Κινηματογράφος

Σταύρος Ψυλλάκης: Ό,τι περιγράφω, με περιγράφει

Το τιμώμενο πρόσωπο του φετινού 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκη σε μια συνέντευξη - εξομολόγηση για όλα

Γιάννης Γκροσδάνης
σταύρος-ψυλλάκης-ότι-περιγράφω-με-περ-979748
Γιάννης Γκροσδάνης

Άνθρωποι και τόποι στις ταινίες του αποτελούν στοιχεία που περιγράφουν ιστορίες γεμάτες με δυνατά συναισθήματα και μεγάλη συγκίνηση.

Ο Σταύρος Ψυλλάκης είναι το τιμώμενο πρόσωπο του φετινού 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Με αυτή την αφορμή βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε γύρω από το έργο του αλλά και την διαδρομή που τον οδήγησε στον χώρο του κινηματογράφου.

Το τυπικό βιογραφικό σας αναφέρει πως γεννηθήκατε στα Χανιά, σπουδάσατε στο Μετσόβιο για να φτάσετε στη Σχολή Χατζίκου και από εκεί στο σύμπαν του κινηματογράφου, όπου φτιάξατε και τον δικό σας κόσμο. Πως θα ξεκινούσε ένα μη τυπικό βιογραφικό του Σ. Ψυλλάκη; Όπως λέει μια μικρού μήκους ταινία που φτιάξατε μέσα στην πανδημία μέσα από τα βιβλία που διαβάσαμε, τις ταινίες που είδαμε, τους φίλους που κάναμε…

…είμαστε όλα αυτά αλλά ακόμα και οι έρωτες και οι δαίμονες που σε κυνηγούσαν σε κάθε μια περίοδο από το παρελθόν. Αυτά είναι που ορίζουν ένα αληθινό βιογραφικό για κάθε έναν από εμάς.

Ξεκινήσατε τις σπουδές σας στο Μετσόβιο αλλά οδηγηθήκατε στη Σχολή Χατζίκου. Πως συνέβη αυτή η διαδρομή;

Δεν ασχολήθηκα ουσιαστικά με το αντικείμενο των σπουδών μου, ως μηχανικός. Δεν υπήρχε καμία σχέση επαγγελματική έτσι κι αλλιώς. Ήμουν παιδί δύο ανθρώπων που δεν τέλειωσαν καν το δημοτικό. Ο πατέρας μου είχε μια ταβέρνα (στα Χανιά). Ήμουν όμως καλός μαθητής, ειδικά στα μαθηματικά, στη φυσική, κλπ. Και τότε, στα χρόνια μου, οι καλοί μαθητές συνηθιζόταν να πηγαίνουν στο Πολυτεχνείο. Και έτσι βρέθηκα εκεί. 

Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά μια συζήτηση που είχα στα 15 μου με τον πατέρα μου, όταν ήμουν στην Τετάρτη Γυμνασίου (Πρώτη Λυκείου με τις σημερινές αναλογίες), όταν έφτασε στα αυτιά του ότι ο γιός του είναι καλός μαθητής. Στο σχολείο δεν είχε έρθει ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Δεν ήταν αδιάφορος αλλά εκείνα τα χρόνια έτσι ήταν οι άνθρωποι, έτσι συνέβαινε. Με ρωτάει λοιπόν «Τι θες να κάνεις στη ζωή σου;» και εγώ του απάντησα «Θέλω να σπουδάσω στο Πολυτεχνείο». Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει Πολυτεχνείο. Με ξαναρωτάει «Γιατί δεν γίνεσαι δάσκαλος;», μια ερώτηση που βγήκε από μια κοινή αντίληψη που υπήρχε εκείνα τα χρόνια στην επαρχία για τους καλούς μαθητές. Με την κουβέντα όμως τον έπεισα για αυτό που ήθελα. Και πέρασα στο Μετσόβιο το 1972. Όταν πέρασα στο Πολυτεχνείο ήταν τα δύσκολα χρόνια μέσα στη Χούντα αλλά παράλληλα τότε υπήρχε και ένα έντονο φοιτητικό κίνημα. Τα έζησα όλα αυτά, τελείωσαν. Όμως τελειώνοντας τις σπουδές μου ένιωθα ότι δεν ήθελα να δεσμεύσω τη ζωή μου με αυτά τα πράματα. Είναι αυτό που κάποια στιγμή μου είπε ο Μανιάτης, ότι δεν φέρουμε καμία ευθύνη για την πρώτη γέννηση μας. Δεν διαλέξαμε ούτε γονείς, ούτε συγγενείς, ούτε τόπο. 

Δεν τα διαλέξαμε αλλά όλα αυτά δεν μας προσδιορίζουν ;

Ναι, σαφώς. Αλλά όπως έλεγα, από εκεί και πέρα ο άνθρωπος πρέπει να βρει τις κατάλληλες συνθήκες για να γεννήσει ο ίδιος τον εαυτό του, να γίνει μια δεύτερη γέννηση. Κάπως έτσι συνέβη και με μένα τότε. Τι ήταν αυτό; Πέρασε μια δεκαετία από τότε που είπα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω ως μηχανικός ώστε να αποφασίσω ότι θέλω να γεννηθώ κάπου άλλου, να δοκιμαστώ στο σινεμά. Δεν συνέβη αυτόματα, ούτε αμέσως, ούτε αυτονόητα. Ήθελα όμως να κάνω κάτι διαφορετικό χωρίς να καταλαβαίνω τι έπρεπε να είναι αυτό. 

Θυμάστε το Πολυτεχνείο του ΄72-΄74; Ήταν μια εποχή που έβραζε εσωτερικά.

Θαυμάσια εποχή. Δεν στέκομαι βέβαια καθαρά στο πολιτικό κομμάτι της εποχής. Ναι, έβραζε και εκτός από τα μαθήματα υπήρχε μια έντονη ατμόσφαιρα, μια τεράστια κινητικότητα, μια ανταλλαγή ιδεών, συνεχείς επαφές και φιλίες ζωής. Υπάρχει επίσης μια πολιτική συνείδηση που την υπηρετείς σε μεγάλο βαθμό. Ξέρω, όντας μέσα σε όλα αυτά, τα πολλά επόμενα χρόνια, ότι και να ειπώθηκε για τη γενιά του Πολυτεχνείου, με τη γνώση που λάβαμε μέσα στα χρόνια, ότι αν ξαναβρισκόμουν και πάλι εκεί θα έκανα ακριβώς τα ίδια πράματα. Γιατί αυτά με δημιούργησαν και με συγκρότησαν, τα έζησα τόσο έντονα ώστε με τίποτα δεν θα ήθελα να πω ότι δεν ήθελα να τα ζήσω. 

Στη Χατζίκου πότε μπήκατε;

Στα μέσα του ’80.

Αρκετά ώριμος για να πάρετε αυτή την απόφαση.

Δεν ξέρω, τι εννοούμε με την έννοια ωριμότητα; Πότε είσαι ώριμος;

…Ηλικιακά τουλάχιστον.

Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που σήμερα κάνουν αυτό το πράγμα και μάλιστα με πιο σοβαρές και προχωρημένες σπουδές. Δεν τους γεμίζει αυτό και έτσι ασχολούνται με κάτι άλλο. Μέχρι να σου βγει αυτό το κάτι άλλο όμως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Τελειώνοντας τη Χατζίκου η εικόνα που είχα για το ντοκιμαντέρ ήταν υποδεέστερη σε σχέση με αυτό που είναι σήμερα το είδος. Τότε ασχολούνταν με ιστορικά, βιογραφίες, αρχαιολογικά θέματα, γενικά θα λέγαμε με ακαδημαϊκά θέματα. Πηγαίνοντας όμως στη Γαλλία με μια υποτροφία – την οποία κέρδισα από τύχη – ήρθα σε επαφή με το ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ και ένιωσα ότι αυτό με ενδιαφέρει, ότι με γεμίζει. Μέχρι τότε όμως δεν ήξερα αν αυτή η απόφαση – για μια δεύτερη γέννηση – ήταν δικαιωμένη. 

Θυμάστε τους καθηγητές σας στη Σχολή Χατζίκου;

Μια μορφή που σίγουρα δέσποζε εκείνα τα χρόνια ήταν ο Δήμος Θέος. Υπήρχαν κι άλλοι όπως ο Νίκος Γαρδέλης που μας έκανε φωτογραφία, ο Σαράντος Φράγκος μας έκανε θέατρο, ο Τιμογιαννάκης μας έκανε Ιστορία Κινηματογράφου… Η μορφή όμως που μας σημάδεψε τότε ήταν ο Δήμος Θέος. Ήταν ένας πολύ δοτικός και καλλιεργημένος άνθρωπος. Νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντι του. Από τους καθηγητές και τους δασκάλους των σχολικών χρόνων τι μπορεί να σου μένει, πέρα από τις γνώσεις; Νομίζω η αύρα των ανθρώπων. Έτσι και η αύρα του Δήμου Θέου και οι συζητήσεις που είχαμε μαζί του μας έδιναν μια διαφορετική προοπτική στον κόσμο.

Με τη μυθοπλασία δεν ασχοληθήκατε ποτέ. Δεν θα μπορούσατε να ασχοληθείτε; Δεν σας συγκινούσε;

Ίσως θα μπορούσα. Η μοναδική fiction ταινία που έκανα ήταν μια σπουδαστική για τις ανάγκες της Σχολής Χατζίκου.  Είχαμε δουλέψει πολύ στις πρόβες και στην προετοιμασία με τους ηθοποιούς και τον φωτογράφο για να στήσουμε σωστά τα πλάνα μας. Όμως φτάνοντας στο μοντάζ ένιωσα πως απλά είχα να διαλέξω σε κάθε σκηνή τις πιο καλές λήψεις που έκανα και εκεί τελείωνε το πράμα. Ήξερα καλά τι είχα δουλέψει γιατί είχα το σενάριο. Αυτό το συναίσθημα όμως που νιώθω με το ντοκιμαντέρ – στο οποίο δεν πηγαίνω ποτέ με σενάριο – δεν συγκρίνεται με τίποτα. Ζω μια απίστευτη γοητεία της δημιουργικής διαδικασίας. Δημιουργείς τον κόσμο από την αρχή με το ντοκιμαντέρ. Λατρεύω την επικοινωνία με τους ανθρώπους, τις κουβέντες που κάνουμε, τον τρόπο που θα μαζέψω τα στοιχεία που συνθέτουν το υλικό μου και θα δημιουργήσουν το σύμπαν κάθε ταινίας. Το ντοκιμαντέρ είναι μια μυθοπλασία με άλλους όρους για μένα. 

Υπάρχει κάποια ταινία που θέλατε να κάνετε και δεν το καταφέρατε;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που με κατατρώει μέσα μου. Νομίζω πως βρίσκω πάντα τρόπο να κάνω τις ταινίες που θέλω. Νιώθω πως ότι πήρε το δρόμο του και προχώρησε, αυτό έπρεπε να γίνει. Κι ας λογαριάσουμε μέσα τις συγκυρίες, το οικονομικό κομμάτι, όλα αυτά. Αισθάνομαι όμως πως υπάρχουν έρωτες που δεν υλοποιήθηκαν ή δεν δικαιώθηκαν. Είναι νομίζω της ίδιας κατηγορίας η ερώτηση. 

«Ότι περιγράφω, με περιγράφει» λέει ο Αργύρης Χιόνης. Τι σημαίνει αυτό για τον Σταύρο Ψυλλάκη;

Κοίταξε, νομίζω πως μια τέτοια φράση προσδιορίζει λίγο – πολύ το έργο του καθενός μας. Είτε είναι κινηματογραφικό, είτε συγγραφικό, είτε οτιδήποτε άλλο. Νομίζω πως ο στίχος του Αργύρη (Χιόνη) επιβεβαίωσε μια βαθιά πεποίθηση που έχω ότι όσο κινηματογραφείς κάποιο πρόσωπο άλλο τόσο κινηματογραφείς και τον εαυτό σου. Ο κόσμος έχει διάφορες πτυχές. Από σένα εξαρτάται τι θα προσεγγίσεις περισσότερο με την ίδια μεθοδολογία. Άρα όταν έρχεται ο Αργύρης και λέει αυτή τη φράση, ουσιαστικά τα περικλείει με έναν ποιητικό τρόπο. 

Εάν κάνεις αναδρομή στις διάφορες ταινίες μου, είχανε χιλιάδες δυνατότητες. Στο Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε ακούς όμως να μιλάνε για καλούς και για κακούς; Ακούς για την σχέση τους με το (κομμουνιστικό) κόμμα και πως εξελίχθηκε αυτή; Δεν εστιάζω σε αυτά. Εστιάζω στους ίδιους τους ανθρώπους και στην δύναμη που βρίσκουν να ζήσουν αυτές τις οριακές καταστάσεις που βιώνουν. Άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι το Νοσοκομείο Μεταξά, όπου έχουμε τους γιατρούς και το προσωπικό του νοσοκομείου που αρρωσταίνουν και οι ίδιοι. Θα μπορούσε να είναι μια πρώτη ευκαιρία να αρχίσει μια ολόκληρη έρευνα για το κατά πόσο οι συνθήκες εργασίας προκαλούν αυτές τις ασθένειες. Επίσης για το ΕΣΥ και πως οι ασθενείς βιώνουν την περίθαλψη τους. Εγώ όμως θέλησα να εστιάσω στο γεγονός τι βιώνει ένας άνθρωπος όταν του πουν ότι έχει καρκίνο. Να σταθώ στο γεγονός του θανάτου, που είναι ένα υπαρκτό πράμα, παρά το ότι έχουν βρεθεί επαναστατικές μέθοδοι θεραπείας και έχει αλλάξει η επιστημονική αντίληψη για την ασθένεια. Όσο όμως κι αν έχουν αλλάξει τα πράματα, η αίσθηση του πόσο πλησιάζεις στο θάνατο είναι σταθερή. Άσχετα από την εξέλιξη και την τελική έκβαση το γεγονός αυτό σου δίνει την αφορμή να ξαναστοχαστείς την ίδια την ουσία της ζωής. Θεμελιώδη ερωτήματα που συνήθως τα παραγκωνίζουμε. 

Τι είναι το ντοκιμαντέρ για τον Σταύρο Ψυλλάκη. Αποτελούν οι ιστορίες με τις οποίες καταπιάνεστε ταξίδια, υπαρξιακά δοκίμια, λαϊκά αναγνώσματα; Τι απ’ όλα αυτά;

Υπαρξιακά δοκίμια. Μου το ανέφερε πρώτη φορά ο συνάδελφος, ο σκηνοθέτης Νίκος Θεοδοσίου. Όταν μου το είπε νομίζω με προβλημάτισε εκείνη την ώρα. Σκεφτόμουν ότι υπήρχε ένας χαρακτηρισμός ενός έργου. Θα μπορούσε αυτό το έργο να καταναλωθεί σε χιλιάδες πράματα αλλά πέρα από νύξεις που μπορεί να υπάρχουν για δεκάδες θέματα εστιάζω στο ανθρώπινο στοιχείο. Τα πρόσωπα αυτά έχουν μιλιά και μπορούν να μιλήσουν. Ήθελα να τους ακούσω να μιλάνε. Ο λόγος λοιπόν δόθηκε σε αυτούς και όχι στους ειδικούς. Ήθελα να ακούσω το λόγο τους, την σκέψη τους. Βγαίνοντας από την ταινία είναι αδύνατον να ξεχάσεις τον Κοκκινίδη (αναφέρεται στον βασικό πρωταγωνιστή του Ο Άνθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν). Είναι αδύνατον να ξεχάσεις τους ασθενείς του Μεταξά. Είναι απλές (λαϊκές) ιστορίες που δεν έχουν να προσποιηθούν τίποτα. Δεν θέλουν να σου πουν ότι από πίσω υπάρχει ένας σκηνοθέτης που έχει να σου πει λαμπρά πράματα. Ο σκηνοθέτης υπάρχει με το σεβασμό ότι αφήνει το πρόσωπο που παρουσιάζει να εκφραστεί, ότι του αφήνει το ζωτικό χώρο να μιλήσει. Δεν είναι όμως τόσο απλά στο μοντάζ τα πράματα όταν έχεις μπροστά σου το υλικό μιας τέτοιας ιστορίας. Δεν με ενδιαφέρει όμως να κάνω κάποιο κόλπο αλλά να αφήσω τις ιστορίες και τα συναισθήματα τους να δουλευτούν στο μοντάζ. 

Ο Μανιάτης, ο Κοκκινίδης. Ο Μαρκάκης, Ο γιατρός του Μεταξά, ο Νίκος Κοκοβλής, η Ολυμπία είναι χαρακτήρες στους οποίους ενυπάρχει το στοιχείο της υπέρβασης, του θαύματος, της πάλης της ζωής, η νίκη και η ήττα.

Ακόμη και στην ήττα – αν θεωρήσουμε ότι ήττα είναι ο θάνατος – υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτάσεις στο τέλος όρθιος. Νιώθω ότι όλοι έχουν περπατήσει όρθιοι στη ζωή. Για αυτό και οι τελευταίες τρεις ταινίες μου, που έχουν ένα κοινό στοιχείο που εγώ το ονομάζω Ωδές στην Ύπαρξη, αφορούν τρία διαφορετικά πρόσωπα αλλά αυτά τα πρόσωπα σε γοητεύουν γιατί ότι κι αν περάσαν υμνούν την ίδια την ζωή. 

Πως ξεκινάτε να βουτάτε στα βαθιά μιας ιστορίας; Τι είναι αυτό που θα σας ταρακουνήσει και θα σας πει ότι εδώ υπάρχει υλικό για κάτι πολύ καλό; Πως βρίσκετε τα πρόσωπα των ταινιών σας; Έρχονται αυτοί μπροστά σας ή εσείς τους ψάχνετε;

Και το ένα και το άλλο. Είμαι ένας άνθρωπος που μπλέκομαι με τον κόσμο, μου αρέσει η ανθρώπινη επικοινωνία και αυτό με φέρνει σε επαφή με πολλούς ανθρώπους. Άρα μια πληροφορία που θα έρθει κάποια στιγμή θα την αξιοποιήσω. Κάπως έτσι έγινε με την πρώτη μου ταινία.Όταν με έπιασε ο ψυχίατρος και φίλος Αντώνης Βλυχάκης με ενημέρωσε ότι θα φύγει στη Δανία με μια ομάδα νοσηλευομένων του από το Ψυχιατρείο Χανίων και μου πρότεινε να τους ακολουθήσω. Και έτσι έγινε Ο Άνθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν. Έτσι έγινε το προξενιό. Μια άλλη ιστορία ήταν το Άλλος Δρόμος δεν Υπήρχε, όταν ο φίλος από τα Χανιά, ο (δημοσιογράφος και διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων) Μαθιός Φρατζεσκάκης μου σύστησε το βιβλίο και λίγο μετά γνώρισα και τα πρόσωπα της ιστορίας. Κάποια στιγμή με είχε «φάει» ο σκηνοθέτης Γιώργος Πανουσόπουλος να μου γνωρίσει τον Γιώργο Μανιάτη. Το ίδιο έγινε και με το Νίκο Καρβούνη από το Νοσοκομείο Μεταξά με τον οποίο μπήκαμε σε μια συζήτηση για το πως θα μπορούσε να γίνει μια ταινία πάνω στο θέμα των καρκινοπαθών αλλά του εξήγησα πως δεν με ενδιαφέρει να κάνω μια ταινία ιατρική αλλά περισσότερο μια ποιητική και συμφώνησε μαζί μου. Και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας με έναν τυχαίο τρόπο. Ωστόσο η δυναμική που μπορεί να πάρουν αυτές οι γνωριμίες είναι κάτι διαφορετικό. Όλα γίνονται με έναν τυχαίο τρόπο. Θέλω να πω επίσης πως δεν ασχολούμαι με θέματα της επικαιρότητας. 

Σας απωθεί η επικαιρότητα;

Όχι αλλά δεν μου λέει τίποτα σκηνοθετικά. Υπάρχουν τόσα μέσα για να την καλύψουν. Εμένα με ενδιαφέρει να δω άλλα πιο διαχρονικά στοιχεία στα πράματα. Δεν με ενδιαφέρει να καλύψω με μια απλή καταγραφή ένα γεγονός. Έχει σημασία πως θα προσεγγίσεις μια ιστορία και τι θησαυρούς θα σου δώσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ιστορικά πρόσωπα. 

Αφορά ένα κλικ που κάνουν μέσα σας οι πιο απλές ιστορίες;

Ίσως αυτό. Θέλω να μου δώσουν αυτά τα πρόσωπα που ανήκουν στις μικρές ιστορίες. Και νιώθω ότι θα μου δώσουν πιο ειλικρινή, πιο ζωντανά και περισσότερα πράματα και ερμηνείες και αυτά με τη σειρά τους θα δώσουν μια άλλη διάσταση.

Παίζει ρόλο ότι αυτά τα πρόσωπα η μεγάλη Ιστορία τα γκρεμίζει και τα συντρίβει εντός της;

Αυτό συμβαίνει συνέχεια. Θέλει να περάσει καιρός για να έχεις πιο αντικειμενική εικόνα. Αλλά αυτό το κομμάτι της Ιστορίας – που εσείς λέτε ότι γκρεμίζετε – δεν είναι εύκολο να το πεις. Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν ερμηνείες των γεγονότων». Αν βγεις σε ένα περίπτερο για να δεις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων θα σταθείς με απορία στο ποιο μπορεί να είναι τελικά το γεγονός. Έτσι είναι και ο φακός με τον οποίο βλέπουμε τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Όλες οι ερμηνείες αυτές, αν είναι πάντα με καλή προαίρεση, δεν θα σου δώσουν την ίδια ερμηνεία.

Πέρα από τα «προξενιά», όπως τα ονομάσατε, πως αυτά τα πρόσωπα σας εμπιστεύτηκαν; Νομίζω η εμπιστοσύνη είναι ακόμη πιο σημαντική από την γνωριμία. 

Αυτή είναι και η δύναμη αυτών των ταινιών. Η διάθεση να πουν αυτές τις ιστορίες τους δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Ή το εκπέμπεις ή όχι αυτό το πράμα. Προσωπικά δεν έχω εισαγγελική διάθεση να κατακρίνω κανέναν. Θέλω να ακούσω την ιστορία του, να του δημιουργήσω έναν ζωτικό χώρο για να μπορέσει να μιλήσει ανοιχτά. Αν εξαρχής καταλάβεις ότι μπαίνω στη διαδικασία να κρίνω ή να σχολιάσω τι είναι σωστό και τι λάθος λίγα πράματα θα κερδίσω. Δεν προσποιούμαι όμως ότι ακούω. Έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω και να καταλάβω τι συμβαίνει, για το πως οι άνθρωποι βρέθηκαν σε αυτή τη θέση. Για να μπορέσεις να μάθεις και να καταλάβεις προϋποθέτει μια δικιά σου παιδεία και καλλιέργεια. Δεν μιλάω για εκπαίδευση. Αν ξεκινούσαμε την κουβέντα με το τι λέει ο Νίτσε λ.χ. τότε δεν θα έμπαιναν στη διαδικασία μιας συζήτησης. Αν όμως στο βάθος του χρόνου όλα αυτά τα πράματα που έχεις διαβάσει κατασταλάζουν μέσα σου και όταν πας να μιλήσεις με έναν άνθρωπο έχεις μέσα σου ένα σημαντικό οπλοστάσιο για να χτίσεις και τη σχέση σου με αυτόν τον άνθρωπο και να σκάψεις και την ιστορία. Βάζεις το μυαλό σου να λειτουργήσει. Είναι μια σχέση με τεράστια δυναμική. 

Σας ενδιαφέρει το ιστοριογραφικό κομμάτι σε αυτές τις ιστορίες, δηλαδή να τις καταγράψετε και να τις ανασυνθέσετε μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. 

Δεν το κάνω για αυτό το λόγο. Βλέπω κι άλλα πράματα πέρα από το ιστοριογραφικό κομμάτι. Τους ζω αυτούς τους ανθρώπους από κοντά και δεν με ενδιαφέρει να κάνω κάτι τέτοιο γιατί βλέπω κι άλλα πράματα. Δεν με ενδιαφέρει μόνο τι λέει κάποιος αλλά επίσης ποιος το λέει.

Πως βλέπετε τους νέους κινηματογραφιστές;

Η ζωή προχωράει. Προσωπικά χαίρομαι όταν βλέπω καλές ταινίες και ειδικά ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν πλέον νέα παιδιά που τους νοιάζει και το προσπαθούνε. Και με αφορμή αυτό θα έλεγα πως και αυτή η τιμητική βράβευση μου στη Θεσσαλονίκη ίσως να έχει αυτή τη σημασία: να πούμε δηλαδή σε αυτά τα νέα παιδιά να μην το βάλουν κάτω, να προχωρήσουν. Νιώθω δηλαδή ότι δεν τιμάται ένα πρόσωπο μόνο αλλά μια φουρνιά ανθρώπων που αφοσιώνονται στο είδος του ντοκιμαντέρ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα