Θάνος Αλεξανδρής: «Από τον Καβάφη στον Καφάση… αυτή η νύχτα μένει»
Λίγο πριν την πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο και με αφορμή τη σκηνική του επιστροφή, μια συζήτηση για τη νύχτα της επαρχίας και τη μνήμη της.
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης «Αυτή η νύχτα μένει» στο Βασιλικό Θέατρο, σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και σε σκηνοθεσία Αστέρη Πελτέκη, η Parallaxi συνάντησε τον συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, Θάνο Αλεξανδρή.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου και επιχειρεί να μεταφέρει στη σκηνή έναν κόσμο που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή:
Τη νυχτερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας, τα σκυλάδικα, τους ανθρώπους τους και τις ιστορίες που γράφτηκαν σε έναν κόσμο που συγκροτήθηκε γύρω απο την ανάγκη, το πάθος και τη διαφυγή.
Το έργο του Θάνου Αλεξανδρή έχει ήδη διανύσει μια μακρά διαδρομή, από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τώρα για δεύτερη φορά στο πάλκο. Κι αυτό γιατί ίσως λειτουργεί ως χρονικό μιας Ελλάδας που άλλαξε ανεπιστρεπτί.
Μιας Ελλάδας όπου κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, η νύχτα δεν ήταν απλώς διασκέδαση, αλλά πεδίο υπέρβασης και μεταμόρφωσης.
Η συνάντηση μας πραγματοποιήθηκε στο Βασιλικό θέατρο, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα και η συζήτηση μας κινήθηκε στις προσωπικές του διαδρομές, τα βιώματα της νύχτας, μέχρι την έννοια της αυθεντικότητας, του καλτ και της συλλογικής μνήμης.
Δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω αλλιώς, υπάρχουν τόποι που μοιάζουν απλοί σταθμοί – αλλά τελικά βρίσκουν τον τρόπο να γίνουν σύνορα ζωής. Για εσάς φαντάζομαι πως ένας τέτοιος τόπος είναι τα ΚΤΕΛ Κηφισού.
Όποιος μιλάει για τη νύχτα ή όποιος θέλει να ασχοληθεί με αυτήν, ή απλά έστω να δει τη νύχτα στην περιφέρεια πρέπει να πάει με ΚΤΕΛ. Γιατί με λιμουζίνα αν πας δε λέει. Αυτό ήταν πάντα, η γοητεία του ΚΤΕΛ, ο σταθμός.
Στις αναμνήσεις μου είμα εγώ, τρεις κοπέλες, με ένα μπαλέτο και αποσκευές. Να περιμένουμε το λεωφορείο για Λάρισα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Βέροια. Λιγότερο ταξίδευα με τρένο αν και αυτό είναι ένα γοητευτικό μέσο – δεν μου άρεσε ποτέ το αεροπλάνο.
Αλλά με το λεωφορείο αισθάνομαι και λίγο σαν πρωταγωνιστής σε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Αλλά εκείνο το σύνορο ως «μετέωρο βήμα» στο αβέβαιο; Δηλαδή όταν φύγατε από την Αθήνα και ξεκινήσατε για τη Λάρισα ξέρατε προς τα πού κατευθυνόσασταν;
Όχι, ήμουνα ένα παιδί που μέχρι και τα 18 δεν είχα βγει από το σπίτι μου. Δεν είχα φίλους κι όπως περιγράφω και στο βιβλίο το όνειρό μου ήταν να γίνω αρχιμανδρίτης.
Δηλαδή όταν ήμουν παιδί, ήμουνα μεγαλωμένος μες στην εκκλησία και έκανα νηστεία. Πίστευα όμως, αληθινά. Έτσι, όλοι περίμεναν να γίνω παπάς ή αρχιμανδρίτης. Βέβαια, η μητέρα μου δεν το ήθελε αυτό – ήθελε να γίνω δικηγόρος. Τελικά, μπήκα στη
νομική, αλλά με απώτερο σκοπό να φύγω από το χωριό και να σπουδάσω θέατρο.
Κρυφά από τους γονείς, περνάω νομική και αρχίζω να σπουδάζω θέατρο χωρίς να το μάθει κανένας. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο Γιώργο Μαρίνο, είναι από τους πρώτους που έχει κάνει σόου στην Ελλάδα, στη «Μέδουσα» . Ο Μαρίνος τότε επειδή το να είσαι γκέι ήταν προσβολή μεγάλη και ήταν ο πρώτος που είχε δηλώσει ότι ήταν γκέι ας πούμε, στα χωρία όταν άκουγαν το όνομα “Μαρίνο” ανατριχιάζανε.
Μαθαίνει τώρα η μάνα μου ότι δουλεύω στον Μαρίνο. Καταλαβαίνεις γίνεται μια μεγάλη αναστάτωση – έρχεται όλη η οικογένεια στη Μέδουσα με βλέπει και ήμουνα πολύ τυχερός γιατί τους άρεσα πάρα πολύ και έτσι το αποδέχτηκαν αυτό.
Φωτογραφικό υλικό: Ευγενική παραχώρηση από το αρχείο του Θάνου Αλεξανδρή
Επομένως, γίνεστε ηθοποιός, έως ότου έρθει εκείνη η κομβική στιγμή που εγκαταλείπεται το επάγγελμα προσδίδοντας αυτή σαν την απόφαση στη συμβατική ζωή που κάνει ένας ηθοποιός.
Ξαφνικά. Ναι. Συμβατική και άχαρη για εμένα, εντελώς. Ενώ το όνειρο μου ήταν να γίνω ηθοποιός. Έπαιξα κιόλας στον Λυκαβηττό πρωταγωνιστής. Πιστεύω ρε παιδί μου οφείλεται σε αυτό που λέω «μια θεϊκή συγκυρία», ίσως ο Θεός σου λέει αυτό το καημένο,
το αθώο παιδί που δεν βγήκε από το σπίτι του πρέπει να δοκιμάσει κάτι… Για άλλους ήταν η κόλαση αλλά για μένα ήταν ο παράδεισος. Σε έναν κόσμο που μέχρι τότε τον ήξερα μόνο από την λογοτεχνία.
Ο κόσμος της αμαρτίας, της νύχτας, της παρανομίας, οι νονοί της νύχτας, οι νταβατζήδες, οι πορτιέρηδες. Πράγματα για μένα που ήταν γοητευτικά – ενώ τα διάβαζα στη λογοτεχνία, δεν ήξερα ότι θα τα συναντήσω. Γιατί στην αρχή ήταν ένα ξεκίνημα σε ένα μαγαζί για τα λεφτά.
Άρα δηλαδή η θεϊκή συγκυρία υπήρξε η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων;
Εννοείται! Αναγνώσματα από τον Κοκτώ, τον Ζενέ. Ο Ηλίας Πετρόπουλος ένας περίφημος συγγραφέας, ο οποίος έχει πεθάνει έλεγε ότι:
..το πάθος, την καύλα πρέπει να τη γεύεται ο άνθρωπος, όχι να την διαβάζει ή να την κλέβει σαν τα τσιτάτα του Μαρξ.
Οι περισσότεροι διανοούμενοι σου μιλάνε για έρωτα, για πάθος αλλά δεν τα έχουν ζήσει. Απλά τα έχουνε διαβάσει και σου πετάνε μια ατάκα ας πούμε. Στη νύχτα οι άνθρωποι μιλάνε για πάθος αλλά ζουν το πάθος. Κατάλαβες;
Πρέπει να τονίσω ότι η νύχτα ήταν πολύ γενναιόδωρη στα αισθήματα, στην αγάπη, στον έρωτα. Πιστεύω ότι η νύχτα ήταν μόνο έρωτας.

Αυτό με μετακινεί, σε εκείνο που λέτε ότι «τη νύχτα είτε ζεις είτε πεθαίνεις». Μου προκάλεσε την αίσθηση κιόλας ότι έχετε μια τάση αποστροφής προς το ενδιάμεσο, το χλιαρό. Ισχύει;
Πάντα στο μέτριο είχα εγώ και στο «φυσιολογικό» που λέμε. Για μένα, γιατί πολλοί μου λένε, πώς ονομάζεις μαγικά τα σκυλάδικα όταν εκεί έχουν καταστραφεί οικογένειες, γυναίκες;
Είναι αυτό που είπες τη νύχτα ή ζεις ή πεθαίνεις, δεν φυτοζωείς ποτέ. Αυτό είναι το σπουδαίο. Και εγώ να σου πω την αλήθεια, από την αρχή της ζωής μου ήθελα να αποφύγω τους ανθρώπους που ήταν αφιονισμένοι με τα ωράρια, τα μίτινγκ, την καριέρα, δεν τα ήθελα εγώ αυτά.
Ήθελα, να μπω σε ένα κόσμο και ας καταστραφώ. Αλλά τελικά νομίζω αποθεώθηκα και πέρασε υπέροχα. Μην ανατριχιάζετε με αυτά που ακούτε.. (γελάει)

Στην προσπάθεια μου να κατανοήσω την βιβλιοκριτική της Μαλβίνας Κάραλη, ερμήνευσα ένα της σημείο ως εξής: για να αντέξει κανείς τη νύχτα χωρίς να χάσει τα λογικά του χρειάζεται να κρατήσει μια εσωτερική απόσταση, αν και κάπως αλλιώς το έχει θέσει – ισχύει στη δική σας περίπτωση;
Αυτό που λέει η Μαλβίνα είναι πολύ σωστό. Ξέρεις τι; Όταν δούλευα γινόμουνα ένα με τους ανθρώπους, με όλους αυτούς. Δηλαδή δεν έκανα προβολή του πτυχίου της νομικής ή τον Κουν – γινόμουνα ένα με αυτούς τους ανθρώπους και στην ξεφτίλα και στο μεγαλείο, ωστόσο γυρνώντας στο σπίτι, καθώς εκεί υποδυόμουν ένα ρόλο, γινόμουνα ξανά Θάνος Αλεξανδρής.
Αποστασιοποιημένος πλέον από όλο αυτό που είχα ζήσει, δεν με παρέσυρε η νύχτα. Αφού πολλοί με κοιτάνε και μου λένε δεν φαίνεται ότι έχεις ζήσει τη νύχτα, είναι σαν να μην έχεις γράψει το βιβλίο.
Κι όμως το έγραψα. Γιατί το έβλεπα σαν ρόλο.
Πως και όμως αποφασίσατε και ξεκινήσατε να γράφετε τα δικά σας απομνημονεύματα ;
Άρχισα να λέω σε φίλους μου από τον Κουν ή στην Μαλβίνα αυτά που ζούσα και μου λέγαν πως όλα αυτά είναι εκπληκτικά, σαν σκηνές από ταινίες του Κουστουρίτσα, του Αλμοδόβαρ. Έτσι, σιγά σιγά πήρα την απόφαση.
Σε σημειώματα, σε πακέτα άδεια άρχισα να γράφω και τελικά αποφάσισα να το εκδώσω.
Είναι αλήθεια πώς θέλατε στην αρχή την σκηνοθεσία της ταινίας να αναλάβει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ;
Ναι ήταν το όνειρό μου. Πρόσεξε είχα πει σκηνοθεσία ο Αλμοδόβαρ και μουσική ο Κραουνάκης. Για τον Αλμοδόβαρ δεν με άκουσε ο Θεός, αλλά για τον Κραουνάκη έγινε και έγραψε μαγική μουσική.
Το βιβλίο σας έχει φτάσει να γίνει μουσική, ταινία, θεατρικό, podcast –είχατε ευχηθεί κιόλας να γίνει χορόδραμά υπό την επιμέλεια του Γιώργου Παπαϊωάννου; Το ανέβασμα στο ΚΘΒΕ θυμίζει καθόλου αυτή σαν την επιθυμία;
Πρέπει να σου πω ότι, όταν μου έκανε πρόταση ο διευθυντής του Κρατικού (ΚΘΒΕ), ο Αστέρης Πελτέκης ήτανε η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου. Ένιωσα φοβερή χαρά – έχει φτιάξει ένα λαϊκό υπερθέαμα, έχει πολλά τραγούδια, οι εικόνες είναι μαγικές, γιατί το αγαπάει το σκυλάδικο παρότι είναι διανοούμενος. Νομίζω είναι λαϊκό μιούζικαλ – εκπληκτικό!
Περνάει όλο το βιβλίο μου, έχει τη ζωή τη δική μου. Από την εκκλησία, όλη την διαδρομή μου από τον Κουν, τον Μαρίνο, την νομική και τελικά την μεταστροφή μου στον άνθρωπο που φτιάχνει ένα μπαλέτο και γυρνάει όλη την Ελλάδα, την Γερμανία, την Κύπρο.
Και τι είναι αυτό που θα λέγατε πως σας γοήτευσε “τελικά” περισσότερο στα σκυλάδικα;
Πρώτον, οι άνθρωποι της νύχτας. Είναι υπέροχα πλάσματα, την ντομπροσύνη και τη μαγκιά την αληθινή την γνώρισα μόνο στη νύχτα, σε σχέση με τους διανοούμενους. Γνώρισα πραγματικά στολίδια, διαμάντια. Επίσης, το άλλο που ξεχώρισα είναι ότι οι γυναίκες που αν τις έβλεπες εκτός δεν θα γυρνούσες να τις κοιτάξεις.
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα χρονών ας πούμε, βαμμένες τις περίμεναν λιμουζίνες απ’ έξω από τα σκυλάδικα. Εκατομμύρια (δραχμές) στα πόδια τους, ενώ αυτή η γυναίκα μπορεί να ζούσε σε ένα τροχόσπιτο ή σε ένα εκτός σχεδίου.
Στη νύχτα οι άνθρωποι αλλάζουν – ο άλλος ήταν γεωργός, έπαιρνε επιδοτήσεις και ερχόταν με μια σακούλα σκουπιδιών με ένα εκατομμύριο. Τότε με ένα εκατομμύριο έπαιρνες δυάρι. Είναι αυτό που λέω ότι γινότανε μια υπέρβαση, οι άνθρωποι κάνανε υπέρβαση του εαυτού τους. Ο γεωργός που τον είχε φτύσει η οικογένεια του, το βράδυ καθότανε πρώτο τραπέζι και ήταν θεάρχοντας με πέντε γυναίκες γύρω του, με σερβιτόρους και υποκλίσεις.
Για τις ηρωίδες σας: είναι λες και σπάνε τη μοίρα που τους επιφύλασσέ η κοινωνική τους τάξη σωστά;
Ναι γιατί πολλά κορίτσια που εμείς τα παίρναμε για μπαλέτο ήταν πωλήτριες, εργαζόμενες σε εργοστάσια. Τότε αν ήσουν γυναίκα δεν χρειαζόταν να είσαι τραγουδίστρια ή ηθοποιός.
Ήταν αρκετό να είσαι μια «νόστιμη» γυναίκα για ένα μπαλέτο και κάπως έτσι, ξαφνικά, από εκεί που παίρνανε 4 χιλιάρικα το μήνα έβλεπαν 5 και 6 χιλιάρικα τη βραδιά. Για αυτές εμφανώς και άλλαζε η μοίρα τους.
Ήταν όμως όντως όχημα κοινωνικού μετασχηματισμού;
Βεβαίως γιατί μια γυναίκα που ήταν περιφρονημένη στη ζωή της, εκεί αποκτούσε μια οντότητα βασίλισσας.
Δεν υπήρχαν αυτές οι σχέσεις εξουσίας, π.χ. με τους άνδρες πελάτες και την κονσομασιόν, που να ήταν απλώς διαφορετικά ενδεδυμένες;
Αυτό το έχω ξανατονίσει…
Όταν λέμε «κονσομασιόν», επειδή τα έχουμε μπερδέψει κάπως τα πράγματα, δεν εννοούμε την πορνεία. Πρόκειται για δημόσιες σχέσεις, ακόμα και το γκαρσόνι απέναντι μπορεί να έρθει και να καθίσει μαζί μας, να μας πιάσει στην κουβέντα.
Αυτό είναι οι δημόσιες σχέσεις. Πρέπει να σου πω ότι οι γυναίκες ήταν πολύ δύσκολες, καμία δεν πήγαινε με τον μεσόκοπο γεωργό. Η κάθε μια είχε το αγόρι της, απλά ξεγελούσαν τους πελάτες. Τους έταζαν αυτό και αυτό.
Ο άλλος επί ένα μήνα, δύο, κάθε βράδυ ερχότανε. Πωλούσε μποστάνια, γιδοπρόβατα, επιδοτήσεις και η άλλη την έκανε μια μέρα ξαφνικά για την Αθήνα και έμενε αυτός χαρμάνι.
Πάντα έτσι γινότανε. Αν η γυναίκα καθότανε στον πελάτη, έφευγε αυτός. Δηλαδή ακόμα και για αυτόν η ομορφιά ήταν το ταξίδι, το φλερτ. Όλα αυτά μέχρι να την κατακτήσει. Αν από την πρώτη μέρα του καθόταν η κοπέλα, τον έχανες από πελάτη.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δηλαδή στηνόταν και γινότανε ένα σόου;
Όλοι παίζανε ρόλους. Και οι πελάτες παίζανε τον ρόλο τους, τον ρόλο του κυρίαρχου – «είμαι ο κυρίαρχος, μου ανήκει η νύχτα, μου ανήκει το μαγαζί, μου ανήκεις και εσύ και σε κάνω ότι θέλω».
Εσύ του έδινες την ψευδαίσθηση ότι έτσι είναι, αλλά εμείς όλους αυτούς τους παίζαμε στα δάκτυλα μας.
Έχει διατηρήσει κάποιο αυθεντικό στοιχείο στον χαρακτήρα της η νυχτερινή ζωή στην επαρχία;
Όχι πλέον. Δυστυχώς. Για αυτό έχει μεγάλη σημασία που ανεβαίνει τώρα το έργο στο κρατικό. Γιατί έχει εκλείψει ως είδος. Δεν υπάρχει, αν δεις και τα μπουζουξίδικα τώρα είναι όλα έντεχνα.
Δεν πρόκειται καν για μια πιο εξευγενισμένη λαϊκή εκδοχή τους;
Δεν ξέρω. Δεν υπάρχει, εγώ βλέπω και το ρεπερτόριο. Έχουν εκλείψει και οι φωνές οι λαϊκές – πιστεύω είναι ζήτημα του «έχουν αλλάξει τα πράγματα». Έχει εκλείψει και δεν θα επανέλθει ποτέ όμως. Κι όλοι το ψάχνουνε, όλοι προσπαθούν να βρούνε σκυλάδικα.
Αν συγκρίνατε τα σκυλάδικα της τότε εποχής με τον σημερινό τρόπο διασκέδασης;
Κοίταξε είναι θέμα αισθητικής. Τα νέα παιδιά δεν μπορούν να ακούσουνε για τα σκυλάδικα δεν το ξέρουνε. Τους αρέσει αυτό που βλέπουν. Εγώ ας πούμε δεν μπορώ με ενοχλεί. Πολύ έντεχνο, πολύ δήθεν.
Τα τραγούδια τότε, ήταν φτιαγμένα έτσι για να δυναμιτίζουν το συναίσθημα του πελάτη – ούτως ώστε αυτός να καψουρεύεται και να πίνει και να χαλάει.
Ήταν φτιαγμένα έτσι τα τραγούδια τότε. Τώρα είναι λίγο.. δεν μπορεί ο άλλος να καψουρευτεί ακούγοντας την Μποφίλιου. Για εμένα λέει ακαταλαβίστικα πράγματα.
Υπάρχει κάποια εικόνα ή στιγμή που να σας έμεινε ανεξίτηλη από τη νυχτερινή ζωή της επαρχίας και θα μπορούσατε να μας περιγράψετε ;
Είναι τόσες πολλές οι τραγελαφικές σκηνές που θα χρειαζόμασταν ένα ολόκληρο βιβλίο.
Όμως ανάμεσά τους θα επέλεγα την πιο τραγική, η οποία απεικονίζεται αριστουργηματικά στην σκηνή του Βασιλικού θεάτρου από τον σκηνοθέτη μας Αστέρη Πελτέκη και η ανάμνησή της ακόμα με συγκλονίζει.
Είναι η στιγμή του βιασμού μιας τραγουδίστριας από μια παρέα νεαρών μεθυσμένων πελατών, οι οποίοι παραβιάζουν την πόρτα του δωματίου της σε ξενοδοχείο και την βιάζουν, αψηφώντας νόμο και τάξη, γιατί τότε μερικοί ένιωθαν κυρίαρχοι στο μαγαζί, στη νύχτα σε σένα τον ίδιο.
Ήμουνα αυτήκοος μάρτυς αυτού του τραγικού γεγονότος ,ουρλιάζοντας σ΄ένα ρεσεψιονίστ, που με αντιμετώπιζε γελώντας, ενώ όταν επικοινώνησα με τον αστυνομικό υπηρεσίας, με συνέστησε να φανώ ψύχραιμος.
Και τώρα πώς είναι για εσάς να υποδύεστε έναν κόσμο που πρώτα τον γεννήσατε στο χαρτί;
Είναι μεγάλη η συγκίνηση. Για σκέψου – ξεκινήσαμε με κονσομασιόν, με νύχτα. Που στην αρχή μην νομίζεις, τώρα το αποδέχονται και συγκινούνται κιόλας. Αλλά όταν άκουγαν ότι πήγα στο σκυλάδικο άκουσα διάφορα.
Τώρα έγινε ταινία, σίριαλ, παράσταση και τώρα ανεβαίνει σε έναν ιερό χώρο στο Κρατικό θέατρο βορείου Ελλάδος. Είναι αυτό που είπα, επειδή θέλω να ξαναβγάλω το βιβλίο να υπάρχει ένας υπότιτλος «Από τον Καβάφη στον Καφάση… αυτή η νύχτα μένει».
Με το κρατικό όμως είναι λες και επανέρχομαι στον Καβάφη. Μόνο συγκίνηση, που αξιώθηκα να δω το έργο να ανεβαίνει σαν παράσταση και ευχαριστώ πάρα πολύ τον κύριο Πελτέκη.
Πρέπει να τονίσουμε ότι το έμψυχο υλικό του Κρατικού είναι παιδιά με φοβερό ταλέντο. Είναι πρώτη φορά που νιώθω τόσο όμορφα σε συνεργασία.
Έχουν απομείνει καλτ σημεία σήμερα στο αστικό τοπίο ή έχουν μετασχηματιστεί όλα σε ένα είδος τουριστικής ντίσνειλαντ;
Δυστυχώς τίποτα πια δεν έχει απομείνει που να θυμίζει το αυθεντικό, το αληθινό λαϊκό , το αντεργκράουντ άλλων καιρών, αφού όλα τα συμπαρέσυρε η μόδα, το τρέντυ της εποχής και η αγωνία των νέων να αποδομήσουν ότι αγαπήσαμε.
Καλτ μόνο στις ταινίες του Αλμοδόβαρ του Κουστουρίτσα στις παλιές ελληνικές ταινίες στις γκρεμισμένες προσόψεις παλιών μηχανουργείων στις χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από νυχτερινές μας αποδράσεις και φυσικά στην παράσταση του βασιλικού θεάτρου, «Αυτή η νύχτα μένει» σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία Αστέρη Πελτέκη.
Πως θα περιγράφατε το αυθεντικό «καλτ» ;
Το αληθινό καλτ είναι εκεί που οι λαϊκοί άνθρωποι κάθονταν για να πιούν ένα καφέ – ένα λαϊκό καφενείο στην Βερανζέρου.
Αν πας τώρα εκεί τα έχουν αγοράσει αυτά τα καφενεία και τα έχουνε κάνει καπουτσίνο. Καλτ μπορεί να είναι δύο λαϊκοί άνθρωποι και ο τρόπος που μιλάνε για γκόμενες, ένα μπορντέλο που απ’ έξω περιμένουν φαντάροι.
Οτιδήποτε είναι αυθεντικό, αυτό νομίζω ταιριάζει στο καλτ.
Οπότε θα λέγατε ότι διανύουμε μια περίοδο κρίσης της αυθεντικότητας ;
Εννοείται. Η νέα γενιά πλέον μιμείται. Έχουν τα πάντα αμερικανοποιηθεί και δυστυχώς με τα social media και όλο αυτό το χείμαρρο και τις πληροφορίες όλοι πλέον θέλουν να γίνουν διάσημοι και μποτοξαρισμένοι.
Αν δεν είσαι όμορφος δεν υπάρχεις, αν δεν είσαι νέος δεν υπάρχεις. Δηλαδή το bullying με την ηλικία και την ομορφιά με τρομάζει. Για αυτό και δεν μου αρέσουν οι φωτογραφίες. Δεν θέλω να φωτογραφίζομαι ποτέ.
Ένα σημείο αυθεντικότητας στο έργο σας είναι πάντως η νύχτα και το πόσο συχνά αυτή γίνεται ο τόπος όπου τα πάθη ξεφεύγουν από τα όρια της καθημερινότητας.
Ξεφεύγουν γιατί η νύχτα γεννάει πάθος. Το πολύ αλκοόλ τότε, δεν ήταν το αθώο, το αγνό του τώρα. Τότε γεμίζανε με πετρέλαιο τις σύριγγες και έπειτα τις φιάλες. Καταλαβαίνεις τι αντίδραση είχε το πράγμα;
και όταν ο άλλος έπινε δύο, τρία μπουκάλια και σε συνδυασμό με το ότι έχει φάει στη μάπα για 40 χρόνια τη συμβία του και ξαφνικά είναι η άλλη με το σούπερ μίνι, δεν θέλει και πολλά για να τρελαθεί. Έχουν γίνει τρελά πράγματα στη νύχτα.
Πρέπει να τονιστεί παρόλα αυτά ότι δεν πρέπει να βλέπουμε το σκυλάδικο υποτιμητικά – για μένα είναι ένα πολιτιστικό κομμάτι της ιστορίας μας.
Όπως το ρεμπέτικο που παλαιότερα το κοροϊδεύανε και πλέον καθιερώθηκε, έτσι και με το σκυλάδικο θα συμβεί. Να σκεφτείς ότι κάποτε είχα πει ότι έπρεπε να επιδοτηθούν – όταν το είπα γελούσαν όλοι. Εάν είχε γίνει επιδότηση, σήμερα θα υπήρχαν.
Υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή ή ένα γεγονός που σας έκανε να πείτε «ως εδώ» με τα σκυλάδικα; Ή το τέλος ήρθε πιο αργά, σαν εσωτερική φθορά;
Βεβαίως, μια φορά επηρεασμένος από συναδέλφους ηθοποιούς έκανα μια απόπειρα επανένταξης στα θεατρικά δρώμενα, πεπεισμένος, πως έπρεπε να επανέλθω στα αρχικά μου όνειρα.
Όμως όταν πέρασα απ το ταμείο και ο μισθός του μήνα δεν επαρκούσε ούτε για μια βραδινή έξοδο, όταν με το μπαλέτο έπαιρνα πακέτα, επανήλθα στη νύχτα και συνέχισα το ταξίδι της χαράς, της διασκέδασης και της μέθης. Το πλήρωμα του χρόνου όμως έφτασε με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αθρόα εισροή πανέμορφων δίμετρων κοριτσιών από Ρωσία, Ουκρανία και Μολδαβία. Ενώ παλιότερα ο πελάτης για να φλερτάρει και να του κάνει κονσομανσιόν μια μέτριας εμφάνισης τραγουδίστρια, υπήρχε περίπτωση να ξοδέψει ολόκληρη την επιδότηση και τελικά χωρίς αποτέλεσμα, τώρα βοσκοί και γεωργοί φόρτωναν στην καρότσα καλλονές, που δεν θα μπορούσε να συμβεί ούτε στα όνειρά τους, μόνο με λίγα χιλιάρικα για μια βραδιά.
Ετσι άρχισαν τα μπαλέτα τα δικά μας να μην έχουν την αίγλη των προηγούμενων χρόνων, αφού έτσι κι αλλιώς άλλαζε η εποχή. Για τον λόγο αυτό αποφάσισα να διακόψω το ταξίδι, αφού στο τέλος είχαμε ηττηθεί κατά κράτος από τους κομμουνιστές.
Φεύγοντας από εκείνον τον κόσμο, τι νιώθατε ότι αφήνετε πίσω σας; Κατανοήσατε ότι επρόκειτο για το τέλος μιας εποχής για τα σκυλάδικα;
Φεύγοντας από τα σκυλάδικα, που ήταν για μένα το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου, άφηνα έναν κόσμο, που μέχρι τότε γνώριζα μόνο μέσα από την λογοτεχνία.
Άφησα ανθρώπους της νύχτας, που οι άλλοι θεωρούσαν ‘’επικίνδυνους’’ , όμως εμένα με σεβάστηκαν γιατί έπαιξα έντιμα τους κανόνες του παιχνιδιού και έγινα ένα με αυτούς σε όλα τα πεδία. Άφηνα στιγμές ευτυχίας, όπου γλέντησα, αποθεώθηκα, έβγαλα χρήματα και έζησα ένα ξέφρενο πανηγύρι, που κανένας Σαίξπηρ ή καμιά Επίδαυρος, δεν θα μπορούσε να μου χαρίσει.
Αρχές του 90 έβλεπα καθαρά πως, άλλαζαν οι άνθρωποι, οι συνήθειες, άλλαζε ολόκληρη η εποχή – Πιστεύω, πως σαυτό συνέτεινε η άνοδος του χρηματιστηρίου, αλλά κυρίως ένα ρεύμα που τότε άρχισε να κυριαρχεί ραγδαία, όπου όλοι, αν και δεν είχαν να πληρώσουν το ενοίκιο της υπόγειας γκαρσονιέρας, νιώθοντας πλούσιοι, άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν την Μαντάμ Σουσού.
Άρχισαν οι πάντες να αμερικανοποιούνται και μέσα στην παγκοσμιοποίηση, η οποία άρχισε να σαρώνει τα πάντα, η νέα γενιά απέρριπτε μετά βδελυγμίας συνήθειες των μεγαλύτερων γιατί τις θεωρούσαν παλιακές και μαζί με αυτές, αντικατέστησε και το σκυλάδικο.
Επειδή δεν υπήρχε η σεξουαλική πείνα των παλαιότερων θαμώνων, η νέα γενιά πήρε τη θέση τους, με μοντέρνα προγράμματα και πλέον δεν είχε ανάγκη να ξοδέψει περιουσίες, η να πουλήσει αιγοπρόβατα για τα μάτια μιας μεσόκοπης αρτίστας.
Η περίοδος της καλτ τηλεόρασης που συμμετείχατε είναι κομμάτι της πορείας σας. Είχατε επίγνωση τότε ότι γράφατε ένα αλλιώτικο είδος τηλεοπτικής ιστορίας; Υπήρχαν όρια σε όσα κάνατε τότε; Θα έστεκε κάτι αντίστοιχο σήμερα;
Είναι αρχές του 1996 όταν η Μαλβίνα Κάραλη πείθει τον ιδιοκτήτη του καναλιού 5 Γιώργο Κουρή να παρουσιάσουμε εγώ και ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος, ο νυν παρουσιαστής της εκπομπής Studio 4 της ΕΡΤ, μια ανατρεπτική εκπομπή και ευτυχώς το αφεντικό δεν καταλαβαίνει χριστό…
Η εκπομπή έχει τίτλο TRASH TV και έτσι ο όρος trash, πολιτογραφείτε στην δημοσιογραφική γλώσσα για πρωτη φορά – για μας TRASH TV σημαίνει να παίρνεις ανθρώπους, που οι άλλοι θεωρούν δεύτερης κατηγορίας, να τους κάνεις πρωταγωνιστές, προσπαθώντας με αυτό το υλικό να φτιάξεις ποίηση, που μπορώ να πω, χωρίς έπαρση το καταφέραμε.
Αργότερα το πήραν η Αννίτα Πάνια και οι άλλοι, όπου με χυδαία συμπεριφορά διαπόμπευσαν ανθρώπους και εισέπραξαν εκατομμύρια, εννοείται από την πρώτη στιγμή είχαμε επίγνωση ότι κάνουμε υπέρβαση στα τηλεοπτικά πράγματα και η αντίδραση ήταν αναμενόμενη.
O ίδιος ο σταθμός μας αγνοούσε την ύπαρξή μας, τα τηλεοπτικά συνεργεία του σταθμού δεν ήθελαν να συνεργάζονται μαζί μας, γιατί μας θεωρούσαν υποκουλτούρα, και οι έγκυρες εφημερίδες μιλώντας για μας έγραφαν για κατάντια της ελληνικής τηλεόρασης και πολιτισμικό σοκ… όμως σιγά σιγά άρχισε να δημιουργείται ένα φανατικό κοινό διανοούμενων, αλλά επί της ουσίας διανοούμενοι, και φοιτητών, που μιλούσε για αναγέννηση και τηλεοπτική υπέρβαση και φτάσαμε μέχρι σήμερα, οι εκπομπές μας και το λέω χωρίς έπαρση, να θεωρούνται συλλεκτικές.
Μπορεί, κάποιες φορές να ξεπεράσαμε το όριο, όπως τώρα που ξαναβλέπω τις παλιές μας εκπομπές (TRASH TV και ΚΑΡΑΚΟΡΤΑΔΑ) το νιώθω, ότι παρεκτραπήκαμε: : Σε εικονική δημοπρασία έβγαλα έναν Πακιστανό εκθειάζοντας όλες του τις χάρες.
Υποτίθεται τηλεφωνούσαν όλες οι μονές για να αρπάξουν το διαμάντι και ως εκ τούτου είχαμε την αντίδραση της εκκλησίας. Η αντίδραση δεν ήταν για τον Πακιστανό, αλλά για προσπάθεια συκοφάντησης των μοναχών.
Όχι σήμερα δεν θα μπορούσαν να σταθούν γιατί τα διευθυντικά στελέχη θέλουν πανομοιότητες – με τα πρωίνάδικα εκπομπές , ενώ οτιδήποτε ξεπερνάει τον μέσο όρο το απορρίπτουν με ζήλο.
Είναι λες και κάπως το όνειρο που είχατε ως παιδί, το να γίνετε δηλαδή ιεραπόστολος, να το φέρατε στα δικά σας μέτρα;
Ναι και δεν είναι περίεργο πως το οτιδήποτε έχω κάνει έχει προκαλέσει τόσες αντιδράσεις; Και στην οικογένεια μου, στο χωριό μου, στον Μαρίνο ήταν αντίδραση, στον Κουν ήταν αντίδραση, στο Trash ήταν αντίδραση, το σκυλάδικο.
Μετά από όλα αυτά έρχεται η αποδοχή. Η ταινία, τα σίριαλ, όλα αυτά.
Εννοείται ότι όχι απλά χάρηκα – ήταν όλες υπέροχες δουλειές. Υπάρχουν όμως και κάποια μικρά παράπονα. Π.χ. τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα γίνονται προβολές της ταινίας «Αυτή η νύχτα μένει» – εγώ δεν είναι απλά ότι η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο μου. Υπογράφω σαν σεναριογράφος, δηλαδή το σενάριο είναι Παναγιωτόπουλος, Αλεξανδρής.
Πολλοί δεν το ξέρουνε. Τους καλούν όλους και δεν μου στέλνουν πρόσκληση να πάω να δω. Δεν είναι φοβερό;
Στην αντίπερα όχθη ; – τι κερδίσατε από τις σχέσεις με τους ανθρώπους που σας αγάπησαν και τους αγαπήσατε;
Να σου πω κάτι; Πλέον μεγαλώνοντας κιόλας το πιο σημαντικό πράγμα του ταλέντου, των χρημάτων, της δόξας, είναι η καλοσύνη.
Νομίζω είναι στο μόνο συναίσθημα που υποκλίνομαι και για μένα το πιο ερωτικό σε έναν άντρα ή μια γυναίκα. Η καλοσύνη είναι μεγάλο πράγμα. Δεν υπάρχει πολύ καλοσύνη και όταν την συναντώ υποκλίνομαι.
Όταν μου πεις ότι ο τάδε είναι καλός άνθρωπος, αυτό έχει σημασία. Αλλά ναι, έχω συναντήσει ανθρώπους που πρώτα είναι η οικογένεια μου, που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Η μάνα, ο πατέρας και τα αδέλφια μου. Αλλά και πολλοί συνεργάτες μου – τα κορίτσια του μπαλέτου μου και τώρα είναι ο θίασος του κρατικού, ο Αστέρης Πελτέκης.
«Αυτή η νύχτα» τελικά «μένει» αλώβητη ή ενίοτε αλλάζει, ανάλογα με την περίοδο που μπορεί να διανύεται στη ζωή σας ;
Το έχω ξαναπεί, πως αν ερχόμουν πάλι στη ζωή θα ήθελα να επιστρέψω μονο σαν αρχηγός μπαλέτου και να ξαναδώ τα λατρεμένα μου σκυλάδικα της ελληνικής υπαίθρου.
Επομένως, αυτή η νύχτα μένει και όλες οι νύχτες που αξιώθηκα να βιώσω την δεκαετία του 80, παραμένει όχι απλά αλώβητος, αλλά θα μπορούσα να πω, πως είναι ενσωματωμένη με τη ψυχή το κορμί με όλου μου το είναι.
Αχώριστη παρέα σε περιόδους κατάθλιψης, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις φίλων και γνωστών, με συντροφεύει κυρίως κάθε βράδυ στα όνειρά μου.
Συντελεστές παράστασης «Αυτή η νύχτα μένει»:
Θεατρική απόδοση -Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης, Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα, Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου, Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος, Ενορχηστρώσεις και Μουσική διδασκαλία: Πάνος Κοσμίδης, Videos visuals: Γρηγόρης Αποστολόπουλος DADA ART, Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή, Συνεργάτις σκηνογράφου–ενδυματολόγου: Δανάη Πανά, Βοηθός μουσικής διδασκαλίας: Παναγιώτης Μπάρλας, Βοηθός χορογράφου: Αναστασία Κελέση, Βοηθός φωτιστής: Στάθης Φρούσσος, Οργάνωση παραγωγής: Αλέξης Τζίμας, Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud












