Πέθανε η ποιήτρια Γιολάντα Σακελλαρίου
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, και σε μια ισπανική ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Την τελευταία νύχτα του Ιανουαρίου 2025, πέθανε η ποιήτρια (και λογοθεραπεύτρια) Γιολάντα Σακελλαρίου. Γεννημένη το 1948 στην Αθήνα, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στον γενέθλιο τόπο της. Είχε σπουδάσει ελληνική και γαλλική φιλολογία στην Αθήνα, παθολογία λόγου-φωνής-ομιλίας και επικοινωνίας στο Παρίσι και ήταν διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, και σε μια ισπανική ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Είχε δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές: Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος (Γαβριηλίδης, 2009), Αόρατο τρωκτικό (Γαβριηλίδης, 2013), Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος (Μικρή Άρκτος, 2022). Υπό έκδοση (στις εκδόσεις Μικρή Άρκτος) ήταν η τέταρτη ποιητική συλλογή της.
Η κηδείας της θα γίνει τη Δευτέρα 3/2/2025, στις 15:30, στον Ιερό Καθολικό Ναό Αγίου Λουκά, στο Ηράκλειο Αττικής.
Δείγματα γραφής της Γιολάντας Σακελλαρίου από την τελευταία ποιητική συλλογή της: Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος (Εκδ. Μικρή Άρκτος, 2022):
SUMMERTIME
Με γάντια και παλτό σκύβεις
στα πλήκτρα πιάνου
σαν κάτοψη
συμμετρικής ρυμοτομίας
μια πόλη μπρος σου που τη χτίσαν
ήχοι
Ανοίγεις παγωμένη τις φτερούγες
πιέζεις ψαύοντας μηχανικά
τα άσπρα και τα μαύρα κτίσματα
που μια καταποντίζονται
και μια αναβλύζουν
μια μουσική αλλόκοτη – σαν στεναγμός
που σταδιακά αλλάζει
Ομίχλη στους καθρέφτες σου
σαν αντανάκλαση χωρίς μορφές
κανένας τόπος ούτε χρόνος
ώσπου
μια ήπια θαλπωρή σε κατακλύζει
απλώνεται στην παγωμένη
ασπρόμαυρη πόλη
θάλλει
Να ’ναι οι χαμένοι κήποι
της Εδέμ
ή σκίρτημα αποδημητικού
που νοσταλγεί ξανά
το μέλλον;
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
Γυμνό δωμάτιο. Θαμμένο μες στη γη. Πλατεία Bebel στο Βερολίνο
λευκοί τοίχοι. Βιβλιοθήκες λευκές. Άδειες. Επίμονη σαν μνήμη
η λάμπα. Φως από έναστρη οροφή. Κανένας δεν το κατοικεί.
Μόνο μια πεταλούδα ξαφνικά σαν από χαραμάδα του μυαλού
εισβάλλει στο απόλυτο. Στης σιωπής το ελάχιστο φτερούγισμα.
Όπου ραγίζει η ακινησία. Μια νύχτα μπορεί να ’ρθει απρόβλεπτη
βροχή. Από πυγολαμπίδες. Οπτασίες ίσως θα ’ναι καμένων λέξεων.
Φλόγες αόρατης πυράς. Ν’ αχνοφέγγουν και να ηχούν μες στην αγρύπνια
πάνω από τέτοιες σκοτεινές
άρρωστες μέρες
ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
προσδοκία
να είσαι με το μέρος
των αλκυονίδων
ΤΟΣΟ ΕΜΕΙΣ
Όσο ποτέ κανείς
μου επιστρέφεις τη ζωή
κάθε φορά πιο διάφανη
Σε γεωγραφίες άλλες
δεν είμαστε ποτέ τόσο εμείς
όσο μαζί
ΒΥΘΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΣΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ
Βρεγμένο χώμα
του φθινοπώρου
αίσθηση πρόσφατης στοργής
στην άκρη των δακτύλων
Πριν ένα χρόνο
ακόμη αγαπούσες τα χρυσάνθεμα
μητέρα
ΥΣΤΑΤΟ ΑΣΤΡΟ
Του εφήμερου λευκό πανάκι
θ’ αρμενίζεις στο μελάνι των λυγμών
μέχρι το φέγγος