Ποια σενάρια ταινιών διεκδικούν τα πολυπόθητα αγαλματίδια;

Σκληρός ο ανταγωνισμός φετός στις κατηγορίες Πρωτότυπου και Διασκευασμένου Σεναρίου των Όσκαρ.

Έφη Κελεμπέκη
ποια-σενάρια-ταινιών-διεκδικούν-τα-πο-745499
Έφη Κελεμπέκη

Στα φετινά Όσκαρ πολλά είναι τα εξαιρετικά σενάρια που διαγωνίζονται στις δυο κατηγορίες, Πρωτότυπου και Διασκευασμένου Σεναρίου. Ορισμένα είναι τόσο καλά και ξεχωριστά με τον τρόπο τους, που προσωπικά δυσκολεύομαι να διαλέξω αγαπημένο.

Στην κατηγορία Πρωτότυπου Σεναρίου, ο αγώνας είναι μάλλον ντέρμπι ανάμεσα στο Promising Young Woman της Emerald Fennell, που κέρδισε το βραβείου του Σωματείου Αμερικανών Σεναριογράφων (WGA) και το The Trial of the Chicago 7 του Aaron Sorkin, νικητήριο σενάριο στις φετινές Χρυσές Σφαίρες.

Στην κατηγορία Διασκευασμένου Σεναρίου τα στοιχήματα πέφτουν (όπως και σε άλλες κατηγορίες) στο Nomadland της Chloé Zhao.

Οι φετινές ιστορίες είναι μια φρέσκια ανάσα στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας, με ποικιλομορφία και στις θεματικές τους. Έχουμε μια ιστορία για τη μετανάστευση και το κυνήγι του Αμερικανικού ονείρου, μια φεμινιστική ιστορία εκδίκησης, πολιτικά δράματα που συμβαδίζουν με την εποχή, μια ιστορία για το περιθώριο της κοινωνίας και άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες.

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τα συγκεκριμένα σενάρια να ξεχωρίσουν; Είναι οι χαρακτήρες τους, οι διάλογοι, η πλοκή τους; Ας ανακαλύψουμε παρακάτω.

Κατηγορία Πρωτότυπου Σεναρίου

Promising Young Woman (Emerald Fennell)

Μετά από ένα τραυματικό γεγονός, η Cassie (Carey Mulligan) εγκατάλειψε την ιατρική και έκτοτε εργάζεται τη μέρα σε μια καφετέρια.  Τα βράδια ζει μια δεύτερη, κρυφή ζωή, βγαίνοντας σε μαγαζιά και αναζητώντας εκδίκηση. Μια συνάντηση από το παρελθόν της δίνει την δυνατότητα να πάρει την πολυπόθητη εκδίκηση που τόσα χρόνια περιμένει.

Η ταινία ρέει αβίαστα, έχει εξαιρετικό ρυθμό και σε κρατάει στην άκρη της θέσης σου με ανατροπές μέχρι την τελευταία στιγμή. Είναι επιτυχημένα παραπλανητική, όπως και η πρωταγωνίστρια της, σε όσα σημεία ακριβώς θα έπρεπε να είναι, και οι πληροφορίες δίνονται αποσπασματικά, όχι νωρίτερα, ούτε αργότερα, αλλά πάνω στην ώρα τους.

Πρωταγωνίστρια είναι η Cassie, μια γυναίκα 30 χρονών, που το ρολόι της σταμάτησε εφτά χρόνια πριν, ύστερα από ένα τραυματικό γεγονός, και από εκεί και πέρα έγραφε μόνο «εκδίκηση».  Είναι αινιγματική και πολυδιάστατη, όμως οι πολλές της πλευρές έχουν καλυφθεί από το τραύμα και την δίψα της να εκδικηθεί. Πάνω απ’ όλα, είναι ένας χαρακτήρας που στηρίζεις τις αποφάσεις της και θέλεις να τα καταφέρει και να λάβει επιτέλους την πολυπόθητη εξιλέωση.

Οι διάλογοι είναι προσεγμένοι και καλογραμμένοι, σχεδόν κάθε λέξη έχει λόγο ύπαρξης και στις πιο ανάλαφρες στιγμές της ταινίας, κυρίως στο κομμάτι που χτίζεται η σχέση της Cassie με τον Ryan (Bo Burnham), είναι ευχάριστοι και διασκεδαστικοί. Υπάρχει η κατάλληλη δόση χιούμορ και έξυπνες ατάκες.

Minari (Lee Isaac Chung)

Κυνηγώντας το Αμερικανικό όνειρο, μια Κορεατική-Αμερικανική οικογένεια, μετακομίζει στο Άρκανσο, όπου έχει αγοράσει μια φάρμα. Η δυσκολίες και οι προκλήσεις δοκιμάζουν την αντοχή και τον δεσμό της οικογένειας.

Η πλοκή της ταινίας είναι αρκετά απλή και η έμφαση δίνεται στους χαρακτήρες και τις κρίσεις που προκύπτουν ανάμεσα τους. Τα εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν, όπως για παράδειγμα ο τυφώνας στην αρχή, λειτουργούν κατά τη γνώμη μου συμβολικά για τις αναταραχές που βιώνει η οικογένεια μετά την απόφαση της να μετακομίσει.

Από τις πρώτες ακόμα στιγμές της ταινίας, διαγράφονται οι διαφορετικοί χαρακτήρες του πατέρα, Jacob (Steven Yeun), και της μητέρας, Monica (Yeri Han), (ο Jacob ονειροπόλος, ενώ η Monica προσγειωμένη και ανήσυχη) και είναι εμφανές ότι σύντομα θα υπάρξει σύγκρουση μεταξύ τους. Μέσα στην οικογένεια υπάρχουν διαρκώς συγκρούσεις, που έχουν ιδιαίτερα να κάνουν με την προσπάθεια των μελών της να βρουν την ταυτότητα τους. Η σχέση του μικρού David (Alan Kim) με τη γιαγιά του ,Mrs. Oh (Esther Moon), είναι η πιο δυνατή σχέση της ταινίας, όλοι όμως οι χαρακτήρες έχουν δημιουργηθεί με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα, είναι περίπλοκοι και με βάθος (με εξαίρεση μάλλον την κόρη, Anne, Noel Cho, που επισκιάζεται).

Οι διάλογοι κρύβουν πάντα μέσα τους ουσία και, ειδικά στα λόγια της Monica, μπορούμε να ανακαλύψουμε βαθύτερα νοήματα.

Συνολικά, είναι ένα πολύ προσεγμένο σενάριο, με πολλούς συμβολισμούς και διττά νοήματα, που εξυπηρετεί άριστα τον σκοπό του, να δείξει τη ζωή, τις σχέσεις και τις δυσκολίες αυτής της οικογένειας. Η απλή πλοκή δίνει στους χαρακτήρες τον χώρο να ξετυλιχθούν στην οθόνη.

The Trial of the Chicago 7 (Aaron Sorkin)

Η ταινία είναι βασισμένη στα αληθινά γεγονότα της δίκης των 7 του Σικάγο το 1969, εφτά ακτιβιστών που, μετά τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος, κατηγορήθηκαν για συνομωσία και υποκίνηση ταραχών.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας εξελίσσεται στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου έχουμε πολλούς αφηγητές και λαμβάνουμε πληροφορίες από διαφορετικές οπτικές. Οι πληροφορίες αυτές ακολουθούνται από flashback από την περίοδο των διαδηλώσεων.  Μπορεί ο Sorkin να φημίζεται για το ταλέντο του στους διαλόγους, όμως εξίσου δεξιοτεχνικά χειρίζεται το χρόνο και τον ρυθμό.

Η πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική σχέση που εξελίσσεται στην ταινία είναι του Tom Hayden (Eddie Redmayne) και του Abbie Hoffman (Sacha Baron Cohen). Υπάρχει μια ανταγωνιστική στάση ανάμεσα τους, λόγω της διαφορετικής τους φιλοσοφίας και οπτικής, και ο Hayden φαίνεται να μην εμπιστεύεται τον Hoffman και να μην τον θεωρεί σοβαρό. Σταδιακά όμως, ο αμοιβαίος τους σεβασμός βγαίνει στην επιφάνεια. Οι χαρακτήρες είναι επίσης πολύ προσεκτικά χτισμένοι, έτσι ώστε, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, να εμφανίζονται και άλλες πτυχές τους.

Ο Sorkin έχει ένα σπάνιο ταλέντο στο να γράφει διαλόγους, που, φυσικά, είναι εμφανές και εδώ. Οι διάλογοι είναι έξυπνοι, δυναμικοί και απολαυστικοί, κρατώντας πάντα το ενδιαφέρον, αλλά και κομμένοι και ραμμένοι για τον κάθε χαρακτήρα, έτσι ώστε κάθε λέξη του να αντικατοπτρίζει ένα κομμάτι του ποιος είναι.

Judas and the Black Messiah (Will Berson, Shaka King, Kenneth Lucas, Keith Lucas, Will Berson)

O William O’Neal (LaKeith Stanfield) κάνει συμφωνία με το FBI να εισβάλει στην οργάνωση των Μαύρων Πανθήρων του Ιλινόι, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αρχηγού της, Fred Hampton (Daniel Kaluuya), και τελικά να τον προδώσει.

Η ταινία κρατάει το ενδιαφέρον, συνδυάζοντας το ιστορικό δράμα, με το κυνήγι γάτας και ποντικού, αλλά και το προσωπικό δράμα, τα διλήμματα, τις σχέσεις και τις συγκρούσεις. Σε ορισμένες σκηνές, ιδίως εκείνες που δίνει λόγο ο Hampton, η ένταση που χτίζεται είναι τρομερή, με αποκορύφωμα τον τελευταίο του λόγο.

Οι χαρακτήρες των Fred Hampton και Bill O’Neal είναι πολύ καλά γραμμένοι. Ο Fred Hampton ήταν μόλις 21 ετών όταν δολοφονήθηκε και ετοιμαζόταν να γίνει πατέρας. Ήταν ένα παιδί με όνειρα. Η ταινία δίνει έμφαση σε αυτή του την πλευρά, στην ντροπαλότητα του στις πρώτες σκηνές με την Deborah Johnson και στην τρυφερότητα στη σχέση ανάμεσα τους. Ο Bill O’Neal είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας. Είναι 17 χρονών και δέχεται να γίνει πληροφοριοδότης για το FBI προκειμένου να γλιτώσει 6 χρόνια φυλακής. Δεν είναι σίγουρος για το σε ποια πλευρά στέκεται, ξέρει όμως ότι λειτουργεί με βάση το ένστικτο επιβίωσης του. Όσο παραμένει με τους Μαύρους Πάνθηρες αισθάνεται όλο και περισσότερο μέλος τους και ο διχασμός που κυριαρχεί μέσα του όλο και μεγαλώνει.

Συνολικά, υπάρχουν ίσως στιγμές που πλατειάζει και ο ρυθμός γίνεται πολύ αργός είναι όμως ένα σενάριο που η δουλειά που κρύβεται από πίσω είναι εμφανής.

Sound of Metal  (Darius & Abraham Marder, Derek Cianfrance)

Όλα ανατρέπονται στη ζωή ενός ντράμερ, όταν αρχίζει να χάνει την ακοή του. Με όλα όσα γνώριζε για τον εαυτό του να γκρεμίζονται, ο Ruben (Riz Ahmed) ξεκινάει ένα ταξίδι επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του.

Ο Ruben και η κοπέλα του, Lou (Olivia Cooke), έχουν ένα συγκρότημα και ζουν τη ζωή στο δρόμο, κάνοντας περιοδείες με το τροχόσπιτο του. Η μουσική σημαίνει τα πάντα για αυτόν. Όταν ο Ruben ανακαλύπτει πως χάνει την ακοή του, πηγαίνει σε μια κοινότητα Κωφών, για να προσαρμοστεί στη νέα του πραγματικότητα. Η Lou τότε βγαίνει από το προσκήνιο και ο Ruben βιώνει ένα εσωτερικό ταξίδι, που τον οδηγεί τελικά στο να πάρει κάποιες αποφάσεις. Το τελευταίο μέρος της ταινίας, χάνει κατά τη γνώμη μου λίγο την εστίαση, δίνοντας έμφαση σε χαρακτήρες και ιστορίες που το κοινό δεν έχει χτίσει κάποια σχέση μαζί τους σε όλη την υπόλοιπη ταινία.

Σε ένα ταξίδι αποδοχής και επαναπροσδιορισμού του εαυτού του, σίγουρα ο Ruben περνάει από διάφορα στάδια, μέχρι να καταλήξει αλλαγμένος στο τέλος της ταινίας, όμως, αν και ο χαρακτήρας όντως αλλάζει, θα μπορούσε ίσως να διερευνηθεί σε περισσότερο βάθος η διαδικασία της αλλαγής αυτής. Επίσης, και οι υπόλοιποι χαρακτήρες θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί περισσότερο.

Σίγουρα είναι ένα καλό σενάριο, όμως, καθώς η έμφαση έχει δοθεί στο να μεταβιβάζονται τα συναισθήματα στον θεατή μέσω του ηχητικού σχεδιασμού, υπάρχουν ίσως κάποια ανεξερεύνητα μονοπάτια που θα μπορούσαν να έχουν ακολουθηθεί στο κομμάτι του σεναρίου.

Κατηγορία Διασκευασμένου Σεναρίου

Nomadland (Chloé Zhao)

Μετά τη μεγάλη οικονομική ύφεση του 2008, μια γυναίκα που έχει χάσει τα πάντα, ξεκινάει μια νομαδική ζωή.

Το σενάριο είναι διασκευή του βιβλίου Nomadland: Surviving American in the Twenty-First Century της Jessica Bruder.

Το σενάριο του Nomadland είναι ιδιαίτερα λιτό. Αφηγείται το ταξίδι μιας γυναίκας, την ιστορία της ζωής της και τις ιστορίες ανθρώπων που συναντά στο δρόμο της, με λακωνικότητα και ρεαλισμό. Έχει αργό ρυθμό και ήσυχη δράση, δίνοντας τον χώρο και τον χρόνο να χτιστεί η κατάλληλη νατουραλιστική ατμόσφαιρα.

Η πρωταγωνίστρια, Fran (Frances MacDormand), είναι μια γυναίκα αληθινή, με τρομερή δύναμη. Δε μιλάει πολύ, όμως ακούει και καταλαβαίνει. Προχωράει μέσα από τις δυσκολίες, χωρίς να προκαλεί λύπηση στον θεατή, αλλά θαυμασμό. Είναι πολυδιάστατη, ευγενική και ευπρόσιτη, πάντα όμως μελαγχολική και αποστασιοποιημένη. Οι επιλογές της στη διάρκεια της ταινίας και στο τέλος φανερώνουν ένα δυνατό σενάριο.

Ένα σαφώς χαρακτηροκεντρικό σενάριο, γραμμένο με αγάπη, φροντίδα και κατανόηση που σε βάζει απόλυτα στον κόσμο των χαρακτήρων του, δίνοντας την εντύπωση ότι ζεις και εσύ αυτές τις στιγμές μαζί τους. Βέβαια, σημαντικότατο είναι εδώ και το σκηνοθετικό ταλέντο της Chloé Zhao και φυσικά το υποκριτικό ταλέντο της Frances MacDormand.

The Father (Christopher Hampton, Florian Zeller)

Αρνούμενος επίμονα να δεχτεί βοήθεια, ένας ηλικιωμένος άντρας, προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τη σύγχυση που έχει δημιουργήσει στο μυαλό του η άνοια.

Το σενάριο είναι διασκευή του θεατρικού Le re, του Florian Zeller, σκηνοθέτη της ταινίας.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Anthony (Anthony Hopkins), ένας ηλικιωμένος άντρας που η άνοια έχει αναταράξει τη ζωή του. Ο θεατής παρακολουθεί την ταινία μέσα από το μυαλό του, ο Anthony όμως δεν είναι αξιόπιστος αφηγητής. Πρόσωπα, γεγονότα, ακόμα και το διαμέρισμα, διαρκώς αλλάζουν, αφήνοντας μας αβέβαιους για το τι ισχύει και τι όχι. Ο χρόνος χάνεται, η ίδια μέρα συμβαίνει ξανά και ξανά, υπάρχουν μεγάλα κενά, τη μια στιγμή είναι μέρα και την άλλη έχει νυχτώσει. Με αυτό τον τρόπο, η αγωνία, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια του Anthony μεταβιβάζονται στον θεατή.

Τόσο ο Anthony, όσο και η κόρη του, Anne, (Olivia Colman) είναι δυο εξαιρετικά γραμμένοι χαρακτήρες. Η Anne βρίσκεται στη δύσκολη θέση του να θέλει να βοηθήσει τον πατέρα της, δίχως να ξέρει πως και βιώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας μια γκάμα συναισθημάτων, θλίψης, θυμού και φυσικά αγάπης και τρυφερότητας. Ο Anthony, περήφανος και εγωιστής, θέλει να βγάλει μόνος του την άκρη του, όμως, όπως είναι λογικό, κυριεύεται από ανασφάλεια και φόβο. Η δυναμική της σχέσης τους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, με όλα τα στοιχεία και τις ποιότητες μιας περίπλοκης σχέσης, που διάφορα συναισθήματα έρχονται ενίοτε στην επιφάνεια, όμως στον πυρήνα υπάρχει αγάπη.

Ένα σενάριο πολύ προσωπικό, με εξαιρετική κλιμάκωση και ξεχωριστή ικανότητα να διεγείρει τα συναισθήματα του θεατή.

One Night in Miami (Kemp Powers)

Τη νύχτα της 25ης Φεβρουαρίου του 1964 στο Μαϊάμι, ο Malcom X, ο Sam Cooke, ο Jim Brown και ο Cassius Clay, λίγο πριν ασπαστεί το Ισλάμ και αλλάξει το όνομα του σε Μοχάμεντ Άλι, (Kingsley Ben-Adir, Leslie Odom Jr., Aldis Hodge, Eli Goree) μαζεμένοι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου συζητάνε για τον ρόλο του καθένα τους στο Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα.

Το σενάριο είναι διασκευή του ομότιτλου θεατρικού έργου του Kemp Powers.

Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι μια εισαγωγή στο ποιες είναι αυτές οι σημαντικές φιγούρες και το υπόλοιπο εξελίσσεται κυρίως μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Η συνθήκη αυτή είναι αρκετά περιοριστική, κάνοντας δύσκολο το να κρατήσει προσηλωμένο τον θεατή, όμως οι διάλογοι  είναι προσεκτικά γραμμένοι και δυνατοί, με αποτέλεσμα να τελικά να διατηρούν το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας είναι ιδιαίτερα συγκινητικό.

Οι συζητήσεις που γίνονται μέσα στο δωμάτιο είναι βαρύγδουπες και σημαντικές, μια ανταλλαγή ιδεών θρύλων, αλλά και φίλων. Όλοι τους έχουν τα ψεγάδια τους, τους προβληματισμούς και τα διλλήματα τους, προκαλώντας συχνά μέσα στη βραδιά εντάσεις και συγκρούσεις.

Η συνάντηση τεσσάρων μεγάλων μυαλών είναι έτσι και αλλιώς ένα δελεαστικό θέμα και το σενάριο είναι καλογραμμένο, με εξαιρετικούς διαλόγους και μονολόγους.

The White Tiger (Ramin Bahrani)

Ένας νεαρός που ζει στο Μπανγκαλόρ της Ινδίας έχει βάλει στόχο να καταφέρει να ανελιχθεί σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι, πιάνει δουλειά ως οδηγός μιας πλούσιας οικογένειας.

Το σενάριο είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Aravind Adiga.

Η ταινία ξεκινάει με ένα e-mail που στέλνει ο Barlam  (Adarsh Gourav) στον Κινέζο πρωθυπουργό, όντας πια επιτυχημένος επιχειρηματίας εν έτη 2010.  Όλη η αφήγηση της ιστορίας ξετυλίγεται μέσω ενός voice over αυτού του e-mail. Κάτι ίσως όχι ιδανικό, καθώς η ταινία φαίνεται να βασίζεται υπερβολικά στο voice over, ενώ, προσωπικά τουλάχιστον, θα είχα συνδεθεί καλύτερα με τον πρωταγωνιστή αν το voice over ήταν περιορισμένο ή δεν υπήρχε καθόλου.

Ο κεντρικός χαρακτήρας ξεκινάει ως ένας αγαθός, δουλοπρεπής νεαρός άντρας, που παρά τα όσα συμβαίνουν, η υπακοή στα «αφεντικά» είναι εμφανώς βαθιά ριζωμένη μέσα του. Ακόμα και όταν πάνε να τον εκμεταλλευτούν με τον χειρότερο τρόπο, εκείνος συμφωνεί παθητικά, χωρίς να ζητήσει καν, όπως αργότερα σχολιάζει και ο ίδιος, κάποιο αντάλλαγμα. Υπάρχει βέβαια μέσα του μια οργή που καταστέλλεται, και όταν της δώσει τον χώρο να εκφραστεί, γίνεται αδίστακτος.  Ο άνθρωπος που βλέπουμε στο τέλος την ταινίας δεν είναι αυτός που παρακολουθούσαμε σε όλη της τη διάρκεια.

Η ταινία έχει ευχάριστη ροή, κερδίζει το ενδιαφέρον και σε κρατάει εύκολα μέχρι το τέλος. Το σενάριο είναι καλοδουλεμένο και δίνει το payoff που έχει υποσχεθεί. Παρά το σοβαρό κοινωνικοπολιτικό της περιεχόμενο, καταφέρνει να βρει ισορροπία στο μαύρο χιούμορ της και να αποφύγει τον μελοδραματισμό.

Borat Subsequent MovieFilm (Sacha Baron Cohen, Anthony Hines, Dan Swimer, Peter Baynham, Erica Rivinoja, Dan Mazer, Jena Friedman, Lee Kern, Nina Pedrad)

O Borat (Sacha Baron Cohen), βγαίνει από τη φυλακή, στην οποία βρίσκονταν για το ρελίζεμα της χώρας του μετά την πρώτη ταινία, με εντολή του Προέδρου, με σκοπό να μεταφέρει ένα δώρο στον Donald Trump και να αποκαταστήσει τη φήμη του Καζακστάν.

Από τη στιγμή που φτάνει στην Αμερική, όλα αρχίζουν να πηγαίνουν λάθος. Ανακαλύπτοντας ότι μαζί του έχει ταξιδέψει και η κόρη του, Tutar (Maria Bakalova), αποφασίζει να δώσει τελικά εκείνη ως δώρο και έτσι ξεκινά μια περιπέτεια που πατέρας και κόρη χτίζουν έναν ισχυρό δεσμό. Η ταινία είναι ένα χαστούκι σε σοβαρά ζητήματα, όπως η πατριαρχία και ο μισογυνισμός, ο ρατσισμός και η πολιτική διαφθορά και ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει. Κάποια αστεία είναι ξεκαρδιστικά, άλλα όχι και τόσο, βέβαια αυτό είναι και θέμα προσωπικών προτιμήσεων.

Δείτε Επίσης:

 

 

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα