Η σπουδαία Ελένη Καραϊνδρου γίνεται 80 χρόνων και δηλώνει: Κοιτάζω μόνο μπροστά
Μια de profundis κουβέντα με την μεγάλη ελληνίδα συνθέτρια που βραβεύτηκε πρόσφατα με τη μεγαλύτερη διάκριση συνθέτη soundtrack στον κόσμο.
Τις μέρες αυτές συμπλήρωσε 80 χρόνια μιας συναρπαστικής ζωής. Η σημαντικότερη ελληνίδα συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής, που τιμήθηκε πριν λίγο καιρό με ένα παγκόσμιο βραβείο με το οποίο έχουν τιμηθεί οι κορυφαίοι συνθέτες του κόσμου, αφηγείται τη ζωή της και μιλά για τα διαρκή της σχέδια. Η μεγάλη κυρία της ελληνικής σύνθεσης de profundis.
Συνέντευξη: Γιώργος Τούλας
-Γεννήθηκα στην ορεινή Ναυπακτία. Τείχιο Δωρίδας. Κερασοχώρι. Εκεί μεγάλωσα μέχρι τα επτά. Παρόλο που ήταν δύσκολα χρόνια. Είχα μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Χωρίς ρεύμα, Αγγελοπουλικό τοπίο. Το ότι είσαι στη φύση, ζεις με τους ήχους της… Στο χωριό ξαναγύρισα 19 χρόνων, όταν πέθανε η μάνα μου νωρίς ο πατέρας μου δεν ήθελε να γυρίσει. Όταν επέστρεψα οι γυναίκες έκλαιγαν, ήμουν η κόρη της Παναγιούλας που είχε χαθεί. Το περιγράφω ονειρικό όμως στην πραγματικότητα ήταν μια δύσκολη δεκαετία. Θυμάμαι να με παίρνουν παραμάσχαλα και να τρέχουν όταν περνούσαν τα αεροπλάνα. Σαν παιδί έπαθα ελονοσία, κόντεψα να πεθάνω, με αεροβαπτίσαν, όμως αποφάσισα να επανέλθω δριμύτερη. Ο χρόνος διαστέλλεται στα παιδιά και δεν έχουν και απόλυτη συνείδηση.
-Πήγα στο σχολείο στην Αθήνα, στη σχολή Νεστορίδου, που ήταν ο πατέρας μου μαθηματικός. Δίπλα ήταν το Φλερύ το σινεμά. Στην Αθήνα θυμάμαι τον εμφύλιο, ένα θείο που τον είχαν πιάσει. Βρέθηκε στο Μακρονήσι. Ο πατέρας μου φρόντιζε 36 χρόνων άνδρας μόνος του τα παιδιά του. Δεν ήθελε να πληγωθώ με μια λάθος επιλογή συντρόφου. Ζητούσε τη γνώμη μου για υποψήφιες συντρόφους. Η Μαρίκα με το πιάνο, τα χρυσά κυροπήγια και τις βελούδινες μπορντώ κουρτίνες ήταν και δική μου επιλογή. Μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα από την Πάτρα που την φρόντισα μέχρι το τέλος, στα 99 και μισό χρόνια της.
-Ήμασταν πολύ φτωχοί άνθρωποι. Δούλευε στο ημερήσιο και το νυχτερινό σχολείο για να τα φέρει βόλτα. Μέναμε στο υπόγειο του σχολείου που δούλευε. Το σινεμά δίπλα, ανεβαίναμε στα παράθυρα του σχολείου και βλέπαμε ταινίες. Με δένανε στο κρεβάτι για να κοιμηθώ. Η μουσική από τις ταινίες που ακουγόταν από την Άννα Καρένινα κάθε βράδυ ήταν μαγική. Μια κυρία που με πρόσεχε επειδή βγήκα να πάρω τη μπάλα μου με κλείδωσε έξω και έπαθα πλευρίτιδα. Βρέθηκα στο νοσοκομείο αλλά και κει έπαιζα με τα άλλα παιδιά, καθώς τα παιδιά όλα τα παλεύουν. Στο νοσοκομείο είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης άφησε παιχνίδια σε όλα τα παιδιά και μένα με ξέχασε. Αυτό ήταν τραύμα.
-Η δυσκολία μας εκπαιδεύει. Δεν θα ήμουν αυτή που είμαι αν δεν είχα ζήσει έτσι. Βιώνοντας την αληθινή πλευρά της ζωής, ατσαλώνεσαι. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα την πρώτη φορά με το φορτηγό, όλα μας τα πράγματα, τις κότες και είδαμε τα φώτα, τα κτίρια, θαμπώθηκα.
-Αυτό που κουβαλούσα από το χωριό, οι αντάρες βοήθησαν να αποδώσω αργότερα το κλίμα που ήθελε ο Αγγελόπουλος. Δεν έχουμε απόλυτη συνείδηση του τι κάνουμε. Κάθε φορά που καθόμουν στο πιάνο μου για να πιάσω μια ιδέα το έκανα πάντα από την αρχή. Πάντα υπάρχει ο φόβος μήπως δεν μου βγει. Εκτός αν έχεις αποφασίσει ότι στηρίζεσαι σε μια τεχνική που θα σε προχωρήσουν παραπέρα και θα σε πάει παρακάτω. Σε μένα δεν συνέβαινε. Κάθε φορά ξανάρχιζα από την αρχή. Με τα χρόνια έχεις λιγότερο άγχος. Και πάντα όλα είναι πιθανά στην τέχνη να μην το βρεις.
-Οι πρώτες μουσικές που θυμάμαι ήταν από το διπλανό σινεμά. Σε ένα σπίτι παραδίπλα έμεναν κάτι Ρώσοι, διωγμένοι τσαρικοί. Είχαν ένα γραμμόφωνο και είχαν δίσκους με όπερα και άκουγα άριες. Ο παππούς μου έπαιζε μαντολίνο επίσης. Άρχισα μουσική μόλις ήρθαμε στην Αθήνα. Με μια καθηγήτρια εκεί στους Αμπελόκηπους.
-Σπούδασα Ιστορία και Αρχαιολογία. Τη λάτρεψα. Απέκτησα μια κοινωνικότητα, γνώρισα τη ζωή στο πανεπιστήμιο. Εκεί έμαθα το πως είναι να ζεις να αποκτάς παρέες, να πολιτικοποιείσαι. Περνούσαμε πολύ χρόνο απέναντι σε ένα υπόγειο την Αρέθουσα με φλίπερ και τζουκ μποξ. Ακούγαμε λαϊκά εκεί, ρεμπέτικα. Εκεί κάναμε παρέα με το Σπύρο τον Ευαγγελάτο, τον ποιητή Χαραλαμπίδη από την Κύπρο, τον Νικηφόρο Παπανδρέου, τη Χρύσα Προκοπάκη. Βγάζαμε και ένα περιοδικό, την Εστιάδα, έγραφα και ποιήματα. Ακούγαμε μουσικές, παρακολουθούσαμε συναυλίες. Ο καθηγητής μου στο ωδείο ο Αλέξανδρος Τουρνάισεν με προετοίμασε για το δίπλωμα, ήταν Γερμανός.
-Όταν ήρθε η δικτατορία ετοιμαζόμουν για το δίπλωμα στη μουσική. Δίδασκα ήδη σε σχολείο. Είχα γνωρίσει τη Φαραντούρη και από κείνη το Μίκη. Είχαμε μια ορχήστρα, τη ΦΛΟΑ, τη Φοιτητική Ορχήστρα Αθηνών, κάναμε μια συναυλία στο Διάνα και η Φαραντούρη τραγούδησε Μαουτχάουζεν. Εγώ με ψευδώνυμο. Ειρήνη Λεβεντάκη. Τότε φοβόμασταν στην Ελλάδα. Ο Μίκης ήταν στο κοινό, ενθουσιάστηκε. Ανέβηκε στη σκηνή και είπε: Αν με δείτε κάτω από κανένα τρίκυκλο θα με έχει φάει η Φρειδερίκη. Την άλλη μέρα γράφανε οι εφημερίδες για κόκκινη συναυλία. Μας κάλεσε στο Δημοτικό του Πειραιά. Έπαιζα σε μπουάτ. Με άλλο ψευδώνυμο. Αυγερινού. Μαζί με τον Μητροπάνο και τον Πουλόπουλο. Όταν έφυγα λόγω δικτατορίας άφησα πίσω όσα έκανα.
-Με συλλάβανε επειδή έκανα παρέα με τη Μαρίνα. Τη Ρένα Χατζιδάκη. Στο σπίτι μου είχε στείλει ο Μίκης τη διακήρυξη του ΠΑΜ. Να την αντιγράψω και να τη δώσω σε τρία άτομα. Πήγα στο σπίτι της Βατικιώτη, της πιανίστριας, χωρίς να με ξέρει, να της δώσω τη διακήρυξη, να τη δώσει στον βρετανό άνδρα της. Ήρθαν πρωί στο σπίτι με συλλάβανε, πήρα και το μωρό μαζί, με πήγαν στο κρατητήριο. Καθόταν και ζωγράφιζε. Με απειλούσε ο Καραπαναγιώτης ότι θα με βάλει 40 χρόνια μέσα και ο γιος μου χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε: Η μαμά μου είναι καλή, αφήστε την . Το ότι είχα το παιδί μαζί βοήθησε να μην με κρατήσουν.
-Το έσκασα, πήγα στο Παρίσι. Μπήκα πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Πρωτοείδα το Παρίσι με ομίχλη, ήταν μαγικό. Με λίγα χρήματα. Εκεί πήρα υποτροφία. Ανακάλυψα την εθνομουσικολογία. Έκανα ότι μπορούσα για να μεγαλώσω το παιδί μου. Αξιοποίησα το χρόνο. Είδα υπέροχα πράγματα, ένα λουτρό για τέχνη, γνώση, ιδέες. Ήμασταν 33000 Έλληνες. Γνώρισα τον Κούνδουρο, αργότερα το Μάνο, που αγαπηθήκαμε πολύ. Πολύ σημαντικούς Γάλλους. Γενναιόδωρους. Πρέπει να ξέρεις να επιλέγεις τους ανθρώπους, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Εμπειρία φοβερή. Έχω ένστικτο. Και διαίσθηση. Όταν έχεις τόσο νέα ένα παιδί, την ευθύνη του, δεν σε παίρνει να κάνεις λάθη. Πρόσεχα. Ήθελα το σπίτι να μυρίζει φαγητό, σιδερωμένα ρούχα. Ο Κούνδουρος έλεγε θάθελα να μουν παιδί και να μένω σπίτι σου. Εκεί έκανα με τη Νάνα Μούσχουρη δυο τραγούδια. Το ένα έγινε τρομακτική επιτυχία. Πούλησε 500 χιλιάδες δίσκους. Για μένα ήταν απίστευτο που τα κατάφερα τότε. Έβγαλα χρήματα, πήγα σε καλύτερο σπίτι, αγόρασα πιάνο. Καλυτέρευσε η ζωή μου. Δημιούργησα. Χωρίς ειδική προσπάθεια. Μια φορά ήρθε ο Λοϊζος και με βρήκε εκεί. Ήταν σε αναζήτηση του τι να κάνει. Η Γαλλία ήταν σε μεγάλη άνθηση. Η Φαραντούρη ερχόταν και έμενε σε μένα. Με παρακίνησε να της γράψω τραγούδια. Βρήκα τους στίχους του Μύρη από τη Μεγάλη Αγρυπνία. Κάναμε πρόβες το 1972 τα έκανα τάκα τάκα. Επανήλθα στην Ελλάδα με φόβο και τρόμο, μπήκα με τον Τάκη το Λαμπρόπουλο στο στούντιο της Μίνως, έκανα μια ηχογράφηση, όλες τις ορχήστρες, χωρίς να λέμε για ποιον είναι, τα πήρα μαζί μου στη Γαλλία, πήγαμε με τη Μαρία στο Λονδίνο στο στούντιο των Beatles, το ολοκληρώσαμε και το 72. Ήμασταν ωραία παρέα με Τσαρούχη που έμενε σε ένα προάστιο με κήπο και κότες, Κακογιάννη, Μαυρίκιο, Τατιάννα Μιλιέξ, που έγραψε ένα υπέροχο κείμενο αργότερα το 75 στην Αυγή, όταν επιτέλους βγήκε ο δίσκος για αυτά τα τραγούδια, ερχόταν όλοι στο σπίτι και τραγουδούσαμε τα τραγούδια. Εκεί τα άκουσε και ο Χατζιδάκις. Τελικά βγήκε το 1975 ο δίσκος, καθυστέρησε να βγει.
-Η ζωή μου ξεκίνησε όταν γύρισα στην Ελλάδα. Το 1975 που γύρισα έμεινα στη Δεξαμενή. Μου ζήτησε ο Κούνδουρος να γράψω μουσική για το ‘’Χρονικό μιας Κυριακής’’ του Τάκη Κανελόπουλου. Χωρίς καν να δω την ταινία. Κουβάλησα το πιάνο μου στη Φίνος, έφερα τους μουσικούς μου και έγραψα χωρίς να έχω δει ούτε μια εικόνα από την ταινία. Έγραψα μουσική για το Μαυρίκιο, για το Polemonta. Καταπληκτική δουλειά. Τότε μου ζήτησε και ο Ντουφεξής να γράψω για το Ημέρωμα της Στρίγγλας του Σαίξπηρ που έπαιζε η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Αγαπώ το θέατρο γιατί είναι συλλογική δουλειά. Στο σινεμά πρέπει να επικοινωνήσω με το πνεύμα και τις ιδέες του σκηνοθέτη. Πριν αρχίσουν τα γυρίσματα γράφω τη μουσική. To σινεμά είναι το δέσιμο της εικόνας με τη μουσική. Στην Περιπλάνηση και τη Ρόζα ας πούμε, αισθανόμουν με το ένστικτο ότι είχα πιάσει τα πράγματα, αλλά η επιβεβαίωση έρχεται μετά. Κάθε φορά υπάρχει ένα ένστικτο ένα ρίσκο. Στο θέατρο γίνεται βαθμιδόν, παρακολουθείς πρόβες. Πας σε εποχές, σε τόπους. Στο τέλος η ατμόσφαιρα που βγαίνει και στα δυο είναι ο ίδιος παρανομαστής.
-Το γράψιμο προκύπτει πάντα από την άμεση επαφή με το έργο. Ο Αγγελόπουλος μου είπε ότι άκουγε το κονσέρτο για δυο μαντολίνα του Βιβάλντι στο Ταξίδι. Μου ζήτησε παραλλαγές. Του είπα δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Διηγήσου μου την ιστορία και άσε με να γράψω. Μου αφηγήθηκε τα πάντα και ότι θα ήθελε κάτι σαν κονσέρτο, να το ακούει ο ήρωας. Θα ήθελα το θέμα μου είπε να γίνεται και μπλουζ και τζαζ και λαϊκό τραγούδι. Γύρισα στο σπίτι το βράδυ, πήγα στο δωμάτιο και το βρήκα το κονσέρτο και τις παραλλαγές. Βάζοντας και πρόχειρα λόγια για το τραγούδι. Και τα κράτησε. Έφτιαξα μια κασέτα την έδωσα, την άκουσε, με πήρε το ίδιο απόγευμα και μου είπε ότι του άρεσε. Κατατρόπωσα το Βιβάλντι! Αγαπούσε το ακορντεόν. Του έβαζα συχνά. Τα κομμάτια τα άκουγε στο συνθεσάιζερ.
-Όπως μου έρχονται τα θέματα τα καταγράφω. Αυτοσχεδιάζω. Πρώτα το δουλεύω στην ψυχή και το μυαλό. Μετά τα γράφω κατευθείαν. Μεταφράζω τα συναισθήματα μου στο όργανο. Έμαθα βέβαια αυτό που βρίσκω να το μοιράζω στα όργανα. Δεν θέλω να παραφορτώνω τα κομμάτια μου. Τα θέλω ανάλαφρα. Διάφανα. Να μη χάνεται η βασική μελωδία, το βασικό στοιχείο. Όταν έκανα το θέμα του Μελισσοκόμου μου ήρθε στο νου το παίξιμο του Γκαρμπάρεκ. Σκέφτηκα ότι μόνο αυτός μπορεί να το παίξει. Έκανα το θέμα και παραλίγο να το σβήσω σε κασέτα, το θέμα του Αποχαιρετισμού. Ήταν για μένα σαν να εκφράζει μια βιωμένη ευτυχία που έχει απωλεσθεί. Κάθε μουσική θέλει τον τόνο και τον ήχο της. Αυτό μου ζητούσε τον ήχο του Γκαρμπάρεκ. Πήρα το τρένο και πήγα στη Φλώρινα με ένα δίσκο του Γκαρμπάρεκ. Με ρώτησε που βρίσκεται, του λέω στο Όσλο, μου λέει κανένας άλλος πιο κοντά; Σηκώθηκα με το αεροπλάνο πήγα με την παρτιτούρα μου στο Όσλο. Του πήγα και κανα δυο θέματα μου και συγκινήθηκε. Ξεριζωμένος από την πατρίδα του την Πολωνία. Όπως και η Κιμ Κασκασιάν. Ξεριζωμένη αρμένισα. Όλη αυτή η ψυχοσύνθεση όσων κουβαλούν κάποιοι άνθρωποι εγγράφεται μέσα τους. Ο καημός του ξεριζωμού. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να ξορκίζεις τα πράγματα. Αυτό κάνουν οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Λυτρώνονται μέσα από αυτό που εκφράζει και βγάζει. Αν αγαπηθεί κιόλας παίρνει δύναμη και κουράγιο. Πίσω από τους μεγάλους καλλιτέχνες υπάρχουν τέτοιες αντίστοιχες ιστορίες.
-Το ότι δουλεύω έξω, με τιμητικές συναυλίες, με μεγάλες ορχήστρες μου έδωσε φτερά και μεγάλες συγκινήσεις. Έχω γυρίσει ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη. Έχω δουλέψει με μεγάλες ορχήστρες, από τις καλύτερες. Μου έδωσε δύναμη και αγάπη αυτό. Με γεμίζει. Δεν έχω απωθημένα. Αισθάνομαι ευγνώμων και όμορφα. Για όποιον έχει αγγίξει αυτό που κάνω και του γέννησε κάποιες συγκινήσεις. Στην πρώτη συναυλία μου στην Κωνσταντινούπολη περίμενε στην ουρά απλός κόσμος να με αγκαλιάσει. Η μουσική δεν έχει σύνορα είναι μια γλώσσα που μιλά στον καθένα. Συνάντησα σπουδαίους μουσικούς, σολίστες. Φυσικά στην Ελλάδα πρώτα από όλα.
-Έχουμε σπουδαίες ορχήστρες στη χώρα. Θα ήθελα να υπάρχει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για όλους αυτούς τους καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ η ορχήστρα και η χορωδία βρέθηκαν στο δρόμο και δεν νοιάστηκε κανείς. Δεν τον πονάνε αυτό τον τόπο. Δεν υπάρχει η έγνοια και ο πόνος για τον τόπο. Αγαπάω τους ανθρώπους και την πατρίδα μου. Δεν θα έφευγα ποτέ από δω. Έφυγα λόγω χούντας, έζησα μια δημιουργική περίοδο, άνοιξαν οι ορίζοντες μου, αλλά γύρισα. Και το παιδί μου επέστρεψε. Η λαχτάρα να γυρίσεις και να προσφέρεις εδώ.
-Η μουσική σήμερα, όπως καταναλώνεται με ακουστικά στο κινητό, στικάκια κλπ με στεναχωρεί. Θα πρέπει όσοι καταλαβαίνουν από μουσική θα έπρεπε να την ακούν με ωραίο τρόπο στο σπίτι. Ακόμα και με το cd χάσαμε σε σχέση με το βινύλιο.
-Τα χρόνια της πανδημίας θα τα αποτιμήσουμε αργότερα. Είναι ήττα των ανθρώπων. Επιβάρυναν τον κόσμο ψυχολογικά. Είχα τη μουσική μου, πνιγόμουν στη δουλειά, αλλά το γεγονός ότι δεν μπορείς να βγεις, να δεις τα πλάσματα που αγαπάς, να τους αγγίξεις, είναι τραγικό. Μας έκλεψε πόσες στιγμές ο ιός. Λέω ευτυχώς βρέθηκαν τα εμβόλια. Χάσαμε τόσες χιλιάδες ανθρώπου που δεν μας περίσσευαν. Δεν πέρασε ακόμα αυτή η περίοδος. Η άρνηση του εμβολιασμού είναι έλλειψη παιδείας και σεβασμού της επιστήμης. Είναι τραγικό. Στην καραντίνα ξεκίνησα τη συνεργασία με τον Τέρενς Μάλικ. Πήγα στην Τουρκία τον βρήκα. Έκανε γυρίσματα. Ξεκίνησε μια σπουδαία συνεργασία. Μια ταινία με 500 ηθοποιούς, που θα βγει μετά την πανδημία.
-Το βραβείο World Soundtrack Lifetime Achievement Award ήταν μια σπουδαία διοργάνωση. Στην παλιά όπερα της Γάνδης, υπέροχη άνθρωποι, με τη συμφωνική των Βρυξελλών. Δυο συναυλίες, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την Ελλάδα, με έργα Ελλήνων συνθετών για τον κινηματογράφο, μια δική μου συναυλία, μια ρετροσπεκτίβα του Αγγελόπουλου, ένα Φεστιβάλ 48 χρόνων και το βραβείο ζωής για ένα συνθέτη μουσικής κινηματογράφου. Για το συνολικό του έργο. Το έχουν πάρει ο Μπερστάιν και ο Μίκης.
-Παρακολουθώ την ελληνική μουσική όσο μπορώ. Μ’ αρέσει πολύ το Μουσικό Κουτί του Πορτοκάλογλου. Ακούω πράγματα πολύ ωραία. Έχουμε σπουδαίο δυναμικό μουσικών. Υπάρχει μια νέα γενιά που δημιουργεί. Είναι μια άσχημη περίοδος δισκογραφικά και οικονομικά. Όσο χρόνο έχω το παρακολουθώ.
-Κοιτάζω μόνο μπροστά. Δεν έχω την νοσταλγία του παρελθόντος. Δεν άλλαξα καθόλου. Σκέφτομαι πάντα το τώρα και το αύριο.