«Grape: Showcase» Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου: Προοπτικές, ιδιαιτερότητες, δυσκολίες
Σε μια εποχή όπου η υψηλή τεχνολογία προβλέπεται να αλλάξει ριζικά τα πάντα, οφείλουμε να δηλώνουμε την παρουσία μας στις διεργασίες με απτά και ανθεκτικά δείγματα γραφής, δείγματα εθνικά και νομαδικά.
Η ποσοτική έκρηξη των φεστιβάλ στην Ευρώπη τα τελευταία 40 περίπου χρόνια θα μπορούσε να ιδωθεί σε συνάρτηση με δύο παράγοντες: αφενός με τη γενικότερη φεστιβαλοποίηση της κουλτούρας (για eventification—πακετάρω/πουλάω– μιλούν οι γνώστες του μάρκετινγκ για eventalization μιλούν οι γνώστες του Μισέλ Φουκώ) και, αφετέρου, με τον εκδημοκρατισμό των πρώην ανατολικών χωρών, οι οποίες μόλις αποχώρησαν από το σοβιετικό μπλοκ έσπευσαν να θεσπίσουν δεκάδες φεστιβάλ, ανάμεσά τους και πολλά θεατρικά showcases, προκειμένου να ενισχύσουν την ίδια τη εθνική τους υπόσταση διεθνώς ως ανεξάρτητα πλέον κράτη και ταυτόχρονα την ορατότητα των καλλιτεχνικών τους επιτευγμάτων. Κορυφαίο παράδειγμα η Πολωνία, όπου το θέατρο έκτοτε αποτελεί μέρος της διεθνούς διπλωματίας της.
Ως έχουν τα πράγματα σήμερα, με την οικονομία να τρεκλίζει και την κουλτούρα στο σύνολό της να σκαρφίζεται ολοένα και πιο μαζικούς και θεατρόμορφους τρόπους διακίνησης αγαθών (από φεστιβάλ σαρδέλας μέχρι φεστιβάλ πατάτας και ντομάτας), είναι δύσκολο να πει κανείς με κάποια βεβαιότητα ποια κατεύθυνση θα πάρει και το φεστιβαλικό τοπίο του θεάτρου από δω και πέρα, πώς θα μπορέσει να αντισταθεί στις μεθοδεύσεις μιας «θεαματικής» αγοράς που διαρκώς του κλέβει ιδέες και πρακτικές προκειμένου να επιτύχει τις εμπορικές της στοχεύσεις. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό πλέγμα, είναι λογικό οι άνθρωποι του θεάτρου να νιώθουν έντονη αμηχανία και ανασφάλεια.
Αναζητώντας ένα νέο μοντέλο
Α: Αυτόχθονες
Ορισμένοι εκτιμούν ότι το δυτικό φεστιβαλικό μοντέλο ολοκλήρωσε τον κύκλο του, οπότε ήγγικεν η ώρα να αναζητηθούν νέοι τρόποι οργάνωσης, νέες εναλλακτικές δομές, ιεραρχίες και στοχεύσεις, κατά προτίμηση ανάμεσα σε πολιτισμούς και παραδόσεις αυτοχθόνων λαών, δηλαδή σε κοινότητες που ακολούθησαν ένα δικό τους δρόμο μακριά από το δυτικό παράδειγμα και τις οικονομίες του.
Με μια ολοένα και ασθενέστερη κοινωνική συλλογικότητα (βασικό στοιχείο του φεστιβαλικού παραδείγματος από καταβολής του), επιβάλλεται, υποστηρίζεται από τους θιασώτες αυτής της θέσης, μια επανεκκίνηση, μια επιστροφή σε ένα θεατρικό φεστιβάλ περισσότερο δοξαστικό, τελετουργικό, συμμετοχικό και λιγότερο δαπανηρό και εμπορεύσιμο, χωρίς απομονωμένους θεατές / κριτές, αλλά μόνο με συντελεστές και μάρτυρες, σε ένα φεστιβάλ που επαναφέρει μέσα από τις δράσεις του ξεχασμένους ή περιθωριοποιημένους τρόπους σκέψης, εμπειρίας, συντέλεσης και δράσης που δεν προβάλλουν δυτικοκεντρικές «διαφωτιστικές» θέσεις και απόψεις, αλλά ένα δικό τους επικοινωνιακό, ψυχαγωγικό, κοινοτικό και εκπαιδευτικό μοντέλο.
Β’. Αποαποικιοποίηση
Άλλοι πάλι, σε μια προσπάθεια διεύρυνσης του παραπάνω σκεπτικού, ασπάζονται την ιδέα μιας γενικότερης αποαποικιοποίησης του φεστιβαλικού μοντέλου μέσα από τη θέσπιση μιας ανανεωμένης «φιλοσοφίας συνόρων», που να υποδηλώνει απομάκρυνση από την ασφάλεια του ανήκειν, του τόπου, με κατεύθυνση ένα χώρο ανοικτό στις προκλήσεις, ένα χώρο όπου ο συμμετέχων αποδέχεται την «ευαλωτότητά» του, δηλαδή το ενδεχόμενο ότι «δεν γνωρίζει» και γι’ αυτό αναζητά νέες ατραπούς γνώσης και σκέψης ώστε να παράξει καινούργιους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Το να σκέφτεται ή να δρα κανείς στα όρια (εθνών, ταυτοτήτων κ.λπ), διατείνονται οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, δεν είναι θέμα αλλαγής του περιεχομένου αλλά των όρων της ίδιας της συζήτησης που ενεργοποιεί μια κίνηση προς μια πολιτική, ηθική και εν προκειμένω θεατρική μεταμόρφωση.
Το ότι όλοι ανήκουμε κάπου (εντός ορίων/συνόρων) δεν είναι εις βάρος μας, υποστηρίζεται, ούτε ακυρώνει την προσπάθεια του οποιουδήποτε να μετακινηθεί προς μια (συν)οριακή αισθητική, πρακτική και ιδεολογία. Αντίθετα, για να μπορεί κάποιος να δείξει ότι δεν ανήκει, πρέπει πρώτα να εκκινεί από ένα σημείο αναφοράς, δηλαδή να ανήκει κάπου, να είναι εντός. Όπως συμβαίνει με τη γλώσσα, φέρ’ ειπείν. Πρέπει πρώτα να εισχωρήσει το άτομο στη γλώσσα πριν αποφασίσει να αναζητήσει τα όριά της προκειμένου να βγει από αυτήν ή να απαλλαγεί από αυτήν.
Οι δυτικοί καλλιτέχνες, για παράδειγμα, βρίσκονται, όλοι ανεξαιρέτως, εντός των ορίων του οικουμενικού δυτικού παραδείγματος. Δεν υφίσταται άλλος χώρος εκτός των δομών και της θεατρικής γλώσσας της Δύσης, από την οποία ορισμένοι επιθυμούν να απαλλαγούν. Και αυτό είναι και το παράδοξο του νοήματος και το παράδοξο της διαμόρφωσης μιας φεστιβαλικής εναλλακτικής φιλοσοφίας: το ότι το άτομο παραμένει εντός του συστήματος, την ίδια στιγμή που δηλώνει τις προθέσεις του να ανατρέψει ή να μεταμορφώσει το σύστημα. Το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό ή όχι, μόνο στην πράξη αποδεικνύεται.
Γ’: Τεχνολογία-ρυθμιστής
Άλλοι πάλι επικεντρώνονται στο νέο τοπίο συλλογικότητας, κοσμοπολιτισμού και διάδρασης που διαμορφώνει η ταχύτατα εξελισσόμενη υψηλή τεχνολογία, σε συνδυασμό με την ενεργό παρουσία και συμμετοχή της νέας Γενιάς των Μιλένιαλς (Generation Z), μια Γενιά με πολλά και διαφορετικά στάνταρ από όλες τις προηγούμενες, μια Γενιά η οποία εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο ελέω πανδημίας και έκτοτε έχει αρχίσει να δημιουργεί μια νέα αγορά, με νέα δεδομένα και νέες επικοινωνιακές προοπτικές. Γι’ αυτή τη Γενιά λέξεις όπως live streaming ή connect ή share είναι η νέα κανονικότητα, γεγονός που αργά ή γρήγορα θα αναγκάσει και τα θεατρικά φεστιβάλ να σκεφτούν ξανά την κανονικότητα και την κοινότητα των δεκτών τους. Ποια είναι αυτή; Ποιοι την απαρτίζουν; Ερωτήσεις που πλέον αφορούν τους πάντες, ανεξάρτητα ποιο φεστιβαλικό μοντέλο προασπίζονται.
Αντιπροσωπευτικό θέατρο: για ποιους;
Η ομοιομορφία του κοινωνικού σώματος, που μέχρι πρότινος περίπου διασφάλιζε και τα κοινά σύμβολα, τις κοινές αφηγήσεις, τα κοινά πιστεύω και τους αναγνωρίσιμους ήρωες, κάνοντας έτσι πιο εύκολο τον προγραμματισμό του ρεπερτορίου και τον κοινωνικό ρόλο ενός διεθνούς φεστιβάλ ή ενός εθνικού showcase ή ενός εθνικού θεάτρου, δεν φαίνεται να ισχύει πια, τουλάχιστο με τους απόλυτους όρους που ίσχυε παλαιότερα. Τώρα ζούμε την εποχή της διασποράς, των συνεχών χωρικών μετακινήσεων και γενικά της υπέρβασης των γνώριμων ορίων (εθνικότητας, ταυτότητας, τοπικότητας κ.λπ), οπότε νέα ερωτήματα έχουν προκύψει που ζητούν τη δική τους πιεστική και διόλου εύκολη απάντηση, ωστόσο ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση του θεατρικού μέλλοντος, φεστιβαλικού και μη. Παραδείγματος χάρη:
Τι πάει να πει αντιπροσωπευτική αισθητική ή ιδεολογία; Αντιπροσωπευτική, για ποιους; Και τι πάει να πει εθνική δραματουργία ή γραφή; Εθνική, για ποιους; Τι πάει να πει, «Εμείς»; Μήπως εννοούμε μια πραγματική ή εικονική ή επιθυμητή κοινοτική συλλογικότητα; Αναφερόμαστε σε ένα στατικό κοινό ή σε ένα κινητικό; Και εάν είναι κινητικό, πώς το «Εμείς» συνδέεται (connect-ed) με τη δημόσια (τοπική) σφαίρα; Ή μήπως υπάρχουν διαφορετικά «Εμείς» και διαφορετικές δημόσιες (και μετακινούμενες) σφαίρες; Και αν όντως αυτό συμβαίνει, πώς οδηγεί κανείς αυτό το ποικίλο, το ετερογενές και μονίμως «εκ-κεντρωμένο» κοινό να συγκλίνει κάπου ώστε να δράσει, να συνεργαστεί, να συντελέσει και να καλωσορίσει ένα εθνικό φεστιβάλ/showcase, το οποίο με βάση τον ρόλο και την αποστολή του είθισται να βρίσκεται κάπου στο «κέντρο» (ώστε να είναι εθνικό);΄Άλλως ειπείν, πώς τελικά ένα showcase καλλιεργεί το αίσθημα του ανήκειν σε πολλαπλές σφαίρες ή ακόμη και σε καμία—όπως οι περιπλανώμενοι νομάδες ή οι θιασώτες της (συν)οριακής αισθητικής και ιδεολογίας: ούτε από δω ούτε από κει, κάπου ανάμεσα, δηλαδή πουθενά συγκεκριμένα;
Δεν είναι στις προθέσεις μου, αλλά και ούτε ο χώρος προσφέρεται ώστε να ασχοληθούμε αναλυτικά με αυτά τα πολύ σύνθετα ζητήματα (για όποιον ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο μου «Θέατρο και παγκοσμιοποίηση», εκδ. Παπαζήση, όπου αναλύονται διεξοδικά). Αναφέρονται όλα αυτά επιγραμματικά ώστε να δοθεί μια μικρή γεύση της πολυπλοκότητας του θέματος, το οποίο, στην περίπτωσή μας, έχει ως έναυσμα το showcase (πλατφόρμα Grape, Ιούλιος 2023) του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου, η πλέον σημαντική, κατά την εκτίμησή μου, πρωτοβουλία του Φεστιβάλ εδώ και πολλά χρόνια και, παράλληλα, η πλέον δύσκολη και σύνθετη στην υλοποίησή της, εάν λάβουμε υπόψη, εκτός όλων των άλλων που θα σχολιάσουμε παρακάτω, και τις παραπάνω τάσεις που έχουν διαμορφωθεί και οι οποίες ανατρέπουν με τρόπο δραστικό πολλές από τις παγιωμένες πρακτικές, προσδοκίες και συνήθειες του θεατρικού κόσμου και των μελετητών του. Αναλυτικότερα.
Οικονομία της εμπειρίας
Η εποχή κατά την οποία ο κόσμος αναζητούσε πιο σταθερές εμπειρίες μέσα από τα προσφερόμενα πολιτιστικά προϊόντα ώστε να εμπλουτίσει το πολιτιστικό του κεφάλαιο, δίνει γοργά τη θέση της στις εμπειρίες της στιγμής, στο παροδικό, σε σίριαλ γεγονότων που οδηγούν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, σε μια ασταμάτητη φεστιβαλοποίηση (και συνακόλουθη εμπορευματοποίηση) των πάντων.
Η κλασσική ατομικότητα/υποκειμενικότητα που υποδήλωνε μια μορφή προσωπικής και σχετικά σταθερής σχέσης με την κουλτούρα και τα πολιτιστικά της παράγωγα έχει παραχωρήσει τη θέση της στην κατανάλωση πολιτιστικών αγαθών ως κοινωνική δραστηριότητα. Όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέονται πλέον με την «οικονομία της εμπειρίας» (live the experience), την παγκόσμια άνθηση των «δημιουργικών πόλεων» και των φεστιβαλικών τόπων (festivalscapes). Δηλαδή, όλα τείνουν να πάρουν τη μορφή νεοφιλελεύθερων επενδυτικών ή τουριστικών κινήσεων, διαμέσου των οποίων ο κόσμος καταναλώνει και βιώνει την κουλτούρα και τα ποικίλα lifestyles της. Ένα παγκόσμιο θέατρο πωλήσεων. Ένα theatrum mundi με όρους οικονομίας.
Ελληνικό θέατρο και διεθνής σκηνή
Τώρα, σε ό,τι αφορά το ελληνικό θέατρο, είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι ενώ έχει να επιδείξει μια ετήσια παραγωγή που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτερες θεατρικές αγορές στον κόσμο, ακόμη αναλώνεται και καταναλώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου εντός των εθνικών του συνόρων και ορίων, αδυνατώντας να βρει ανθεκτικούς και παραγωγικούς αρμούς ώστε να βγει προς τα έξω και να μετρήσει το «μπόι» του μέσα από συγκρίσεις, προκλήσεις, συντελέσεις και συνεργασίες με τη διεθνή κοινότητα, η οποία φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα για το σαφώς φτωχότερο σε όγκο παραγωγής ή σε εύρος σλοβενικό θέατρο λ.χ., ή το κροατικό ή το σέρβικο, από ό,τι γνωρίζει για το σύγχρονο ελληνικό.
Φυσικά δεν μπορεί κανένας να ψέξει τη θεατρική αγορά της Ευρώπης που δεν γνωρίζει όσα πιστεύουμε ή εκτιμούμε πως θα έπρεπε να γνωρίζει, γιατί απλούστατα την ευθύνη της γνωριμίας με την ελληνική θεατρική ζωή τη φέρουμε πρωτίστως εμείς, εννοώντας κυρίως το κράτος το οποίο με την απραξία, την πελαγοδρόμηση και την έλλειψη συγκροτημένης, συνεπούς και ενημερωμένης θεατρικής πολιτικής, δεν βοηθά στην εξαγωγή ενός από τα σημαντικότερα πολιτιστικά του κεφάλαια, χωρίς να απαλλάσσω των ευθυνών και την ίδια τη θεατρική μας κοινότητα (πρακτικών και μελετητών), η οποία επίσης χαρακτηρίζεται ακόμη (πλην ορισμένων εξαιρέσεων στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω) από μια ανεξήγητη (και για μένα αδικαιολόγητη) εσωστρέφεια, θα τολμούσα να πω ένα είδος ανασφάλειας. Λες και δεν πιστεύει σε αυτά που κάνει ή μπορεί να κάνει. Μέγα λάθος.
Για παράδειγμα, προκαλεί απορία το γεγονός ότι ενώ έχουμε πολλούς και ικανότατους θεατρολόγους, με γνώση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, όταν συμμετέχουν σε ξένα συνέδρια, όπου έχουν την ευκαιρία να το προβάλουν, επιλέγουν (οι περισσότεροι τουλάχιστο) να δηλώνουν την παρουσία τους μέσα από ανακοινώσεις που, είτε ευθέως είτε πλαγίως, ασχολούνται με την αρχαία θεατρική κληρονομιά, λες και δεν υπάρχει κάτι πιο σύγχρονο. Και λογικά θα διερωτηθεί κάποιος: Μήπως φοβούνται ότι οι υπεύθυνοι του συνεδρίου δεν θα δεχτούν την πρότασή τους γύρω από έναν άγνωστο γι’ αυτούς Έλληνα καλλιτέχνη, φέρ’ ειπείν, κι έτσι παίζουν το «σίγουρο» χαρτί των αρχαίων;
Μήπως αισθάνονται ότι δεν έχουν τι να πουν που να είναι άξιο να ειπωθεί γύρω από τη σύγχρονη θεατρική Ελλάδα σε ένα διεθνές φόρουμ και έτσι προτιμούν την πολλαπλώς δοκιμασμένη και αναγνωρίσιμη αρχαία γραμματεία (διασκευασμένη και μη) με τα μεγάλα ονόματα και τα μεγάλα θέματα ως ασπίδα προστασίας και προβολής; Αν όντως έτσι αισθάνονται, τότε κακώς, γιατί έτσι δεν βοηθούν στην κυκλοφορία της σύγχρονης θεατρικής πραγματικότητας της χώρας.
Όπως επίσης προκαλεί απορία η απουσία των περισσότερων σκηνοθετών και σκηνοθέτιδών μας από τη διεθνή σκηνή. Γιατί διστάζουν άραγε να βγουν παραέξω; Γιατί δεν συμμετέχουν; Μήπως είναι θέμα ικανοτήτων; Ταλέντου; Φιλοδοξιών; Αυτοπεποίθησης; Ανασφάλειας; Αδιαφορίας; Διασυνδέσεων; Αποτελεσματικής δικτύωσης;. Επαρκούς ενημέρωσης; Οργάνωσης; Οικονομικής στήριξης; Κρατικής αδιαφορίας; Τι;
Όποιοι και να είναι οι λόγοι της απουσίας τους (θα δούμε ορισμένους παρακάτω), στο τέλος της ημέρας εκείνο που μετράει είναι απλό και λέει ότι με αυτά και με κείνα το σύγχρονο ελληνικό θέατρο δεν είναι δυναμικά παρών, δεν παίζει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στις σύγχρονες ευρωπαϊκές θεατρικές εξελίξεις και τάσεις (που έπρεπε και κάλλιστα θα μπορούσε). Αυτό είναι το ζήτημα. Δεν είναι ούτε φιλολογικό ούτε φιλοσοφικό ούτε ιδεολογικό. Είναι ζήτημα καθαρά πρακτικό. Και ως τέτοιο ζητά άμεση λύση. Υπ’ αυτήν την έννοια η θέσπιση ενός ενημερωμένου, ανήσυχου και ψαγμένου showcase στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου (Grape), είναι μια απόλυτα θετική, αναγκαία και προς τη σωστή κατεύθυνση απόφαση, χωρίς φυσικά αυτό από μόνο του να λύνει ως διά μαγείας τα συσσωρευμένα προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες και ελλείψεις που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας των θεατρικών μας πραγμάτων, αλλά και της γενικότερης θεατρικής μας νοοτροπίας (περισσότερα γι’ αυτό πιο κάτω).
Ιστορική αναδρομή
Δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί τη θεατρική μας κοινότητα το θέμα της προβολής της δουλειάς που γίνεται στο εξωτερικό. Όποιος ενδιαφέρεται να πάρει μια γεύση του ιστορικού μιας τέτοιας συζήτησης μπορεί να ανατρέξει πίσω στο 2011 (δημόσια διαβούλευση του ΥΠΠΟΤ) και στον σύνδεσμο: http://www.opengov.gr/yppol/?p=121. Εκεί θα διαβάσει διάφορες προτάσεις αντιμετώπισης του θέματος, όπως οικονομική στήριξη προγράμματος ανταλλαγών, σύσταση ειδικής επιτροπής στο ΥΠΠΟ, κρατική μέριμνα κ.λπ.
Για όσους δεν θυμούνται ή δεν γνωρίζουν είχε προηγηθεί (το 2007) το «Σύστημα Αθήνα» (ΕΣΠΑ, ΠΕΠ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007–2014), η πρώτη, εάν δεν απατώμαι, πλατφόρμα προβολής του ελληνικού θεάτρου και χορού, μια φωτεινή ιδέα του Μιχαήλ Μαρμαρινού, τότε διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, ο οποίος μου έκανε την τιμή να μου αναθέσει τον συντονισμό και την προεδρία της Επιτροπής επιλογής παραστάσεων. Το πρόγραμμα διήρκεσε τρία χρόνια. Σταμάτησε το 2010 και επανέκαμψε το 2014, όταν πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου ήταν ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης. Και εκεί ολοκλήρωσε και τον τελευταίο επιδοτούμενο κύκλο του.
Το δεύτερο showcase το υλοποίησε το φεστιβάλ των «Δημητρίων», όπου και πάλι είχα εμπλακεί ως μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του φεστιβάλ (μαζί με τον Πρόδρομο Τσινικόρη τη δεύτερη χρονιά), όταν στην αντιδημαρχία πολιτισμού ήταν η Έλλη Χρυσίδου και δήμαρχος ο Γιάννης Μπουτάρης. Διήρκεσε δύο χρόνια γεμάτα αισιοδοξία, όνειρα και πολλές αγωνίες (το 2017 και το 2018). Για λόγους γεωγραφικούς αλλά και καλλιτεχνικούς όσο και οικονομικούς, κλήθηκαν να το παρακολουθήσουν διευθυντές φεστιβάλ, κριτικοί κ.λπ. κυρίως από τις όμορες χώρες (σύνολο 25 καλεσμένοι και τις δύο χρονιές).
Ένα τρίτο showcase, το «Theatre Crossroads», πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018, δύο μήνες μετά το δεύτερο showcase των «Δημητρίων», με πρωτοβουλία της ΕΜΚΕΘΙ και με ένα προϋπολογισμό 5000 ευρώ από το Υπουργείο Πολιτισμού (επί Λυδίας Κονιόρδου). Σύνολο παραστάσεων 10. Σύνολο καλεσμένων: 17.
Την άνοιξη του 2023 το Εθνικό θέατρο διοργάνωσε το πρώτο showcase με αποκλειστικά δικές του παραγωγές (ορισμένες ήταν ακόμη στη διαδικασία προετοιμασίας, ένεκα της κατάστασης που επικρατούσε τότε με το νομοσχέδιο του ΥΠΠΟ που αφορούσε τα πτυχία των δραματικών σχολών, τις καταλήψεις κ.λπ) και με την παρουσία περίπου 15 ξένων καλεσμένων.
Παραστάσεις
Ανάμεσα στις παραστάσεις που είχαν επιλεγεί από τις αρμόδιες επιτροπές των παραπάνω showcases, αναφέρω ενδεικτικά : Golfo 2.3. beta (Χώρος, σκην. Σίμου Κακάλα), «Μ’ ένα καράβι φορτηγό» (Πασπαρτού, σκην. Μάνια Παπαδημητρίου), «Νοσφεράτου Διδόντικους» (ex animo, σκην. Γιάννης Μαργαρίτης), «The ScarMface» (Splish Splash, σκην. Γιάννης Οικονομίδης) «Silence» (Vasistas, σκην. Αργυρώ Χιώτη), «Βίοι (Ζωές) Αγίων» (Τheseum Ensemble, σκην. Μιχαήλ Μαρμαρινός), «Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο» (Εθνικό θέατρο, σκην. Μιχαήλ Μαρμαρινός), «Παιχνίδια Σφαγής» (Άσκηση, σκην. Περικλής Μουστάκης), «Λα Πουπέ» (θέατρο Σφενδόνη, σκην. Άννα Κοκκίνου), «Λιωμένο Βούτυρο» (Εθνικό Θέατρο, σκην. Σίμος Κακάλας), «Ένας στους Δέκα» (Θέατρο του Νέου Κόσμου, σκην. η ομάδα), «Αηδίασμα» (Nova Melancholia, σκην. Βασίλης Νούλας), «Ερωτευμένη νεκρή» (Αμφιθέατρο, σκην. Κατερίνα Ευαγγελάτου), «Αμάρυνθος» (Plays2place, σκην. Μάγδα Μπουζιούρη), «Herculine Barbin» (Angelus Novus, σκην. Δαμιανός Κωνσταντινίδης), «Personas» (Πλεύσις, σκην. Αντώνης Κουτρουμπής), «Revolt Athens & Cave» (ODC Ensemble, σκην. Έλλη Παπακωνσταντίνου), «Παράξενες ιστορίες » (σκην. Violet Louise), «Φαέθων» (Ars Mοriendi, σκην. Θάνος Νίκας), «Το δαχτυλίδι της μάνας» (C for Circus, σκην. Παύλος Παυλίδης), Relic (Ευριπίδης Λασκαρίδης), «Mute» (Memento Mori, σκην. Στέλιος Πατσιάς), Frida κι Άλλο (Fly Theatre, σκην. Κατερίνα Δαμβόγλου), «Περιμένοντας τον Γκοντό» (Σημείο Μηδέν, σκην. Σάββας Στρούμπος), «Ερωτευμένα άλογα» (Εν Δυνάμει, σκην. Ελένη Ευθυμίου), «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» (Εθνικό θέατρο, Πειραματική σκηνή, σκην. Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος), «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» (Εθνικό Θέατρο, σκην. Γιάννης Μόσχος», «Goodbye Lindita» (Εθνικό θέατρο, σκην. Μάριο Μπανούσι).
Ένα σύνολο περίπου 80 παραστάσεων (δεν έχω αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μου τα πολύ ακριβή στοιχεία όλων των showcases, οπότε μπορεί να πέφτω λίγο έξω στο ακριβές νούμερο), συν οι 14 του πιο πρόσφατου Grape: showcase, οπότε φτάνουμε περίπου τις 94 παραστάσεις. Από αυτές, εξ όσων γνωρίζω άμεσα ή από πληροφορίες τρίτων, συμμετείχαν (ή κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε φεστιβάλ και ορισμένες για λόγους καθαρά πρακτικούς δεν μπόρεσαν), οι παραστάσεις «Golfo», «Ένας στους δέκα», «Ερωτευμένη νεκρή», «Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο», «Silence», «Frida κι Άλλο», «Personas», «Goodbye Lindita», «H δημοκρατία του Μπακλαβά», «Παράξενες ιστορίες», «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου». Ενδεχομένως να είναι και άλλες που δεν έχω υπόψη.
Σκεπτικό επιλογής
Κάποιος ίσως διερωτηθεί, από τη στιγμή που όλα σχεδόν τα showcases περιλάμβαναν παραστάσεις τις οποίες σύσσωμη σχεδόν η ελληνική κριτική είχε επαινέσει ως ενδεικτικές της ποιότητας (και του πειραματικού χαρακτήρα) του ελληνικού θέατρου, γιατί επέλεξαν τόσο λίγες;
Εν πρώτοις, ο αριθμός των επιλεγμένων παραστάσεων μπορεί να μην είναι εντυπωσιακός δεν είναι όμως και ευκαταφρόνητος, εάν τον συγκρίνουμε με άλλα εθνικά και πολύπειρα showcases. Επίσης, δεν είναι ευκαταφρόνητος εάν αναλογιστεί κανείς ότι όλα τα showcases που υλοποιήθηκαν προέκυψαν από το πουθενά, δηλαδή χωρίς κάποια προϊστορία που να προϊδεάζει τον ξένο καλεσμένο περί τίνος πρόκειται. Οι ξένοι, επαναλαμβάνω, δεν είχαν και εξακολουθούν να μην έχουν επαρκή εικόνα του σύγχρονου θεάτρου μας (που περιλαμβάνει και τις σύγχρονες προσεγγίσεις του αρχαίου θεάτρου). Δεν το παρακολουθούν από κοντά. Τους είναι άγνωστα τα περισσότερα θέματα που το απασχολούν, όπως άγνωστοι (πλην και πάλι ορισμένων εξαιρέσεων) οι συγγραφείς του και οι καλλιτέχνες του. Με άλλα λόγια, δεν το έχουν στην ατζέντα των πρώτων προτιμήσεών τους.
Ενδεικτικά σημειώνω επί τροχάδην τις τεράστιες δυσκολίες που συναντήσαμε ώστε να πείσουμε ξένους καλλιτεχνικούς διευθυντές και προγραμματιστές να έρθουν να παρακολουθήσουν το showcase των «Δημητρίων» στη Θεσσαλονίκη. Όπως οι ίδιοι οι καλεσμένοι μας είπαν, τους ήταν άγνωστο το Φεστιβάλ των «Δημητρίων» (σημειώστε: ένα φεστιβάλ 60 ετών–αυτό από μόνο του λέει πολλά), οπότε οι αρνήσεις και οι επιφυλάξεις από τη μεριά τους ήταν αναμενόμενες. Οι περισσότεροι πείστηκαν να έρθουν μετά από προσωπικές επαφές και προσκλήσεις.
Τάιμινγκ
Ένας σημαντικός παράγοντας στην όλη διαδικασία έχει να κάνει με το τάϊμινγκ. Η επιλογή μιας παράστασης, πέρα από τα ποιοτικά της στοιχεία, είναι θέμα συγκυριών, προγραμματισμού, αναγκών, θεματικών περιορισμών ή προσανατολισμών, οικονομικών δυνατοτήτων και άλλων προτεραιοτήτων που μπορεί να μην επιτρέπουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στον ενδιαφερόμενο να την προσκαλέσει. Μπορεί να προσκληθεί σε δύο χρόνια ή ακόμη και σε τρία ή και τέσσερα. Και εδώ προκύπτει το άλλο μείζον ζήτημα: θα είναι διαθέσιμη τότε; Θα επανέλθω σε αυτό παρακάτω.
Κλείνοντας τις παρατηρήσεις μου εδώ να επισημάνω ότι πολλοί curators, προγραμματιστές, σύμβουλοι και καλλιτεχνικοί διευθυντές συνήθως επιλέγουν δείγματα από εθνικές δραματουργίες βασιζόμενοι είτε στα μεγάλα γραφεία που διακινούν και «προμοτάρουν» παραστάσεις είτε στις πιο «ασφαλείς», κατά την εκτίμησή τους, επιλογές καθιερωμένων φεστιβαλικών διοργανώσεων όπως της Αβινιόν λ.χ. ή ορισμένων γερμανόφωνων φεστιβάλ ή θεάτρων που τους προσφέρουν μια ευρεία και δοκιμασμένη γκάμα επιλογών, και εφόσον προκύψει η ανάγκη θα καλέσουν και κάποια παράσταση από άλλο showcase, λιγότερο γνωστό.
Τούτα όλα σημαίνουν ότι ένα showcase που δεν ανήκει στην κατηγορία των προβεβλημένων ή των μεγάλων, δεν αρκεί να είναι μόνο αντιπροσωπευτικό των κατακτήσεων του εγχώριου θεάτρου όπου ανήκει. Για να προσεχθεί πρέπει να προδίδει μέσα από το πρόγραμμά του γνώση του φεστιβαλικού πεδίου στο σύνολό του, των ανησυχιών και αναζητήσεών του, ώστε να πείσει τον ξένο ότι έχει κάτι να πει και να δείξει που ξεχωρίζει και ενδιαφέρει ένα διεθνές κοινό, όπως ορθά το επισημαίνει και η Κατερίνα Ευαγγελάτου, περιγράφοντας τις στοχεύσεις της πλατφόρμας Grape.
Το ερώτημα βέβαια εδώ είναι κατά πόσο το σύγχρονο ελληνικό θέατρο που τροφοδοτεί ένα showcase, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που ενδιαφέρουν μια διεθνή κοινότητα. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι σε απόλυτους όρους, γιατί δεν συγκλίνουν όλα τα δεδομένα. Υπάρχουν αποκλίσεις.
Εσωστρέφεια και εξωστρέφεια
Με ορισμένες εξαιρέσεις που θα αναφέρω παρακάτω, έχω την αίσθηση ότι ο βασικός όγκος της θεατρικής μας κοινότητας, με τους πολλούς και ικανότατους καλλιτέχνες, παρ΄όλη τη διεθνή της ενημέρωση, μολονότι γνωρίζει πολύ καλά τι γίνεται και ποια θέματα απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα, εξακολουθεί να παλεύει με τους δαίμονες της εσωστρέφειάς της, με αποτέλεσμα να μην έχει καταφέρει ακόμη να βρει, στον βαθμό που πρέπει και θα μπορούσε, την ευεργετική και αποδοτική ισορροπία ανάμεσα στην τοπικότητα και την χωρικότητα των θεμάτων και των αναζητήσεών της, τη χρυσή τομή ανάμεσα στο «ανήκω» και «δεν ανήκω».
Και αυτό ισχύει και για τους θεατές και τις προσδοκίες τους. Η «πολεμική» σύρραξη με αφορμή τους πρόσφατους «Σφήκες» (σκην. Λένα Κιτσοπούλου) και τη «Μήδεια» (σκην. Φρανκ Κάστορφ) στην Επίδαυρο είναι ενδεικτικές περιπτώσεις.
Το πνεύμα του νομάδα, αναγκαίο συστατικό για ένα θέατρο της «συνοριακής εμπειρίας», φαίνεται πως δεν αποτελεί ακόμη μέρος της θεατρικής μας νοοτροπίας, με τις εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Οι νομάδες
Σκέφτομαι, για παράδειγμα: εάν δεν είχε ο ακούραστος σκαπανέας Θόδωρος Τερζόπουλος τον νομάδα μέσα του θα ήταν αυτός που είναι στον παγκόσμιο θεατρικό χάρτη; Σήμερα εδώ αύριο εκεί; Το πιθανότερο, όχι. Το ίδιο και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στον χορό. Ο ραγδαία ανερχόμενος Ευριπίδης Λασκαρίδης, και τώρα τελευταία ο Χρήστος Παπαδόπουλος, επίσης. Σε ορισμένες φάσεις της καριέρας του και ο σπουδαίος Μιχαήλ Μαρμαρινός (βλ. τον Εθνικό Ύμνο και το Πεθαίνω σαν χώρα, μεταξύ άλλων). Στέκομαι και στη ξεχωριστή από πολλές απόψεις περίπτωση των Blitz που χάραξαν μια σημαντική διεθνή καριέρα (στα μεγάλα θεατρικά σαλόνια της Ευρώπης—ως ομάδα και όχι ως άτομα, έχει σημασία), που δυστυχώς (γι’ αυτούς και για μας) διαλύθηκαν μετά από πέντε νομαδικά και άκρως αποδοτικά χρόνια.
Όπως στέκομαι και στην πιο πρόσφατη περίπτωση της Έλλης Παπακωνσταντίνου, μια καλλιτέχνιδα τολμηρή, δραστήρια, ανήσυχη και εξωστρεφής, η οποία τα τελευταία 3-4 χρόνια επέλεξε τον δύσκολο διάλογο με τη διεθνή κοινότητα και συνεχίζει απτόητη και με επιτυχία το ανηφορικό της έργο. Σε μικρότερο βαθμό διεθνούς παρουσίας και η Αργυρώ Χιώτη, όπως και ορισμένοι άλλοι καλλιτέχνες που δείχνουν ότι έχουν το «μικρόβιο» του νομάδα, χωρίς όμως σταθερή διεθνή παρουσία.
Τέλος, σε αυτή τη πολύ σύντομη σταχυολόγηση εξαιρέσεων, διακριτή θέση έχει το πολυταξιδεμένο δίδυμο Πρόδρομος Τσινικόρης και Ανέστης Αζάς, πολύ καλοί γνώστες του γερμανόφωνου όσο και του ευρωπαϊκού θεάτρου, παρόντες σε πολλά και καλά φεστιβάλ, σε διεθνή πάνελ, workshops και masterclasses. Δύο καλλιτέχνες που δείχνουν ότι αγαπούν βαθιά τη νομαδική φύση του θεάτρου και κινούνται ανάλογα και με επιτυχία.
Στάθηκα κάπως περισσότερο σε αυτό το σημείο γιατί ό,τι και να κάνει το showcase (ή ακόμη αν θέλετε και το ίδιο το κράτος) , εάν ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν καλλιεργεί μέσα του τη νοοτροπία του ταξιδευτή, τις ανησυχίες του νομάδα και τη φιλοσοφία του κοσμοπολίτη, δύσκολα θα αποφασίσει να μπει και να παλέψει με νύχια και με δόντια στον αχαρτογράφητο χώρο της «συνοριακής εμπειρίας», όπως τον περιέγραψα στην αρχή. Θα επιλέξει να κάνει θέατρο ακουμπώντας στην όποια ασφάλεια προσφέρει το χαρτογραφημένο «κέντρο», με τους γνωστούς αποδέκτες αλλά και με όλα τα γνωστά προβλήματά του, και εφόσον προκύψει κάτι εκτός συνόρων θα το κάνει, χωρίς όμως κάποια συνέχεια. Που σημαίνει σαν να μην το έκανε ποτέ.
Θέμα ρεπερτορίου
Στρέφομαι και σε ένα ακόμη δυσεπίλυτο θέμα που αφορά τη δυνατότητα αποθήκευσης παραστάσεων. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα τίποτα δεν θα είναι εύκολο, πολλώ δε μάλλον αντιπροσωπευτικό της συνολικής εικόνας των θεατρικών μας πεπραγμένων, γιατί κανένα showcase δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει τη συμμετοχή όλων των πρώτων επιλογών του (βλ. λήξη προγραμματισμένων παραστάσεων, αδυναμία ή άρνηση ανανέωσης συμβολαίων, αδυναμία ανεύρεσης νέου χώρου, δυσκολίες αποθήκευσης σκηνικών κ.λπ).
Η πρόσκληση υποβολής προτάσεων (Open Call) για συμμετοχή στο showcase που έκανε φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών, και η επιλογή ορισμένων από αυτές σε συνδυασμό με την ανάθεση κάποιων άλλων, ήταν μια καλή και άμεση λύση, απάντηση στο αδιέξοδο της επιλογής, όμως και αυτή δεν είναι απαλλαγμένη προβλημάτων. Το πρώτο ζήτημα που μπαίνει είναι η ποιότητα του αποτελέσματος. Δεν μπορεί η αρμόδια επιτροπή να γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα προκύψει από αυτή τη διαδικασία, δηλαδή κατά πόσο θα έχει την ποιότητα που απαιτείται για να προβληθεί ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Είναι ένα αναπόφευκτο ρίσκο, που απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση των προτάσεων που κατατίθενται, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση των δειγμάτων γραφής του καλλιτέχνη.
Πέραν τούτου, εάν κοιτάξουμε τον φεστιβαλικό χάρτη της Ευρώπης θα δούμε ότι σχεδόν όλες οι παραστάσεις που ταξιδεύουν και επηρεάζουν είναι για χρόνια διαθέσιμες. Αυτό είναι ένα επιπλέον εκκρεμές ζήτημα για τις παραστάσεις που συμμετέχουν σε ένα ελληνικό showcase. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει δηλώσει ότι το showcase έχει σχεδιαστεί με ευελιξία ώστε να μπορούν να ταξιδέψουν. Και πολύ σωστά το σκέφτηκε. Το θέμα είναι τι χρονικά περιθώρια παρέχει αυτή η ευελιξία; Φαντάζομαι όχι πολλά, τουλάχιστο υπό τις παρούσες εργασιακές και οικονομικές συνθήκες. Κάποια στιγμή τα περιοδεύοντα σχήματα θα αναγκαστούν να επιστρέψουν στη βάση τους, κοινώς να διαλυθούν για ευνόητους λόγους. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα προλάβουν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή, κάτι πολύ σημαντικό ώστε να αφήσουν το αποτύπωμά τους, μια παρακαταθήκη για να υπάρξει και συνέχεια.
Είναι πολύ σημαντικός ο παράγοντας χρόνος συμμετοχής στο κύκλωμα. Όλοι όσοι σήμερα θεωρούνται κορυφαίοι το οφείλουν στη συνεχή φεστιβαλική τους παρουσία. Εκεί επένδυσαν και κέρδισαν και παράλληλα επηρέασαν. Και για το ελληνικό θέατρο γενικά και ειδικότερα για το showcase του Φεστιβάλ που μόλις ολοκλήρωσε την πρώτη του δοκιμασία, αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο καλείται να βρει βιώσιμη λύση, ώστε να προχωρήσει και σε όλα τα άλλα ζητήματα που πολύ φυσιολογικά θα προκύψουν στην πορεία μέσα από τις διαγραφόμενες κοινωνικές και άλλες ανακατατάξεις.
Κατακλείδα
Τίποτα δεν λύνεται εύκολα ή εν μία νυχτί. Για όλα απαιτείται χρόνος δοκιμασίας και δοκιμής, μπόλικο ρίσκο, συνεχής και αγωνιώδης ανανέωση, έξυπνες επιλογές (ή αναθέσεις) παραστάσεων, πειραματικά πρότζεκτ διαρκείας, διεθνής ενημέρωση και δικτύωση, συμπεριληπτικό όραμα, νοοτροπία νομάδα, στενές σχέσεις με τα ευρωπαϊκά προγράμματα και άλλα εθνικά showcases, δυναμική χρήση του διαδικτύου, γενναία κρατική στήριξη σε όλα τα επίπεδα και φυσικά επιλογή καλεσμένων που πραγματικά ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τη θεατρική ζωή του τόπου και να ασχοληθούν μαζί της.
Σε μια εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών, σε μια εποχή συμμαχιών και κοινών μετώπων, σε μια εποχή όπου η έννοια έθνος και εθνική δραματουργία δοκιμάζονται και σε μια εποχή όπου η υψηλή τεχνολογία προβλέπεται να αλλάξει ριζικά τα πάντα, οφείλουμε να δηλώνουμε την παρουσία μας στις διεργασίες με απτά και ανθεκτικά δείγματα γραφής, δείγματα εθνικά και νομαδικά. Και το Grape: Showcase ανήκει σε αυτό το σκεπτικό που λέει ότι η παρουσία μας στο διεθνές θεατρικό γίγνεσθαι δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.