«Θα πω ένα τραγούδι…»– 10 ιστορίες πίσω από επιτυχίες του Μίλτου Πασχαλίδη
Τριάντα χρόνια. Τριάντα χρόνια γεμάτα λέξεις, νότες, συναισθήματα και ανθρώπινες ιστορίες που δεν έμειναν ποτέ στα χαρτιά.
Όταν πλησιάζει το καλοκαίρι και οι παρέες αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδια, ακούγεται πάντα η ίδια, σχεδόν τελετουργική ερώτηση: «Έκλεισες Μίλτο;» Όχι σαν κάτι τυπικό, αλλά σαν υπενθύμιση ότι κάποια πράγματα δεν είναι απλώς συνήθειες – είναι ανάγκες. Είναι η ανάγκη να βρεθείς ξανά κάτω από έναν νυχτερινό ουρανό σε ένα ανοιχτό θέατρο, με μια μπύρα στο χέρι, να τραγουδάς μαζί του…
Γιατί ο Μίλτος Πασχαλίδης δεν έγραψε απλώς τραγούδια, έπλασε μια κοινότητα. Τα τραγούδια του είναι ιστορίες που ανασαίνουν, που βρίσκονται ανάμεσά μας, που μας γλιτώνουν από τη λήθη. Τριάντα χρόνια μετά, και δέκα ιστορίες πίσω από τραγούδια που ακούμε από τον Μίλτο έτσι όπως τις έχει διηγηθεί ο ίδιος σε κάποια συναυλία.
Ξημερώματα
Η ιστορία του τραγουδιού μέσα από αναφορές του ίδιου σε κάποια καλοκαιρινή συναυλία.
Πολλά από τα live του ξεκινάνε με τα ξημερώματα…ένα τραγούδι αργό, ρυθμικό, συναισθηματικό τα «ξημερώματα» είναι από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια που μας έχει χαρίσει ο Μίλτος Πασχαλίδης.
Γραμμένο το ’79, από τους Λάκη Παπαδόπουλο και Άκο Δασκαλόπουλου με αρχικό πλάνο να ομοιάζει με το μουσικό προφίλ του Νίκου Ξυλούρη, ήταν μια προσπάθεια των νεαρών τότε συνθετών να περιγράψουν αλληγορικά τι θα συνέβαινε αν ο Ξυλούρης επέστρεφε από τον άλλο κόσμο.
Έτσι το τραγούδι περίμενε για δεκαετίες στα κιτάπια του Λάκη, αν και μεταξύ σοβαρού και αστείου το ανέφερε στον Μίλτο λέγοντας «έχω κάτι για σένα, έλα από το στούντιο να το δεις». Ο Μίλτος έλεγε συνέχεια ότι θα περνούσε αλλά δεν εμφανιζόταν ποτέ.
Μέχρι που το 2015, ο Μίλτος παρκάρει με αλάρμ έξω από το στούντιο του Λάκη και τον αφήνει φρουρό εκεί για να μην τον γράψει η τροχαία. Μπαίνει στο στούντιο και μέσα σε ένα τέταρτο, με άγχος και βιασύνη έχει ηχογραφήσει το υπέροχο αυτό τραγούδι :
«Να΄ταν Μάης και Σάββατο σαν θα γύριζα και του χάρου σαν σκυλάκι να του σφύριζα…»
Φωτιά μου
Το επόμενο τραγούδι είναι παιδί μουσικό και στιχουργικό του ίδιου του Πασχαλίδη και ένα από τα πιο όμορφα του δίσκου «Κακές συνήθειες»
Αυτή τη φορά αφορμή για να τον κατακλείσουν λέξεις και μελωδίες ήταν μια κοπέλα που χόρευε «Θα πω ένα τραγούδι, σήκω να το χορέψεις τα μάτια να μου κλέψεις για πάντα, πριν χαθώ».
Πάμε πίσω στο 1997 ο Μίλτος τότε στα 28 του είχε βγει με ένα φίλο του για να παρακολουθήσει μια παράσταση. Μόλις τελείωσε, ο φίλος του θέλοντας να διασκεδάσει τον τράβηξε «εκεί όπου γλεντάει η νεολαία». Πηγαίνουν λοιπόν σε ένα κλαμπ της εποχής, με μουσική στη διαπασών και κοπέλες πάνω στα τραπέζια να χορεύουν. Ε, δεν πέταξε και τη σκούφια του ο Πασχαλίδης, δεν ήταν ούτε το μέρος, ούτε η μουσική που προτιμούσε για να περάσει καλά, παρ’ όλα αυτά έμεινε στο μαγαζί από περιέργεια.
Μέχρι που κάποια στιγμή, ο dj αλλάζει εντελώς το κλίμα και μπαίνει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, οι περισσότεροι από τους θαμώνες χάνουν το ενδιαφέρον τους και γενικά το γλέντι ξαφνικά γίνεται υποτονικό. Οι κοπέλες κατεβαίνουν από τα τραπέζια, εκτός από αυτό το ένα κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά, όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο Μίλτος, που μένει πάνω στο τραπέζι και χορεύει το ζεϊμπέκικο λεβέντικα, το όλο θέαμα τον έχει συνεπάρει, δεν έχει ξαναδεί κοπέλα να χορεύει τόσο όμορφα έναν τέτοιο χορό όπως το ζεϊμπέκικο.
«Έμεινα να την χαζεύω» είχε πει ο τραγουδοποιός, το ίδιο βράδυ έφυγε από το κλαμπ και έγραψε το «Φωτιά μου» για εκείνη την μια κοπέλα που δεν ξαναείδε και του έκλεψε τα μάτια του εκείνο το βράδυ.
Ο Πασχαλίδης έχει αναφέρει ότι αγαπάει αρκετά τραγούδια, του Θάνου, του Λαυρέντη και άλλων συν (αδελφών) του όπως τους αποκαλεί, ωστόσο ποτέ δεν αναφέρει ότι αγαπάει δικά του, το «φωτιά μου» είναι η εξαίρεση. Το αγάπησε τόσο που δεν του έβγαινε η ηχογράφηση, προσπαθούσε να το πει επιτηδευμένα καλά και να βγει αριστούργημα, αλλά όλο κάτι του έφταιγε.
Μόλις βγήκε από την πρώτη προσπάθεια να το ηχογραφήσει, έπεσε πάνω στον Γιάννη Πάριο και ντράπηκε που τον άκουσε να το ερμηνεύει…ο Πάριος πάλι, του είπε «βγάλε τις φιοριτούρες και θα βγει». Μπήκε μέσα, το είπε στα ίσια και όπως μαντεύετε όντως βγήκε.
«Φωτιά μου εσύ και αέρας στο σύνορο τούτης της μέρας Τη φλόγα σου δώσ’μου και γίνε μου φως μου χρυσόμαλλο δέρας Φωτιά μου εσύ και αέρας στο σύνορο τούτης της μέρας Το γέλιο σου δώσ’μου και γίνε του κόσμου το πέρας »
Αγύριστο κεφάλι
Η ιστορία από το αγύριστο κεφάλι ίσως είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου που κατά καιρούς έχει διηγηθεί.
Απρίλιος του 98′, ο Μίλτος έχει προγραμματισμένες συναυλίες με τον Θανάση Γκαϊφύλλια στην Αθήνα. Ο Γκαϊφύλλιας, ένας παλιός ροκάς από την Κομοτηνή, με σημαντικές συνεργασίες στο μουσικό του βιογραφικό, είναι και ο άνθρωπος που μαζί πρωτοείπαν το «Αγύριστο κεφάλι».
«Εγώ πρέπει να πάω φαντάρος, αν και έχω πάρει αναβολή για ένα εξάμηνο…έπρεπε να παρουσιαστώ και μετά να κάνω τις συναυλίες με τον Θανάση στην Αθήνα».
Ο Μίλτος τότε είχε περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα και ξεκίνησε να κατεβαίνει προς την Αθήνα ξημερώματα, για να πάρει την αναβολή και μετά να συνεχίσει τις συναυλίες.
«Εμείς κατεβαίνουμε από βόρεια, ξημερώνει είχα και άλλους δυο τρεις μαλάκες μαζί, τους λέω πάμε Αθήνα οδικώς αλλά μη κοιμηθείτε όλοι… μέχρι τα Μάλγαρα ροχάλιζαν και οι τρεις …πάλι καλά που το είπα δηλαδή. Κάπου στη Θήβα λοιπόν, με παίρνει και μένα ο ύπνος, ολέθριο, πάω με 140 και πέφτω στη μπάρα…δεν ξανά οδηγώ κουρασμένος. Γλιτώσαμε από πραγματική τύχη δεν μπορώ να καταλάβω πως γλιτώσαμε».
Την άλλη μέρα του τηλεφωνεί ο Θηβαίος και του λέει «μπράβο συγχαρητήρια, πάνω που γίναμε φίλοι και θα βγάζω δίσκους στη μνήμη σου».
Λίγο αργότερα τον παίρνει τηλέφωνο ένας άλλος φίλος και λέει «σου έγραψα ένα στιχάκι μανάρι μου, είναι πολιτικό στιχάκι, είναι απάντηση σε ένα παλιό τραγούδι ενός ποιητή, θέλω να το πεις, αλλά ο τελευταίος στίχος είναι μια δικιά μας συγκυρία…Για να μην ξεχάσεις ποτέ αυτό το τρακάρισμα ο τελευταίος στίχος λέει «στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι και η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει».
Το τραγούδι έγραψε ο αξεπέραστος Άλκης Αλκαίος και με τη μελοποίηση του Πασχαλίδη, πέρασε σε ένα από τα πιο υπέροχα πολιτικά τραγούδια του.
Όποτε συναντήθηκαν ο ψυχογράφος Αλκαίος με τον Πασχαλίδη έχουμε γεννηθεί αριστουργήματα, με το «αγύριστο κεφάλι» να είναι ένα από αυτά. Ακούγεται πάντα στις καλοκαιρινές μας συναντήσεις με τον Πασχαλίδη και μάλιστα με μια όμορφη παραλλαγή του τελευταίου στίχου «Στα χέρια ΣΑΣ αφήνω το τιμόνι και η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει» που συγκυριακά και πάλι ο Μίλτος κλείνει το μάτι στο κοινό και καμαρώνει για το μέλλον που «ξημερώνει» με ΕΜΑΣ στο τιμόνι.
Ελιοματούσα
Ένα τραγούδι πολύ γλυκό και συγκινητικό το οποίο γράφτηκε το 2016 και είναι πάντα αφιερωμένο στην Ανθή του. Η πάντα μοναδική πινελιά του Θύμιου Παπαδόπουλου στα πνευστά κάνει το τραγούδι αιθέριο και πολύ χαρακτηριστικό από τις πρώτες κιόλας νότες.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης δείχνει πολύ συχνά την πιο τρυφερή του πλευρά τόσο προς την σύντροφό του Ανθή, όσο και στις κόρες του Ευγενία και Χριστίνα. Η «Ελιοματούσα», είναι ένα τρυφερό τραγούδι που γράφτηκε «ακαριαία» όπως έχει πει και αυτό είναι ένα δώρο όταν συμβαίνει.
Με αναφορές στα χαρακτηριστικά μαύρα μάτια της, αλλά και στον στίχο του Σεφέρη «Τ’άηδονια δεν σ’αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» από το ποίημα Ελένη. Ο Μίλτος δανείζεται και παραλλάσει :
«Κι όταν περάσουνε τα χρόνια Κι έρθουν στις Πλάτρες τα αηδόνια ίσως να δεις πως σ ‘αγαπούσα μόνο εσένα Ελιοματούσα »
Η αναφορά στις Πλάτρες, χωριό στους πρόποδες του όρους Τροόδου στην Κύπρο, ίσως δεν είναι τυχαία, αφού η σύντροφός του κατάγεται από την Κύπρο.
Με την «Ελιοματούσα» μπόρεσε να χωρέσει σε ένα τραγούδι την διάθεση να κάνεις δυνατό το ακατόρθωτο όταν είσαι ερωτευμένος.
Μόνο να γελάς
Μια ακόμα προσωπική πινελιά που λίγοι μπορεί να έχουν παρατηρήσει είναι η έναρξη του τραγουδιού «Μόνο να γελάς». Στα πρώτα δευτερόλεπτα του τραγουδιού ακούγεται το υπερηχογράφημα της συντρόφου του όταν ήταν έγκυος στη μικρή τους κόρη. Χριστίνα.
Είναι μια πολύ δυνατή στιγμή που ο Μίλτος μοιράστηκε απλόχερα και δίνει στον δίσκο κάτι μοναδικό και όμορφο.
Η χώρα των αθώων
Και όμως, δεν είναι άτοπο το «Ο Μάνος έχει ακόμα λόγια για εμάς»
Ένα από τα πιο «άγρια» τραγούδια του Πασχαλίδη είναι «η χώρα των αθώων» και η ιστορίας του.
Ο Μάνος Ελευθερίου, τηλεφωνεί στον Πασχαλίδη το 2015, λίγη ώρα μετά την είδηση της αυτοκτονίας του Βαγγέλη Γιακουμάκη στα Ιωάννινα. Η υπόθεση αυτή τον τάραξε τόσο που έγραψε κατευθείαν από τη ψυχή του για τον 20χρονο φοιτητή :
«Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων γι’ αυτούς που ζούνε συντροφιά μ’ έναν χαφιέ. Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία».
Ο Ελευθερίου στο τηλεφώνημα ξεκίνησε λέγοντας «Αγοράκι μου έχω γράψει κάτι μεγάλο και άχρηστο».
Μετά την γεμάτη ταραχή απαγγελία του, ο Μίλτος συγκλονισμένος του είπε ότι θα το μελοποιούσε δίχως αμφιβολία.
Πέρασαν 4 χρόνια ώσπου να το πιάσει. Σε μια από τις συναυλίες που έκανε με τον Νταλάρα το θυμήθηκε και του το διάβασε…ο Νταλάρας ενθουσιάστηκε και είπε ότι αυτό θα ήταν ωραίο να το πουν οι τρεις τους, παρέα με τον Μαχαιρίτσα. Ο Λαυρέντης όμως έφυγε λίγο μετά, δεν πρόλαβαν και έτσι στον δίσκο το είπαν οι δυο τους.
Το ποίημα ήταν άτιτλο εξαρχής και ο Πασχαλίδης διάλεξε την πιο δυνατή του φράση, όχι μόνο ως τίτλο του τραγουδιού, αλλά και ως τίτλο όλου του δίσκου.
Συβαρίτισσα
Άλλο ένα τραγούδι με μια γλυκόπικρη ιστορία.
Από τον τίτλο και μόνο πολλοί μπορεί να καταλάβουν και το άτομο στο οποίο είναι αφιερωμένο, την συγγραφέα και ποιήτρια Λιλή Ζωγράφου. Το άγνωστο είναι η σύνδεση του Μίλτου με την συγγραφέα και ο λόγος που της έγραψε τραγούδι.
Λοιπόν, όλα συνέβησαν όπως ακριβώς περιγράφονται στο τραγούδι :
«Σε γνώρισα κάποια βραδιά παραμονές του κλήδωνα Σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω Ημούν παιδί στα δεκαεννιά Τα χείλη μου ξεκλείδωνα Να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μιά πενήντα χρόνια διαφορά Πενήντα χρόνια τσαπουκά και ευαισθησία Κι ό,τι μας έδεσε κρυφά από τη πρώτη μας ματιά Είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία».
Όντως είχαν γνωριστεί σε ένα γλέντι του Κλήδωνα στην Κρήτη που τότε ο τραγουδοποιός σπούδαζε και δέθηκαν πολύ, περνούσαν χρόνο μαζί, συζητούσαν ατελείωτα, έπιναν ρακές…έτσι και ένα βράδυ σε ένα ρακάδικο στο Ρέθυμνο, ο Πασχαλίδης της τραγουδούσε τον Ερωτόκριτο και αυτή έπινε ρακές και κάπνιζε κάτι slim τσιγάρα, ενώ έβριζε τον γιατρό της που της απαγόρευε τα βαριά τσιγάρα και το αλκοόλ.
Το επόμενο πρωί ο Μίλτος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από μια φίλη της νοσοκόμα που τον ρωτούσε αν είδε την Λιλή τελευταία. Αυτός είπε ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν μαζί και μάλιστα την πήγε αυτός σπίτι. Τον πληροφόρησε τότε ότι η Λιλή είχε μεταφερθεί με εγκεφαλικό στο νοσοκομείο.
Ο Μίλτος ταραγμένος με τα νέα, άρχισε να γράφει σε ένα χαρτί για την συβαρίτισσά του…και είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν άλλαξε ούτε λέξη σε τραγούδι του και που όντως «η αγάπη άργησε μια μέρα» για αυτούς τους δύο.
*Συβαρίτισσα – Οι συβαρίτες ήταν κάτοικοι μια αποικίας στην Κάτω Ιταλία και χαρακτηρίζονταν από τη καλή ζωή και τις απολαύσεις, με τάσεις στην ευδαιμονία. Έτσι και ο χαρακτηρισμός συβαρίτης/τισσα περιγράφει αυτή την θετική κατάσταση όσο και αυτούς που γίνονται μαλθακοί λόγω της υπερβολής τους στην καλή ζωή.
Τα μπλουζ της άγριας νιότης
Ένα τραγούδι από τον πρώτο δίσκο του και ένα από τα πολύ αγαπημένα του κοινού, αν και δεν μας κάνει την χάρη να το λέει στα live συχνά, έχει μια ιστορία από πίσω και έχει γραφτεί για ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει φύγει πολύ νωρίς.
Το τραγούδι αναφέρεται στον κάποτε παραγωγό του Μίλτου, όταν αυτός ακόμα ήταν πιτσιρικάς και έκανε τα πρώτα του βήματα δισκογραφικά, τον Μάνο Ξυδού για τον οποίο τρέφει τεράστια ευγνωμοσύνη… Ο Μάνος λοιπόν, τον τράβηξε στο στούντιο για πρώτη φορά, όταν αυτός ακόμα ήταν στην Κρήτη φοιτητής.
Το «τα μπλουζ της άγριας νιότης» γράφτηκε μετά από έναν καβγά που είχαν Πασχαλίδης- Ξυδούς και όπως έχει αναφέρει ο πρώτος, εκείνη τη στιγμή έφυγα με τόσα νεύρα που ή θα έγραφα κάτι γεμάτο βρισιές ή θα έγραφα κάτι πολύ τρυφερό. Είναι προφανές τι επικράτησε :
«Σεργιάνι μες τις γειτονιές Που έπαιζες παιδάκι Κυνηγητό με τις σκιές Όσων χαθήκαν μες στο χθες Ζητώντας μιαν Ιθάκη»
Για να το γράψει σκεφτόταν τη διαδρομή του Μάνου προς το σπίτι του «Της ερημιάς ιππότης»…Την επόμενη μέρα του ζήτησε να το πει στο στούντιο και έτσι έγινε. Έχουμε μια υπέροχη ερμηνεία από τον Μάνος Ξυδού, μαζί με τους Πασχαλίδη και Πλιάτσικα και αυτός ο καβγάς έμεινε στην ιστορία με τον πιο όμορφο τρόπο.
Η δική μας γλώσσα
Καλοκαίρι, πολλή ζέστη και ένα τραγούδι που γράφεται σε μια πισίνα.
Η ιστορία του «η δική μας γλώσσα» είναι πολύ αλλόκοτη συγκυριακά, γιατί ποιος άνθρωπος ενώ χαλαρώνει σε μια πισίνα και δεν έχει τίποτα άλλο να σκεφτεί από το να μην σκέφτεται, ξαφνικά τρώει φλασιά και αναρωτιέται- πως περιγράφει κανείς τα πράγματα απλά ;
«Έλα να πούμε δυο λόγια απλά Και αν θέλεις και άλλα τόσα Από εκείνα που εξηγεί Μόνο η δική μας γλώσσα»
Από το πρώτο τετράστιχο, έχει περιγράψει ήδη το πόσο ανάγκη έχουμε από απλά λόγια, τόσο που οριακά γίνεται μια ξένη, αλλά δική μας γλώσσα…
Ζητά ένα χαρτί από τον φίλο του δίπλα, εκείνος σαστισμένος ρωτά «τί θα το κάνεις, να σκουπιστείς ;»
«Θέλω ένα χαρτί να γράψω !»
Και γράφει για αυτά τα απλά λόγια, μέσα σε λίγα λεπτά, όλα αυτά φορώντας μαγιό και μέσα σε μια πισίνα «τελείως γελοίο υποκείμενο» όπως χαρακτήρισε τον εαυτό του.
Βυθισμένες άγκυρες
Ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη, το οποίο παραλίγο να ανήκε στον αγαπημένο Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Η ιστορία του τραγουδιού λέει ότι ο Οδυσσέας Ιωάννου το είχε γράψει και το έδωσε στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ο οποίος το είχε για δύο χρόνια, αλλά δεν το ηχογραφούσε γιατί ήθελε να αλλάξει τον στίχο «σαν βυθισμένες άγκυρες επάνω στο κορμί μου».
Αυτή η αλλαγή δεν ήταν απλή υπόθεση προφανώς, μιλάμε για όλη την φιλοσοφία του τραγουδιού…η οποία κλωτσούσε στον Βασίλη σημειολογικά ας πούμε…
Ο λόγος που είπε στον Οδυσσέα να αλλάξει ο στίχος ήταν επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει κάτι που το κάνει ξεκάθαρη εικόνα στο μυαλό του. Και η εικόνα της άγκυρας πάνω στο κορμί του χτυπούσε κάπως.
Ο Οδυσσέας, ανένδοτος στο να αλλάξει το στίχο, παίρνει το τραγούδι από τον Παπακωνσταντίνου και το δίνει στον Μίλτο Πασχαλίδη, ο οποίος το απογειώνει. Η δική του συμμετοχή στην ιστορία πίσω από τις «βυθισμένες άγκυρες» είναι που όταν ηχογραφούσε τον δίσκο, δίσταζε να πει τον στίχο «Τί μαλακίες είπα για να ξεμπερδέψω»…σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο μένει και καταγράφεται για πάντα οπότε παίρνει την πρωτοβουλία στην ηχογράφηση και αλλάζει τη λέξη σε «βλακείες».
Μπορεί η ηχογράφηση να είναι πιο political correct, στα live πάντως επικρατεί η αυθεντική, πρωτότυπη εκδοχή του στίχου όπως πολύ ωραία την έγραψε ο Ιωάννου.
Ο Οδυσσέας όταν άκουσε την αλλαγή του Μίλτου, πήρε τηλέφωνο τον Ηλία Μπενέτο τον παραγωγό του δίσκου και ρώτησε «Είπε βλακείες ή μαλακίες;»…
Πλέον δεν έχει σημασία.
Απολαύστε υπεύθυνα τις δύο επετειακές συναυλίες του Μίλτου Πασχαλίδη στις 11 και 12 Ιουνίου στο Θέατρο Γης.
Καλή αντάμωση !!
*Η κεντρική φωτογραφία είναι του Δημήτρη Μπενίσκου.