Η τεράστια προσωπικότητα του Γιώργου Σεφέρη
Ο βασικότερος εκφραστής του ελληνικού μοντερνισμού
«Σ΄ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται»
Μισός αιώνας συμπληρώνεται σήμερα από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα. Γραμματολογικά ανήκει στη γενιά του ’30, της οποίας υπήρξε κορυφαία μορφή και θεωρητικός εκφραστής.
Από τους πρωτεργάτες της νεοτερικής γραφής στην ελληνική ποίηση που δέχτηκε την επίδραση του ευρωπαϊκού μοντερνισμού έχοντας πειραματιστεί και καινοτομήσει με γνώμονα τις δικές του προσωπικές πνευματικές ανησυχίες και σύμφωνα με τα δεδομένα της ελληνικής πνευματικής ζωής. Ασχολήθηκε κυρίως με τη ποίηση, το κριτικό δοκίμιο και τη λογοτεχνική μετάφραση.
Μεταθανάτια εκδόθηκε ένα μυθιστόρημα του, η αλληλογραφία του, τα προσωπικά και πολιτικά ημερολόγια και άλλα κείμενα του, με το έργο του να έχει μεταφραστεί πολλές γλώσσες ενώ έχει μελετηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους κριτικούς και λόγιους, κατέχοντας εξέχουσα θέση στη παράδοση της ελληνικής γραμματείας. Είναι ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1963, ενώ η προσφορά του στη ποίηση και τον πολιτισμό τιμήθηκε από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και σε ελληνικό έδαφος, από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά και στο εξωτερικό από τα Πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης ανακηρύσσοντας τον ως επίτιμο διδάκτορα τους.
Τα προσωπικά του βιώματα, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που περιέλαβαν την ζωή του απέβησαν καθοριστικές για το λογοτεχνικό και ποιητικό του έργο καθώς σε κάθε δεινή συνθήκη της ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα προσπαθούσε να αποτυπώσει τις τραγικές συνέπειες της στη χώρα του, αφήνοντας έτσι μια σπουδαία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Τα πρώτα χρόνια και οι σπουδές
Ο Γιώργος Σεφέρης ή Σεφεριάδης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στην επαρχία Βουρλά, στις 13 Μαρτίου του 1900. Σε ηλικία έξι χρονών άρχισε την εκπαιδευτική του σταδιοδρομία στο Λύκειο Χ. Αρώνη, ενώ συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, έως ότου και τις ολοκλήρωσε το 1918.
Στην Αθήνα μετέβη το 1914, όταν ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης, γνωστός δικηγόρος και σημαντικός κοινωνικός παράγοντας της Σμύρνης, αποφάσισε να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ελλάδα καθώς εξελέγη καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου. Έχοντας υπάρξει θερμός υποστηρικτής του δημοτικισμού μεγάλωσε τα τρία του παιδιά υπό το πνεύμα αυτό, με τον Γιώργο να είναι ο πρωτότοκος. Ακολουθούσε η Ιωάννα που ασχολήθηκε με τη συγγραφή και παντρεύτηκε τον πολιτικό και μεταπολιτευτικά Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο και ο Άγγελος, παιδί με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και πνευματικές ανησυχίες, ο οποίος το 1950 αυτοκτόνησε στην Αμερική.
Το 1918, ο πατέρας του εργαζόταν στο Παρίσι ως δικηγόρος όπου και μετακομίζουν οικογενειακώς. Ο ίδιος συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Σορβόνης από όπου θα αποφοιτήσει με τον τίτλο του Διδάκτορα το 1924. Εκεί έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ένα τραύμα που παρέμεινε βαθύ και ανεπούλωτο σε όλη του τη ζωή, κι εκεί ήρθε σε επαφή με το κίνημα του μοντερνισμού από όπου η ποίηση του δέχτηκε επιρροές.
Το διπλωματικό του έργο
Ο ποιητής το 1924 μεταφέρθηκε στο Λονδίνο για να εξασκήσει τα αγγλικά του με σκοπό να εισαχθεί στο διπλωματικό σώμα. Το 1925 γυρίζει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο διορίζεται υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών αρχίζοντας ουσιαστικά τη καριέρα του ως διπλωμάτης. Επισκέφτηκε τη Κορυτσά, το Κάιρο, τη Βηρυτό, την Άγκυρα, το Γιοχάνεσμπουργκ και το Λονδίνο.
Τη περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας υπήρξε υπάλληλος του υπουργείου Τύπου ενώ με τη γερμανική κατοχή ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην εξορία, στην Αίγυπτο και τη Νότια Αφρική, γεγονός που πυροδότησε αντιδράσεις της κοινής γνώμης σε βάρος του. Το 1969 κυκλοφόρησε η περίφημη δήλωση του για το καθεστώς που μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Σε γενικές γραμμές, δεν έπαιρνε θέση. Η πολιτική του στάση έχει χαρακτηριστεί ως μετριοπαθώς συντηρητική, με τον ίδιο να εμφανιστεί πότε ως υπέρμαχος ισχυρών ιδεολογικών πεποιθήσεων φροντίζοντας να μην εκτεθεί στον επικίνδυνο χώρο τον ιδεολογικών συγκρούσεων, με πολλούς μελετητές να θεωρούν σήμερα τον τρόπο που εκφράζονταν για τη πολιτική ως «τέχνη της υπεκφυγής και μανία της απόκρυψης».
Η σταδιοδρομία του κορυφώθηκε το 1957, όταν τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο κατά το κρίσιμο διάστημα 1957-62 που οδήγησε στην ανεξαρτησία της Κύπρου. Ο πολυταξιδεμένος Σεφέρης ολοκλήρωσε τη διπλωματική του θητεία στις 20 Αυγούστου 1962 όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί μέσα από τη λογοτεχνία και την ιστορία.
Ο έρωτας και η ερωτική ποίηση
Το 1923 θα γνωρίσει τη Ζακλίν, μια Γαλλίδα πιανίστρια που πρωταγωνίστησε στην ερωτική του ποίηση για περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς «είναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν». Όταν τη συνάντησε ο Σεφέρης για πρώτη φορά, στις 5 Ιανουαρίου του 1923, η Ζακλίν ήταν δεκαοκτώ ετών. Ήταν η πρώτη από τις τρεις καθοριστικές σχέσεις του. Αν και έφτασαν κοντά στο γάμο η σχέση τους τερματίστηκε όταν εκείνος ανέλαβε τα διπλωματικά του καθήκοντα.
Στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’30 ο νεαρός Σεφέρης έχει να αντιμετωπίσει την οικονομική στενότητα που προκαλεί η ακλόνητη απόφασή του να στηρίξει έναν έρωτα εξ αποστάσεως με το αινιγματικό πρόσωπο που φέρει το όνομα «Λου», «Σαλώμη» ή και «Μπίλιω» . Η μυστηριώδης γυναίκα δεν είναι άλλη από την Λουκία Φωτοπούλου. Μαζί της έζησε ένα ρομάντζο, λιγότερο συναισθηματικό, εντόνως αισθησιακό, καθώς η «Λου», παντρεμένη και χωρισμένη, «έχει σχέσεις με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της»
«Το όνομά της είναι Μαρία Ζάννου, γνωστή στους φίλους και στην οικογένειά της ως Μαρίκα. Είναι καλλονή, με αθλητική και λεπτή κατατομή και με μακριά χρυσόξανθα μαλλιά τα οποία έχει πάντα πλεγμένα σε σφιχτή κοτσίδα. Είναι ήδη παντρεμένη και έχει δύο κόρες. Ο πατέρας της Μαρίκας, ο Μιλτιάδης, ήταν γόνος της εύπορης οικογενείας Ζάννου από την Κωνσταντινούπολη.» Έτσι περιγράφει ο βιογράφος του Σεφέρη, Ρόντρικ Μπήτον την Μαρώ, που μετά την Ζακλίν και τη Λου θα γίνει η επίσημη αγαπημένη του ποιητή, την οποία τον Απρίλιο του 1941, λίγες μόνο μέρες μετά τη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα, παντρεύεται στην Πλάκα και αναχωρεί μαζί της για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής διατεινόταν έκτοτε πως κουμπάρος του ήταν ο Χίτλερ!
Η ποίηση του Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης αρχίζει τυπικά την ποιητική του πορεία, όταν το 1931 εκδίδει τη συλλογή «Στροφή». Η συλλογή του αυτή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση. Ακολούθησαν η «Στέρνα» (1932) και το «Μυθιστόρημα» (1935). Ένα χρόνο μετά γράφει την «Γυμνοπαιδία», και το 1938 απαντώντας στο δοκίμιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημοσιεύει το “Διάλογος πάνω στην ποίηση”.
Το 1940 δημοσιεύονται το «Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937», και το “Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄” τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα, όπως τα ποιήματα “του κ. Στράτη θαλασσινού” και «Ο Βασιλιάς της Ασίνης» καθώς επίσης και μία συλλογή των ως τότε δημοσιευμένων έργων του με τίτλο “Ποιήματα”.
Το 1944 δημοσιεύεται το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄» το οποίο γράφτηκε στην Αίγυπτο και την Νότια Αφρική, όπου όπως αναφέρθηκε προηγουμένως ο Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Το “Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄” ακολουθούν η τριμερής «Κίχλη» (1947), που από πολλούς θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιώργου Σεφέρη, και η συλλογή «..Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν» η οποία κυκλοφόρησε το 1955, εν μέσω του Κυπριακού Αγώνα, και αργότερα μετονομάστηκε σε «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄».
Το 1950 δημοσιεύτηκε η συλλογή «Ποιήματα 1924-1946», που είναι μια εμπλουτισμένη έκδοση της πρώτης συλλογής των έργων του. Η τελευταία συλλογή που τύπωσε ο Γιώργος Σεφέρης όσο ζούσε και η οποία δημοσιεύτηκε 11 χρόνια μετά το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄» είναι τα «Τρία Κρυφά Ποιήματα» (1966). Το κύκνειο άσμα του ποιητή είναι το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄», το οποίο εκδόθηκε το 1976.
Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Σεφέρης έχει κάνει αξιόλογες μεταφράσεις, όπως την «Έρημη Χώρα» (1936) και το «Φονικό στην Εκκλησιά» (1963) του Τ.Σ. Έλλιοτ, το «Άσμα Ασμάτων» (1965), την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» (1966), τις «Αντιγραφές» και τις «Μεταγραφές» (1980).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τα δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Έγραψε για τον Κάλβο, τον Δάντη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Έλιοτ. Εκδόθηκαν με τον τίτλο «Δοκιμές» (1944).
Επίσης, υπάρχει το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, με γενικό τίτλο «Μέρες» το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1975, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του (Α΄-Ζ΄, 1925-1960), από το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για τον ίδιο και το έργο του, όσο και για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν ακόμη οι δύο πρώτοι τόμοι του «Πολιτικού ημερολογίου». Εκτός από τα παραπάνω ο Σεφέρης έγραψε και το «Χειρόγραφο Σεπτέμβρη ’41», και το μυθιστόρημα «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» που μολονότι άρχισε να γράφεται το 1926-1928 εκδόθηκε το 1974.
Το τελευταίο τμήμα των γραπτών του Σεφέρη αποτελούν οι αλληλογραφίες του, με πρώτη εκδοθείσα αυτήν με τον Γιώργο Θεοτοκά (1930-1966). Ακολουθούν (διαδοχικά) οι αλληλογραφίες με τον Αδαμάντιο Διαμαντή (Κύπριο ζωγράφο, 1953-1971), με τον Ανδρέα Καραντώνη (1931-1960), με τη σύζυγό του Μαρώ Σεφέρη (Α΄τόμος, 1936-1940), με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (1948-1968) και με τον Edmund Keeley (1951-1971).
Το Νόμπελ και η ομιλία στη Σουηδική Ακαδημία
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο Σεφέρης τιμάται από τη Σουηδική Aκαδημία με το Bραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που λαμβάνει την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, αφήνοντας πίσω του μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας γραφής, όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Σάμιουελ Μπέκετ.
Στην παραλαβή του βαρύτιμου βραβείου, τα λόγια του ποιητή προκαλούν βαθιά συγκίνηση και μένουν στην ιστορία. «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται … Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη … Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
Το τέλος του ποιητή
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τη συνταξιοδότησή του από το Διπλωματικό Σώμα, τα πέρασε μακριά από τη δημόσια σφαίρα, φροντίζοντας και τακτοποιώντας το έργο του. Το 1971 ο βασικότερος εκφραστής του ελληνικού μοντερνισμού εισάγεται στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί στο λεπτό έντερο. Η επέμβαση δεν είχε επιτυχία και έπειτα από επιπλοκές, ο μεγάλος μας ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.
Στη κηδεία του ένα τεράστιο πλήθος τον αποχαιρέτησε διεκδικώντας «ελευθερία» και «δικαιοσύνη», όπου δύο μέρες μετά τον θάνατο του, η νεκρώσιμη ακολουθία του μετατρέπεται σε συλλαλητήριο κατά της Χούντας, με τον κόσμο να τραγουδά την απαγορευμένη «Άρνηση» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Εκτός του Μίκη Θεοδωράκη αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι , Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.
https://www.youtube.com/watch?v=ANtbngw7TkA
Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι· μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ’ όνομά της· ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή.
Mε τί καρδιά, με τί πνοή, τι πόθους και τί πάθος, πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή.
Γιώργος Σεφέρης, Άρνηση, 1931
Η δήλωση του εναντίον της Χούντας
Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα.
Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».
”Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου. Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.
Πηγή δήλωσης: sansimera.gr
Δείτε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ