Μπίλι Γουάιλντερ: Ο σκηνοθέτης που περπάτησε αγέρωχα στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ
O Μπίλι Γουάιλντερ ήταν πολλά για τον κινηματογράφο.
Αν και έχουν γραφτεί τόμοι για το πολύπλευρο έργο του και η εκτίμηση ανάμεσα στους σινεφίλ παραμένει στα ύψη, λόγω της μοναδικής ευφυίας του, ο Μπίλι Γουάιλντερ ήταν πολλά παραπάνω για τον κινηματογράφο. Αν και δεν μπήκε, άδικα, ποτέ στην ίδια κατηγορία με τους τεράστιους σκηνοθέτες Τζον Φορντ, Όρσον Γουέλς, Κόπολα, Στάνλεϊ Κιούμπρικ και όλους αυτούς που σημάδεψαν τον κινηματογράφο και την εξέλιξή του, ο Γουάιλντερ με το πλούσιο έργο του, ό,τι και να γύριζε, από το απαιτητικό είδος της σκρούμπολ κωμωδίας, μέχρι δράματα ή κοινωνικά φιλμ, πάντα είχε στόχο να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα, είτε της αμερικανικής κοινωνίας, είτε ακόμη και του σιναφιού του, αλλά και την υποκρισία, τα διαδεδομένα στερεότυπα και ταυτόχρονα να αφυπνίσει με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Το πολυσύνθετο ταλέντο του αναγνωρίστηκε στην εποχή της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, καθώς προτάθηκε οχτώ φορές για το Όσκαρ σκηνοθεσίας, κερδίζοντάς το δύο, δεκατρείς φορές για το Όσκαρ σεναρίου (το κέρδισε τρεις), ενώ με την περίφημη “Γκαρσονιέρα” του, θα βραβευτεί με τρία Όσκαρ, αυτά της παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου, ένα επίτευγμα που έχουν καταφέρει ακόμη πέντε κινηματογραφιστές. Όμως, η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον αμερικανικό κινηματογράφο ήταν η ευφυΐα του, η ικανότητά του να παίρνει ένα απλό σενάριο και να χτυπά στο μυαλό, την καρδιά και στη φλέβα τον θεατή.
Με αφορμή τα 20 χρόνια από τον θάνατό του, στις 27 Μαρτίου του 2002, σε βαθιά γεράματα, πλησιάζοντας τα 95 του χρόνια, αξίζει να θυμηθούμε τα πρώτα του βήματα, τις σημαντικότερες δημιουργίες του και φυσικά τους λόγους που τον κατέστησαν ως ένα μεγάλο δάσκαλο του κινηματογράφου.
Η δημοσιογραφία, το ταξί, ο Χίτλερ και η Paramount
Ο Σάμιουελ Γουάιλντερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1906 από μία οικογένεια Πολωνών Εβραίων, σε μια μικρή πόλη που εκείνη την εποχή ανήκε στην Αυστροουγγαρική Αυτοκρατορία, που ο ίδιος την περιέγραψε ως μια πόλη «μισή ώρα από τη Βιέννη, με… τηλέγραφο»! Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν κι αυτός σκηνοθέτης, ενώ οι γονείς του είχαν ένα πετυχημένο ζαχαροπλαστείο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Όταν η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη, ο Γουάιλντερ έγινε δημοσιογράφος αλλά δούλευε και ως ταξιτζής. Ως δημοσιογράφος έκανε αθλητικό και αστυνομικό ρεπορτάζ, μέχρι να του μπει το μικρόβιο του κινηματογράφου, αρχίζοντας να γράφει σενάρια και να συνεργαστεί από το 1929 έως το 1933 σε δώδεκα γερμανικές παραγωγές. Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και αντιλαμβανόμενος τον ζόφο που θα ακολουθούσε, ο Γουάιλντερ έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία “Mauvaise Graine” (1934), ενώ λίγο μετά μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου το 1935 θα υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο με την Paramount.
Από το χαρτί στην κάμερα
Η αναγνώρισή του θα έρθει αμέσως, θα συνεργαστεί στο σενάριο με τον αναγνωρισμένο συγγραφέα και σεναριογράφο Τσαρλς Μπράκετ, για το σενάριο της κομεντί “Bluebeard’s Eighth Wife”, σε σκηνοθεσία Ερνστ Λιούμπιτς, τον οποίο λάτρευε ο Γουάιλντερ και γι’ αυτό είχε πάνω από το γραφείο του καδραρισμένη τη φράση “Σκέψου πώς θα το έκανε ο Λιούμπιτς”. Η συνεργασία του με τον συντηρητικότερο απ’ αυτόν Μπράκετ, θα αποδειχθεί ιδιαιτέρως καρποφόρα στο Χόλιγουντ, καθώς θα γράψουν μαζί έξι σενάρια, πολλές φορές μετά από έντονες διαφωνίες ανάμεσά τους και τις τρεις πρώτες οσκαρικές υποψηφιότητές του, την παρθενική κωμωδία της Γκρέτα Γκάρμπο “Νινότσκα”, το ερωτικό δράμα “Hold Back the Dawn” με την Ολίβια ντε Χάιβιλαντ και την απολαυστική σκρούμπολ κωμωδία “Ball of Fire” με την Μπάρμπαρα Στάνγουικ και τον Γκάρι Κούπερ. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο θα το κάνει με την κωμωδία παρεξηγήσεων “Τhe Major And the Minor” το 1942, με Τζίντζερ Ρότζερς και Ρέι Μίλαντ.
Φιλμ νουάρ και αναγνώριση
Το 1944 θα μπει στο σύμπαν του φιλμ νουάρ, με την “Κολασμένη Αγάπη” έχοντας μπροστά του ένα απαιτητικό υλικό, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν, το οποίο λόγω του πουριτανικού κώδικα Χέιζ είχε τρομερές δυσκολίες να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, ο Γουάιλντερ, μαζί με τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, παρότι η συνεργασία τους ήταν επεισοδιακή, θα καταφέρει να συνυπογράψει ένα από τα σκοτεινότερα, κυνικά, ψυχολογικά και διεισδυτικότερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών. Αξιοποιώντας στο μέγιστο βαθμό την υποκριτική ικανότητα της Μπάρμπαρα Στάνγουικ και υιοθετώντας σκηνοθετικά τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, θα βρεθεί με επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Μέγα Βραβείο Κανών και Όσκαρ
Ο καλλιτεχνικός θρίαμβος θα δώσει την άνεση στον Γουάιλντερ να συνεχίσει με μία εξίσου τολμηρή ταινία κοινωνικού ρεαλισμού και την πρώτη χολιγουντιανή παραγωγή που έχει ως θέμα τον αλκοολισμό. Το “Χαμένο Σαββατοκύριακο” ξαφνιάζει με τον νατουραλισμό της και με τη δραματική ωριμότητά που αντιμετωπίζει το αυτοκαταστροφικό πάθος του πρωταγωνιστή Ρέι Μίλαντ. Ένας ακόμη θρίαμβος, που αυτή τη φορά θα φέρει το Μεγάλο Βραβείο των Καννών και τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου και Α’ ανδρικού ρόλου.
Τα χολιγουντιανά παρασκήνια και το Ατού
Η δεκαετία του ’50 θα ξεκινήσει με τις δύο σημαντικότερες ίσως ταινίες του, πολύ μακριά από τις κωμωδίες που του έδωσαν την αθάνατη φήμη του. Το 1950 θα παρουσιάσει το αριστούργημα “Η Λεωφόρος της Δύσης” που θα σοκάρει το αμερικανικό κοινό, ξεσκεπάζοντας με ειλικρίνεια και σαρκασμό τα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας, με αφηγητή έναν νεκρό, τον Γουίλιαμ Χόλντεν. Ο Γουάιλντερ θα κεντήσει ένα περίτεχνο φιλμ νουάρ γύρω από την ξεπεσμένη σταρ της εποχής, που υποδύεται η Γκλόρια Σβάνσον, και μια μελέτη πάνω στους ψυχολογικούς μηχανισμούς της ψευδαίσθησης που προκαλεί το σινεμά, τόσο στους πρωταγωνιστές όσο και στο κοινό, ενώ ταυτόχρονα θα αναδείξει την ανθρωποφαγία και την τακτική της εφήμερης λάμψης του αστραφτερού κόσμου του Χόλιγουντ, κομματιάζοντας -κατ’ επέκταση- και το αμερικάνικο όνειρο. Σκηνοθετικά ανυπέρβλητη, “Η Λεωφόρος της Δύσης” θα κερδίσει τέσσερις Χρυσές Σφαίρες και τρία Όσκαρ.
Κολλητά θα μας προσφέρει ακόμη ένα αριστούργημα, το “Τελευταίο Ατού”, κριτικάροντας τον κιτρινισμό στον Τύπο, αλλά και μια εμβάθυνση στην ψυχολογία του όχλου και αυτούς που τον κατευθύνουν, θέτοντας την κοινωνία υπό τις ευθύνες της, καθώς έχει παραδοθεί στην ανηθικότητα, την απληστία και την υποκρισία. Με έναν συγκλονιστικό αντιήρωα, στο πρόσωπο του Κερκ Ντάγκλας, που θα κάνει μία απ’ τις ωριμότερες ερμηνείες του και συμβάλλοντας στην πίκρα και την απαισιοδοξία της ταινίας, ο Γουάλιντερ θα ξεράνει το ευρύ κοινό και γι’ αυτό θα σημειώσει και την πρώτη του εμπορική αποτυχία…
Το 1953 θα γυρίσει το εξαιρετικό πολεμικό δράμα “Ο Καταδότης του Θαλάμου 17” με τον Γουίλιαμ Χόλντεν, ενώ το 1957 θα στήσει αξιοθαύμαστα το δικαστικό θρίλερ “Μάρτυρας Κατηγορίας”, μία τεράστια επιτυχία, με την μυστηριώδη Μάρλεν Ντίντριχ, τον Τάιρον Πάουερ και τον Τσαρλς Λότον, σε ένα μνημειώδη ρόλο, για τον οποίο νομίζεις ότι γεννήθηκε γι’ αυτόν.
Όλοι προτιμούν το καυτό…
Παρά ταύτα, ο Μπίλι Γουάιλντερ τα επόμενα χρόνια θα γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, θα κάνει κωμωδίες με τις οποίες θα μείνει αθάνατος. Το 1959 θα γυρίσει την πικάντικη ανατρεπτική αριστουργηματική κωμωδία “Μερικοί το Προτιμούν Καυτό”, ένα σινεμά σαμπάνια, που δεν αδειάζει ποτέ από ευρήματα, ευφάνταστες καταστάσεις, ανατρεπτική ματιά, αυθεντικό συναίσθημα, απίστευτες ατάκες, πετυχημένα γκαγκς. Μια σάτιρα για την υποκρισία, τα στερεότυπα, τη δικαιοσύνη, έχοντας ταυτόχρονα ένα απίθανο καστ: Τζακ Λέμον, Τόνι Κέρτις, Μέριλιν Μονρόε, Τζόε Μπράουν, Τζορτζ Ραφτ κ.ά.
Επίσης, στη συνέχεια θα γυρίσει τις τεράστιες επιτυχίες “Γκαρσονιέρα” (1960) με τον Τζακ Λέμον και την Σίρλεϊ ΜακΛέιν, με την οποία θα κατακτήσει τρία Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου), “Η Τροτέζα” (1963) με το ίδιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, “Η Πρώτη Σελίδα” (1974), το ριμέικ του αριστουργηματικού φιλμ του Χάουαρντ Χοκς, αυτή τη φορά με Λέμον και Ματάου.
Ξεπερασμένος και αθάνατος
Τα χρόνια όμως έχουν περάσει, οι τεχνοκράτες πλέον έχουν εισβάλει για τα καλά στα μεγάλα στούντιο και Γουάιλντερ δυσκολεύεται πλέον να προσαρμοστεί, να χαμηλώσει το αγύριστο κεφάλι του για να προχωρήσει στην επικίνδυνη λεωφόρο της Δύσης και του νέου Χόλιγουντ. Ο εμιγκρές από την Αυστροουγγαρία είχε αναπτύξει μία μοναδική σχέση με το κοινό, επέβαλε τα θέματά του, ήθελε να αφυπνίσει τον κόσμο, να αναδεικνύει πίσω από κάθε ξεκαρδιστική σκηνή του ένα ανθρώπινο δράμα, την καυστική του ματιά για την κοινωνία, την πολιτική, τον Τύπο και φυσικά το ματαιόδοξο κόσμο του Χόλιγουντ. Ήταν πια ξεπερασμένος. Όχι όμως για αυτούς που αγαπάνε τον κινηματογράφο. Όπως ο Ισπανός σκηνοθέτης Φερνάντο Τρουέμπα, ο οποίος κατά τη βράβευσή του για το ξενόγλωσσο Όσκαρ του 1993, μιλώντας εκ μέρους των αμέτρητων συναδέλφων του είχε πει: «Θα ήθελα να πιστεύω στον Θεό για να τον ευχαριστήσω, αλλά πιστεύω μόνο στον Μπίλι Γουίλντερ. Σας ευχαριστώ λοιπόν, κύριε Γουάιλντερ».
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ