Η φλύαρη πραγματικότητα του «Ηλίθιου»
Ακόμη και όταν ένας ηθοποιός αυτοβιογραφείται, αυτοαναλύεται ή αυτοπροβάλλεται, είναι πραγματικός στον βαθμό που είναι η ιδέα κάποιου πραγματικού ατόμου που εμπεριέχεται σε κάτι άλλο.
Ο Νικόλας Ανδρουλάκης εντάσσει την παράσταση του «Ηλίθιου» (που είδαμε στο θέατρο Αυλαία) κάτω από τον όρο «θέατρο της πραγματικότητας», όρος που χρησιμοποιείται πια ευρέως από πολλά σχήματα που εγκαταλείπουν την ποιητική του αναπαραστατικού θεάτρου και αναζητούν λύσεις μέσα από την αξιοποίηση της δυναμικής της παράστασης ως γεγονός, ως παρουσία (δείτε επ’ αυτού την εμπεριστατωμένη μελέτη της Ζωής Βερβεροπούλου «Το σύγχρονο θέατρο του πραγματικού»).
Το παρακολουθώ συστηματικά το συγκεκριμένο ρεύμα γιατί με γοητεύουν τα θέματα που το απασχολούν και κυρίως με προβληματίζουν οι σχέσεις που καλλιεργεί με την έννοια του πραγματικού που περίπου θέτουν σε δοκιμασία αυτό που έχουμε μάθει ως θεατρολόγοι και που λέει πως οτιδήποτε συμβαίνει στα όρια ενός θεατρικού γεγονότος λαμβάνει χώρα στα όρια ενός αισθητικού κόσμου.
Ισχύει η διπλή κωδικοποίηση;
Στα όρια αυτού του αισθητικού κόσμου (τα οποία μπορεί να υποδηλώνονται από τα όρια μιας οργανωμένης σκηνής ή κάτι άλλο) βλέπουμε πράγματα που αντιστέκονται στην εικονοποίηση, στη σημειωτικοποίησή τους. Για παράδειγμα, όταν έχουμε στη σκηνή νερό που τρέχει από μια βρύση, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν βλέπουμε ένα πραγματικό σημείο το οποίο διαχέεται μέσα από το κλειστό κάδρο της θεατρικής ψευδαίσθησης, με κατεύθυνση την πλατεία. Οπότε, ένα το κρατούμενο: Η βρύση είναι βρύση και το νερό είναι νερό, είτε μας αρέσει είτε όχι. Το άλλο κρατούμενο: Όμως, ακόμη και έτσι αυτό το πραγματικό λειτουργεί εντός εισαγωγικών. Δηλαδή, δεν είναι «πραγματικό», για τον απλούστατο λόγο το θέατρο που επιμένει να λέγεται θέατρο ή τέχνη γενικότερα δεν μπορεί να μας δώσει το πραγματικό με απόλυτους όρους.
Με άλλα λόγια, μόλις η σκηνή του θεάτρου υποδεχτεί ένα αντικείμενο (ή ένα ανθρώπινο σώμα) δύο τινά συμβαίνουν: Ή ο χρήστης ή ο σκηνοθέτης του αντικειμένου του επιτρέπει να ακυρώσει με την πραγματικότητά του το θέατρο (οπότε προφανώς δεν μιλάμε πλέον για αισθητική εμπειρία αλλά για γεγονός [εξού και η λέξη eventification που χρησιμοποιούν οι Άγγλοι θεωρητικοί]) ή το ίδιο το αντικείμενο μετατρέπεται σε σημείο, οπότε παύει να είναι πραγματικό.
Όπως λέει ένας από τους υπέρμαχους της ιδιαιτερότητας του πραγματικού και αναζητητής του πραγματικού, ο Αυστριακός Πέτερ Χάντκε, μια λάμπα, για παράδειγμα, στη σκηνή απελευθερώνει μια φωτεινότητα που την υποδεχόμαστε στην πλατεία σαν να είναι μια “άλλη” φωτεινότητα. Όπως μια καρέκλα είναι μια καρέκλα που την αντιμετωπίζουμε ως θεατές σαν να είναι κάποια “άλλη” καρέκλα, για να επικαλεσθώ και το προσφιλές παράδειγμα των σημειολόγων.
Ακόμη και όταν ένας ηθοποιός αυτοβιογραφείται, αυτοαναλύεται ή αυτοπροβάλλεται, είναι πραγματικός στον βαθμό που είναι η ιδέα κάποιου πραγματικού ατόμου που εμπεριέχεται σε κάτι άλλο. Όπως ωραία το διατυπώνει ο Άγγλος περφόρμερ Τιμ Κράουτς, κάθε κίνημα στο θέατρο όλους αυτούς τους αιώνες δεν ήταν τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να «βρεθεί τρόπος εξόρυξης, είτε με λαθραίο είτε με νόμιμο τρόπο, πολύ περισσότερων πραγμάτων από αυτά που ο καλλιτέχνης νομίζει ότι συνθέτουν την πραγματικότητα».
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ένθερμη θιασώτης του απόλυτα πραγματικού, διατείνεται ότι το να «είσαι καλλιτέχνης της περφόρμανς πρέπει να μισείς το θέατρο», γιατί «το θέατρο είναι ένα ψέμα….Το μαχαίρι δεν είναι πραγματικό, το αίμα δεν είναι πραγματικό, τα αισθήματα δεν είναι πραγματικά. Η περφόρμανς είναι ακριβώς το αντίθετο: το μαχαίρι είναι πραγματικό, το αίμα είναι πραγματικό, και τα αισθήματα είναι πραγματικά».
Η Αμπράμοβιτς τα πιστεύει και τα κάνει πράξη όλα αυτά, όμως η απόλυτη προσάρτηση του πραγματικού δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο κάνει την εμπειρία του κοινού πιο αυθεντική, πιο ειλικρινή και πιο βαθιά. Η άποψη και πάλι του Τιμ Κράουτς έχει ενδιαφέρον να τη διαβάσουμε, γιατί είναι ιδιαίτερη. Λέει λοιπόν: «Η εμμονή με το πραγματικό είναι κατά κάποιον τρόπο μια πράξη υφαρπαγής, μια καπιταλιστική επιλογή: μια επιθυμία να περάσεις στα περιουσιακά σου στοιχεία την πραγματικότητα κάποιου άλλου […]. Ας πούμε η Μέριλ Στρίπ είναι ο ‘κάποιος’ άλλος της Θάτσερ τώρα που η πραγματική Θάτσερ είναι νεκρή». Και κάτι ακόμη, προσθέτει ο Βρετανός καλλιτέχνης: ενώ στη ζωγραφική λ.χ. δεν απασχολεί η δοσολογία του πραγματικού μπροστά από ένα πίνακα, στο θέατρο ο κόσμος πολλές φορές κρίνει την ποιότητα μιας σκηνικής αναπαράστασης από τον βαθμό εγγύτητάς της στην αναπαράσταση του πραγματικού. Δεν σκέφτεται ότι έτσι συρρικνώνει το εύρος της τέχνης, υποβαθμίζει το γεγονός ότι η δύναμη του θεάτρου βρίσκεται στην ικανότητά του να συμπεριλάβει μια ιδέα ενός πράγματος μέσα σε κάτι άλλο (το πράγμα και το είδωλό του, η έννοια της μόνιμης διττότητας, σύμφωνα με τον Αρτώ).
Οπότε εύλογο και το ερώτημα: Εάν στόχος είναι να τα κάνουμε όλα να μοιάσουν με το πράγμα που λέμε ότι είναι, μήπως τότε ακυρώνουμε σε ένα μεγάλο βαθμό το παιχνίδι του θεάτρου, αυτό το παιχνίδι που τόσο άνετα και αυτονόητα παίζουν τα παιδιά χωρίς καμιά προσπάθεια να το κάνουν να μοιάζει πραγματικό;
Πού είναι η πραγματικότητα;
Και ένα τελευταίο σχόλιο που αφορά τις σχέσεις του «θεάτρου της πραγματικότητας» με την πραγματικότητα. Για να κάνεις «θέατρο της πραγματικότητας» πρέπει πρώτα να γνωρίζεις αυτή την πραγματικότητα ή έστω να είσαι σίγουρος ότι αυτά που γνωρίζεις όντως είναι πραγματικά, εκτός κι αν δεχτούμε πως ό,τι βλέπουμε και υποδεχόμαστε είναι πραγματικό. Όμως, πόσο εύκολο είναι αλήθεια να γνωρίζει κάποιος, ιδίως σήμερα ,την αυθεντική πραγματικότητα; Υπάρχει κάτι τέτοιο ή όλα είναι απλές κατασκευές, διαμεσολαβημένες πραγματικότητες;
Πριν κλείσω τα γενικά σχόλιά μου θα ήθελα εδώ να προσθέσω, δίκην κατακλείδας σε όλα αυτά, δυο λόγια που αφορούν μια κατ’ εξοχήν τέχνη του «πραγματικού», τη stand up comedy, γιατί πιστεύω πως έχει άμεση σχέση με αυτό που κάνει στον «Ηλίθιο» ο Νικόλας Ανδρουλάκης.
Ορισμένες stand up παρατηρήσεις
1: Από όλα τα καλλιτεχνικά είδη, η Stand-up επιτρέπει στον λόγο την απόλυτη κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι πολύ καλά και έξυπνα δομημένος και εξαντλητικά δουλεμένος, επικοινωνιακός, ουσιαστικός, πειστικός, με ευφυή και εύληπτα επιχειρήματα και πρωτίστως όχι κουραστικός.
2: Η αφήγηση μπορεί να περιγράφει καταστάσεις τρελές και παράλογες, όμως δεν πρέπει να εμφανίζεται άναρχη, αμήχανη, ασκόπως περιπλανώμενη, αλλά απόλυτα και ακριβέστατα ρυθμισμένη, σύμφωνα με την αυστηρή λογική ενός εκκρεμούς, ένα καλά μελετημένο «κρυφτούλι» με τα διαθέσιμα αφηγηματικά στοιχεία: «τώρα σας αποκαλύπτω κάτι τώρα όχι (ακόμη)», ένα περίτεχνο ζιγκ ζαγκ το οποίο είθισται να ξεκινά ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα, και σιγά-σιγά να ανεβάζει στροφές, να πυκνώνει, να γίνεται ένα σαρωτικό σλάλομ ανάμεσα στις λέξεις για να φτάσει στη στιγμή της κορύφωσης που θα αφήσει όλη τη συσσωρευμένη ενέργεια να κατακλύσει τη σκηνή.
3: Ένα καλό ανέκδοτο ή μια κωμική κατάσταση είναι ένας συνδυασμός τεχνικής και ιδέας. Η ιδέα έχει να κάνει με κάτι αφύσικο, παράλογο είτε αυτό εντοπίζεται στη γλώσσα είτε στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στα πιστεύω, στη θρησκεία, στην επιστήμη. Η τεχνική είναι η παρουσίαση, η μορφή αυτής της ιδέας έτσι ώστε να υπογραμμίζονται τα στοιχεία εκείνα που ο περφόρμερ κρίνει ότι διαθέτουν κωμικές ιδιότητες.
4: Το επιτυχημένο ανέκδοτο το μετράς με τον όγκο του γέλιου που προκαλεί. Άλλως πως, το γέλιο είναι όπως η εμπειρία του πόνου. Γεμίζει τον χρόνο που του ανήκει και μετά εξαφανίζεται, δεν αφήνει περιθώρια αναστοχασμού. Το ανέκδοτο λειτουργεί σε πρώτο χρόνο, ακαριαία. Δεν υφίσταται εκ των υστέρων κριτική.
5: Ο κωμικός μολονότι με τον τρόπο του «ρητορεύει» δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι ακριβώς όπως ο ρήτορας ή ο πολιτικός, οι οποίοι έχουν ως στόχο να αλλάξουν τις απόψεις του κοινού. Οι έξυπνες stand up περφόρμανς είναι αυτές που έχουν κοινωνικές και προοδευτικές ευαισθησίες, όμως δεν γίνονται πιεστικά διδακτικές ώστε να προσηλυτίσουν με όρους ιδεολογικούς. Από τη στιγμή που το βάρος πέφτει στο χιούμορ, η διαχείρισή του απαιτεί μεγάλη μαεστρία προκειμένου να μην εκτροχιαστούν οι στόχοι του. Αυτό σημαίνει ότι ο κωμικός, πέρα από απόλυτα προσωπικός και ειλικρινής, δεν πρέπει να δίνει την εικόνα του (ιδεολογικά/πολιτικά) απειλητικού, αλλά πιο πολύ του γνώστη και του ακριβοδίκαιου. Ναι μεν μιλά απευθείας στο κοινό, όμως δεν πρέπει να το κάνει να νιώθει ένοχο. Ο κωμικός δεν είναι κάποιος ιερέας στον άμβωνα που μεταφέρει το μήνυμα των Γραφών. Ο κωμικός μεταφέρει το δικό του μήνυμα, γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να έχει το ύφος του προπαγανδιστή ή του προσηλυτιστή ή του κατηχητή ή του τιμωρού. Πρέπει να κάνει τον θεατή να τον εμπιστευτεί, να πιστέψει ότι ο απώτερος στόχος του είναι να περάσει ευχάριστα και όχι να συντρέξει με τις απόψεις του.
Στο διά ταύτα του Ηλίθιου
Εάν πάρουμε μία-μία τις πιο πάνω παρατηρήσεις θα δούμε ότι σε ένα μεγάλο βαθμό μας βοηθούν να διαβάσουμε και να κρίνουμε κι εμείς με τη σειρά μας αυτή την κωμική stand up «πραγματικότητα» που έφερε στη σκηνή του Αυλαία ο Ανδρουλάκης.
Ποιος είναι ο στόχος του «Ηλίθιου»; Να αποδομήσει και να εκθέσει, με κωμικούς όρους, αυτά που θεωρεί ως κακώς κείμενα. Να «ξεπλανέψει» μια «πλανεμένη πραγματικότητα», όπως μας λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Και πολύ καλά κάνει. Το θέμα είναι πώς επιλέγει να το κάνει; Με ποια τεχνική; Με ποια εργαλεία διεμβολίζει την κρούστα του φαινομενικά πραγματικού ώστε να φτάσει στο πραγματικό του θέατρο; Και αυτό το καινούργιο «πραγματικό» είναι περιουσιακό στοιχείο όλων μας ή είναι αποκλειστικά το δικό του «πραγματικό»; Μας αρκεί η διαβεβαίωσή του που λέει ότι έχει επιτρέψει στον Ηλίθιο να λειτουργεί ως Νικόλας και όχι το αντίθετο; Τον πιστεύουμε όταν διατείνεται πως ο “ηλίθιος” είναι αυτός που εκφράζει την αλήθεια του με αποδοχή στην αλήθεια των άλλων; Κι αν ναι, το κάνει όμως σκηνική πράξη; Παρακάτω οι επιφυλάξεις μου.
Οι επιφυλάξεις μου
Ο Ανδρουλάκης ήταν ειλικρινής και παθιασμένος με αυτό που ανέλαβε να επικοινωνήσει. Έδωσε, και πολύ σωστά, την πρωτοκαθεδρία στον λόγο, όμως δεν έλεγξε το ύφος και τη διάρκεια. Επειδή ακριβώς ήταν σε θέση ισχύος (αφού είχε στην απόλυτη κατοχή του το εργαλείο της γλώσσας και κυρίως του χιούμορ) μιλούσε ακατάπαυστα και ex cathedra, λες και απευθυνόταν σε μαθητούδια που πήγαν να τους κάνει διάλεξη αρχαρίων για την κακούργα κοινωνία και την πραγματικότητα. Το σημειώνω αυτό γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που λέει στη συνέντευξή του στην Παράλλαξη, ότι δηλαδή με την ομάδα του (Ντουέντε) μπήκε σε έναν «ασφαλή και διαμπερή χώρο με αόρατο κατώφλι που δεν φυλακίζει, δεν απειλεί, δεν παραμυθιάζει». Μα δεν σκέφτηκε ότι με το διδακτικό του ύφος και τα κλισέ της επιτελεστικής του παρτιτούρας «φυλακίζει», δεν αφήνει περιθώρια ελεύθερου στοχασμού;
Επίσης, στην ίδια συνέντευξη λέει ότι με την ομάδα του έχει ανοίξει «μια νέα θεατρική οδό που συνθέτει και εξελίσσει το «θέατρο της επινόησης, το αφηγηματικό θέατρο, το θέατρο ντοκουμέντο, το ψυχόδραμα, τον αυτοσχεδιασμό–τα διυλίζει, τα μεταβολίζει κι αφήνει μια νέα πραγματικότητα να αναδυθεί, ταυτόχρονα σκηνική και κοινωνική». Προσωπικά, όσο και να προσπάθησα, δεν είδα κάποια νέα θεατρική οδό. Είδα να επαναλαμβάνονται σκηνικές «συνταγές» μιας απόλυτα πεπατημένης εδώ και πολλά, πολλά χρόνια, οδού.
Οι επικοινωνιακές του προθέσεις ήταν από την αρχή εμφανείς, καθώς περίμενε, ως Ανδρουλάκης τον κόσμο να μπει στην αίθουσα. Προφανώς ήθελε, μέσα από την προβολή του αληθινού του προσώπου (και όχι του προσωπείου, αν και όντας στη σκηνή δεν θα μπορούσε να μην είναι ταυτόχρονα και «σαν τον Ανδρουλάκη»),) να σπάσει τον πάγο στις σχέσεις σκηνής/πλατείας, να ενισχύσει το αίσθημα της αμεσότητας και της ειλικρίνειας (του τύπου: εδώ τα λέμε όλα=μιλάμε για την πραγματικότητα).
Η ιδέα δεν ήταν άσχημη. Καλοδεχούμενες οι διασυνδέσεις του δικού του Ηλίθιου με τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, όπως καλοδεχούμενες και οι καραμέλες για τον λαιμό που μοιράζει στους θεατές, όπως και καλοδεχούμενο το παιχνίδι ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο. Το ότι όλα αυτά, συν πολλά άλλα στη συνέχεια, δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα οφείλεται, νομίζω, στη γενικότερη φλυαρία τους, εκεί όπου φαίνεται καθαρά αφενός η αδύναμη δραματουργική επεξεργασία του υλικού και αφετέρου η απουσία σκηνοθετικής γραμμής, γιατί εάν υπήρχε θα έκανε κάτι ώστε να συμμαζέψει τα πράγματα, να τους δώσει ένα καλύτερο εστιακό κέντρο χωρίς περιττά περιγραφικά λιλιά.
Το γνώριμο σλόγκαν «το προσωπικό είναι και πολιτικό» δεν είναι ούτε πανάκεια ούτε λύση παντός καιρού. Για να λειτουργήσει χρειάζεται λεπτομερή επεξεργασία, διαφορετικά κουράζει. Με άλλα λόγια, απαιτείται ξεκαθάρισμα των σημαντικών συστατικών υλικών, ώστε να μην χαθεί το μέτρο. Κάτι που δυστυχώς δεν είδαμε στην κατά τα άλλα φιλότιμη προσπάθεια του Ανδρουλάκη να μας οδηγήσει στα ενδότερα της «αόρατης» πραγματικότητας.
Ο Ανδρουλάκης διαθέτει και άνεση και παιδεία και έγνοια και ευφυία και αίσθηση του χιούμορ και μια σκηνική ηρεμία που βοηθά στην επικοινωνία. Γνωρίζει την τέχνη του αυτοσαρκασμού, που είναι μεγάλο προσόν, ιδίως στον χώρο της stand up comedy. Έχει καθαρό και γλαφυρό λόγο και καλά αντανακλαστικά. Διαθέτει αντοχές. Δεν είναι λίγο πράγμα να επιβιώσει κανείς κοντά στις δύο ώρες στη σκηνή μιλώντας ακατάπαυστα. Απαιτεί πολύ καλή φυσική κατάσταση και καθαρό μυαλό.
Ιδωμένα τα παραπάνω εν συνόλω μας δίνουν το πορτρέτο ενός ικανού και υποσχόμενου καλλιτέχνη. Κάποια στιγμή, όμως, θα πρέπει να καλλιεργήσει την επιτελεστική του ευμεταβλητότητα και προσαρμοστικότητα, την ευρηματικότητα των προτάσεών του και την αίσθηση της σκηνικής οικονομίας. Και όπως είπα και πιο πάνω, καλό θα ήταν να ελέγξει τις διδακτικές του διαθέσεις. Αυτή η καθοδηγητική εξουσία δεν ταιριάζει στις τέχνες, πολλώ δε μάλλον δεν ταιριάζει στο ξεγύμνωμα της πραγματικότητας. Και με αυτό ως αφορμή, επιτρέψτε μου ένα γενικό σχόλιο και ολοκληρώνω.
Περί διδακτισμού
Κάποτε, δηλαδή πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, ο μεταμοντερνισμός μπήκε σφήνα ώστε να διαλύσει τις κεντρομόλες τάσεις του μοντερνισμού. Και καλά έκανε. Όμως, εκείνο που προέκυψε μέσα από τον συνακόλουθο κερματισμό του κοινωνικού σώματος και των μεγάλων αφηγήσεων, ήταν δεκάδες μικρο-αφηγήσεις, οι οποίες αντί να οδηγήσουν σε ατραπούς χαλάρωσης και απελευθέρωσης, πορεύτηκαν αγκαλιά με έναν Ορθό Λόγο, του οποίου η μόνη διαφορά με τον προγενέστερο είναι ότι αυτή τη φορά εμφανίζεται με πολλά πρόσωπα, όμως στην πράξη δεν παύει να είναι Ορθός Λόγος, δηλαδή αποκλειστικός στον βαθμό που υπηρετεί και εξυπηρετεί το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο.
Κάπως έτσι, κάθε μέρα προστίθενται και νέες «φυλακές» που θέλουν να μας διδάξουν το πώς και το τι να σκεφτούμε. Και το αποτύπωμα αυτών των εξελίξεων φαίνεται πλέον και στο θέατρο, από το οποίο ολοένα εξαφανίζεται ο απελευθερωτικός και απελευθερωμένος λόγος, τη στιγμή μάλιστα που έχουμε, όσο ποτέ άλλοτε, ανάγκη από ένα θέατρο που δεν θα μας λέει πώς να σκεφτούμε ούτε θα μας υποδεικνύει δρομολόγια. Ένα θέατρο που δεν θα κλείνει τα θέματα που αγγίζει, ένα θέατρο που θα βάζει ερωτήσεις, που θα δημιουργεί απορίες, οι οποίες εντέχνως θα «σπρώχνουν» τον θεατή να σκεφτεί μόνος του και όχι καθ’ υπόδειξη.
Μας έχουν πνίξει οι «φυλακές» παντός τύπου. Μας έχουν πνίξει οι φωνές και τα μανιφέστα που θέλουν να μας επιβάλουν τη δική τους άποψη περί βιοπολιτικής. Όλα γίνονται στο όνομα καθοδηγητικών εξουσιών και πολιτικών λογικών. Και δυστυχώς το θέατρο αντί να αντιστέκεται σε αυτές τις συγκεντρωτικές τάσεις, με τον τρόπο του, τις επιλογές και τις «αποκλειστικότητές» του πολλές φορές τις συντηρεί.
Κάπου πρέπει να διεκδικήσουμε λίγο ζωτικό χώρο για να μπορέσουμε να σκεφτούμε και λίγο μόνοι μας και όχι να σκέφτονται οι άλλοι για μας.