Τον καιρό που χορεύαμε λαμπάντα και νομίζαμε πως ήμασταν επαναστάτες
Ίσως βλέποντας το σήμερα, τελικά να ήμασταν όντως...
Ήταν κάπου στο γύρισμα της δεκαετίας του ’80 προς τα ’90. Η Ελλάδα έβγαινε από την εποχή της κασέτας και έμπαινε δειλά στο CD, ενώ μαζί με αυτήν, έμπαινε και ένα τραγούδι που κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έλεγε, αλλά όλοι ήξεραν πώς να το χορέψουν. Αλλά κι αν δεν ήξεραν, προσπαθούσαν σίγουρα να το μάθουν…
Η “Lambada” των Kaoma ήρθε εκείνη την εποχή σαν τροπική θύελλα τύπου Ελ Νίνιο και σάρωσε τα πάντα, παίρνοντας τη δική της θέση σε κάθε είδους συνάθροιση και εκδήλωση χαράς. Σχολικές γιορτές που έπαιζαν Lambada στα ηχεία, πανηγύρια που ξεπουλούσαν εξηντάρες αντιγραμμένες TDK κασέτες που στην ετικέτα έγραφαν «ΛΑΜΠΑΝΤΑ», sold out επιθεωρήσεις που στηριζόταν στην επιτυχία του τραγουδιού, ακόμα και τηλεοπτικές εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης που ξεκινούσαν τότε με τον νέο «εθισμό» της εποχής.
Πίσω από τον εκρηκτικό ρυθμό του βρίσκονταν οι Kaoma, ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε στη Γαλλία από πρώην μέλη των Toure Kunda και γρήγορα έγινε διάσημο σε νέους και ηλικιωμένους, με δεκάδες εξώφυλλα περιοδικών να τους έχουν μπροστά. Η επιτυχία του τραγουδιού υπήρξε τόσο μεγάλη, που ξεπέρασε και το ίδιο το συγκρότημα, όσο κι αν συνδέθηκαν για πάντα με αυτόν τον «ύμνο». Το τραγούδι σύντομα, έφτασε στην κορυφή των charts στην Ευρώπη, ακολουθούμενο από τη Λατινική Αμερική και τέλος, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφτασε στο νούμερο ένα του Billboard Hot Latin Chart και παρέμεινε σε αυτή τη θέση για επτά εβδομάδες. Επίσης, έφτασε στο νούμερο 46 του Hot 100 το 1990 και πούλησε 5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ένα πραγματικό κατόρθωμα για ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε εξ ολοκλήρου στα πορτογαλικά και μέχρι τότε δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τόσο… εναλλακτικά ακούσματα.
Η αρχική μελωδία ωστόσο δεν ανήκε στους Kaoma. Το «Lambada» βασιζόταν στο “Chorando se foi”, σύνθεση των Kjarkas από τη Βολιβία που σήμερα που το ακους, σου φαίνεται πολύ παράξενο και… αργό, όσο κι αν αυθόρμητα οι γοφοί σου νιώθουν μία αναστάτωση μάταια. Για το τραγούδι αυτό πάντως, υπήρξαν και δικαστικές διαμάχες σχετικά με τα πνευματικά του δικαιώματα και είναι απόλυτα λογικό κάτι τέτοιο, όταν οι πωλήσεις στην παλιά CBS είχαν πιάσει ταβάνι!
Από παιδιά του σχολείου μέχρι και ηλικιωμένοι, γνώριζαν τότε το τραγούδι που κανείς μπορεί να μη καταλάβαινε τι λέει αλλά και ούτε έψαξε ποτέ να βρει, ωστόσο αφηνόταν όλοι στον ρυθμό του σε μία εποχή μάλιστα που κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης δεν επέβαλε την μόδα του, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν τότε αυτά. Όμως και κανένα youtube δεν υπήρχε τότε για να διαδώσει σε μία νύχτα το νέο μουσικό χιτ. Όλα έγιναν ομαλά και ήσυχα, από τα ραδιόφωνα της χώρας και από δανεικές κασέτες και βινύλια που άλλαζαν χέρια για τα πάρτι στο σπίτι.
Ήταν ένας καιρός που δεν υπήρχε κλιματιστικό στα σπίτια. Υπήρχε όμως λαμπάντα. Είχε 39 βαθμούς στη σκηνή του beach bar στη Χαλκιδική αλλά δεν πείραζε κανέναν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα ζευγάρι ιδρωμένο, λίγη άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα και το κολλητικό «Chorando se foi quem um dia só me fez chorar…» να σε παρασύρει στην πιο ερωτοφορτισμένη χορευτική επαφή που είχε δει ποτέ ο μικρόκοσμος της ελληνικής ντίσκο, χωρίς ποτέ να μάθεις τι λένε τελικά αυτοί οι στίχοι, γιατί δεν ήταν αυτόν ο σκοπός. Δε σε ένοιαζε τι λέει αλλά τι σε κάνει να νιώσεις!
Αν δεν την έπαιζε σε κάποιο ραδιόφωνο, την είχε βάλει σίγουρα ο ξάδερφος που είχε έρθει από Γερμανία με Walkman και καινούρια σπορτεξ παπούτσια. Τα σαλόνια άδειαζαν από τα έπιπλα «φορμάικα» για να δημιουργηθεί χώρος, γιατί ο χορός αυτός ήθελε κίνηση, ήθελε στροφή, ήθελε τη μέση σου να λέει μύθους και να επιστρέφει καινούργια στη θέση της! Ήθελε το πικαπ να παίζει ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. Ακόμα και οι πιο συγκρατημένοι συγγενείς και φίλοι, δοκίμαζαν να τη χορέψουν διστακτικά, με το αποτέλεσμα να μοιάζει πιο πολύ με τσα-τσα του Χιώτη μετά από ορθοπεδικό τραυματισμό, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για κανέναν. Όλοι ήταν μέρος της επανάστασης αυτής χωρίς κανείς να κρίνει κανέναν.
Τα πάρτι της ζωής μας
Ποιος θυμάται εκείνη την εποχή το πάρτι χωρίς τη λαμπάντα; Κανείς. Αν το αυτοδιαχειριζόμενο DJ set δεν ξεκινούσε ή δεν τελείωνε με αυτό, υπήρχε πρόβλημα, συχνά κοινωνικό.
Οι ρίζες της lambada θεωρείται ότι βρίσκονται στον βραζιλιάνικο χορό Carimbó, έναν αισθησιακό χορό, κατά τον οποίο η γυναίκα προσπαθούσε να σαγηνεύσει τον άντρα περιστρέφοντας τον εαυτό της γύρω από αυτόν και κάνοντας προκλητικές κινήσεις. Η lambada, όπως και ο Carimbó, είναι ένας ερωτικός χορός, γεμάτος χάρη, και με γρήγορο ρυθμό, και μπορεί να χορευτεί από άτομα κάθε ηλικίας (αν αφαιρεθούν οι πολύ αισθησιακές φιγούρες). Η λαμπάντα ήταν το ορόσημο του πρώτου αγγίγματος για πολλούς εφήβους. Ήταν η στιγμή που το “να χορέψουμε;” αποκτούσε στρατηγικό βάρος για τα αγόρια και τα κορίτσια της εποχής. Ήσουν έτοιμος να βάλεις όλα σου τα εφηβικά συναισθήματα (και αποσμητικό Fa roll-on) στην πίστα και να γοητεύσεις το αντικείμενο του πόθου σου, καταφέρνοντας να πιάσεις τη μέση του και να αγγίξεις πεταχτά το πόδι του με το δικό σου. Γιατί η λαμπάντα δεν ήταν απλά ένας χορός, ήταν και όλο αυτό του θρυλικού βίντεο κλιπ που πέρασε μέσα σε όλες τις νεότερες γενιές τον ερωτισμό του αγοριού και του κοριτσιού που αντιστέκονται για έναν έρωτα.
Το πολιτισμικό σοκ της δημόσιας σεμνότητας (υπήρχαν πάντα κι αυτοί)
Δεν άργησε βέβαια και η ώρα που βγήκαν στα κανάλια οι… «ειδικοί» καθηγητές θεολογίας, μέλη συλλόγων γονέων, και μερικές γιαγιάδες με ισχυρή άποψη (ναι, όλοι αυτοί υπήρχαν από τότε, απλά δεν είχαν ακόμα facebook να τα γράφουν) να καταγγείλουν τον «ανήθικο χορό των Βραζιλιάνων». Γιατί, ναι παιδιά, η λαμπάντα ήταν επικίνδυνη. Μπορούσε να οδηγήσει σε φλογερά βλέμματα, σε τρυφερά χαμόγελα, ακόμα και σε φλερτ χωρίς συνοικέσιο. Ό ,τι έτρεμε δηλαδή ο μισός πληθυσμός των προαστίων εκείνη την εποχή, αλλά (βάζω στοίχημα) και ό, τι τρέμει και σήμερα.
Η “Lambada” όμως δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι που θα μπορούσε να επηρεάσει εύκολα η αντίδραση κάποιων. Ήταν ένα κοινωνικό γεγονός με ρυθμό και ιδρώτα. Ήταν η εποχή που η παγκοσμιοποίηση μπήκε στις ζωές μας όχι με mail και delivery καφέδες και τοστ, αλλά με έναν αισθησιακό χορό που θύμιζε ότι όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας, χορέψαμε κάτι χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέει, αλλά νιώθαμε τα πάντα. Ενώνοντας μας έτσι άτυπα και σιωπηλά, χωρίς πριν καμία συνεννόηση. Η πρώτη ίσως μορφή παγκοσμιοποίησης;
Και μετά…;
Και μετά ήρθε η techno. Και το grunge. Και ο Σάκης (ξέρετε ποιος). Και το MSN. Η λαμπάντα ξεθώριασε σαν παλιά αφίσα του Club 22. Αλλά το αποτύπωμά της έμεινε. Ήταν η στιγμή που η Ελλάδα, για λίγα λεπτά κάθε βραδιάς, ένιωσε λίγο Ρίο, λίγο καρναβάλι και εδώ που τα λέμε, όλοι οι παλιοί κάτι νιώθουμε ακόμα σε κάθε καρναβάλι που κάπου θα παίξει ξανά το «Chorando se foi quem um dia só me fez chorar…» και θα προσπαθήσουμε να λικνιστούμε ξανά στον ρυθμό του.
Ωστόσο, ψάχνοντας λίγο παραπάνω σε σελίδες της Βραζιλίας, η ιστορία του λαμπάντα, έληξε κάπως πιο περίεργα. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα σε ορισμένες πόλεις, οι DJs σταμάτησαν να παίζουν την γνωστή μουσική στα κλαμπ. Στο Σάο Πάολο και το Ρίο, οι άνθρωποι έκαναν ακόμη και μια «κηδεία» για το Lambada για να το αποχαιρετήσουν. Μέχρι και στος σχολές χορού που μέχρι τότε γινόταν τμήματα μόνο για λαμπάντα, το ενδιαφέρον των μαθητών σταμάτησε απότομα. Στις ΗΠΑ μάλιστα, κυκλοφόρησαν ταινίες, που περιέγραφαν το λαμπάντα ως «Ο Απαγορευμένος Χορός». Αυτό δεν βοήθησε τη φήμη του χορού, ειδικά όταν οι θρησκευτικές κοινότητες κι εκεί άρχισαν να παραπονιούνται για την «ανηθικότητα» του χορού που όπως αναφέρεται ήταν στενά συνδεδεμένη με τους οίκους ανοχής. Σε μια τέτοια ακραία έκφραση αντίθεσης, κάηκε ολοσχερώς και η Μπόκα ντα Μπάρα, μία καμπάνα που πρώτη δέχτηκε χορευτές λαμπάντα πριν ακόμα γίνει τόσο της μόδας.
Σήμερα!
Σήμερα, το «Lambada» μοιάζει με ένα μικρό, αστείο μπιπ στον απέραντο χάρτη της ποπ κουλτούρας. Κι όμως, κάποτε ήταν ένας ολόκληρος σεισμός. Τότε, στις αρχές των ’90s, δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι, ήταν η στιγμή που θέλαμε να ζήσουμε. Μια Latin επιτυχία που σάρωσε τον πλανήτη, σε μια εποχή που η mainstream μουσική δεν είχε συνηθίσει τόσο πολύ τις τροπικές της πλευρές ακόμα.
Τελευταία φορά που θυμηθήκαμε τους Kaoma, ήταν το 2017 όταν τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση πως η Λοάλουα Μπράις Βιέιρα, η τραγουδίστρια του συγκροτήματος και «φωνή» του πιο αμαρτωλού μουσικού μας εθισμού, βρέθηκε απανθρακωμένη στο αυτοκίνητο της, στις ακτές περιοχής του Ρίο ντε Ζανέιρο, εκεί που κάποτε κάποιοι σίγουρα ακούγοντας την να τραγουδά το «lambada» χόρεψαν, αγκαλιάστηκαν και ερωτεύτηκαν δυνατά.
Τα τελευταία χρόνια, η μελωδία του τραγουδιού είναι περισσότερο γνωστή στις νεότερες γενιές ως sample, κυρίως στο “On The Floor” της Jennifer Lopez και στο “Taboo” του Don Omar που συνδέει μάλιστα και το video clip του με εκείνο το παλιό των Kaoma. Οι Daddy Yankee, Wisin & Yandel και El Alfa έχουν επίσης πάρει στοιχεία του τραγουδιού για δικές τους κυκλοφορίες, χωρίς κανένα από τα παραπάνω να μη μπιορέσει να επαναλάβει εκείνη την τεράστια επίδραση μίας ολόκληρης εποχής. Χαρακτηριστική και η ωραία version του Hauser πριν λίγα χρόνια.
Και δεν ήταν μόνο ο ρυθμός, ήταν το σκάνδαλο, οι αντιδράσεις για τη «δημόσια αιδώ», οι υπόγειες ταξικές και ρατσιστικές συζητήσεις, οι μόδες που ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Ήταν η εποχή που ένα τραγούδι μπορούσε να γίνει μανία, να γίνει ταινία, να γίνει φαινόμενο, να γίνει επανάσταση… πριν όλοι ανακαλύψουν ότι τίποτα γύρω από αυτό δεν ήταν όπως φαινόταν. Κι αυτό, είναι από μόνο του ένα καλό μάθημα ιστορίας.