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για μία περίπτωση εξιλαστήριου θύματος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι μεγαλύτερες τράπεζες στην Αμερική, όπως η Citibank, η Goldman Sachs, η JP Morgan, η Chase, η Lehman Brothers και πολλές άλλες, παρείχαν δισεκατομμύρια δολάρια σε ριψοκίνδυνα ενυπόθηκα δάνεια σε εκατομμύρια πολίτες που δεν είχαν τα απαραίτητα εχέγγυα. Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να ανακεφαλαιώσει τις μεγάλες τράπεζες με το σκεπτικό ότι «ήταν πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» προκάλεσε έντονη πικρία, καθώς κανένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν προσήχθη στην δικαιοσύνη. Τους επιβλήθηκαν κάποια πρόστιμα, σε κανένα όμως δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακούργημα.

Έτσι, εάν οι μεγάλες τράπεζες ήταν πολύ μεγάλες για να κατηγορηθούν, ποιες ήταν αρκετά μικρές; Αυτή είναι η ερώτηση που θέτουν στο διορατικό ντοκιμαντέρ τους οι Τζέιμς και Μίτεν. Η ταινία δείχνει επίσης τις επιπτώσεις της υπόθεσης στην ιδιοκτήτρια της τράπεζας, στον σύζυγο και στις τέσσερις κόρες της.

«Η οικογένεια Σανγκ είναι σεβαστή στην κινεζική κοινότητα. Ο ιδρυτής της τράπεζας χαίρει εκτίμησης από όλη την κινεζική κοινότητα της Νέας Υόρκης» λέει ο Τζέιμς. Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι ο εισαγγελέας στόχευσε ειδικά αυτήν την τράπεζα για τον λόγο ότι δεν ανησυχούσε ότι θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες, καθώς είναι γνωστό ότι η κινεζική κοινότητα μεταναστών είναι ουσιαστικά ουδέτερη πολιτικά. Η οικογένεια Σανγκ όμως πάλεψε προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά της, αλλά και για να αφυπνισθεί η κινεζική κοινότητα. Έπειτα από πέντε χρόνια δικαστικών περιπετειών που τους στοίχισαν 10 εκατ. δολάρια, συν τα πρόστιμα, σήμερα η οικογένεια Σανγκ είναι πιο χαρούμενη, δεμένη και ασφαλής από ποτέ.

Πηγή: ΑΠΕ

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα