Στα άδυτα ενός καφενείου σκακιστών
Ο Σπύρος και ο Κώστας κινηματογράφησαν τις ζωές (των άλλων) σκακιστών.
Στις μεγάλες πόλεις, υπάρχουν ορισμένα μέρη που μένουν στην αφάνεια, τα στέκια που μαζεύονται άνθρωποι, και ανταλλάσσουν ζωές, μόνο εκεί μπορείς να δεις την ζωή με μία ρεαλιστική ματιά. Κάπου στο χάος της Αθήνας, υπάρχει ένα μικρό καφενείο που απευθύνεται αποκλειστικά σε εκείνους που αντιμετωπίζουν το σκάκι ως τρόπο ζωής.
Στο «Πανελλήνιον» θα συναντήσεις φιγούρες που θα σου πουν την ιστορία τους και θα σε κάνουν να ταυτιστείς μαζί τους, θα δεις τις δύο πλευρές της σύγχρονης Ελλάδας, θα κλάψεις πάνω από τις σκακιέρες και τα χρονόμετρα και θα γελάσεις με τις προσωπικές νίκες του καθενός μέχρι δακρυών. Θα μάθεις πως το σκάκι λειτουργεί ως διέξοδος για ανθρώπους που μένουν στην αφάνεια.
Ο Σπύρος Μαντζαβίνος και ο Κώστας Αντάραχας γύρισαν το ντοκιμαντέρ που απεικονίζεται η σύγχρονη Ελλάδα σε ένα καφενείο, μια ιστορία για το “Πανελλήνιον”, ένα καταφύγιο για ανθρώπους που ασφυκτιούν στην καθημερινότητά τους, που απεχθάνονται τις συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας και αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν σε αυτές.
Ο Σπύρος μίλησε στην Parallaxi για την ταινία που κέρδισε τις εντυπώσεις στο 26ο ΦΚΘ. Ασχολείται κυρίως με την τέχνη, έχει εκδόσει ένα βιβλίο και είναι στα σκαριά ενός δεύτερου, ενώ το Πανελλήνιον ήταν το πρώτο του ντοκιμαντέρ.
“Στο “Πανελλήνιον” με πήγε ο Κώστας, το ενδιαφέρον του χώρου είναι πως παρατηρείς και γνωρίζεις ανθρώπους που είναι πολύ ιδιαίτεροι, λόξοι και “περίεργοι”. Φιγούρες που δεν πετυχαίνεις κάθε μέρα και κρύβουν γοητευτικά στοιχεία που σε κάνουν να τους παρατηρείς. Τα γυρίσματα και οι επισκέψεις στο καφενείο, δημιουργήσαν σχέσεις με τους “ήρωες”, χωρίς αυτές το ντοκιμαντέρ θα είχε ένα βλέμμα πορνογραφικό και ρηχό, ενώ τώρα έχω πια κατανοήσει πως θα μπορούσα να μοιάζω κι εγώ με εκείνους. Για εμένα, δεν μπορείς να ασκείς την τέχνη σου χωρίς να ταυτίζεσαι κάπως μαζί της. Βρίσκω κοινά στους ήρωες μου, διότι έχουν όλοι πληγές, ανομολόγητα πάθη, δυνατές εξομολογήσεις ζωής ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται στο περιθώριο, σε ένα περιθώριο που δεν είναι ψεύτικο, είναι πραγματικό. Αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν στήριγμα στην ζωή, όπως όλοι μας. Γύρισα λοιπόν, μία ταινία για τους φίλους μου, οι οποίοι φίλοι μου δεν έχουν βήμα να μιλήσουν.”
Ο Σπύρος έπαιζε σκάκι, την περίοδο της πανδημίας διαδικτυακά και έτσι το “Πανελλήνιον” ήταν μία ωραία αφορμή.
“Εκεί, οι άνθρωποι παίζουν σκάκι σε σκακιέρα, με χρονόμετρα, επαγγελματικά. Αυτό πλέον δεν το συναντάς συχνά. Παρακολουθείς μία ολόκληρη τελετουργία γύρω από το σκάκι, η οποία είναι πραγματικά γοητευτική, ωστόσο στο ντοκιμαντέρ λειτουργεί σαν αφηγηματικό όχημα. Πρόκειται για ένα μέρος των απόλυτων αντιθέσεων, από την μία πλευρά βλέπεις σπουδαίες φιγούρες του ελληνισμού, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Ξυλούρης και από την άλλη πρωταθλητές του σκακιού, ενώ ο ιδιοκτήτης του καφενείου το σιχαίνεται.
Εκεί το σκάκι δεν είναι χόμπι, οι θαμώνες του έχουν αφοσιωθεί σε αυτό, έχουν ανακτήσει γνώσεις και πηγαίνουν στο μέρος και παίζουν για δεκαετίες. Στην αρχή παρατηρούμε πως τα πλάνα εντός του καφενείου είναι ασπρόμαυρα ενώ, ότι συμβαίνει εκτός καφενείου είναι έγχρωμο, αυτό στην πορεία μπλέκεται και το μοτίβο σπάει, αυτή η ασυνέπεια στα μάτια μου είναι γοητευτική. Τα έγχρωμα είναι γυρισμένα με φιλμ κανονικά. Γυρίσαμε 5 σκηνές το 2018, το υλικό αυτό μεγάλωσε με τον καιρό, γιατί πολλά πράγματα ειπώθηκαν και παρατηρήθηκαν με την μηχανή, ενώ πολλά πλάνα μπήκαν στην ταινία αφού πήραμε την χρηματοδότησει.
Λίγο καιρό μετά μπήκε μέσα στην ταινία η εταιρία παραγωγής ΑLASKA FILMS, με τον κορονοϊό όμως διακόπηκε η διαδικασία αυτή, απορρίφθηκε 2 φορές η ταινία από το Ελληνικό Κέντρου Κινηματογράφου και το 2021 δόθηκαν χρήματα για τα γυρίσματα που διήρκησαν άλλες 12 μέρες. Εγώ ήμουν στο “Πανελλήνιον” 5 χρόνια, οι θαμώνες είναι ακόμη φίλοι μου και είναι όλοι τους ετερόκλητοι, πλέον έχουμε μία σχέση αγάπης. Εκεί κατάλαβα, πως οι άνθρωποι σου ανοίγονται όταν κι εσύ τους ανοίγεσαι.”
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου ενημερώθηκε τελευταίος για το ντοκιμαντέρ.
Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω σκηνές από το ντοκιμαντέρ, θυμάμαι πολύ έντονα τον “μονόλογο” του Κρητικού, ο οποίος κιόλας έχει πεθάνει, για το πως η μητέρα του και η κόρη του τον έκλεισαν στο ψυχιιατρείο. Είναι πολύ συγκινητικό που κάποιος ανοίχτηκε τόσο πολύ σε εμένα. Θυμάμαι επίσης όταν τρώνε όλοι μαζί στο τραπέζι και ο Δημήτρης που είναι ο πιο “άγριος” ήρωας μας, σπάει και κλαίει, τελικά η ταινία έχει να κάνει με το σπάσιμο. Θυμάμαι επίσης, τον Γιάννη να μιλά για το χωριό του, ένας επίσης στιβαρός άνδρας που θυμάται την παιδική του ηλικία και κλαίει. Ο Χάρης επίσης, έβγαλε τους σκορπιούς τους, που είναι οι πιο δειλητιριώδεις στον κόσμο πρώτη φορά από το κουτί τους.
Για εμένα αυτές οι σκηνές κρύβουν μία αλήθεια και μία ελληνικότητα, θεωρώ πως πρέπει να γίνονται ταινίες που αφορούν εμάς στο σήμερα, να μην είναι κατασκευές να είναι αυτό που ζούμε. Θεωρώ πως ο θεατής πέρασε αυτό που περάσαμε, ξεκινά να παρατηρεί το σκάκι, όμως στην πορεία της ταινίας, εμβαθύνει στους χαρακτήρες και ανακαλύπτει τους λόγους για τους οποίους όλοι εκείνοι μαζεύονται να παίξουν σκάκι. Το σκάκι είναι μία μεγάλη αγκαλιά για εκείνους. Θεωρώ πως το συγκεκριμένο καφενείο είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας και δεν είναι τυχαίο το όνομα του, εκεί μέσα, όλα τα κοινωνικά στρώματα, βρίσκονται σε καθεστώς ισότητας, οπότε το Πανελλήνιον για εμένα είναι μία ιδεατή κοινωνία. Εκεί βλέπουμε πως είναι να επιβιώνεις ψυχικά στην κοινωνία του σήμερα.”
Ο Σπύρος θεωρεί πως το ντοκιμαντέρ σε αφήνει να υπονομεύσεις τους κώδικες του κινηματογράφου, μέσα από αυτό μπορείς να κάνεις πραγνατικά αυτό που σε εκφράζει.
“Για εμένα το ντοκιμαντέρ και ο κινηματογράφος δεν διαφέρουν. Είναι όλα θέμα οπτικής και σκηνοθεσίας, ποιο στοιχείο της πραγματικότητας εσύ θέλεις να αναδείξεις. Από το ελληνικό σινεμά σήμερα, θεωρώ πως λείπει η ελληνικότητα, να κάνεις κάτι γι αυτό που ζεις, να μιλάς δηλαδή γι αυτό που ξέρεις. Πολλές φορές ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι ειλικρινής προς τον εαυτό του, θέλει να μιμηθεί ευρωπαϊκά πρότυπα.
Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις ταινίες στην Ελλάδα, κυρίως λόγω των πορών, όμως εγώ πιστεύω πως όπως ο ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει με ότι έχει, έτσι και ο κινηματογραφιστής μπορεί να βρει άλλους τρόπους να εκφραστεί αν όντως έχει πράγματα να πει. Για εμένα ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος έκφρασης, ένα εργαλείο. Έχω στα σκαριά ένα ντοκιμαντέρ, ένα ψηφιδωτό για το νησί από το οποίο κατάγομαι την Κεφαλονιά, με αφηγηματικό όχημα τον μύθος πως από εκεί κατάγεται ο Οδυσσέας. Η ταινία αυτή βρίσκει ανθρώπους που βρίσκονται στα όρια δύο εποχών, εκείνους που βιώνουν την τουριστικοποίηση και τους άλλους που η εποχή έχει σταματήσει.”