Τα «Δύο τρία χρόνια» μακριά από την Ελλάδα και η 2η γενιά μεταναστών της Γερμανίας σε μία ταινία
Η Λυδία Κώνστα μιλά στην Parallaxi για το νέο της ντοκιμαντέρ που κάνει πρεμιέρα απόψε στο 27ο ΦΝΘ
Μέσα από τη διεξοδική έρευνα σε αρχειακό υλικό και τις προσωπικές συνεντεύξεις των ηρώων της, το ντοκιμαντέρ «Δύο τρία χρόνια» καταγράφει την σύγχρονη ζωή των παιδιών και των εγγονών των Gastarbeiter (φιλοξενούμενων εργατών), οι οποίοι ζουν και κινούνται με άνεση ανάμεσα σε δύο πατρίδες.
Πατώντας στέρεα στο σήμερα, αυτά τα άτομα συνδυάζουν τους δύο πολιτισμούς και προσδιορίζουν τη ζωή τους ως γνήσιοι πολίτες του κόσμου, έχοντας μετουσιώσει τις δυσκολίες του χθες σε πλεονεκτήματα στο σήμερα.
Η σκηνοθέτρια Λυδία Κώνστα αυτή τη φορά εστιάζει στην προσωπική ιστορία και τις δράσεις των τριών ηρώων της ταινίας, του Τέο Βότσου, της Αγλαϊας Μπλιούμη και της Βάσως Γέργου, αποκαλύπτοντας πτυχές της ιστορίας της μετανάστευσης και του αποτυπώματός της στο σήμερα.
Την Παρασκευή 7 Μαρτίου στις 9μμ, στην αίθουσα Τζων Κασσαβέτης, το ντοκιμαντέρ “Δυο τρία χρόνια” κάνει την επίσημη πρεμιέρα του στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Με γυρίσματα που έγιναν από τη Σαμοθράκη και την Αθήνα μέχρι το Μούνστερ, τη Στουτγκάρδη και τη Βόννη, το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει τη ζωή των παιδιών των Gastarbeiter και εξετάζει τις επιπτώσεις της μαζικής μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60.
Για την δημιουργία του και όσα διαπραγματεύτηκε μπροστά και πίσω από τον φακό της, η Λυδία Κώνστα μιλάει στην Parallaxi
Πώς βγήκε ο τίτλος «Δύο-Τρία χρόνια»;
Είναι αυτή η ψευδαίσθηση που είχαν όλοι όσοι πήγαν εργάτες το ’60 στη Γερμανία, ότι θα μαζέψουν λεφτά και σε 2 με 3 χρόνια θα γυρίσουν στην πατρίδα. Και αυτό πέρασε στη δεύτερη γενιά όπου και αυτή συνέχισε να πιστεύει ότι σε 2-3 χρόνια θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Δηλαδή αυτό το πράγμα, πέρασε από γενιά σε γενιά. Σε όλες τους τις πράξεις, σε ό, τι έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι, στις επιλογές τους όταν ήταν 20 με 30 χρονών που είναι καθοριστικές πράξεις για κάποιον, αυτό το «δύο, τρία χρόνια» ήταν κριτήριο και σφράγισε νομίζω. Δείχνει δηλαδή την ψευδαίσθηση, την ειρωνική πλευρά της μετανάστευσης, σε μία εποχή που ήταν πολύ σκληρές συνθήκες και έκαναν κουράγιο.
Και έτσι τελικά πέρασαν τα χρόνια
Μία κυρία μας το είπε υπέροχα, «εγώ περίμενα ότι σε δυο τρία χρόνια, 60 χρόνια πάω και έρχομαι» είπε.
Τι πήρατε από τη διαδικασία των γυρισμάτων, με αυτές τις συζητήσεις και με αυτούς τους ανθρώπους;
Εγώ επικεντρώθηκα στη δεύτερη γενιά. Το ζητούμενό μου ήταν πού ζουν, πώς ζουν, τι υβριδικά πλάσματα είναι η δεύτερη γενιά. Οι άνθρωποι αυτοί που γεννήθηκαν σε οικογένειες που τους μεγάλωσαν με αυστηρή ελληνική παιδεία, μέσα σε ένα γερμανικό περιβάλλον που εκτινάσσονταν η ελευθερία. Μιλάμε για τα 80’s, που ήταν ενήλικες πια τα παιδιά, οι ήρωες μου δηλαδή. Οπότε αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον. Πώς στο κεφάλι τους και στο ψυχισμό τους συνταιριάστηκαν αυτά τα δυο, πώς επαναστάτησαν ή δεν επαναστάτησαν, αν υποτάχτηκαν, αν προσπάθησαν να βρουν το δρόμο τους. Και αυτό που διαπίστωσα πραγματικά σε όλους τις δεύτερης γενιάς που μίλησα, πέρα δηλαδή από τους τρεις κύριους ήρωες, αυτό που ήταν ας πούμε μειονέκτημα στα παιδικά τους χρόνια και βαρύ φορτίο, γιατί τους αφήναν στο χωριό στους παππούδες, γιατί ξαφνικά τους έπαιρναν από το χωριό και έπρεπε στα εννιά τους να προσαρμοστούν στο γερμανικό σχολείο και να μάθουν τη γλώσσα και μετά να μεταφράζουν για τους γονείς τους, να πάρουν δηλαδή τον ρόλο του ενήλικα. Και η κόντρα η τεράστια, αν ήσουν κορίτσι ειδικά, ανάμεσα στο πολύ αυστηρό ελληνικό περιβάλλον και της ελληνικής κοινότητας με την κοινωνία έξω. Αυτά λοιπόν ήταν βαριά φορτία. Αλλά αυτά τα φορτία τα μεταμόρφωσαν συνειδητά τις περισσότερες φορές, κάποιες φορές όμως έγινε και από τη ροή της ιστορίας αυτή η αλχημιστική μεταμόρφωση και έγινε το μεγάλο τους πλεονέκτημα. Αυτοί οι άνθρωποι κινούνται πολύ άνετα και στην Ελλάδα και στη Γερμανία, γνωρίζουν πολύ καλά και τον ένα πολιτισμό και τον άλλον, γνωρίζουν και τη μία γλώσσα και την άλλη. Επίσης είναι πολύ απελευθερωμένοι από τη στερεότυπη στενή έννοια της πατρίδας. Νιώθουν πατρίδα την Ευρώπη. Ή νιώθουν ότι έχουν δύο πατρίδες. Και αυτό είναι πολύ καλά μέσα τους. Δεν έχουν πρόβλημα ότι έχουν δύο πατρίδες. Οπότε αν κάτι πούμε πως πήρα, είναι αυτό. Και η τρίτη γενιά έχει ενδιαφέρον, γιατί κι αυτή ακόμα μιλάει τη γλώσσα, έχει προσπαθήσει να ζήσει στην Ελλάδα. Δηλαδή μεταφέρθηκε το όνειρο, αλλά είναι πολύ πιο Ευρωπαίοι Γερμανοί.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα του ντοκιμαντέρ;
Τυπικά γεννήθηκε από το ότι η Γερμανία γιόρταζε την επέτειο των 60 χρόνων από την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας το 1960. Οπότε το 2020 οι Γερμανοί το είχαν μεγάλο θέμα πανηγυρισμού και όλο το έτος είχαν γιορτές. Και υπήρξε ένα ενδιαφέρον της Γερμανίας για ντοκιμαντέρ στο θέμα. Αλλά αυτό που σε μένα είχε παίξει ρόλο πολύ μεγάλο και πολύ πριν ασχοληθώ με το ντοκιμαντέρ, ήταν ότι μέσα στην κρίση οι συνεργάτες που άντεξαν στη Θεσσαλονίκη και επιβίωσαν επαγγελματικά, ήταν όλοι παιδιά Gastarbeiter. Και εγώ το πρόσεξα, γιατί είχα κάνει μια ταινία το 2015 με γυρίσματα στη Γερμανία και πολλοί συνεργάτες μου έλεγαν πως γεννήθηκαν εκεί. Και είδα ότι πρώτα απ’ όλα, είχαν το «θράσος» να παλεύουν στη Θεσσαλονίκη, στο χώρο του κινηματογράφου, γιατί αυτό θέλει θράσος για να το κάνεις. Και άντεξαν. Αυτό λοιπόν μου κίνησε το ενδιαφέρον και εγώ το σχολίαζα ήδη από το 2015 πως κάτι διαφορετικό έχουν αυτοί οι άνθρωποι. Έτσι το προσωπικό μου ενδιαφέρον είχε ξεκινήσει.
Τι θέλετε να πάρει ο θεατής βγαίνοντας από την αίθουσα;
Σίγουρα δεν θέλω νοσταλγία και δεν θέλω δράμα. Γιατί η πρώτη γενιά το βίωσε όντως πολύ δραματικά. Δεν υπήρχε τηλέφωνο, με το ζόρι αλληλογραφούσαν… Ήταν πολύ τραυματική σαν εμπειρία που ζήσανε μέσα από τη φτώχεια. Οπότε θέλω να δούμε το επόμενο κεφάλαιο που είναι ότι από τις δυσκολίες μας, μπορούμε να βγούμε πολύ δυνατοί. Ό,τι δυσκολία περνά ένας άνθρωπος να μπορεί αυτό να το γυρίσει, να το μεταμορφώσει και να γίνει δύναμή του. Εγώ αυτό θέλω να πάρει συν μια αναγνώριση και έναν θαυμασμό για αυτούς τους ανθρώπους που είναι πολίτες του κόσμου.
*Η κινηματογραφική ομάδα της ταινίας έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη, με πολυετείς συνεργασίες στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Στη διεύθυνση φωτογραφίας ο Γιώργος Κόγιας, στο μοντάζ η Βάσω Φλωρίδη, στην παραγωγή ο Απόστολος Καρουλάς με την Indiebox productions, μουσική του Μίμη Κατικαρίδης