Τα χρόνια από την πρώτη προβολή της Ευδοκίας και ο χρόνος
Η σημαντικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Σαν σήμερα το 1971, έκανε πρεμιέρα η εμβληματική ταινία του Αλέξης Δαμιανού, «Ευδοκία». Μέσα στο φλιτζάνι η Κούλα Αγαγιώτου διαβάζει στην «Ευδοκία»,τη μοίρα. «Στρατός. Κι εδώ είναι ο Σταυρός. Φυλάξου απ’ τον Σταυρό». Ο φακός ζουμάρει στον πάτο του φλιτζανιού και ξεκινούν οι πρώτες νότες μιας εισαγωγής που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν. Επόμενο πλάνο, ο Σταυρός. Η σκιά ενός άντρα που στο σκηνικό μιας συνοικιακής ταβέρνας, χορεύει ζεϊμπέκικο, το πιο θρυλικό ζεϊμπέκικο της ιστορίας, το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Πενήντα χρόνια πριν, σαν σήμερα, στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το κοινό παρακολουθούσε την πρεμιέρα μιας ταινίας που θα άλλαζε για πάντα το ελληνικό σινεμά. Για τους κριτικούς κινηματογράφου της σπουδαιότερης ελληνικής ταινίας όλων των εποχών.
1.Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έγραψε το 1967 το σενάριο της ταινίας «Ευδοκία» που ήταν το όνομα της μητέρας του, αν και αρχικά ο τίτλος που δόθηκε ήταν διαφορετικός. Ονομάζονταν «Η πόρνη και ο στρατιώτης» και τελικώς βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1971. Παίρνοντας το ρίσκο ο σκηνοθέτης, βρήκε τους κατάλληλους ηθοποιούς στα πρόσωπα ανθρώπων που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με την υποκριτική τέχνη.
2. Στη Μαρία Βασιλείου, βρήκε την ηθοποιό που θα έπαιζε την κινηματογραφική Ευδοκία. Ο ίδιος την γνώρισε στο Λονδίνο, μέσω ενός διαφημιστικού γραφείου. Μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη, μόλις είδαν τη φωτογραφία της κατάλαβαν ότι ήταν η ιδανική για τον ρόλο. Ωστόσο, με προτροπή του Μάνου Λοΐζου, ο οποίος επιμελήθηκε τη μουσική επένδυση της ταινίας και του διάσημου ζεϊμπέκικου, συμφωνήθηκε να ντουπμλαριστεί η φωνή της από τη τραγουδίστρια Ελένη Ροδά, γιατί ήταν αρκετά ανώριμη λόγω του νεαρού της ηλικίας της να υποστηρίξει τον δυναμισμό και τη δραματικότητα που απαιτούνταν.
Ήταν Κύπρια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Η οικογένεια της ήταν πολύτεκνη, φτωχή και με πολλά προβλήματα. Έτσι, η μητέρα της δέχτηκε αμέσως την πρόταση του ζεύγους Δαμιανού να πάρουν τη 17χρονη κόρη τους στην Αθήνα. Η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της Ελένη εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη. Για ένα χρόνο, όσο κράτησαν οι πρόβες και τα γυρίσματα, έμενε στο σπίτι του σκηνοθέτη που φιλοξενούσε και τον συμπρωταγωνιστή της.
3. Αυτός ήταν ήταν ένας λοχίας. Ο σκηνοθέτης έψαχνε έναν όμορφο νεαρό που να μην έχει επίσης σχέση με την υποκριτική και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Κουτουζή, ενός νεαρού οικοδόμου από την Καβάλα, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Τον συνάντησε τυχαία στην Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο, να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά.Στην αρχή ο νεαρός Γιώργος, ήταν διστακτικός αλλά πείστηκε να το κάνει μόλις διάβασε το σενάριο.
Στη ζωή του δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την υποκριτική. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος η φτώχεια εκείνης της εποχής δεν του έδωσε τη δυνατότητα να σπουδάσει στο θέατρο για να συνεχίσει την επαγγελματική του κινηματογραφική πορεία. Από το 1976 είναι παντρεμένος με τη ζωγράφο Σοφία Κουτούζη, ενώ εργάστηκε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, ως λεβητοποιός και πλέον είναι συνταξιούχος.
4. Όταν γυρίζονταν η ταινία η μουσική του περίφημου ζεϊμπέκικου δεν ήταν ακόμη έτοιμη. Ο Γιώργος Κουτούζης σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2015 στη Lifo και στον δημοσιογράφο Χρήστο Παρίδη είχε δηλώσει: «Η σκηνή του ζεϊμπέκικου, γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά, στα παλιά σφαγεία, όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Ο Μάνος Λοΐζος όχι μόνο δεν ήταν παρών στο ταβερνάκι αλλά ούτε καν ως γνωριμία με τον Αλέξη δεν υπήρχε ακόμα. Το ζεϊμπέκικο που χόρεψα ήταν του Βαμβακάρη, η «Άτακτη». Μέχρι τότε όλη η ταινία ήταν ακόμα γυμνή από μουσική. Το γνωστό ζεϊμπέκικο το πρωτάκουσα όταν πήγα και την είδα στον κινηματογράφο.
Μετά τις λέξεις στο φλιτζάνι “η κορόνα κι ο σταυρός, φυλάξου από τον σταυρό”, είδα τη σκιά του σταυρού του λοχία στο πάτωμα κι έκανε εκείνο το μπάσιμο η μουσική και ξαφνιάστηκα, σχεδόν αναπήδησα από το κάθισμά μου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι ανατρίχιασα με μια παράξενη αίσθηση συγκίνησης. Ήχησε στ’ αυτιά μου ένα από τα ωραιότερα ακούσματα. Αυτός ο ήχος, αυτή η μουσική, με έκαναν να σκεφτώ ότι αν ήταν από την αρχή στα γυρίσματα, το ζεϊμπέκικο θα ήταν διαφορετικό. Ένιωσα ότι έδωσα λίγα, αν και αυτό ήταν το πρώτο της ζωής μου. Θυμάμαι, όταν με ρώτησε ο Αλέξης, “ξέρεις ζεϊμπέκικο, έχεις χορέψει ποτέ;”, του είχα πει “όχι, αλλά θα προσπαθήσω”. Δεν φανταζόμουν τότε ότι αυτό το ζεϊμπέκικο θα το έντυνε ένας μουσικός ύμνος».
5. Όταν τελείωσε με τη μουσική του ζεϊμπέκικου, ο Λοΐζος το έδωσε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψει στίχους, αλλά ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε λέγοντάς του ότι «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Έτσι, παρακολούθουμε στη ταινία το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο λοχίας Μπάσκος στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στο μαγαζί που συναντά για πρώτη φορά την Ευδοκία, η οποία του χτυπά παλαμάκια, προκαλώντας την οργή του προαγωγού της, ενός διεφθαρμένου πρώην χωροφύλακα, χωρίς λόγια.
6. Σύμφωνα με το σενάριο η ταινία διαδραματίζεται σε «μια μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας» όπου ο λοχίας Πεζικού Γιώργος Μπάσκος θα γνωρίσει την Ευδοκία, μία πόρνη. Οι δυο θα ερωνευτούν κεραυνοβόλα και θα παντρευτούν. Ο συντηρητισμός της επαρχίας, οι κατεστημένες αξίες, αλλά και οι προκαταλήψεις της μικρή κοινωνίας όπου ζουν, δημιουργεί προβλήματα. Παρά την απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την καθεστηκυία τάξη, η προσπάθεια τους αποτυγχάνει. Στην πραγματικότητα όμως τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στην Αττική (μεταξύ άλλων σε Χαϊδάρι, Αιγάλεω, Αγία Παρασκευή και Κηφισιά), ενώ η διάσημη πλέον σκηνή του ζεϊμπέκικου γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά.
7. Στην ταινία δεν υπήρχαν ερωτικές σκηνές μεταξύ της Ευδοκίας και του λοχία. Μπορεί να δείχνει το ζευγάρι γυμνό, που ξυπνάει έπειτα από μια νύχτα γάμου, αλλά δεν υπάρχει ερωτική σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει σε συνέντευξη του ο Γιώργος Κουτουζής βρήκε μεγάλη δυσκολία να ανταπεξέλθη στις σκηνές αυτές. «Δεν θα το έλεγα αμηχανία και δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης προς τον Αλέξη ή τους συνεργάτες. Η Άρτεμις ήταν το πρόβλημα, που πάντα ήταν παρούσα στα γυρίσματα και φυσικά και στο γύρισμα εκείνης της μέρας.
Η άρνησή μου ήταν κατηγορηματική κι έτσι η Άρτεμις βγήκε έξω σε αυτό το γύρισμα. Δεν θα το έλεγα όμως αμηχανία, ούτε θέμα ηθικής ή ντροπής. Ίσως σεβασμό και βαθιά εκτίμηση προς τη γυναίκα που έμενα σπίτι της».
8. Αυτή η ταινία, που αργότερα χαρακτηρίστηκε «θεϊκή», «λιτή»,«αλλά με την αρχιτεκτονική μιας σύγχρονης τραγωδίας», στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 δεν είχε και τις πιο καλές κριτικές, με εξαίρεση το βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου, ενώ πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής. Παρ’ όλα αυτά, το 1985, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, την ανακήρυξε σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Ο Γιάννης Σολδάτος γράφει στην ”Η ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου”
”Η Ευδοκία είναι μια πόρνη. Ένα πρόσωπο, ένα επάγγελμα, τοποθετημένο στο περιθώριο της αστικής ηθικής. Απορριπτέο και ταυτόχρονα αναγκαίο για την άσκηση της εξουσίας της.
Ο Δαμιανός αποφεύγει από την πρώτη στιγμή τις σχηματοποιήσεις και τους αφορισμούς και με νατουραλιστική επιμονή δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτε. Θέλει όταν η ταινία του θα πάρει την ολοκληρωμένη της μορφή, όπου θα κινείται άνετα σε όλο το φάσμα από το νατουραλισμό στον υπερρεαλισμό, να στέκεται με την πληρότητα ενός κόσμου που με τόση επιμονή και υπομονή έχει κατασκευάσει ο δημιουργός του.
Η ταινία είναι απόλυτη. Δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Οι αστικές έννοιες της λεβεντιάς, της περηφάνιας και της φολκλορικής ομορφιάς, που εισάγει, για παράδειγμα, ο Κακογιάννης στη Στέλλα, στο Δαμιανό είναι ανύπαρκτες. Αυτός ο κόσμος δεν είναι φολκλόρ. Πλάνα γυρισμένα καταμεσήμερο, εικόνες «καμένες» στο σκληρό φως, φέρνουν στο τοπίο αναγωγές από την Αντιγόνη και τον Οιδίποδα, στις αλάνες και στα παράνομα χαμόσπιτα.
Τούτο το «σκληρό τοπίο» του Ρίτσου και του Τσαρούχη σε πνίγει από παντού. Σου δίνει την εντύπωση ότι είτε ζεις είτε δεν ζεις εδώ, είναι το ίδιο πράγμα. Και οι φαντάροι με τις ασκήσεις τους μες στο μεσημέρι είναι φυσικό εξάρτημα του χώρου. Κάποια στιγμή ακούγεται από ένα τραγούδι η λέξη «επανάσταση» από τον ύμνο της 21ης Απριλίου. Κι αυτό αναγκαίο και άχρηστο συμπλήρωμα.”
Για την ημέρα της απονομής των βραβείων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1971 η Άρτεμις Δαμιανού είχε πει:
«Κάποιοι από το φεστιβάλ μάς τηλεφώνησαν την ημέρα της απονομής και μας είπαν να ντυθούμε με τα καλά μας και να καθίσουμε μπροστά-μπροστά για να σηκωθούμε να πάρουμε το βραβείο. Όταν εκφώνησαν το βραβείο της Μαρίας, είπαμε μέσα μας σαρώσαμε, τα πήραμε όλα. Μετά όμως τίποτα, κανένα άλλο βραβείο.
Αργότερα μάθαμε πως κάποιος τηλεφώνησε στο Επιτελείο καταγγέλλοντας πως το έργο είναι επαναστατικό και μην τυχόν και δώσουνε κανένα βραβείο. Από τότε άρχισαν να έρχονται οι ταγματαρχαίοι και οι συνταγματαρχαίοι να δουν την ταινία και ψάχνανε πού είναι επαναστατικό το φιλμ και πού δεν είναι. Αυτό γινόταν δύο τρεις μήνες μέχρι να δώσουν άδεια.
Η καταγγελία έλεγε πως διασύρεται ο στρατός, Και έρχονταν οι άνθρωποι να δουν πού διασύρεται. Αυτοί δεν το βλέπανε και ενθουσιαζόντουσαν! Και λέγανε πως εμείς δεν έχουμε δει ποτέ τέτοιο άλκιμο στρατό! Τελικά δώσανε την άδεια προβολής».
9. Χρόνια αργότερα το ζεϊμπέκικο αυτό έχει μπει στην ελληνική συνείδηση ως μια ιεροτελεστία. Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, βοηθός του Δαμιανού εκείνη την εποχή στο βιβλίο του «Οταν ο Δαμιανός γύριζε την «Ευδοκία» γράφει για τη σκηνή που έχει χαραχτεί στη μνήμη μας.
«Ο τρόπος που χορεύεται από τον Λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι’ αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση. Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Αδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».
10. Αξίζει να πούμε και λίγα λόγια για τον σπουδαίο Έλληνα κινηματογραφιστή Αλέξη Δαμιανό. Γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006, αφήνοντας πίσω του ένα αξιόλογο έργο, από το φιλμ «Μέχρι το Πλοίο» του 1967, μέχρι τη θρυλική «Ευδοκία» του 1971, όπως αναφέραμε προηγουμένως και είκοσι χρόνια μετά, το 1995 κινηματογραφεί τον «Ηνίοχο», τη πιο πολυαναμενόμενη κινηματογραφική επιστροφή που γνώρισε το Ελληνικό Σινεμά. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα.
https://www.youtube.com/watch?v=f74CtHuir_o
Δείτε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ