Δημήτρης Λάλος: “Κάνω αυτό που λέει μέσα μου το δαιμόνιο μου”

Ο δημοφιλής ηθοποιός μιλάει για την παράσταση που φέρνει στη Θεσσαλονίκη, για τον Σασμό και για τις δυσκολίες της εποχής

Γιώργος Σταυρακίδης
δημήτρης-λάλος-κάνω-αυτό-που-λέει-μέσ-867656
Γιώργος Σταυρακίδης

Η απολογισμός της φετινής τηλεοπτικής σεζόν θα τον έχει σίγουρα στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Ο ρόλος του στον “Σασμό” τρελαίνει το twitter και τα κοντερ της τηλεθέασης, με έναν χαρακτήρα που δεν πληροί κανένα από τα γνωστά, καλά στοιχεία των ηρώων που συνήθως αγαπάνε οι τηλεθεατές και που το πιο πιθανό είναι πως αν ένας άλλος ηθοποιός ερμήνευε τον Μαθιό, δεν θα ήταν ίδια η αντιμετώπιση.

Πολυβραβευμένος για την πορεία του στο θέατρο και στον κινηματογράφο, μεταξύ άλλων το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο Δημήτρης Χορν ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Συνεργάστηκε με τους παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτες Ολιβιέ Πι στο φεστιβάλ Αβινιόν και τον Λουντοβίκ Λαγκάρτ στη Comedie de Reims για το εθνικό θέατρο της Ελλάδος, ενώ ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Tempus Verum – Εν Αθήναις θέσπισε το Φεστιβαλ Νέων ομάδων ADAPT FESTIVAL και την Μικρή Ακαδημία. Ένα θεσμό ματαπτυχιακής εκπαίδευσης για επαγγελματίες ηθοποιούς.

Ο Δημήτρης Λάλος, ήρθε φέτος με ένα σωρό καλλιτεχνικές προτάσεις και γεμάτος πρόσωπα, λέξεις και συναισθήματα που μόνο ένας καλός ηθοποιός, μπορεί να διαχειριστεί και να ξεχωρίσει τον όγκο και την διάσταση τους, διαμορφώνοντας διαφορετικές τηλεοπτικές, κινηματογραφικές και θεατρικές μορφές που κρατάνε από έξω τον ηθοποιό και προβάλουν τον χαρακτήρα.

Άλλωστε, ένας άνθρωπος που αφιερώνεται στη τέχνη του από την πρώτη στιγμή που έρχεται σε επαφή μαζί της, μόνο παραδομένος και απόλυτα καλός σε αυτή θα μπορούσε να είναι…

“Έκτορος Κάθαρσις”

Την εποχή που επιστρέφετε στην Ελλάδα από την Γερμανία, πήγατε πρώτη φορά σε θέατρο και μαγευτήκατε. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε και τελικά σας κέρδισε;

Κοιτάξτε, βρέθηκα σε μία φάση της ζωής μου που πραγματικά δεν ήξερα τι ακριβώς να κάνω, με τι ακριβώς να ασχοληθώ. Και είχα την τύχη προφανώς, να βρεθώ και να δω μία παράσταση που διαπραγματευόταν κάπως αυτό το θέμα, δηλαδή είχε να κάνει με νέους ανθρώπους που ψάχνουν τι θα κάνουν στη ζωή τους και κάπως νομίζω πως όλο αυτό ήρθε και έδεσε για μένα. Έτσι λοιπόν, κάπως συναντήθηκα τελικά με αυτό που είναι το πεπρωμένο μου.

Από την άλλη, έχετε και μία στενή σχέση με τον κινηματογράφο.

Ναι τον αγαπώ ιδιαίτερα και ασχολούμαι πολλά χρόνια. Ασχολούμαι με το πώς πρέπει ο ηθοποιός να χρησιμοποιεί τα εκφραστικά του μέσα μπροστά από τον φακό, γιατί όπως το θέατρο έχει τα μυστικά του και τα κόλπα του, έτσι αντίστοιχα έχει και το σινεμά. Για μένα ας πούμε, αυτοί που λένε πως είναι το ίδιο όπως το θέατρο, ή κάπως λιγότερο ή κάπως περισσότερο, εμένα μου φαίνεται μπακάλικος αυτός ο συσχετισμός. Πιστεύω πως όπως δίνεις όλη σου την αφοσίωση στο θέατρο έτσι πρέπει κάποια στιγμή ο ηθοποιός να δώσει και την αφοσίωση του στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκφραστεί μπροστά στην κάμερα. Είναι δηλαδή μία ολόκληρη επιστήμη και θέλει ιδιαίτερη προσοχή, θέλει εκπαίδευση ώστε ο ηθοποιός να μπορεί μπροστά στην κάμερα να αποδώσει σωστά. Ενώ μοιάζουν οι δύο αυτές υποκριτικές, κατά τη γνώμη μου στην ουσία δεν είναι ίδιες. Είναι μία τελείως άλλη ψυχοσύνθεση που πρέπει να έχει ο κινηματογραφικός ηθοποιός από τον θεατρικό. Εγώ στα μαθήματά μου όταν ξεκινάω, το πρώτο πράγμα που επιθυμώ για να συντονίσω τους ηθοποιούς μου είναι η ψυχοσύνθεση. Έχει άλλες χρονικές απαιτήσεις στο επάγγελμα, έχει άλλες τοπικές απαιτήσεις και όταν τελικά αρχίζεις να συντονίζεις τον εαυτό σου σε αυτή τη νοοτροπία, σιγά-σιγά αρχίζεις να συντονίζεις τον εαυτό σου και στην υποκριτική.

Η «Αγέλη προβάτων» κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πως νιώθετε κάθε φορά που το κοινό επιβεβαιώνει μία επιλογή σας;

Θα έλεγα πως είναι το πιο σημαντικό βραβείο του Φεστιβάλ, επειδή προέρχεται από το κοινό. Πάντα, τον κάθε καλλιτέχνη, αλλά και κάθε τεχνίτη – επειδή εγώ έτσι νιώθω, τεχνίτης είμαι, προσπαθώ δηλαδή να δημιουργήσω κάτι – πρέπει να του αρέσει αυτό που έχει φτιάξει, είτε είναι ένα κτίριο ή ένα παπούτσι, μία τούρτα ή μία παράσταση και μία ταινία. Η ζωή ξέρετε, δεν είναι μόνο να δημιουργούμε. Η ζωή είναι και για να νιώθουμε την αποδοχή της δημιουργίας αυτής.

Είστε από τους λίγους που ενώ κάνετε έναν «κακό» χαρακτήρα σε τηλεοπτική σειρά, σχεδόν το σύνολο των τηλεθεατών δικαιολογεί τη συμπεριφορά του Μαθιού και τον στηρίζει και νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με εσάς που τους έχετε κερδίσει. Το περιμένατε να συμβεί;

Ισχύει αυτό με τον Μαθιό! Η αλήθεια είναι ότι έχω κάνει διατριβή πάνω σε αρνητικούς χαρακτήρες στην πορεία μου ως ηθοποιός. Έχω παίξει αρκετούς τέτοιους και στο θέατρο και στο σινεμά. Πάντα πιστεύω ότι ο κινηματογραφικός ή ο θεατρικός ήρωας φεύγει από τη διαλεκτική του καλού και του κακού. Ένας ήρωας είναι πάντα τρισδιάστατος, όπως είναι άλλωστε και στη ζωή. Δηλαδή έχει τα καλά του, έχει τα κακά του, τις καλές τους στιγμές, τις στραβές. Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Όταν αυτό ο ηθοποιός μπορεί να το μετουσιώσει σε ένα χαρακτήρα, νομίζω ότι δημιουργείται τελικά αυτή η αίσθηση ώστε ενώ μπορεί να κάνει κάτι κακό, εμείς τον αγαπάμε τελικά για κάποιο καλό στοιχείο του χαρακτήρα του. Άλλωστε αν κοιτάξετε όλους τους μεγάλους χαρακτήρες, έτσι τους συμπαθήσαμε. Δηλαδή από τον Ριχάρδο μέχρι τον Οιδίποδα αυτό έχει συμβεί. Νομίζω λοιπόν πως ένας καλός χαρακτήρας πρέπει να είναι τρισδιάστατος και ένας τέτοιος είναι και ο Μαθιός στον “Σασμό”.

“Σασμός”

Ποια είναι τα κριτήρια για να δεχτείτε έναν ρόλο;

Έχει να κάνει πολλές φορές με το ένστικτο. Μπορεί κάποιες φορές να μετρήσεις κάτι με τη λογική και να σου λέει μέσα σου να μην το κάνεις αλλά από την άλλη το ένστικτο σου να βρίσκει κάτι. Πάντα λοιπόν ακούω τα ένστικτό μου, να δω αν με γοητεύει αυτός ο χαρακτήρας, αν τον ερωτεύομαι. Νομίζω πως έχουν να κάνουν πολύ με τον έρωτα οι χαρακτήρες που παίζω. Αν νιώσω αυτό τον έρωτα απέναντι σε έναν χαρακτήρα, σε ένα ρόλο, τότε αυτό είναι ένα από τα κύρια στοιχεία που με κάνουν να είμαι θετικός και να πω ναι.

Αυτή τη στιγμή κάνετε πολλά μαζί. Παίζετε στον «Σασμό», στο θέατρο και σκηνοθετείτε μία άλλη παράσταση. Ήταν μία συγκυρία ή το επιδιώξατε;

Όλα έχουν να κάνουν με τη συγκυρία όπως λέτε. Σκεφτείτε ότι το “Έκτορος Κάθαρσις” που κάνω, είναι ένα προσωπικό πόνημα το οποίο το δουλεύω εδώ και 9 χρόνια. Επομένως κάπως ήρθε η ώρα του να το παρουσιάσω. Δεν είναι δηλαδή κάτι που το ξεκίνησα τώρα και το παρουσίασα. Αντίστοιχα τον “Νιζίνσκι” τον είχα δουλέψει ξανά σε μία άλλη εκδοχή του πριν την καραντίνα και το ξανακάνω τώρα. Δεν είναι δηλαδή τυχαία τα πράγματα. Πιστεύω ότι όταν υπάρχει τεχνική πίσω από αυτά που κάνουμε, τότε η ενέργεια που καταναλώνουμε είναι η ελάχιστη που χρειάζεται και έτσι μπορείς να τα φέρεις όλα εις πέρας.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την παράσταση “Έκτορος Κάθαρσις”;

Ξεκίνησε όπως είπα πριν 9 χρόνια και ήταν ένα πολύ προσωπικό ταξίδι. Ποτέ δεν φαντάστηκα όταν άρχισα να το δουλεύω, ότι θα το κάνω παράσταση και ότι ουσιαστικά αυτά τα 9 χρόνια είναι σαν να κάνω πρόβες. Το έχω κάνει μάλιστα και στα μαθήματά μου, το δουλεύω με την ομάδα μου σε άλλες μορφές και κάπως μετά από όλα αυτά, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να το επικοινωνήσω περισσότερο ή αν θέλετε, να μοιραστώ αυτά που ανακάλυψα μέσα σε αυτή την έρευνα. Αυτή είναι μία πολύ προσωπική διαδρομή αλλά τελικά και πολύ οικουμενική, λόγω της προφορικότητας των κειμένων μας. Αρκεί να φανταστούμε ότι ο γραπτός λόγος υπάρχει έξι χιλιάδες χρόνια, ενώ ο προφορικός υπάρχει τριάντα χιλιάδες χρόνια. Αυτή η “πολεμικότητα” που έχει ο προφορικός λόγος, ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που με απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια. Για το πώς ένας ηθοποιός θα πάρει ένα δευτερεύον γεγονός, που είναι το γραπτό κείμενο και θα το μετατρέψει σε πρωτεύον. Και όσο πιο πολύ ασχολήθηκα με αυτό σε σχέση με το λόγο και τον ήχο, κατέληξα ότι πηγαίνοντας πίσω, μετά την τραγωδία, έπρεπε να φτάσω στη ραψωδία.

“Αυτό που έχουμε χάσει από την πλούσια γραμματεία που έχουμε, είναι το νεύμα του δασκάλου, την παύση, το βλέμμα”

Δηλαδή εδώ δεν έχουμε μία παράσταση όπως τη φανταζόμαστε;

Στην ουσία σε αυτή την παράσταση εγώ δεν παίζω τον Έκτορα, είμαι ο ραψωδός που μεταφέρει την ιστορία του Έκτορα. Έχω κάνει μία συρραφή της Ιλιάδας με 66 εδάφια και παρακολουθώ την πορεία του Έκτορα στο έπος. Μέσα εκεί, θυμίζω. Γιατί όπως λέει και ο Πλάτωνας η μνήμη είναι γνώση, άμα δεν θυμάσαι λοιπόν κάτι δεν το γνωρίζεις. Αυτό λοιπόν είναι ένα κείμενο πολύ ουσιαστικό για όλη την ανθρωπότητα, όχι μόνο για τους Έλληνες δηλαδή. Σκεφτείτε ότι εμείς δεν είχαμε ποτέ ένα θεόπνευστο κείμενο όπως είναι το Κοράνι ή η Βίβλος. Εμείς είχαμε τα ομηρικά έπη τα οποία τα χαρακτήριζαν ως την εγκυκλοπαίδεια της Φυλής των Ιώνων, σαν να λέμε τώρα το internet εκείνης της εποχής. Δεν είχε μέσα μόνο πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι στους θεούς, στον θάνατο ή απέναντι στην προδοσία, δηλαδή τρόπους για να ζυγίσουμε τον εαυτό μας αλλά είχε μέσα και πληροφορίες τεχνικές, όπως ναυσιπλοΐας, γεωργίας, γεωγραφίας. Δηλαδή μιλάμε για πολύ σοβαρά κείμενα τα οποία διαμόρφωσαν όλη την ανθρωπότητα. Διότι δεν είναι μόνο δυόμισι χιλιάδων ετών που είναι το κείμενο, αλλά ίσως είναι άλλων 2.500 χρόνων μέχρι να διαμορφωθεί αυτό το κείμενο. Επομένως είναι μία γνώση από τα παλιά, γνώση πληροφορική και όχι γραπτή. Αυτό που έχουμε χάσει από την πολύ πλούσια γραμματεία που έχουμε, είναι το νεύμα του δασκάλου, την παύση, το βλέμμα. Μπορεί ένα κείμενο να το διαβάσεις αλλά είναι άλλο να στο διαβάσει κάποιος. Και ενώ την Ιλιάδα την έχουμε διαβάσει όλοι μας στα σχολεία, αυτό που έχουμε λησμονήσει είναι η ηχητική της, η προφορική της παράδοση. Αυτό στην ουσία προσπαθώ να κάνω με αυτό το κείμενο. Η παράσταση είναι μία προσπάθεια να επαναφέρω την προφορικότητα του.

Έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον πάντως να δεις μία γνωστή ιστορία και από τα μάτια ενός άλλου.

Ξέρετε αυτό που κάνω δεν το έχω διδαχθεί κάπου ούτε το έχω δει κάπου να συμβαίνει. Μετά από πολύ προσωπική έρευνα έχω καταλήξει σε αυτό. Η παράσταση μπορώ να πω πως είναι περισσότερο εμπειρία. Το κείμενο είναι ακαταμάχητο. Είναι απύθμενο. Οι εικόνες του είναι ανεξάντλητες. Κάθε φορά που μπαίνω μέσα σε αυτό το κείμενο, μπαίνω εγώ ο ίδιος και μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα σε αυτό. Το ζούμε δηλαδή όλοι μαζί εκείνη τη στιγμή. Γινόμαστε όλοι κοινωνοί αυτού του πράγματος και αυτού του αρχέγονου στην ουσία κειμένου που είναι μέχρι και σήμερα απίστευτα διαχρονικό. Θα έλεγα πως είναι η μόνη παράσταση που δεν έχει καμία σχέση με τον κορονοιο και την επικαιρότητα, αλλά μέσα εκεί ζυγίζεις καλά τον εαυτό σου. Οι σπουδαίοι ήρωες σου βγάζουν έναν καθρέφτη να δεις εσύ πώς ζυγίζεις τη ζωή. Έχει όντως ενδιαφέρον να δεις την ιστορία από τα μάτια ενός άλλου γιατί αυτό που ξέρουμε πάντα μέσα από τις ταινίες, είναι που πάντα μπροστά είναι ο Αχιλλέας και ο Έκτορας πίσω και ένας πολύ παρεξηγημένος ήρωας. Διότι εμείς τώρα με το δικό μας, σύγχρονο αλλά ταυτόχρονα και φτωχό μυαλό, τον έχουμε ως μη Έλλην, ως βάρβαρο σε μία εποχή που δεν υπήρχε καν η λέξη Ελλάδα ή η λέξη Έλληνας. Μία εποχή που διαμορφώθηκε ο δυτικός τρόπος σκέψης. Που διαμορφώθηκε ο γνωστός μας κόσμος. Είναι μία άλλη εποχή, που διαπραγματεύεται άλλα ιδανικά πού όμως αν τα δούμε είναι αυτά τα ιδανικά που έδωσαν τη βάση για τον τρόπο που αυτή τη στιγμή εγώ και εσύ μιλάμε. Είναι φοβερό ότι έχει φτάσει αυτό το κείμενο μέχρι εμάς τους δύο που αυτή τη στιγμή επικοινωνούμε.

“Έκτορος Κάθαρσις”

Όλα αυτά είναι που θέλετε να πάρουν μαζί τους οι θεατές της παράστασης όταν τελειώνει;

Είναι τόσο δυνατό το κείμενο, είναι δηλαδή πάνω από μένα. Δεν είμαι μόνος μου πάνω στη σκηνή, νιώθω πως είναι και ο Όμηρος μαζί μου. Και του έχω τόσο πολλή εμπιστοσύνη, που είμαι σίγουρος πως ο καθένας θα πάρει αυτό που πρέπει να πάρει. Άλλωστε αν δεν είχε αυτή τη δύναμη αυτό το κείμενο δεν θα άντεχε 2.500 χρόνια, να είναι από τα πρώτα σχολικά βιβλία, να έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και να μην υπάρχει ένας άνθρωπος που να μη γνωρίζει αυτό το κείμενο.

Τι ακριβώς αναζητάτε μέσα από τη σκηνοθεσία των παραστάσεων;

Το πιο σημαντικό πράγμα που τα τελευταία χρόνια με απασχολεί, έχει να κάνει με τη σχέση του διπόλου θεατής – ηθοποιός. Τα δεδομένα που έχουμε μέχρι τώρα, σκεφτείτε πως δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν και θα σας το εξηγήσω αμέσως αυτό. Σκεφτείτε ότι η πρώτη συσκότιση σε θέατρο έγινε το 1830 περίπου σε ένα φεστιβάλ στη Βαυαρία. Δηλαδή μέχρι τότε δεν υπήρχε συσκότιση στο θέατρο. Ενώ εμείς σήμερα θεωρούμε τη συσκότιση στην πλατεία κάτι πολύ φυσικό. Κλείνουν τα φώτα στους θεατές και ανοίγουν τα φώτα στη σκηνή. Αυτό είναι ένα δεδομένο. Σκεφτείτε πόσα τέτοια δεδομένα έχουμε κρυμμένα μέσα στο θέατρο τα οποία δεν τα γνωρίζουμε. Εγώ προσωπικά αυτή την περίοδος είναι που αναζητάω στο θέατρο. Να ανοίξω τα μάτια μου σε κάτι το οποίο είναι δεδομένο και δεν το βλέπω αυτή τη στιγμή. Κάτι σαν τη βαρύτητα που ανακάλυψε ο Νεύτωνας. Η βαρύτητα είναι μπροστά μας όλη την ώρα, το θέμα είναι να της συνειδητοποιήσεις. Έτσι λοιπόν, αναρωτιέμαι ποια είναι η βαρύτητα που δεν βλέπω; Και είναι πολύ δύσκολο ειδικά αν έχεις κάνει πολλά χρόνια θέατρο, γιατί έχεις πλέον κάποιες σταθερές μέσα σου που δεν είναι εύκολο να ανατρέψεις.

“Μέχρι να έρθει ο κορονοϊός και να μπούμε σε καραντίνα, τρέχαμε όλοι σε έναν αναίτιο αγώνα γεμίζοντας ένα άπατο βαρέλι”

Πόση τόλμη χρειάζεται για να ξεκινήσετε μία νέα θεατρική δουλειά στην εποχή μας, ως επιχειρηματίας, κάνοντας μάλιστα και προγραμματισμό για τους επόμενους μήνες;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο δύσκολο. Πολλοί συνάδελφοί μου που έχουνε θέατρα ξέρω ότι έχουν σταματήσει τον προγραμματισμό και έχουν πάει τις πρεμιέρες τους για αργότερα. Είναι μία εποχή πάρα πολύ ρευστή. Για να κάνεις τώρα κάτι πάει να πει ότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Πνίγεσαι. Όπως για παράδειγμα, εγώ τώρα με τον Έκτορα, δεν μπορούσα να μην το κάνω. Έπρεπε να το παρουσιάσω.

Ξέρετε όλα είναι σχετικά. Η ελευθερία που σου δίνει το να έχεις δικό σου θέατρο, είναι ταυτόχρονα και η δέσμευση που έχεις. Όλα είναι σαν μία ευχή και μία κατάρα ταυτόχρονα. Είναι δυσδιάκριτα τα όρια αλλά το θέμα είναι ως ιδιοσυγκρασία αν μπορείς να το αντέξεις και αν μπορείς να το διαχειριστείς. Εγώ επειδή το πρώτο μου θέατρο το έκανα ήταν ήμουν 19 χρονών, το να έχω θέατρο είναι πραγματικά η μόνη μου επιλογή. Δεν μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς. Δεν είναι ότι στα 40 μου είπα ξαφνικά να κάνω ένα θέατρο να δω πώς είναι. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω για πλάκα είναι να δοκιμάζω μία φορά να μην έχω θέατρο, να δω πως θα είναι…

Το ότι τα τελευταία χρόνια έχετε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής και αγαπητός στο κοινό, έχει αλλάξει σε εσάς τον τρόπο που βλέπετε τη δουλειά ή και τον τρόπο που την κάνετε πλέον;

Από όσο γνωρίζω όχι. Αν αυτό έχει κάτι υποσυνείδητα περάσει μέσα μου, πραγματικά εγώ δεν το ξέρω. Ίσως το ανακαλύψουν μετά από χρόνια κάποιοι ψυχολόγοι ή κάποιοι άλλοι παρατηρητές μου. Εγώ δεν έχω τον χρόνο να αλλάξω κάτι. Τρέχω. Το μόνο δηλαδή που μου συμβαίνει είναι να τρέχω, να είμαι σε μία συνεχή κίνηση και να προσπαθώ να κάνω αυτό που μου λέει μέσα μου το δαιμόνιο μου. Με αυτό ασχολούμαι. Τώρα αν αυτό ταυτόχρονα έχει αλλάξει λόγω της δημοφιλίας, μακάρι να συμβεί. Θέλω να πιστεύω πως θα είναι προς το καλύτερο. Εμένα πάντως όλο αυτό μου αρέσει. Γιατί με αυτό τον τρόπο που ο κόσμος με έχει γνωρίσει μέσα από τη σειρά, μπορεί να ανοίξει μία δεξαμενή προς ένα κοινό που ίσως δεν έβλεπε θέατρο και έτσι να έρθει και μετά να πάει και σε μία άλλη παράσταση και στη συνέχεια σε ακόμα μία. Αυτό λοιπόν μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι θετικό για το θέατρο γενικότερα.

Πόσο δύσκολη είναι η ερμηνευτική προσέγγιση σας σε έναν μονόλογο, όταν μάλιστα αυτός είναι ένας πολύ συγκεκριμένος χαρακτήρας όπως ο Έκτορας;

Επειδή δεν είναι ακριβώς ένας μονόλογος, κάτι δηλαδή ρεαλιστικό που εγώ θα πρέπει να παίξω ένα χαρακτήρα, αλλά είναι μία ραψωδία όπου εγώ είμαι ο αφηγητής στην ουσία, δεν έχει επίτηδες κάποιο σκηνοθετικό τερτίπι. Είναι όσο πιο απλό γίνεται, επειδή έχω εμπιστοσύνη στο κείμενο του Ομήρου. Για μένα λοιπόν είναι ένας απλός δρόμος.

Τι έχει για εσάς η επόμενη χρονιά και τι είναι αυτό που θα θέλατε να έχει παραπάνω;

Καλλιτεχνικά η επόμενη χρονιά θα συνεχίσει ως έχει, δηλαδή ακόμα είμαι στα γυρίσματα του «Σασμου», σίγουρα θα συνεχίσω με τον Έκτορα και θα πάω και στην Κρήτη που με θέλουν και σε κάποιες άλλες περιοχές. Θέλω άλλωστε να το επικοινωνήσω αυτό και σε ανθρώπους που δεν ζουν στην Αθήνα. Θα συνεχίσουμε και με τον “Νιζίνσκι”. Από κει και πέρα, σε κοινωνικό επίπεδο θέλω να περάσουμε αυτόν τον τεράστιο σκόπελο, να βρούμε πάλι τα πατήματα μας και να σας πω την αλήθεια, νομίζω πως δεν είμαστε μακριά. Νομίζω πως ήταν ένα μάθημα όλο αυτό. Μέχρι να έρθει ο κορονοϊός και να μπούμε σε καραντίνα, τρέχαμε όλοι σε έναν αναίτιο αγώνα γεμίζοντας ένα άπατο βαρέλι, αυτό του καπιταλισμού και δεν ξέραμε για ποιο λόγο. Ίσως τελικά να ήταν και μία ωραία σφαλιάρα αυτή. Ξέρετε εγώ πιστεύω στον άνθρωπο. Δεν πιστεύω πως ο άνθρωπος είναι μόνο λαμόγιο ή μόνο εκμεταλλευτής. Υπάρχει και η καλή πλευρά του ανθρώπου πού είναι ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος. Η ανθρωπότητα είναι στην καλύτερη φάση που θα μπορούσε να είναι ποτέ. Αν αναλογιστούμε την ανθρωπότητα πριν 100 ή 200 χρόνια που η ζωή μπορεί να μην είχε καμία αξία, ασφαλώς και πάμε προς το καλύτερο. Πιστεύω λοιπόν πως θα μάθουμε από όλα αυτά που περνάμε, κι αν θες όχι για μας αλλά για τα παιδιά μας και αυτούς που θα ζήσουν τα επόμενα χρόνια.

*Ο Δημήτρης Λάλος θα είναι στη Θεσσαλονίκη με την παράσταση “Έκτορος Κάθαρσις”, το Σάββατο 8 και την Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022 στις 21.00 στο Αριστοτέλειον Θέατρο

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα