Κινηματογράφος

#TiDF25: Ένα ντοκιμαντέρ-μαρτυρία μιας ζοφερής εποχής από την οποία δεν έχουμε βγει ακόμα

«Πένθος, αυτοί που μένουν»: Οι σκηνοθέτριες Μυρτώ Πατσαλίδου, Μαρία Λουκά μιλούν στην parallaxi ενόψει της επίσημης προβολής στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Parallaxi
tidf25-ένα-ντοκιμαντέρ-μαρτυρία-μιας-ζοφερ-981233
Parallaxi

Το ντοκιμαντέρ «Πένθος, αυτοί που μένουν», σε σκηνοθεσία των Μυρτώ Πατσαλίδου και Μαρία Λούκα, κάνει την πρεμιέρα του στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα συμμετέχει στο τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες. 

Η επίσημη προβολή έχει προγραμματιστεί για την Τρίτη 7 Μαρτίου 2023, στις 21:30, Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Αποθήκη 1.

Αμέσως μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση παρουσία των συντελεστριών/ων με τη συμμετοχή της Μάγδας Φύσσα, της οικογένειας του Ζακ Κωστόπουλου, του Αργύρη Συρίγου εκ των δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα στο Εφετείο για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής και του Δημήτρη Ζώτου, εκ των δικηγόρων της οικογένειας του Σαχζάτ Λουκμάν.

Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ, η Μυρτώ Πατσαλίδου και Μαρία Λουκά μιλούν στην parallaxi σημειώνοντας ότι «η ταινία μπορεί να λειτουργήσει σαν μαρτυρία μιας ζοφερής εποχής, από την οποία δεν έχουμε βγει ακόμα».

Σε μια κοινωνία που βάλλεται από την φασιστική, τη ρατσιστική και την ομοφοβική βία, τρεις οικογένειες θρηνούν τα δολοφονημένα τους παιδιά και αγωνίζονται για δικαιοσύνη.

Το ντοκιμαντέρ είναι μια καθίζηση στον σκληρό κόσμο της απώλειας και του πένθους μέσα από τρεις ιστορίες που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία: Τις δολοφονίες του Shahzad Luqman, του Παύλου Φύσσα και του Ζακ Κωστόπουλου – ZackieOh. Και οι τρεις υποθέσεις έχουν ένα ακροδεξιό ιδεολογικό υπόβαθρο. Οι δολοφονίες διαπράχθηκαν από τα χέρια είτε του οργανωμένου φασισμού, είτε του κοινωνικού εκφασισμού, δημιουργώντας ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα βίας και επιβολής, συχνά πάνω σε συνθήκες κοινωνικής απάθειας. Οι οικογένειες των θυμάτων θυμούνται, θρηνούν και αγωνίζονται.

Η σιωπή εναλλάσσεται με τη δράση, η μοναχικότητα με τη δημόσια έκθεση, η θλίψη με την οργή. Με βασικό εργαλείο την αμεσότητα του βιώματος, το ντοκιμαντέρ διαπραγματεύεται τις έννοιες της απουσίας και του τραύματος, διερευνά μέσα από τη σύνδεση του ατομικού με το συλλογικό την ανθρώπινη ευαλωτότητα, καταγράφει τις διαδικασίες μετασχηματισμού του πόνου σε διεκδίκηση προς όφελος της κοινωνίας.

Η υπεράσπιση της μνήμης των νεκρών, η απόδοση ευθυνών στους δράστες, η προστασία των άλλων παιδιών αναδεικνύονται σε βασικούς στόχους προσπάθειας των οικογενειών για δικαίωση, μια προσπάθεια που εξελίσσεται στις συχνά μικρόψυχες δικαστικές αίθουσες με πληγωτικούς όρους, αφήνοντας στο τέλος άλλες φορές μια λυτρωτική απόφαση κι άλλες μια αίσθηση αδικαίωτου. Εξελίσσεται, όμως, παράλληλα κι έξω από τα δικαστήρια. Στους δρόμους της μαζικής ενεργοποίησης, στις παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, στις πράξεις συμβολοποίησης των θυμάτων.

Ένα ανθρωπολογικό βλέμμα πάνω στο πένθος, στους τρόπους που επαναπροσδιορίζει τα όρια και στη δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης, στο κοινωνικό φόντο της πιο ζοφερής όψης της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.

Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισαν οι Μυρτώ Πατσαλίδου και Μαρία Λούκα στην παραγωγή του ντοκιμαντέρ;

«Δεν ήταν εύκολο, γιατί αυτή η ταινία για εμάς εμπεριείχε ένα προσωπικό ενδιαφέρον και μάλλον δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί διαφορετικά. Αυτές οι τρεις δολοφονίες σημάδεψαν τη γενιά μας και αναπόφευκτα είμαστε κομμάτι της ταινίας, απηχούνται σ’ αυτήν και δικές μας αγωνίες, ματαιώσεις, διερωτήσεις. Οι οικογένειες τους ανέλαβαν το συλλογικό βάρος να σηκώσουν τον αγώνα για δικαιοσύνη βιώνοντας μια τρομερή απώλεια.

Μ’ αυτή την έννοια η φόρτιση ήταν έκδηλη και διάχυτη σε όλα τα στάδια παραγωγής του ντοκιμαντέρ. Προσπαθήσαμε να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους, η οποία εκτίνεται πολύ πέρα από την ταινία, να τους πλαισιώσουμε με σεβασμό και τρυφερότητα, να δώσουμε όσο χώρο και χρόνο είχαν ανάγκη. Είναι τσακισμένοι άνθρωποι μ’ ένα ορθάνοιχτο τραύμα αλλά συνάμα είναι και προσωπικότητες με αξιομνημόνευτη ψυχική δύναμη που μέσα από την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα αυτά τα χρόνια πήραν αλλά και έδωσαν κουράγιο. Νιώθουμε ευγνωμοσύνη για όσα μοιράστηκαν μαζί μας».

«Η ταινία μπορεί να λειτουργήσει σαν μαρτυρία μιας ζοφερής εποχής, από την οποία δεν έχουμε βγει ακόμα. Είμαστε μέσα της και γι’ αυτό είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε το μέγεθος του ψυχοκοινωνικού πλήγματος. Αυτές είναι σκέψεις που κάνουμε τώρα αλλά όταν τη σχεδιάζαμε το βλέμμα μας δεν ήταν στραμμένο προς το μέλλον. Ακολουθήσαμε μια δική μας ανάγκη να οπτικοποιήσουμε τη διεργασία μετασχηματισμού του πένθους σε αγώνα, όπως συμπυκνώνεται σ’ αυτές τις ιστορίες, οι οποίες διέρρηξαν τη μετανεωτερική επιταγή για ιδιωτική επιτέλεση του πένθους, το εμφάνισαν στη δημόσια θέα και το συλλογικοποίησαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι καταστροφικές επιπτώσεις της φασιστικής βίας δεν αποκρύπτονται, ούτε αποσιωπούνται.

Αυτό είναι μια τομή της εποχής μας, όπου με προεξάρχουσα τη Μάγδα Φύσσα, είδαμε οικογένειες να κάνουν το θρήνο τους υπόθεση της κοινότητας και να εγκολπώνονται τις ιδέες των δολοφονημένων τους παιδιών διασφαλίζοντας τη συνέχεια τους, κάτι που παρατηρούμε να συμβαίνει την τελευταία διετία και με αρκετές μητέρες θυμάτων γυναικοκτονιών και σαφώς μας παραπέμπει στο κίνημα των Μητέρων της Πλατείας Μάιου στην Αργεντινή. Έχουν ιστορικότητα σαν γεγονότα και επομένως το ντοκιμαντέρ μπορεί να είναι ένα τέτοιο αποτύπωμα».

Αναφορικά με τον χαρακτήρα και την εστίαση του ντοκιμαντέρ, οι δύο σκηνοθέτριες εξηγούν:

«Δε μας ενδιέφερε τόσο να κάνουμε ένα δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ – γι’ αυτό εξάλλου αναφερόμαστε ελάχιστα στα συμβάντα, όσο να ανοίξουμε λίγο ένα ψυχοσυναισθηματικό σύμπαν και τον τρόπο που συνομιλεί με την κοινωνία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να δώσεις χώρο στους ανθρώπους σου, να βρεθείς κοντά τους, να τους ακολουθήσεις στις διάφορες εναλλαγές, κάτι που εκ των πραγμάτων δε μπορεί να συμβεί σε μια ταινία με πολλά άτομα. Επιπλέον, το πένθος ενός γονέα για το παιδί του έχει κάτι πολύ επώδυνο, γιατί αντιστρέφεται αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως κανονική ροή της ζωής. Αυτό συμβαίνει σε κάθε απώλεια παιδιού κι είναι οδυνηρό, πόσο δε μάλλον όταν πρόκειται για στυγνές δολοφονίες που εμφορούνται από το μίσος και σχεδόν πάντα ακολουθούνται από μια στρατηγική ενοχοποίησης του νεκρού. Υπάρχει ένα διακύβευμα υπεράσπισης της μνήμης. Γι’ αυτούς τους λόγους επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σ’ αυτά τα τρία πρόσωπα και με δεδομένο ότι έχουν γίνει και πιθανόν να γίνουν κι άλλες ταινίες με επίκεντρο τις τρεις δολοφονίες, φωτίζοντας διαφορετικές πτυχές της ιστορίας η καθεμία».

«Ακριβώς, επειδή, όπως αναφέραμε και παραπάνω, και εμείς και όλοι οι συντελεστές σταθήκαμε σ’ αυτό το εγχείρημα με όρους βιωματικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς πέρα από κινηματογραφικούς, και τα ζητήματα της παραμένουν ενεργά, μάλλον δύσκολα μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας σε απόσταση και να κάνουμε έναν απολογισμό. Κουβαλάμε ακόμα την έγνοια της και σ’ αυτή τη συγκυρία λίγο περισσότερο μιας και η πρεμιέρα της συμπίπτει με το δυστύχημα – απόρροια ενός εγκλήματος που είχε προαναγγελθεί – στα Τέμπη. Ζούμε μέρες ενός συλλογικού πένθους για τον άδικο χαμό δεκάδων ανθρώπων. Ολόκληρη η κοινωνία έχει έναν κόμπο στο λαιμό. Το συμμεριζόμαστε πλήρως και στεκόμαστε με αλληλεγγύη».

Σκηνοθεσία: Μυρτώ Πατσαλίδου – Μαρία Λούκα Έρευνα – Συνεντεύξεις – Κείμενα: Μαρία Λούκα Μοντάζ: Μυρτώ Πατσαλίδου Παράγωγος : Πάνος Παπαδόπουλος Μουσική: Παύλος Παυλίδης Αφήγηση: Γιούλα Μπούνταλη Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Βούλγαρης Συμπληρωματική Φωτογραφία: Δράκος Πολυχρονιάδης, Γιάννης Φώτου Ηχοληψία: Αγης Βουγάς Μίξη Ήχου: Σπύρος Αραβοσιτάς Φωτογράφος πλατό : Αλέξανδρος Κατσής Σχεδιασμός Γραφικών – Εικονογράφηση: Χάρης Μαχαίρας a.k.a Happy Artists Συνεργασία στις συνεντεύξεις: Χρύσα Λύκου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα