«Η μουσική είναι προσευχή»: Ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ μιλά για τη ζωή, την πίστη και το ανατολικό φως της παράδοσης
Ο καταξιωμένος μουσικός μιλά στην parallaxi με αφορμή τον ερχομό του στη Θεσσαλονίκη για να τιμήσει τον θρύλο της ελληνικής μουσικής, Μίκη Θεοδωράκη
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Καβαρτίνα
Ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ δεν είναι απλώς ένας βιρτουόζος των παραδοσιακών οργάνων της Ανατολής, αλλά και ένας αυθεντικός φορέας πνευματικής μουσικής παράδοσης που γεφυρώνει Ανατολή και Δύση, παρελθόν και παρόν.
Με καταγωγή από τα Άδανα και βαθιά επιρροή από τη σουφική φιλοσοφία, η μουσική του ξεπερνά τα όρια των ειδών, μιλώντας κατευθείαν στην καρδιά.
Η αγάπη του για την Ελλάδα είναι δηλωμένη και αμοιβαία. Από την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα το 1995, δημιούργησε έναν άρρηκτο δεσμό με το ελληνικό κοινό. Σήμερα, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να αποτίσει φόρο τιμής σε έναν θρύλο της ελληνικής μουσικής, τον Μίκη Θεοδωράκη.
Η συναυλία-αφιέρωμα στον μεγάλο συνθέτη, που σφράγισε την ταυτότητα ολόκληρης της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι για τον Tekbilek μια πράξη βαθιάς ευγνωμοσύνης και τιμής. Άλλωστε, είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει προσωπικά, λίγο πριν ο Θεοδωράκης φύγει από τη ζωή.
Λίγες μέρες πριν την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη, μιλήσαμε με τον Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ για τις ρίζες του, τη σχέση του με την Ελλάδα, τον Θεοδωράκη, και τη μουσική ως γλώσσα που ενώνει τους ανθρώπους πέρα από σύνορα και θρησκείες.
Μεγαλώσατε σε ένα περιβάλλον όπου η παράδοση, η πίστη και η μουσική ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες. Πείτε μας για το ξεκίνημα σας.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα βαθιά μουσικό περιβάλλον, περιτριγυρισμένος από παράδοση και πίστη. Είχα δύο μεγαλύτερα αδέλφια που ήταν μουσικοί και αποτέλεσαν για μένα μεγάλη πηγή έμπνευσης. Η γειτονιά μας στα Άδανα ήταν επίσης πλούσια σε μουσική παράδοση, κάτι που διαμόρφωσε την πορεία μου από πολύ νωρίς.
Άρχισα να παίζω καβάλ και μπαγλαμά στα εννιά μου χρόνια. Στα έντεκα, γνώρισα τον πρώτο μου δάσκαλο, τον Aydın Cangurgel. Είχε ένα μουσικό κατάστημα και εργαζόταν και ως ατζέντης συναυλιών. Με προσκάλεσε να τον βοηθώ στο μαγαζί του όταν έλειπε λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, και σε αντάλλαγμα, μου δίδαξε τις βασικές αρχές της μουσικής και με ενέταξε στο μουσικό του σύνολο. Έμεινα κοντά του μέχρι τα δεκαέξι μου, όταν μετακόμισα από την Άδανα στην Κωνσταντινούπολη.
Υπάρχει κάποιο μουσικό στοιχείο από την παιδική σας ηλικία που εξακολουθεί να σας καθοδηγεί μέχρι σήμερα;
Απολύτως. Το σύστημα των μακάμ (ένα σύστημα μελωδικών ειδών που χρησιμοποιούνται στην τουρκική κλασική μουσική και την τουρκική λαϊκή μουσική) και η βαθιά ρυθμική γνώση που απέκτησα από τον πρώτο μου δάσκαλο με καθοδηγούν ακόμα και σήμερα. Αποτελούν την καρδιά κάθε δημιουργίας και ερμηνείας μου.

Πιστεύατε πάντα ότι η ζωή σας θα είναι αφιερωμένη στη μουσική ή υπήρξαν στιγμές αμφιβολίας;
Ποτέ δεν αμφέβαλα για την αγάπη μου προς το Νέι, το Μπαγλαμά και τα κρουστά. Ήταν πάντα πηγή έμπνευσης και δύναμης για μένα. Αυτό το πάθος είναι που με καθοδηγεί ακόμη και σήμερα.
Θυμάστε την πρώτη φορά που αισθανθήκατε πως η μουσική δεν είναι απλώς ήχος αλλά κάτι βαθύτερο; Ένα κάλεσμα ίσως;
Ναι, το θυμάμαι πολύ καθαρά. Ήμουν περίπου δέκα ετών, έπαιζα μόνος μου Μπαγλαμά στο δωμάτιο μου μια πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Ήμουν εντελώς απορροφημένος – ίδρωνα, ήμουν συγκεντρωμένος, σχεδόν σε έκσταση. Ξαφνικά, η μητέρα μου άνοιξε την πόρτα και, βλέποντάς με μουσκεμένο στον ιδρώτα, άρχισε να με ρωτά: «Γιατί δεν βγαίνεις έξω να παίξεις με τα άλλα παιδιά αντί να κάθεσαι εδώ με τον μπαγλαμά τέτοια μέρα;» Η φωνή της με τράνταξε. Την κοίταξα και της είπα: «Μαμά, περνάω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Μην ανησυχείς για μένα.» Μετά που έφυγε, έμεινα σιωπηλός και σκέφτηκα αυτή τη στιγμή. Κατάλαβα ότι η κατάσταση στην οποία ήμουν παίζοντας, ήταν ίδια με εκείνη όταν προσευχόμουν – πλήρως αφοσιωμένος, μόνος με τον εαυτό μου, αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα: το παίξιμο είναι για μένα προσευχή. Και ελπίζω να συνεχίσω να προσεύχομαι με αυτόν τον τρόπο για όλη μου τη ζωή.
Μεταναστεύσατε στις ΗΠΑ πολύ νωρίς, το 1976 αν δεν κάνω λάθος. Πόσο εύκολο ήταν να μην επηρεαστείτε από τη “Δυτική” μουσική και να ανθίσετε ως συνθέτης παραμένοντας πιστός στους ήχους της Ανατολής;
Πιστεύω ότι το μυστικό για να παραμείνω ριζωμένος στην παράδοσή, ενώ αναπτυσσόμουν ως μουσικός, ήταν η εμπειρία μου που αποκόμισα στην Κωνσταντινούπολη. Καθιερώθηκα γρήγορα ως στούντιο μουσικός και για περίπου δέκα χρόνια έπαιζα με πολλούς διάσημους τραγουδιστές. Αυτή η εμπειρία μου έδωσε βαθιά και ποικιλόμορφη μουσική βάση. Η δουλειά στο στούντιο με δίδαξε πειθαρχία, ευελιξία και επαγγελματισμό, ενώ με κρατούσε κοντά στους παραδοσιακούς ήχους. Αυτή η ισορροπία με βοήθησε να παραμείνω πιστός στη μουσική της Ανατολής και να εξελιχθώ ως συνθέτης.
Για πολλούς, η μουσική σας είναι γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Πόσο εύκολο ήταν να μεταδώσετε αυτό το συναίσθημα στο δυτικό κοινό;
Οφείλω πολλά στον Brian Keane – έναν εξαιρετικό κιθαρίστα, συνθέτη και μηχανικό ήχου – που έκανε παραγωγή στα πρώτα μου έξι άλμπουμ. Ο σεβασμός του προς την αγάπη μου για την παράδοση και την προσέγγισή μου ως μουσικό, έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου που έφτασε στο δυτικό κοινό.
Στο στούντιο, πολύ συχνά μοιραζόμασταν πολλές συγκινητικές στιγμές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ηχογράφησης. Πάντα είχαμε στο νου μας να μην υπερβάλουμε σε τίποτα, ποτέ δεν το παρακάναμε – το κέντρο μας ήταν η αυθεντικότητα και η ψυχή της μουσικής. Πιστεύω πως αυτή η ειλικρίνεια και συναισθηματική αλήθεια ήταν που άγγιξε τους ακροατές και βοήθησε να γεφυρωθεί το κενό μεταξύ ανατολής και δύσης.
Ποιος είναι ο ρόλος της παραδοσιακής μουσικής σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από εφήμερη διασκέδαση;
Η παραδοσιακή μουσική έχει τεράστια αξία γιατί κουβαλά τη σοφία και το συναισθηματικό βάθος γενεών πριν από εμάς. Σε έναν κόσμο που κινείται γρήγορα και αναζητά τη φευγαλέα διασκέδαση, η διατήρηση αυτών των παραδόσεων μάς κρατά συνδεδεμένους με την πολιτισμική μας ταυτότητα. Ταυτόχρονα, προσθέτουμε τις δικές μας εμπειρίες σε αυτή τη συνέχεια και τη μεταδίδουμε στις επόμενες γενιές διασφαλίζοντας ότι συνεχίζει να εξελίσσεται με νόημα.
Πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να συνδυάσει τον σεβασμό προς την παράδοση με την ανάγκη για καινοτομία και εξέλιξη;
Η παράδοση είναι θησαυρός χτισμένος στις εμπειρίες όσων ήρθαν πριν από εμάς – αλλά δεν είναι ένα κλειστό σύστημα. Έχει ανοιχτό τέλος, και εμείς, ως καλλιτέχνες, πρέπει να νιώθουμε ελεύθεροι να συνεισφέρουμε σε αυτό. Η καινοτομία δεν σημαίνει εγκατάλειψη της παράδοσης – σημαίνει να προσθέτεις σε αυτήν με σύνεση και ειλικρίνεια. Όπως είπε κάποτε ο Μπετόβεν: ένας μουσικός πρέπει να είναι ελεύθερος σαν τσιγγάνος και πειθαρχημένος σαν στρατιώτης. Σε αυτήν την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και σεβασμού είναι που γεννιέται η εξέλιξη.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, πώς μπορεί κανείς να διατηρήσει τις μουσικές και πολιτισμικές του ρίζες;
Ο μόνος τρόπος είναι μέσα από συνεχή μελέτη, μάθηση και εξάσκηση – ενώ ταυτόχρονα να κρατάμε το μυαλό και την καρδιά μας ανοιχτά. Η σύνδεση με τις ρίζες μας απαιτεί αφοσίωση, αλλά και προθυμία να ακούσουμε, να εξελιχθούμε και να αλληλεπιδράσουμε με τον κόσμο γύρω μας, χωρίς να χάσουμε το κέντρο μας.

Έχετε συνεργαστεί με μουσικούς από διαφορετικές κουλτούρες. Τι αποκομίσατε από αυτές τις μουσικές ανταλλαγές;
Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που έχω μάθει από αυτές τις συνεργασίες είναι πως ο ρυθμός είναι η παγκόσμια βάση της μουσικής. Όταν αντιλαμβανόμαστε πραγματικά τους παλμούς, γίνεται πιο εύκολο να κατανοήσουμε και να συνδεθούμε ακόμη και με τις πιο σύνθετες μελωδικές δομές. Αυτές οι συνεργασίες βάθυναν την εκτίμησή μου τόσο για τη διαφορετικότητα όσο και για την ενότητα στη μουσική.
Τι σημαίνει για εσάς «παραδοσιακή μουσική»; Είναι αναπαραγωγή ή ένας ζωντανός οργανισμός;
Πιστεύω ότι είναι και τα δύο. Η παραδοσιακή μουσική είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αναπνέει και εξελίσσεται μέσα από κάθε αναπαραγωγή. Κουβαλά την ουσία του παρελθόντος ενώ παραμένει ανοιχτή στο άγγιγμα του παρόντος.
Πώς μπορεί ένας μουσικός να βρει την «ψυχή» ενός τραγουδιού γραμμένου αιώνες πριν;
Για μένα, η ψυχή μιας μελωδίας αποκαλύπτεται όταν νιώθω κάτι σωματικό – όπως ανατριχίλα – ή συναισθηματικό, όπως δάκρυα στα μάτια μου. Τότε ξέρω ότι το τραγούδι έχει αγγίξει κάτι βαθύ και διαχρονικό.
Έχει αλλάξει η σχέση σας με τη μουσική με τον καιρό;
Καθόλου – έχει απλώς δυναμώσει. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια άρχισα επίσης να μελετώ δυτικό φλάουτο και κιθάρα, κάτι που πρόσθεσε μια νέα διάσταση στο μουσικό μου ταξίδι.
Μιλήστε μας για το OMAR FARUK SCHOOL OF MUSIC. Ενδιαφέρονται οι νέοι για την παραδοσιακή μουσική και τα όργανα;
Ναι, πάρα πολύ! Στην Τουρκία, το άνοιγμα των ωδείων το 1975 για την κλασική και τη λαϊκή μουσική δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα επίγνωσης και ενδιαφέροντος ανάμεσα στις νεότερες γενιές. Σήμερα βλέπουμε πολλούς εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς σε όλους τους τομείς. Προσπαθώ να τους στηρίζω, μοιράζοντας την εμπειρία μου στο κανάλι μου στο YouTube, και νιώθω ευγνώμων για τις θερμές και εγκάρδιες αντιδράσεις τους.
Ως καλλιτέχνης επηρεασμένος από τη σουφική παράδοση, πώς βιώνετε τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τον Θεό;
Όπως έχω πει ξανά – για μένα, το να παίζω μουσική είναι μια μορφή προσευχής. Το σύμπαν είναι φτιαγμένο από δονήσεις, και η μουσική είναι η τέχνη της δόνησης. Όταν δημιουργούμε μουσική, επικοινωνούμε με το ίδιο το σύμπαν. Για μένα, η μουσική είναι το πιο άμεσο και ιερό μονοπάτι προς τον Θεό – προς την αληθινή μας ουσία.
Συχνά μιλάτε για τη πνευματική διάσταση της μουσικής. Ποιος είναι ο ρόλος της προσευχής ή του διαλογισμού στη δημιουργική σας διαδικασία;
Η προσευχή και ο διαλογισμός με βοηθούν να συνδεθώ με τις βαθύτερες ρίζες μου. Οξύνουν την επίγνωσή μου για τη σύνδεση σώματος και νου, που είναι ουσιαστική για κάθε καλλιτέχνη. Άλλωστε, χρησιμοποιούμε και τα δύο, σώμα και μυαλό, για να εκφράσουμε όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια.
Θα συνεχίσετε να ηχογραφείτε; Ετοιμάζετε κάτι για το άμεσο μέλλον;
Απολύτως! Έχω ήδη ηχογραφήσει τέσσερα νέα κομμάτια και αυτή τη στιγμή εργάζομαι πάνω σε ένα νέο άλμπουμ. Περισσότερη μουσική σίγουρα έρχεται.
Τι θα θέλατε να αφήσετε πίσω ως καλλιτεχνική παρακαταθήκη;
Θέλω να με θυμούνται ως κάποιον που δεν σπατάλησε τον χρόνο του στη Γη, που προσέφερε κάτι ουσιαστικό στην τέχνη της μουσικής, και τα τραγούδια του συνεχίζουν να ζουν στις καρδιές των μουσικόφιλων.
Τι αναζητάτε όταν παίζετε ζωντανά; Μια προσωπική σύνδεση ή μια συλλογική εμπειρία;
Για μένα, η συλλογική εμπειρία είναι πιο δυνατή. Η μουσική είναι συλλογική τέχνη – έχει σκοπό να φέρνει τους ανθρώπους κοντά, να δημιουργεί ένα κοινό συναισθηματικό ταξίδι. Όταν οι μουσικοί, το κοινό και η ενέργεια του χώρου γίνονται ένα, τότε συμβαίνει η πραγματική μαγεία.
Μετά από τόσα χρόνια δημιουργίας, περιοδειών και συνεργασιών, τι είναι αυτό που ακόμα σας συγκινεί όταν ανεβαίνετε στη σκηνή;
Νιώθω απίστευτα τυχερός που μοιράζομαι τη σκηνή με τόσο στοργικούς και σεβαστούς μουσικούς. Κάθε φορά που ανεβαίνουμε στη σκηνή και βλέπουμε το κοινό να μας περιμένει, με βλέμματα γεμάτα περιέργεια και προσμονή – μας γεμίζει με χαρά. Αυτή η αμοιβαία ενέργεια, ο κοινός ενθουσιασμός και η συναισθηματική σύνδεση που δημιουργούμε μαζί, είναι τροφή για την ψυχή. Είναι αυτό μας κρατά εμπνευσμένους, και θέλουμε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε αυτή τη χαρά, όσο περισσότερο μπορούμε.
Έχετε εμφανιστεί πολλές φορές στην Ελλάδα. Ποια είναι η σχέση σας με το ελληνικό κοινό;
Από την πρώτη φορά που έπαιξα στην Αθήνα το 1995, ένιωσα μια βαθιά σύνδεση με το ελληνικό κοινό. Μου έγινε ξεκάθαρο πόσα πολλά μοιραζόμαστε μουσικά και πολιτισμικά. Από τότε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως πάντα θα έχω στο συγκρότημά μου, έναν Έλληνα στα πλήκτρα – και κράτησα αυτή την υπόσχεση. Για πάνω από 20 χρόνια τώρα, ο Γιάννης Δημητριάδης είναι και αγαπημένος μου αδελφός και εξαιρετικός μουσικός. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για τον δεσμό που μοιραζόμαστε με την Ελλάδα.
Τι θα είναι ξεχωριστό σε αυτή τη συναυλία στη Θεσσαλονίκη;
Είναι πραγματική τιμή να παίξω στη μνήμη του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη και να βοηθήσω να διατηρηθεί το πνεύμα του ζωντανό στις καρδιές των μουσικόφιλων. Αυτή η εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα σημαντική για μένα γιατί είχα μια πολύ προσωπική και συγκινητική στιγμή μαζί του πριν φύγει. Τον επισκέφθηκα στο σπίτι του και του έπαιξα ένα από τα τραγούδια του με το νέι. Με άκουσε με χαμόγελο και μου είπε: «Μπράβο, Ομάρ!»—μια στιγμή που θα θυμάμαι για πάντα.
Πώς γνωρίσατε τον Μίκη Θεοδωράκη; Ποια ήταν η σχέση σας;
Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη μέσω του πολιτιστικού φορέα LifeArt, με τον οποίο συνεργάζομαι. Οργάνωσαν μια εκδήλωση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα και με κάλεσαν να ερμηνεύσω πέντε τραγούδια του. Πριν την εκδήλωση, τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, όπου είχα την τιμή να περάσω μαζί του, ένα πολύ ξεχωριστό μισάωρο. Εκεί μου έδωσε την προσωπική του ευλογία να ερμηνεύσω τη μουσική του – μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Έχετε αναφέρει στο παρελθόν ότι η ελληνική μουσική σάς είναι οικεία. Τι ομοιότητες βλέπετε ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές μουσικές παραδόσεις;
Αν παρατηρήσουμε καλά αυτό που σήμερα ονομάζουμε Κλασική Τουρκική Μουσική, θα δούμε ξεκάθαρα τη βαθιά επιρροή των Ελλήνων μουσικών και συνθετών – πολλοί από τους οποίους ήταν Οθωμανοί πολίτες και υπηρέτησαν στην αυτοκρατορική αυλή. Για σχεδόν 500 χρόνια ζούσαμε δίπλα-δίπλα στον ίδιο χώρο, μοιραζόμενοι πολιτισμικά, μουσικά και συναισθηματικά τοπία. Είναι απόλυτα φυσικό οι μουσικές μας παραδόσεις να είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένες.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους Έλληνες ακροατές που σας ακολουθούν και αγαπούν τη μουσική σας εδώ και δεκαετίες;
Θέλω να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη προς τους Έλληνες ακροατές – για την αγάπη, τον σεβασμό και για το ότι έρχονται στις συναυλίες μας με τόση ζεστασιά και ενθουσιασμό. Η στήριξή τους μάς δίνει το κουράγιο να συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Η μουσική είναι το τελευταίο αληθινό σύνορο – ένας τόπος όπου μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον πέρα από ταυτότητες και σύνορα. Μας θυμίζει πως είμαστε όλοι μία ψυχή. (με bold στο αυθεντικο κειμενο).
Ευχαριστώ πολύ για το ειλικρινές σας ενδιαφέρον και τον χρόνο σας. Ελπίζω να συναντηθούμε στη Θεσσαλονίκη.
Παρακαλώ πολύ! Ήταν μεγάλη χαρά να μοιραστώ τα συναισθήματά μου μαζί σας και ελπίζω να σας δω στη Θεσσαλονίκη.
Η συνομιλία με τον Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ έστω και διαδικτυακά, είναι μια υπενθύμιση πως η μουσική δεν είναι απλώς ήχος – είναι προσευχή, μνήμη, γέφυρα επικοινωνίας. Στον κόσμο του, η πνευματικότητα δεν περιορίζεται σε λέξεις· μεταμορφώνεται σε μουσικές δονήσεις, που αγγίζουν τις ψυχές μας.
Το αφιέρωμά του στον Μίκη Θεοδωράκη στη Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς μια συναυλία· είναι ένας φόρος τιμής από έναν καλλιτέχνη που γνωρίζει από μέσα τι σημαίνει να υπηρετείς τη μουσική με πίστη, σεβασμό και αγάπη.
Στις 10 Ιουλίου, ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχοντας στο Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών με μια ξεχωριστή συναυλία-αφιέρωμα στη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη, του συνθέτη που σφράγισε τον πολιτισμό και την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας. Στο πλευρό του θα βρεθεί η Ρίτα Αντωνοπούλου, μία από τις πιο δυναμικές και ευαίσθητες φωνές της ελληνικής σκηνής.
Τη βραδιά της συναυλίας του στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Ιουλίου, ο ουρανός θα φωτίζεται από την πιο λαμπερή πανσέληνο του χρόνου – μια συγκυρία που μοιάζει σχεδόν συμβολική για τη μουσική του Ομάρ Φαρούκ, που ενώνει γη και ουρανό.
Κλείνοντας, κρατώ βαθιά μέσα μου τα λόγια του:
«Η μουσική είναι το τελευταίο αληθινό σύνορο – ένας τόπος όπου μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον πέρα από ταυτότητες και σύνορα. Μας θυμίζει πως είμαστε όλοι μία ψυχή.»
Ακόμα και μέσω μιας διαδικτυακής συνομιλίας, η παρουσία του Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ υπήρξε ζεστή, γενναιόδωρη και ουσιαστική – σαν να γεφύρωσε ο ίδιος την απόσταση με τη δύναμη της μουσικής και της καρδιάς του.
OMAR FARUK TEKBILEK AND HIS ENSEMBLE, Συμμετέχουν οι Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες, ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝμ Πέμπτη 10 Ιουλίου, Συμμετέχει η Ρίτα Αντωνοπούλου., Opening Act: Σταματία Μολλούδη