Πολιτισμός

“Του Σκιγιάτη” – Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για τον Νοέμβρη

"Ευλογημένος μήνας που σε μπάζει, άλλοτε με το πάσο του, άλλοτε με βιάση στην πολιορκία του χειμώνα με τα στενέματα της τσέπης, τα ξεροβόρια και τους υπαρξιακούς κραδασμούς"

Θωμάς Κοροβίνης
του-σκιγιάτη-ο-θωμάς-κοροβίνης-γρ-1076574
Θωμάς Κοροβίνης

Να σε καλωσορίσω με χαρά, «Μεσοσπορίτη» μου, έτσι σ’ έλεγαν οι παλιοί αγρότες, γιατί στα μισά σου σταματούσαν πια κάθε σπορά, αφού θ’ άρχιζες να σκορπάς τη βροχή, πότε με σιγανοψιχάλισμα, πότε με το τουλούμι, «Βροχάρη» μου, γι’ αυτό σ’ έλεγαν κι έτσι, τουλάχιστον μισόν αιώνα πριν, μαθημένοι να κάνει ο χρόνος τον κύκλο του με διακριτές ανάσες από εποχή σε εποχή, κι ακόμα έτσι θα σε λένε οι ξωμάχοι κι οι δραγάτες, που ζουν και πορεύονται ξένοι από μας τους θιασώτες της αστικής ζωής, μπας και ξορκίσουν το ανοποδογύρισμα της ατμόσφαιρας που της αλλάξανε κι αυτής τα φώτα και γεννάει καλοκαιριές το μεσοχείμωνο και κατακλυσμούς το κατακαλόκαιρο!

Ευλογημένος μήνας που σε μπάζει, άλλοτε με το πάσο του, άλλοτε με βιάση στην πολιορκία του χειμώνα με τα στενέματα της τσέπης, τα ξεροβόρια και τους υπαρξιακούς κραδασμούς.

Αγαπημένος των μεσοπολεμικών ποιητών, των απέραντα και γνήσια ρομαντικών, του Καρυωτάκη, του Παπανικολάου, του Λαπαθιώτη, που έζησαν πιο πολύ μια περιληπτική ζωή για να θυσιαστούν για ένα χαμένο ιδανικό, ένα απλησίαστο κορμί, μια γύρα έστω με τη φαντασία τους σ’ όλο τον πλανήτη ή έναν έρωτα ασήκωτο κι ανεπίδοτο σαν την σπαραγμένη Πολυδούρη.

Παιδιά του «Κρασομήνα» όλοι τους, μοναχικά, που έθυαν συχνά στον Διόνυσο της αττικής γης που έβγαζε εκείνα τα χρόνια αχτύπητη ρετσίνα και κρασιά μεθυστικά μα ανόθευτα, σαν εκείνα απ’ το Μαρκόπουλο και το Πικέρμι, που προλάβαμε να γευτούμε λιγάκι κι εμείς μέχρι να περάσουν, όπως τόσες αλλοτινές χαρές μας, στην πανελλήνια ανάμνηση.

Να σε καλωσορίσω, «Σκιγιάτη» μου, αυτό το προσωνύμιο πιο πολύ σου πάει, γιατί ταιριάζει με τα βάρβαρα μερόνυχτα που έλαχαν σε γειτονικά μας χώματα, και έτσι σ’ ονόμαζαν πάντα οι πατριώτες μας, γιατί σκιάζεις τη γη μας μέρα τη μέρα όλο και πιο νωρίς, και φέτος πια, θαρρείς ότι παραβιάστηκες να νυχτώνεις, να βουρκώνεις τους εσπερινούς μας, άπραγος κι άβουλος κι εσύ, σαν όλους εμάς, που ζούμε γι’ άλλη μια φορά τον άφατο πόνο να μοιραζόμαστε τις όποιες τύψεις μας σε λόγια και παράπονα, κουβέντες και διαδηλώσεις, χωρίς την δύναμη να τσακίσουμε το αφόρητο Κακό!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα