Κινηματογράφος

Το χειραφετημένο σινεμά

Είδαμε χθες στο Βακούρα «τους Απέναντι» (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου με προλεγόμενα και επιλεγόμενα του Φοίβου Δεληβοριά.

Χρήστος Ωραιόπουλος
το-χειραφετημένο-σινεμά-1096875
Χρήστος Ωραιόπουλος

Ο Φοίβος έκανε μια μίνι αναδρομή μεταξύ των Ελλήνων δημιουργών ανά τις εποχές. Από το Φίνο και το καθημερινό ασπρόμαυρο που βλέπουμε μέχρι σήμερα, με κομβικό πέρασμα στο μεγάλο πολιτικό σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Παντελή Βούλγαρη και κάπου εκεί μετά από τη δεκαετία τους κάτι νιώθουμε να αλλάζει στο σινεμά και να βγαίνει η «νέα» γενιά κινηματογραφιστών, του Πανουσόπουλου, του Τσεμπερόπουλου, του επιστρέψαντος από τη Γερμανία Νίκου Περάκη, του Νικολαΐδη, του Τσιώλη, οι οποίοι με το φακό και το βλέμμα τους αισθανόμαστε ότι θέλουν φανερά να μιλήσουν για κάτι άλλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους απασχολούν ζητήματα του «παλιού».

Ο Φοίβος, του οποίου η ματιά και η ανάγνωση είναι καταπληκτικά κινηματογραφικές και κινηματογραφικά καταπληκτικές, μίλησε και δίπολα, τόσο στις γενιές του ελληνικού σινεμά, όσο και μέσα στους απέναντι. Το παλιό και το νέο, «τα τσακάλια του Δαλιανίδη» και ο εσωστρεφής Χάρης, το μικροαστικό σπίτι και το high score στο πάκμαν. Θεωρώ, ότι αυτά ακριβώς τα δίπολα ο Πανουσόπουλος στην ταινία αυτή τα κάνει δυαδικότητες, δηλαδή αν και εξαρχής συγκρουόμενα, τα συνταιριάζει και τα παραθέτει έτσι, ώστε να εξαρτώνται φυσικά και παθολογικά το ένα από το άλλο, να πλάθουν μια γέφυρα που γράφει πάνω της μετάβαση.

Για την ακρίβεια θα έλεγα, ότι η ταινία «οι Απέναντι» μου βγάζουν πολύ έντονα την έννοια της Μεταπολίτευσης. Όχι με την έννοια μιας κανονικότητας, μιας πολιτικής normalité, αλλά μιας κοινωνικής χειραφέτησης που ορισμένες φορές χάνει και την ψυχραιμία της. Μεταπολίτευση υπό το πρίσμα ότι οι άνθρωποι χαμπαριάζουν οριστικά ότι έχουν δικαίωμα να κάνουν ό,τι δεν απαγορεύεται και όχι να κάνουν μόνο ό,τι επιτρέπεται. Μια πεποίθηση που γίνεται τόσο εδραία, τόσο απωθημένη από τα παλιά που ωθεί τους ανθρώπους, τους πολλούς, την μάζα με ουδέτερη χροιά ενίοτε να οδηγείται και να πράττει ό,τι απαγορεύεται χωρίς να δίνει δεκάρα αν θα ξεκινήσει καταδίωξη με την αστυνομία. Ίσως αυτό να αφορά και τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, το μικρότερο φόβο απέναντι στα πράγματα και τους σαφώς εκδημοκρατισμένους θεσμούς (συγκριτικά πάντα). Ή δεν μαγκώνει να φωνάξει άσχημα στην αγαθή μάνα του.

Δεν υφίσταται πια μια τερατώδης ταξική, κατοχική, εμφυλιακή, χουντική σκιά που καθορίζει το ρυθμό του κόσμου. Που ρεγουλάρει το τέμπο και τις κινήσεις των ανθρώπων με την παντοκρατορία του νοήματός της. Τόσο στους ήρωες της ταινίας, όσο και στους δημιουργούς της εποχής, για να το συνδέσω με αυτό που έλεγε ο Φοίβος. Ακόμα και η ηλικιωμένη μητέρα του Χάρη, όταν απλώνει τον τραχανά στο κρεβάτι όπως συνήθιζαν οι γιαγιάδες μας, νιώθω ότι το κάνει επειδή «τη βρίσκει», επειδή αυτή είναι η δική της ασχολία και καθόλου δεν μου βγάζει η εικόνα αυτή ότι μια γυναίκα κάνει κάτι καθαρά για σιτίσει την οικογένειά της, όπως θα ένιωθα με τη μια αν το ίδιο πλάνο εντασσόταν σε περίοδο πολέμου ή σε ταινία που μιλούσε για τη φτώχεια. Άλλωστε κάθε Κυριακή η θείτσα λείπει. Ο Πανουσόπουλος έχει τραβήξει εξαιρετικά πλάνα τις θείτσες με τις καπελαδούρες τους να σουλατσάρουν στους δρόμους και να περιμένουν στη στάση των λεωφορείων. Αμφιβάλω αν πριν είκοσι χρόνια πριν την ταινία αυτή, υπήρχε καν σαν ιδέα αυτό. Ίσως φταίει βέβαια για την τόση τους ελευθερία που οι κυρίες είχαν θάψει τους άνδρες τους.

Τα παιδιά, η νεολαία δεν παρουσιάζονται να πηγαίνουν σε κάποιο πανεπιστήμιο, υπό την έννοια της υποχρέωσης και του «πρέπει» της μόρφωσης. Αντίθετα σκαρώνουν κόντρες με μηχανές, ξημεροβραδιάζονται στα ηλεκτρονικά, κοπανιούνται στα πάρτι ακούγοντας KISS. Ο Χάρης όμως έχει κολλήσει με το τηλεσκόπιό του, το κιάλι του πεθαμένου πατέρα του κι εδώ εμφανίζεται ξανά το δίπολο και δυαδικότητα του Πανουσόπουλου, αυτή η συνταιριαστική γέφυρα. Δεν ασφυκτιά σε μια υποχρέωση, ασφυκτιά στο ρυθμό της γενιάς τους, στο εύκολο και το ανέμελο, στο κοντινό σε αυτόν. Θέλει να ψάξει και κυρίως μπορεί να αναζητήσει κάτι άλλο, πιο μακρινό, πιο αόριστο που το βρίσκει στα άστρα και την παρατήρησή των φαινομένων τους.

Η απουσία ενός αυστηρού και επιβλητικού πλαισίου, όπως είναι ο Εμφύλιος ή η Χούντα, δεν επιτρέπει αναδείξεις της φυσικής ροής των πραγμάτων, γιατί ακριβώς καταργούν τη φυσική ροή και επιβάλλουν κάτι που ρέει με τους όρους τους. Το σινεμά της Μεταπολίτευσης θέλησε και μπόρεσε να αποδώσει τον ψυχισμό της καθημερινότητας των ανθρώπων. Να όπως το άπλωμα του τραχανά ή τα στέκια με τα ηλεκτρονικά. Κατέγραψε με την κάμερα την ψυχογεωγραφία του αστικού τοπίου, έκανε χρήση αυτού ως σκηνικού και το ανέδειξε σαν αυτοτελές πεδίο ενδιαφέροντος της αισθητικής ματιάς, τόσο που μέχρι σήμερα προσπαθούμε να πιάσουμε και να φτιάξουμε με επεξεργασία μια φωτογραφία που θα μας θυμίζει σε κάτι εκείνο το παλιό αστικό τοπόσημο. Ένα κλειστό ψιλικατζίδικο, ένα παλιό ψυγείο, μια συσκευασία γάλα που θα αναδύεται από τα παιδικά μας χρόνια.

Πόσο μεγαλειώδης και συμβολικές είναι οι εναλλασσόμενες παρεμβολές και παρεμβαλλόμενες εναλλαγές πλάνων και στιγμών των γενεών.

Ο Χάρης με το βρακί εισβάλει στην κουζίνα με το βρακί, ενώ η παρέα της τρίτης ηλικίας συζητάει για τη μεταφυσική δύναμη της Παναγίας.

Ο Χάρης πετάει λεπίδια στην πόρτα του δωματίου του και η μάνα του λιβανίζει το δωμάτιό του. Ο Χάρης περπατά μόνος μετά από ένα πάρτι νέων που για τον ίδιο ήταν μια αποτυχία και στο δρόμο της επιστροφής βλέπει ένα παραδοσιακό ποντιακό γλέντι το οποίο δεν του ταιριάζει πια. Ακόμα και ότι ο Χάρης ερωτεύεται να παρατηρεί ή ερωτεύεται μέσα από την παρατήρηση τη μητέρα της συνομήλικής του. Ο Φοίβος Δεληβοριάς με μια φράση το απέδωσε εξαιρετικά λέγοντας: «το χωριό μέσα στο σπίτι» εμμένοντας ακριβώς σε αυτή την τραμπάλα, του πάρε-δώσε του παλιού και του νέου.

Το σινεμά της -ας της πούμε έτσι- νέας γενιάς δημιουργών τρύπωσε στις παρέες των νέων, στα πάρτι τους και τις μουσικές τους. Τα κατέγραψε και τα ζούσε, για αυτό και γύρισε στο φιλμ και δεν έχασε στο «κόψε-ράψε» του μοντάζ τίποτα από την ανθρωπογεωγραφία της εκάστοτε παρέας, σχέσης, ηλικίας και γενιάς. Κατόρθωσε να αποτυπώσει αυτή τη μετάβαση, τη σταδιακή αλλαγή με στάσεις στο «παλιό» που σηματοδοτούσαν τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ανέδειξαν την εποχή εκείνη και τους ανθρώπους της, τη χειραφέτηση και τη διάθεση των μαγαζιών, των δρόμων, των ομάδων, επειδή ήταν κι αυτοί ως δημιουργοί κι άνθρωποι χειραφετημένοι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα