10 πράγματα για τον «πατριάρχη» του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη
Οι στιγμές - ορόσημο στον βίο και την τέχνη του σπουδαίου ρεμπέτη
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (10 Μαΐου 1905) γεννήθηκε ο ρεμπέτης που έμελλε να αποτελέσει μουσικό ορόσημο. Μέχρι τα 15 του μεγάλωσε στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στη Σύρο από οικογένεια Καθολικών – εξού και το παρατσούκλι «Φράγκος», που είχε ροπή προς τη μουσική. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα, έτσι το «μικρόβιο» υπήρχε και μεταδόθηκε. Και στο νησί όμως βρήκε πολλά σμυρνέικα και κλασικά ερεθίσματα, τα οποία ενστερνίστηκε και τον ενέπνευσαν· το 1935 έγραψε την «Φραγκοσυριανή», ίσως το πιο ξακουστό του τραγούδι. Ο ίδιος έχει πει για την ιστορία του:
Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.
Μετά τα 15 του χρόνια, μετακόμισε στον Πειραιά όπου και υπήρξαν οι κατάλληλες συγκυρίες ώστε να ασχοληθεί με το ρεμπέτικο.
Έχουμε συγκεντρώσει δέκα λεπτομέρειες για τον σπουδαίο αυτόν Έλληνα συνθέτη, στιχουργό, οργανοπαίκτη και τραγουδιστή, που αξίζει να γνωρίζουμε για τον βίο και την τέχνη του.
#1 Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, γεγονός που τον έκανε να παρατήσει το σχολείο και κατ’ επέκταση τον ώθησε στο μεροκάματο. Εργάστηκε ως χασάπης, λούστρος, εφημεριδοπώλης, μανάβης, μπακάλης και εργάτης σε κλωστήριο.
#2 Στον Πειραιά που μετακόμισε μετά τα 15 του, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την Ελένη Μαυρουδή ή Ζιγκοάλα όπως την αποκαλούσε, η οποία όμως δεν του ήταν πιστή και αυτό τον βασάνιζε. Ο ίδιος δεν έκρυβε την πικρία του και μάλιστα αποτέλεσε συχνά πηγή έμπνευσης για τους στίχους του, όπως «Έρχομαι κρυφά στη μάντρα και σε βρίσκω μ’ άλλον άντρα».
#3 Το διαζύγιο που ζήτησε μετέπειτα πυροδότησε σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία, καθώς εκείνη δεν το επέτρεψε. Όταν τελικά κατάφερε να χωρίσει, συγκρούστηκε και πάλι μαζί της. Αυτήν την φορά, επειδή παντρεύτηκε δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο, κάτι που η καθολική εκκλησία δεν μπορούσε να δεχθεί. Έτσι, του απαγόρευσε να λάβει τα μυστήρια της θείας κοινωνίας και σύμφωνα με τον ίδιο, τον αφόρισε.
#4 Ο Μάρκος Βαμβακάρης μαζί με τους Μανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή ήταν η αιτία να ασχοληθεί με το ρεμπέτικο και την λαϊκή μουσική ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όταν τους παρακολούθησε από κοντά σε ένα κουτούκι στα 15 χρόνια του.
#5 Συνδύασε βέβαια το όνομά του και με τη Θεσσαλονίκη. Τραγουδούσε κάποτε στον θρυλικό «Πράσινο Μύλο», στην πιο διάσημη ταβέρνα της περιοχής των Συκεών τη δεκαετία του ’60. Επίσης, στα χρόνια της Κατοχής, στην ταβέρνα του Δαλαμάγκα δούλεψαν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Μετά την Κατοχή, διέμενε στα δωμάτια του ιστορικού ξενοδοχείου Βιέννη στο κέντρο της πόλης.
#6 Τη δεκαετία του ’50, ο Βαμβακάρης έπαθε παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια και πέρασε στα «αζήτητα». Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να παίζει τσάμπα στις ταβέρνες, ζώντας από την ελεημοσύνη των θαμώνων αλλά και με «πιατάκι» στα πανηγύρια και στα Κοτοπουλάδικα του Ρέντη. Συγχρόνως, τα ρεμπέτικα δεν ήταν πλέον της μόδας και μάλιστα μία φορά τον έδιωξαν από μία ταβέρνα, διότι οι θαμώνες προτίμησαν να ακούσουν μουσική από το τζουκ-μποξ. Η αναγέννησή του ήρθε την επόμενη δεκαετία, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης επανεκτέλεσε τα τραγούδια του.
#7 Γνώρισε τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Πουγιουμτζή και μαζί δημιούργησαν την περίφημη πειραιώτικη κομπανία, η «Τετράς του Πειραιώς». Αυτή η θρυλική τετράδα του αναδείχθηκε όταν οι Σμυρνιοί πρόσφυγες – τα μεγαλύτερα ονόματα – τους κάλεσαν να παίξουν ως εισαγωγικό συγκρότημα στη Μάντρα του Σαραντόπουλου. Δύο χρόνια μετά, αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μαγαζί στον Πειραιά, όπου και τον συνάντησε ο Βασίλης Τσιτσάνης.
#8 Η παρακαταθήκη του ξεπερνάει τα 200 ηχογραφημένα τραγούδια. Από το 1932 έως και το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια που είχε συνθέσει εκείνος καθώς και 220 τα οποία ερμήνευσε (εκ των οποίων τα 131 ήταν δικές του δημιουργίες και τα 89 άλλων μεγάλων δημιουργών).
#9 Μεγάλωσε μέσα στους τεκέδες και στους ανθρώπους του λιμανιού και κάπως έτσι έμπλεξε με το χασίς. Ποτέ όμως δεν υποστήριξε τα ναρκωτικά, αντιθέτως, προειδοποιούσε για αυτά μέσα από τα τραγούδια του.
#10 Η νεφρική ανεπάρκεια που του προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης του στοίχισε τη ζωή. Σε ηλικία 67 ετών πέθανε στο διαμέρισμά του στη Νίκαια, όπου και κηδεύτηκε στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών. Αξιοσημείωτο είναι πως για την κηδεία του η οικογένειά του χρεώθηκε δάνειο, όπως αποκάλυψε μετέπειτα ο γιος του, Δομένικος.
Δείτε επίσης: