Μπερνάρντο Μπερτολούτσι: η αγωνία της ύπαρξης και τα ψηφιδωτά της Ιστορίας
O Θωμάς Λιναράς θυμάται τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι που έφυγε σήμερα.
του Θωμά Λιναρά
Θυμάμαι τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι τον Νοέμβριο του 1996, στη διάρκεια του 37ου Φ.Κ.Θ., το οποίο είχε διοργανώσει ένα πλήρες αφιέρωμα στο έργο του, να κατεβαίνει χαρούμενος τα σκαλιά του «Έσπερου», παρέα με τον Μισέλ Δημόπουλο, για να προλογίσει σε μια κατάμεστη αίθουσα τη Στρατηγική της αράχνης. Τελευταίος μεγάλος μιας σπουδαίας, ανεπανάληπτης γενιάς κινηματογραφικών δημιουργών, έφυγε χτες σε ηλικία 77 ετών, μετά από πολυετείς και αλλεπάλληλες περιπέτειες με την υγεία του, που δε του επέτρεψαν από το 1996 και μετά (τα τελευταία 22 χρόνια) να γυρίσει παρά μόνο τρεις ταινίες μεγάλου μήκους.
Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στην Πάρμα το 1941 από αστική οικογένεια. Ο πατέρας Ατίλιο, ποιητής εγνωσμένης αξίας και φανατικός σινεφίλ, του μεταδίδει από μικρό παιδί το πάθος για τον κινηματογράφο. Αφού αποκτήσει την πρώτη του κινηματογραφική εμπειρία εικοσάχρονος, στο πλευρό του Πιερ Πάολο Παζολίνι, στην διάρκεια των γυρισμάτων του Αccattone (1961), ένα χρόνο μετά ο νεαρός Μπερνάρντο καλείται να σκηνοθετήσει ένα παλιό σχέδιο του Παζολίνι τον Βίαιο θάνατο. Η ταινία διαγωνίζεται το 1962 στο Φεστιβάλ Βενετίας και αντιμετωπίζεται πολύ αυστηρά, κυρίως από τους ιταλούς κριτικούς, οι οποίοι τον κατηγορούν για αναφομοίωτες παζολινικές επιδράσεις, ενώ ειρωνικά κάποιοι τον προτρέπουν να εγκαταλείψει το σινεμά και να επιστρέψει στην ποίηση· πράγματι την ίδια χρονιά ο Μπερτολούτσι είχε κερδίσει ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία το Premio Viareggio για την πρώτη του (και μοναδική) ποιητική του συλλογή με τίτλο In cerca del mistero.
Όμως ο νεαρός δημιουργός δεν θα το βάλει κάτω και το 1964, σε ηλικία 23 χρόνων, θα μας δώσει μια εξαιρετική πρόβα ωριμότητας με την πιο προσωπική (εν πολλοίς αυτοβιογραφική), γυμνή και ανυπεράσπιστη ταινία του. Με το Πριν από την επανάσταση, κόβει τον πνευματικό ομφάλιο λώρο με τον Παζολίνι, τινάζοντας από πάνω του το βάρος της «πατρικής» φιγούρας και κόβοντας τις γέφυρες με τον ιταλικό νεορεαλισμό. Ελεύθερα εμπνευσμένο από το Μοναστήρι της Πάρμα του Σταντάλ, το Πριν από την επανάσταση και οι υπαρξιακές ανησυχίες του πρωταγωνιστή του, θα συναντήσει πραγματικά το κοινό του τέσσερα χρόνια αργότερα στο Παρίσι, όπου οι αμφισβητίες σπουδαστές του Μάη του ’68 θα ανακαλύψουν στην εσωτερική αναστάτωση και στην ιδεολογική σύγχυση του κεντρικού ήρωα, μια προφητική ηχώ των δικών τους ανησυχιών. Μια μακρά περίοδος αδράνειας, ενδοσκόπησης και κρίσης αρχίζει για τον Μπερτολούτσι. Το 1968 μέσα στην αναταραχή του παρισινού Μάη θα γυρίσει τον Σωσία, μια ταινία βασισμένη στην νουβέλα του Ντοστογιέφσκι, άνιση αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όπου τίθεται με αγωνιώδη και επιτακτικό τρόπο, ένα θέμα που θα καταστεί ένας από τους βασικούς άξονες του μετέπειτα έργου του: η προβληματική του διχασμού του Εγώ και της σχέσης του ατόμου με το είδωλό του. Στις αρχές της δεκαετίας του 70, μέσα από την επαφή του με την ψυχαναλυτική εμπειρία, το έργο του παίρνει μια αποφασιστική στροφή καθώς «απογειώνεται» με τρεις αριστουργηματικές ταινίες σε τρία μόλις χρόνια. Διεισδύοντας και εξερευνώντας τον σκοτεινό και δαιδαλώδη κόσμο του υποσυνείδητου, σκηνοθετεί μια από τις πιο όμορφες, παράξενες, ονειρικές και μυστηριώδεις ταινίες του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού (και όχι μόνον) κινηματογράφου: τη Στρατηγική της αράχνης (1969) βασισμένη στο διήγημα του Μπόρχες Το θέμα του ήρωα και του προδότη. Η δομή της ταινίας υιοθετεί τη συνειρμική ροή της συνείδησης και στον πυρήνα της το παρελθόν και η αλήθεια αλλάζουν θέση με το παρόν και το ψέμα, καθώς συναντούνται στο διπλό πρόσωπο του ήρωα Ιανού (γιος και πατέρας).
Η επόμενη ταινία -λιγότερο από ένα χρόνο μετά- Ο κονφορμίστας (1970) γίνεται παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, ενώ επηρεάζει βαθύτατα την νέα γενιά αμερικανών σκηνοθετών των αρχών της δεκαετίας του ‘70 (Κόπολα, Σκορσέζε, Ντε Πάλμα και Σραίηντερ). Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, η ταινία κινείται μέσα από πολύπλοκα και δαιδαλώδη αφηγηματικά μονοπάτια, όπου τα flash-back ενθυλακώνονται -με τρόπο περίτεχνο- το ένα μέσα στο άλλο, με αποτέλεσμα έναν αφηγηματικό χρόνο που μοιάζει με ιστό της αράχνης, μέσα στον οποίο «πιάνεται» ο εξαιρετικός Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, στην καλύτερη (ίσως) ερμηνεία της καριέρας του. Η ταινία καταφέρνει -με τρόπο μοναδικό- να συλλάβει τη γέννηση και τη δημιουργία του κομφορμιστικού πυρήνα της προσωπικότητας του ήρωα, ο οποίος συμπεριφέρεται με τέτοια προσαρμοστικότητα, που αγγίζει τη νεκρική ακαμψία, παραμένοντας παθητικός θεατής της ίδιας του της ζωής· μια ακόμα σκιά στο μεγάλο θέατρο της Ιστορίας.
Με το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (1972) εκτός του ότι σαρώνει τα ταμεία σ’ όλο το κόσμο, δημιουργεί ένα τεράστιο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που σκιάζουν την πραγματική αξία της ταινίας. Στο Ταγκό αφηγείται την πορεία ενός ανθρώπου, ο οποίος με όχημα το σεξ -ως έκφραση ενός αρχέγονου ενστίκτου αυτοκαταστροφής- καταδύεται στην κόλαση της ύπαρξης, με τον ίδιο τρόπο που ο Ορφέας κατέρχεται στον Άδη για να βρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Η ταινία θα ξεσηκώσει χιονοστιβάδα καταγγελιών, κατασχέσεων, μηνύσεων, απαγορεύσεων και ο σκηνοθέτης της θα κινδυνεύσει να «καεί στην πυρά» μαζί της, ενώ θα χάσει και τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια.
Αμέσως μετά βασισμένος στην εμπορική επιτυχία του Τελευταίου ταγκό επιχειρεί ένα υπέρμετρα φιλόδοξο σχέδιο. Στο 1900 (1976), ταινία με μεγάλη εικαστική δύναμη και επικό χαρακτήρα, ο Μπερτολούτσι ανοίγεται στα μεγάλα ιστορικά πεδία, με στόχο να συλλάβει το κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι και να αφηγηθεί τη γέννηση των σοσιαλιστικών ιδεών και της επαναστατικής ουτοπίας, από τις αρχές του αιώνα μέχρι και την πτώση του φασισμού. Σ’ αυτήν την αγροτική saga, η προβληματική του διχασμού του Εγώ και του σχήματος πατέρας-γιός, επανέρχεται μέσα από την σχέση γαιοκτήμονα-εργάτη γης, ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες, (έξοχα ερμηνευμένους από τους Ρόμπερτ ντε Νίρο και Ζεράρ Ντεπαρντιέ), οι οποίοι κινούνται στην ιστορική διαδικασία από διαφορετικές οπτικές (ταξικές) γωνίες, παραμένοντας ωστόσο οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Μπερτολούτσι επιδιώκει να συλλάβει μ’ αυτό το πεντάωρο affrèsco, ορχηστρικά χορογραφημένο, την διαλεκτική ανάμεσα στο άτομο και στην Ιστορία, να συνδέσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων με τα ιστορικά τοπία και να αποτίσει ένα φόρο τιμής στην αγροτική κουλτούρα της γενέθλιας γης.
Στο Φεγγάρι (1979), εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του Οιδιπόδειου συμπλέγματος και της αιμομιξίας (ένα θέμα που το είχε υπαινιχθεί πολλές φορές -χωρίς ποτέ να το καταγράψει), προκαλώντας σκάνδαλο με την ανησυχαστική σαφήνεια του χειρισμού του. Η επόμενη δουλειά του, Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (1981), ξαφνιάζει, μπερδεύοντας το κοινό του, γιατί η ταινία υιοθετώντας τεχνικές του νουάρ και παίζοντας συνεχώς με το υπαινικτικό και διφορούμενο, είναι παράξενη, γεμάτη μυστικά, ψέματα και σκοτεινές αφηγηματικές περιοχές και τελικά, παραμένει ένα άλυτο αίνιγμα, μετέωρη και αταξινόμητη στη φιλμογραφία του. Με τον Τελευταίο αυτοκράτορα (1987), o Μπερτολούτσι ανοίγεται και πάλι στα μεγάλα ιστορικά πεδία (και στο κινηματογραφικό υπερθέαμα). Ο τελευταίος αυτοκράτορας είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που κερδίζει και τα εννέα Όσκαρ για τα οποία είναι υποψήφια: Καλύτερης ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Φωτογραφίας, Καλλιτεχνικής διεύθυνσης, Σκηνογραφίας και κοστουμιών, Ήχου, Μοντάζ και Μουσικής και είναι η πρώτη (και μοναδική) παγκοσμίως που ένα μέρος της θα γυριστεί μέσα στην Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου. Χωρίς να χάνει ούτε στιγμή από το στόχαστρό της τον κεντρικό ήρωα, καταγράφει την ιστορία ενός παιδιού που δεν θα «μεγαλώσει», ούτε θα «ωριμάσει» πραγματικά, ενός μοναχικού αυτοκράτορα εξορισμένου στο ίδιο του βασίλειο, ενός ανθρώπου που ζει όλη του τη ζωή παγιδευμένος στην «ανοιχτή» φυλακή της Απαγορευμένης Πόλης· μια φυλακή, που μεταμορφώνεται σε αχανή ερημική έκταση στο Τσάι στη Σαχάρα (1990), όπου συναντά έναν λογοτεχνικό μύθο του 20ου αιώνα, τον Πωλ Μπόουλς και το βιβλίο του The Sheltering Sky. Το Τσάι στη Σαχάρα, έχει ως κεντρικό θέμα την κρίση ενός ζευγαριού, που φθάνει στο Μαρόκο από την Αμερική, προσπαθώντας να σώσει το γάμο του και να ξεφύγει από τις φθαρμένες αξίες του Δυτικού πολιτισμού. Η ταξιδιωτική εμπειρία τούς οδηγεί στα όρια του εαυτού τους, αναγκάζοντάς τους να διασχίσουν την εσωτερική τους έρημο που τους «ρουφάει» εσωτερικά, με τον ίδιο τρόπο που η Σαχάρα τους «καταπίνει» εξωτερικά, οδηγώντας τους στο χείλος μιας υπαρξιακής αβύσσου. Αντίθετα, με τον Μικρό Βούδα (1993), ο Μπερτολούτσι μοιάζει να αφήνει πίσω του τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα υπαρξιακά διλήμματα των ηρώων του, αναζητώντας ένα μονοπάτι αποδοχής των ορίων του εαυτού και της συμφιλίωσης με την πραγματικότητα και αρχίζοντας με το «μια φορά κι ένα καιρό», μάς εισάγει στο κλίμα ενός ονειρικού παραμυθιού. Με υπέροχα γυρίσματα στο Μπουτάν και στο Νεπάλ, θα «αναγκάσει» τον Δαλάι Λάμα να πάει για πρώτη φορά στην ζωή του σινεμά, στην απογευματινή παγκόσμια πρώτη προβολή της ταινίας, έτσι ώστε να μην αλλάξει η ώρα του βραδινού του ύπνου, στις 21.00 ακριβώς.
Το 1996 ο Μπερτολούτσι επιστρέφει με την Κλεμμένη ομορφιά, σε μια από τις πιο σαγηνευτικές περιοχές της πατρίδας του: στην Tοσκάνη και στην θεσπέσια εξοχή του Chianti (τοποθεσία όπου παράγεται το διάσημο σ’ όλο τον κόσμο ιταλικό κρασί), ανάμεσα στην Σιένα και στην Φλωρεντία, σκηνοθετώντας μια μικρή, τρυφερή και συναισθηματική ταινία που λάμπει από την ομορφιά του τοπίου και της ηρωίδας της: της πανέμορφης 19χρονης Λιβ Τάιλερ (κόρη του Στηβ Τάιλερ των Aerosmith).
Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, από το 1962 όταν, σε ηλικία μόλις εικοσιενός ετών σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μέχρι και σήμερα, με δεκατρείς ταινίες σε 35 χρόνια, θα διαγράψει μια λαμπερή τροχιά στο κινηματογραφικό στερέωμα. Σ’ αυτή τη διαδρομή, θα δώσει πνοή σε ήρωες που ταλανίζονται από εσωτερικές συγκρούσεις, υπαρξιακές ανησυχίες και βασανιστικά διλήμματα και θα κινηθεί πάνω σε σταθερούς θεματικούς και αφηγηματικούς άξονες: ο λαβύρινθος του ασυνείδητου, η αναζήτηση του πατέρα, ψυχανάλυση και πολιτική, έρωτας και θάνατος, το άτομο και τα πολλαπλά είδωλα της Ιστορίας… Στο οδοιπορικό του στον θαυμαστό κόσμο των εικόνων, ο δημιουργός από την Πάρμα, όχι μόνο κατόρθωσε να συγκεράσει τις περιπλανήσεις του στις «απόκρυφες επαρχίες της ψυχής» με τα μεγέθη της ιστορικής τοιχογραφίας, αλλά και να ανταποκριθεί στις εμπορικές απαιτήσεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας, κρατώντας πάντα σταθερό το βλέμμα του στα εσωτερικά τοπία και διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο του προσωπικού του οράματος.
(Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου δημοσιεύτηκε στον Επίσημο Κατάλογο του 37ου Φ.Κ.Θ. τον Νοέμβριο του 1996)
Ο μεγάλος μαέστρος του ιταλικού σινεμά, Μπερνάντο Μπερτολούτσι, πέθανε στις 26 Νοεμβρίου 2018, σε ηλικία 77 ετών. Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ