Ο Φώτης Σιώτας αισθάνεται νεόκοπος τραγουδοποιός
Λίγες ώρες μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού «Ξεχασμένα Δάκρυα» από το δίσκο «Δυο Λάθη» μιλάει στο Χρήστο Ωραιόπουλο
Ο Φώτης Σιώτας είναι ταυτόχρονα και πινέλο και παλέτα. Διαμορφώθηκε, πέρασαν από τα αυτιά του διαφορετικά είδη μουσικής, από κλασική μέχρι punk, αλλά ταυτόχρονα ο ίδιος τσιμπώντας από όλα και από κάτι πειραματίζεται για να σκαρώσει νέα κομμάτια, να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει στίχους μαγικούς, που ξεδιπλώνουν κόσμους ολόκληρους, να βυθιστείς εντός τους.
Κάνει, δηλαδή, αυτό που έκανε πάντα, ο Φώτης Σιώτας συνεχίζει το βιολί του. Με έναν ιδιότυπο τρόπο κι ένα ιδιαίτερο παίξιμο ανασυνθέτει το μουσικό σύμπαν που πέρασε από πάνω του και τον ακούμπησε. Από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, τους Λαϊκεδέλικα και τους Ευοί-Ευάν μέχρι τους Σωτήρες και τη μουσική για το θέατρο. Το Αερικό στην Τεχνόπολη και τη συνεργασία με το Θοδωρή Γκόνη.
Μιλάμε στο τηλέφωνο και επιμένει πως θέλει να υπάρχει κάτι πιο ζωντανό στη συνομιλία, όπως και σε όλες τις σχέσεις των ανθρώπων. Ένας ακόμα λόγος που είναι ωραίος τύπος. Αυτός Αθήνα, εγώ Θεσσαλονίκη δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Δίνουν διαδικτυακό ραντεβού για έναν αρκετά πρωινό καφέ, αφού άφηνε το μικρό του στο σχολείο. Μιλήσαμε κάμποση ώρα και πάνω κάτω μου αφηγήθηκε αυτά.
Ήμουν από μικρός στο κουρμπέτι της μουσικής. Ουσιαστικά ξεκίνησα από το 1993. Συμμετείχα από τότε σε ηχογραφήσεις ως βιολιστής. Από έφηβος έπαιζα, αλλά είναι άλλο πράγμα το πιο επαγγελματικό, οι κυκλοφορίες, οι συναυλίες με τον κόσμο. Μπλέχτηκα σε τέτοια από 21 χρόνων.
Ξεκίνησα στην παιδική χορωδία στην Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης. Μια χορωδία αν και για παιδιά ήταν υψηλού επιπέδου. Εκεί έμαθα μουσική. Αργότερα μπήκα στο κρατικό ωδείο περίπου στις αρχές του ’80.
Από τη Θεσσαλονίκη έφυγα στα 32, το 2004. Κυρίως έμεινα στο Ντεπώ, ως παιδί. Άλλαξα κάποια σπίτια, πήγα Μπότσαρη και κέντρο. Άρχισα να βιοπορίζομαι από τη μουσική και τις συναυλίες. Έτσι κατέβαινα πολύ συχνά στην Αθήνα και για μεγάλα διαστήματα. Από το ’98 και μετά αυτό γινόταν συνέχεια, έμενα σε ξενοδοχεία για όσα χρειαζόταν. Είχα το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, αλλά το μισό χρόνο έμενα κάτω. Όταν κατέβηκα είχα και την αφορμή της συνεργασίας με την ομάδα χορού SINEQUANON από την Αθήνα, λόγω της Ολυμπιάδας είχαμε ανεβάσει μια παράσταση το Μυστικό Δείπνο, που μετά βέβαια πήγαμε μέχρι και στην Κίνα. Οπότε το θεώρησα σαν ευκαιρία να κατέβω και να κάνω μια προσπάθεια, να δοκιμαστώ εκεί.
Το βιοποριστικό έπαιξε ένα ρόλο. Όταν επί 8 χρόνια ζεις στη Θεσσαλονίκη και βλέπεις ότι το κύριο εισόδημα το βγάζεις από δουλειές στην Αθήνα, ε κάτι γίνεται. Σε επίπεδο ζωής και δημιουργίας, πιστεύω ότι η Θεσσαλονίκη πάντα βγάζει πράγματα κι ωραία πράγματα, αλλά πολλές φορές αυτοακυρώνεται. Όταν βγαίνουν πράγματα και δεν παρουσιάζονται, και ο καλλιτέχνης μετά θα αναθεωρήσει τη δουλειά του, αν είναι καλό αυτό που κάνει ή μετά αν είναι ψώνιο και απευθύνεται σε λίγο. Καμώνεσαι με τον εαυτό παραπάνω με αυτό τον τρόπο που είναι κάτι καλό βέβαια, αλλά δεν έχεις πού να το δείξεις.
Στη μουσική θέλεις μια διάδραση. Σήμερα ειδικά δεν υπάρχουν και πολύ οι χώροι να τα παίξεις αυτά που σκαρώνεις σπίτι, να τα δείξεις. Ειδικά από το 2011 και μετά με τα χρόνια της κρίσης έχουν γίνει πολύ δύσκολα τα πράγματα. Γι’ αυτό και έχει συμβεί να θεωρούμαστε κάποιοι πρωτοεμφανιζόμενοι σε μια προχωρημένη ηλικία.
Δεν είχα ποτέ τη σταθερή πορεία ενός τραγουδοποιού. Πάντα καταπιανόμουν με πράγματα διαφορετικά και με ρόλους διαφορετικούς μέσα στη μουσική. Είναι κάτι που μου αρέσει. Οπότε δεν άφηνα στίγμα εύκολα ως περιπλανώμενος στη μουσική. Δηλαδή ότι ήμουν ανέκαθεν ένας τύπος που τραγουδούσε κι έγραφε τραγούδια. Αυτό το κάνω τώρα. Αισθάνομαι νεόκοπος τραγουδοποιός. Να το πω αλλιώς μετά τα 40 άρχισα να ασχολούμαι με το τραγούδι. Είχα άλλο ρόλο. Περισσότερο ως μουσικός ή ενορχηστρωτής. Έγραφα και ακόμα γράφω -και το θεωρώ το κύριο πράγμα που κάνω- μουσική για το θέατρο. Προκύπτουν ανάγκες δημιουργίας. Έφαγα ένα σκάλωμα τελευταία με τη φόρμα του τραγουδιού.Βάζω σε όλα τα πράγματα το δημιουργικό στίγμα μου. Έφτιαξα ένα δικό μου ήχο μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν μπορώ να διαλέξω ή να ξεχωρίσω την ιδιότητα που με χαρακτηρίζει. Τις έχω ταΐσει συναισθηματικά όλες, σχεδόν, ισάξια. Να το πω με την εις άτοπον. Δεξιοτέχνης δεν είμαι. Αυτό που λένε δεξιοτέχνης του βιολιού. Μπορεί με την τεχνική και ένα προσωπικό στυλ να έφτιαξα έναν τύπο παιξίματος ιδιότυπο και με τα πετάλια. Αλλά αυτό δεν είναι δεξιοτεχνία. Χρησιμοποίησα κι αντιμετώπισα το βιολί ως πήχη για να ανασυνθέσω πράγματα μέσα στις μουσικές και αυτά που γράφω. Τραγουδιστής δεν είμαι, δεν θα το έλεγα. Τραγουδοποιός πάλι δεν μπορείς να πεις ότι είμαι. Συνθέτης με τον ακαδημαϊκό όρο δεν είμαι, δεν έχω τα skills, δεν έχω σπουδάσει. Δεν μπορώ να με προσδιορίσω με έναν τίτλο. Θα πω ότι είμαι ένας τύπος, ο οποίος έφτιαξε μια παλέτα ηχοχρωμάτων, δράσεων. Με χαρακτηρίζει η όρεξη και το θράσος μου να τα κάνω αυτά και το γεγονός ότι πήρα ευθύνες. Κάπως αυτό μου έδωσε εφόδια, μέσα από τη δουλειά και τις παρέες.
Πιο πολύ με χαρακτηρίζει η ομαδική δουλειά. Μου άρεσε πάντα να παίζω με κόσμο. Δεν θεωρώ την πορεία ή τον εαυτό μου αιρετικό. Κι εγώ με τις ανέσεις μου πήγα. Μπορεί κι αυτό το ομαδικό να ενέχει μιαν ανασφάλεια, ότι να δεν βγαίνω μόνος μου μπροστά, αλλά αυτό δεν με ενδιέφερε. Με ένοιαζε να παίξω μουσική και έτυχε να μπω σε πολύ ωραία πράγματα. Και με το Θανάση και το Σωκράτη και με τον Μπάμπη τον Παποδόπουλο από τη Θεσσαλονίκη που από μικροί παίζαμε. Τον Κώστα τον Παντέλη που έχουμε τους Sancho. Είχαν ένα ρόλο δασκάλου αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε όλα τα άλλα.
Από το στούντιο Παπάζογλου πέρασα μικρός. Ήταν ο πρώτος δίσκος που κάναμε. Ενορχήστρωσε ο Κώστας Βόμβολος κι εγώ έπαιξα βιολί. Και στο στούντιο Πεντζίκη και του Μάνιου, αλλά και του Γιώργου Καζαντζή, στην Καλαμαριά πήγα. Όλα αυτά ήταν σαν σχολεία. Μαθαίναμε πώς να γράφουμε, πώς να κινούμαστε, βρισκόμασταν και παίζαμε. Μπορέσαμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά είδη μουσικής.
Η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’90 και μέχρι τις αρχές του 2000 ήταν μια πόλη που είχε δράσεις, είχε δισκογραφία. Γινόντουσαν πράγματα και μάλιστα σοβαρά. Μέσα από εκεί μάθαμε κι εμείς, να το πω έτσι. Τα χρόνια εκείνα το στούντιο ήταν και στέκι. Όλοι αυτοί οι χώροι, που ανέφερα. Περνούσες από εκεί για να δεις τι γίνεται. Υπήρχαν και υπάρχουν διαχρονικά και στα λαδάδικα, που περπατάς κι ακούς από τα παράθυρα μουσικές. Με τους Ευοί-Ευάν είχαμε ένα άλλο στούντιο δικό μας στους Αμπελόκηπους που κάναμε πρόβες. Πάντα είχαμε χώρους, που ήταν χώροι ζύμωσης, επικοινωνίας, μπορούσες να μείνεις κιόλας, να κοιμηθείς το βράδυ. Τώρα πάλι το τρέχουν αυτό τα μικρά παιδιά, αλλά έχει αλλάξει κάπως ο ψυχισμός του χώρου.
Η σχέση με τις άλλες τέχνες υπάρχει και είναι αμφίδρομη. Μέσα από ένα βιβλίο μπορείς να δεις κάτι και να σου έρθει κάτι που θα το μετουσιώσεις σε κάτι μουσικό δικό σου. Βασικό επίσης είναι να βιώνεις κάτι, να παρατηρείς που μπορεί να ταυτιστείς ή να θελήσεις να το εκφράσεις με τον τρόπο σου. Όταν έχεις ένα κόσμο ολόκληρο που έρχεται μπροστά σου, όπως αυτός του Γκόνη, το μόνο που κάνεις είναι να το αποτυπώσεις. Το τραγούδι είναι ο στίχος, ο στίχος είναι η ιστορία που θα πεις και η μουσική είναι ο τρόπος που θα την πεις. Πώς θα την ντύσεις, πώς θα την εκφέρεις, να την κάνεις απτή. Η μουσική βοηθάει στο να περάσει η ιστορία και σε άλλους. Με συγκίνησε αυτά που έγραψε και στις δυο δουλειές που κάναμε, αισθάνομαι ότι με έψησαν ως άνθρωπο. Με έβαλαν σε κατάσταση να φτιάξω κάτι εντελώς πηγαία. Και με το θέατρο το έχω αυτό. Υπάρχει μέσα η έννοια της ομάδας, αλλά και της αλληλεπίδρασης. Συναντιούνται τόσο διαφορετικά πράγματα, είναι όλες οι τέχνες μαζί, από τα σκηνικά μέχρι τη μουσική. Μέσα από τη συνεργασία με τον Θεοδωρή τον Γκόνη είχα πρόσβαση σε ένα υλικό πολύ πλούσιο στιχουργικά, στο οποίο μπορώ κι εγώ να πειραματιστώ και να φτιάξω αυτά τα πράγματα που κάνω τώρα.
Το να γράψεις μουσική είναι και λίγο δουλειά μαστόρου. Κάθε μέρα πρέπει να έχεις μια μικρή ρουτίνα, που εμένα με βοηθάει. Λίγο με τα όργανα ειδικά πρέπει έχεις μια καθημερινή τριβή κι ας μην βγει και τίποτα, σιγά το πράγμα, δεν χάλασε ο κόσμος. Είναι μερικώς δουλειά σπιτιού, εγώ έχω μια πιο εργαστηριακή σχέση, αλλά θέλω να κυκλοφορώ κιόλας, να παρατηρώ πράγματι, τι συμβαίνει εκεί έξω και να αλληλεπιδρώ. Όλα τα πράγματα φιλτράρονται όπως όλους με κάποιο τρόπο. Το πώς συλλαμβάνεις κάτι με τη σκέψη σου, την αγάπη, τη μουσική είναι ξεχωριστό κι εκεί μπαίνει το κομμάτι, το βίωμα του καθενός.
Παίζω βιολί, βιόλα, τελευταία λίγη κιθαρίτσα και πιανάκι τώρα, αλλά αρκετά πρώτου επιπέδου. Μέχρι μια εποχή θέλει καθημερινή εξάσκηση το βιολί. Μέχρι να το κατακτήσεις ειδικά, γιατί είναι και ένα όργανο που σε εκθέτει. Η οργανοπαιξία είναι σχέση καθημερινή. Μέσα στην καραντίνα ήταν ευκαιρία να παίξεις παραπάνω. Δεν βρίσκεται εύκολα ο χρόνος για να κάνεις μελέτη. Στις πρόβες δεν κάνεις ακριβώς μελέτη, είσαι σε μια μουσική δράση. Πιο καλή μελέτη είναι αυτή που απλά παίζεις, επειδή έχεις την όρεξη, την άπλα και σου αρέσει κάτι πολύ και θέλεις να το κατακτήσεις.
Για μένα η μουσική υπάρχει στους δίσκους. Η πληροφορία είναι άπειρη και αυτό έχει επεκταθεί και στη μουσική. Για μένα ζει στους δίσκους και στους χώρους τους ζωντανούς. Και στα μπουζούκια υπάρχει μουσική, αλλά υπάρχει και η διασκέδαση, αυτή η αίσθηση του γλεντιού. Δεν κατηγορώ τίποτα. Μπορεί κάποιος να πήγαινε στα μπουζούκια και να είχε ταυτίσει τη μουσική με αυτό. Αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Άλλωστε στο λαϊκό μας τραγούδι έχουμε διαμάντια. Αν κάποιος τα έμαθε από εκεί, πού το πρόβλημα. Λόγω των μαγαζιών και των συναυλιών ο κόσμος ακούει πιο πολύ τη νύχτα, οπότε είναι λογικό να θεωρεί μουσική μόνο εκτυλίσσεται το βράδυ. Σε άλλες χώρες υπάρχει η άποψη ότι η μουσική είναι κάτι ακαδημαϊκό. Σε κάθε χώρα υπάρχουν κάποια κιάλια που βλέπουν τη μουσική. Σε εμάς επηρέασε αυτή η παράδοση με τις κομπανίες, με τα κουτούκια κι έτσι αναπτύξαμε πλούτο σε αυτό το πεδίο της μουσικής. Έγιναν και συνήθεια του κόσμου.
Λέμε ότι δεν γίνονται πράγματα. Λάθος, απλά δεν τα αναζητάμε. Πράγματα γίνονται και μάλιστα καλά. Και στο σπίτι που κάθεται κάποιος μπορεί να κάνει κάτι σημαντικό. Και μια χαρά υπάρχουν οι πληροφορίες αρκεί αν έχεις τη διάθεση να τις αναζητήσεις. Μας έχει πιάσει μια μιζέρια λίγο, να λέμε ότι δεν κινείται κάτι. Γι αυτόν που θέλει να αναζητήσει τη μουσική, υπάρχει παντού.
Χρησιμοποιώ πολλά και διάφορα στοιχεία. Στα Δεύτερα θα έλεγα ότι κάναμε ένα σύγχρονο λαϊκό πράγματι. Τα Δυο Λάθη που βγαίνουν τώρα, δεν είναι λαϊκός, αλλά έχει μέσα στις μελωδίες των τραγουδιών στοιχεία τέτοια. Πάντα και σε παλαιότερες δουλειές και με τους Σωτήρες χρησιμοποιούσα διαφορετικά πράγματα μέχρι και λίγο πιο punk. Στην ουσία δεν είπα ποτέ ότι κάνω ένα τραγούδι που πατάει κάπου. Ανασυνθέτω και χρησιμοποιώ ατάκτως ερριμμένα συγκινησιακά φορτία προσπαθώντας να φτιάξω μια γλώσσα δικιά μου.
Την αντανάκλαση του έργου του Θανάση και του Σωκράτη εγώ την έζησα μια δεκαετία πριν. Με τους Λαϊκεδέλικα και τους πρώτους δίσκους του Σωκράτη. Εγώ αυτό που βλέπω είναι ότι οι μουσικές επανέρχονται. Όπως είχε γίνει με το ρεμπέτικο. Κι αυτό είναι καλό, πολύ καλό.
Είναι πολύ σημαντικός ο αγώνας που δόθηκε για να υπάρχουν μουσικά σχολεία, γιατί η δικιά μας μουσική απενοχοποιήθηκε. Αντιμετωπιζόταν ως κάτι φολκλόρ. Κυρίως η παραδοσιακή μουσική αντιμετωπιζόταν με απέχθεια γιατί ταυτιζόταν στο μυαλό του κόσμου με τη Χούντα, το κλαρίνο ειδικά. Αλλά αυτό είναι μεγάλο λάθος γιατί η μουσική αυτή έχει μεγάλο βάθος έχει ήρωες μέσα. Με τα μουσικά σχολεία τα παιδιά τη γνώρισαν αυτή τη μουσική. Για όποιον θέλει να φτιάξει πράγματα η παραδοσιακή και η δημοτική μουσική είναι αστείρευτη πηγή. Είναι πολύ καλό που αναδείχθηκαν παλιοί μουσικοί. Αποκαταστάθηκε αυτή η εσφαλμένη εντύπωση για το δημοτικό τραγούδι, που είχε εικονογραφηθεί με λάθος τρόπο. Έσπασε το κόμπλεξ το να ασχοληθείς με κάτι τοπικό, με τοπικά προϊόντα, που παλιά φαινόταν σαν τριτοδεύτερα. Αν δεν άκουγες ξένους δίσκους φαινόσουν να μην ήξερες και πολύ.Τώρα έφυγε αυτό, το αποβάλαμε.
Προφανώς και πάω σε πανηγύρια. Πιο παλιά ειδικά που ο πατέρας μου δούλευε στην Εύβοια, εκεί στα 17-18 στην Εύβοια πήγα σε πάρα πολλά. Έχω δει τον Κόρο, τον Κουκουλάρη το Στάθη, αλλά και στο χωριό εκεί Καστοριά, Γρεβενά, έχω πάει στην Ήπειρο, στην Κρήτη στην Ικαρία,. Μου αρέσει πολύ το πανηγύρι. Θα έπαιζα, αλλά δεν μπορώ να παίξω. Αυτό που λέμε είσαι για τα πανηγύρια, δεν ισχύει στους μουσικούς με την ίδια έννοια. Αν στο πουν αυτό και όντως ισχύει, είσαι δυνατός. Δεν μπορείς να βγάλεις πανηγύρι αν δεν θα φας ξύλο κανονικά. Να προετοιμαστείς. Θέλει να έχεις προπονηθεί πολύ, από το ρεπερτόριο μέχρι τον ψυχισμό των τραγουδιών, που είναι κάτι πολύ σπουδαίο και βαθύ. Νομίζω απαιτεί μονομανία, να αφιερωθείς σε αυτή τη μουσική, γιατί έχει πολλές συνισταμένες μέσα. Τον κόσμο, το χορό, τον ήχο στον εξωτερικό χώρο, τη φαντασία να γυρνάς το πρόγραμμα. Δεν θα μπορούσα εγώ να το εξυπηρετήσω. Θα έπαιζα δέκα σκοπούς άντε και μετά; Θα με έδερναν.
Από τους ήρωές μου μουσικούς είναι αρκετοί αυτοί που παίξανε μόνο σε πανηγύρια. Που έκαναν αυτό στη ζωή τους. Μου αρέσει πολύ και η κλασική μουσική, από εκεί ξεκίνησα, άσχετα αν δεν ασχολήθηκα μετά, είναι ένα πράγμα το οποίο ακούς το σπίτι. Στην εφηβεία άκουγα αρκετή ροκ και πανκ. Ε τα τελευταία χρόνια έχω μπλέξει με τα δικά μας, από Πετρολούκα μέχρι το Μάρκο και τον Άκη Πάνου. Έχω κι εγώ τα κολλήματά μου. Βέβαια την εποχή που ήμουν εκεί στην εφηβεία άκουγα ό,τι άκουγαν όλοι στην ουσία. Από όπου πέρασα κάτι πήρα και ακόμα το κουβαλάω .
Στη Θεσσαλονίκη αισθάνομαι πάντα πολύ γλυκό. Δεν το κρύβω πως θέλω να επιστρέψω κάποτε. Αισθάνομαι Σαλονικιός. Την Αθήνα ακόμα δεν την ξέρω. Ενώ τη Θεσσαλονίκη από το Ντεπώ μέχρι την Πολίχνη την ξέρω σαν την παλάμη μου. Την περπατούσα και την περπατάω πολύ, όπως όλοι οι κάτοικοι. Υπάρχουν βόλτες που μου αρέσουν, Βλέπω πώς εξελίσσονται οι γειτονιές πού χαλάει το πράγμα και πού φτιάχνει. Βλέπω φίλους στέκια. Την έχω και με νοσταλγία και αγάπη στο μυαλό. Ποτέ δεν έφυγα με την έννοια ότι έλειψα πολύ από τη Θεσσαλονίκη. Κρατάω τη σχέση. Το πρώτο στέκι που είχαμε ως μαθητές εκεί στο Ντεπώ ήταν η Romance πίσω από τις Πεταλούδες στην αρχή της Σοφούλη, τον Κάκτο επίσης. Πηγαίναμε κάθε μέρα ως μαθητές λυκείου. Πήγαινα στη Μυροβόλο στην Πολίχνη, το μαγαζί του Γιάννη του Γεωργίαδη που έπαιζε πολύ καλή μουσική. Παίζαμε κι εμείς καμιά φορά. Το Residence βεβαίως. Στον Ερωδό και το De Facto . Πηγαίναμε στο Ματζέστικ, όσο ήταν ανοιχτό γιατί η παραλία μετέπειτα βιομηχανοποιήθηκε, έχασε το χαρακτήρα της. Εμείς με τους Σωτήρες είχαμε σκαρώσει το κομμάτι ”καναπέδες στο πεζοδρόμιο” που το βγάλαμε για τη Θεσσαλονίκη, επειδή όλες οι καφετέριες είχαν βγάλει καναπέδες έξω, κυριολεκτικά στο πεζοδρόμιο. Η διαχείριση του χρόνου στη Θεσσαλονίκη είναι τελείως διαφορετική.
Θα κυκλοφορήσει στις αρχές του Φεβρουαρίου ολόκληρος ο δίσκος που φτιάξαμε με το Θοδωρή Γκόνη, τα Δυο Λάθη, που θα βγει από τη United We Fly, αλλά κυκλοφορεί ήδη το δεύτερο single, τα Ξεχασμένα Δάκρυα που περιλαμβάνεται στο δίσκο. Είναι νέος κύκλος τραγουδιών, τραγουδάω εγώ κυρίως και σε ένα τραγούδι συμμετέχει η Μάρθα Φριντζήλα. Παίζουμε επίσης στο Skrow Theater στο Παγκράτι στην Αρχελάου 26 και 29 Νοεμβρίου. Έχουμε κάνει μια ορχήστρα ωραία. Συμμετέχω με ρόλο ενορχηστρωτή σε ένα δίσκο σε στίχους Κώστα Φασουλά από το ogdoo που τραγουδά ο Γιάννης Διονυσίου. Εκεί έχω γράψει τρία τραγούδια και κάνω και τις ενορχηστρώσεις. Ταυτόχρονα κάνω διάφορες δράσεις στο Θέατρο. Ανεβάζουμε στο Εθνικό τη Φάρμα των Ζώων που έκανε πρεμιέρα στις 18 Νοεμβρίου σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη. Γράφω επίσης τη μουσική στο Κίλλερ Τζο το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιάννη Στάνκογλου. Δεν σταματάμε τα live, παίζω καμιά φορά και με τον Παύλο τον Παυλίδη και τη νέα του μπάντα Hotel Alaska. Αρκετά πράγματα κι ανυπομονώ πολύ για το δίσκο κι όσα θέλουμε να κάνουμε.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ