Η παράσταση που ξεχώρισε πριν έναν χρόνο, επιστρέφει με νέες ημερομηνίες στη Θεσσαλονίκη
Το Θέατρο Τεχνών υποδέχεται μία αγαπημένη παράσταση - Μπήκαμε στις πρόβες λίγο πριν την πρεμιέρα
Δύο ηθοποιοί και ένας μουσικός ανεβαίνουν στη σκηνή του Θεάτρου Τεχνών, υποδυόμενοι τους 15 χαρακτήρες ενός έργου, με βασικό όχημα το σώμα και τη φωνή τους, αντιπαραθέτοντας δύο διαφορετικούς κόσμους, αυτόν του φτωχού θεάτρου και αυτόν του ακριβού και λαμπερού κινηματογράφου, κρύβοντας ωστόσο πολύ περισσότερα νοήματα από αυτά που με την πρώτη ανάγνωση διακρίνονται.
Αυτός όμως είναι ο άξονας του έργου «Πέτρες στις τσέπες του», της βραβευμένης κωμωδίας της Marie Jones, που επιστρέφει για έξι μόνο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Ιωάννας Μήτσικα στο πιο καινούργιο θέατρο της πόλης, το Θέατρο Τεχνών στην ανατολική Θεσσαλονίκη με δική του μάλιστα αυτή τη φορά παραγωγή.
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε μια από τις πρόβες τους στην Κωνσταντινουπόλεως, ανάμεσα σε άδειες καρέκλες, πρόχειρα σημειώματα, φωνές που ζεσταίνονταν και σώματα που ετοιμάζονταν να «φορέσουν» πολλαπλές ζωές, και κατάλαβα ξανά κάπως έτσι, τι σημαίνει θέατρο και δεν εννοώ τον χώρο ή τα φώτα, αλλά την ανθρώπινη επιθυμία να δημιουργήσεις κάτι μεγαλύτερο από εσένα, ακόμη κι όταν αυτό που έχεις στην τσέπη σου είναι μόνο… πέτρες.
Η απολαυστική παράσταση που ξεχώρισε πριν έναν χρόνο σε άλλη σκηνή της πόλης, επανέρχεται από την τελευταία εβδομάδα του Νοέμβρη, έχοντας κερδίσει την αγάπη του κοινού ήδη. Η Marie Jones το 1996 δημιούργησε ένα έργο-σχόλιο για τη βιομηχανία του Χόλυγουντ, για την κατασκευασμένη τελειότητα που πουλάει, αλλά και για την ωμή πραγματικότητα μιας επαρχιακής πόλης που χρησιμοποιείται απλώς ως «φόντο» μιας μεγάλης παραγωγής. Η συγγραφέας για αυτό το έργο κέρδισε 3 υποψηφιότητες για Tony και το βραβείο American Drama Critics, σχολιάζοντας έναν ψεύτικο κόσμο, που έρχεται σε σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα μιας μικρής κοινωνίας, μέσα από τα μάτια δυο βοηθητικών ηθοποιών. Των πρωταγωνιστών μας σε αυτή την παράσταση.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, οι δύο κομπάρσοι όπως συνηθίζεται να λέγονται, προσπαθούν να επιβιώσουν, να μην χαθούν, να κρατήσουν λίγη αξιοπρέπεια. Ατελείς, ανθρώπινοι, ευάλωτοι. Και τελικά, αρκετά γενναίοι ώστε να φτιάξουν τη δική τους ταινία από το τίποτα.
Η πρόβα που είδα ήταν αυτό ακριβώς, μια σύγκρουση της πραγματικότητας με το όνειρο. Μια διαδρομή από το γέλιο μέχρι το βάρος μιας βιομηχανίας που συνθλίβει τον «μικρό» άνθρωπο, αλλά όχι πριν εκείνος βρει τη δική του φωνή. Και αλήθεια, πόσες αναφορές μπορούμε άραγε να βρούμε στις ζωές μας που το μεγάλο έρχεται να εξαφανίσει το μικρό και αδύναμο…
Η απολαυστική παράσταση που ξεχώρισε πριν έναν χρόνο σε άλλη σκηνή της πόλης, επιστρέφει για έξι μόνο παραστάσεις στο καινούργιο θέατρο της Κωνσταντινουπόλεως, σε σκηνοθεσία της Ιωάννας Μήτσικα, με τους Εμμανουήλ Δραμηλαράκη, Στέλιο Ράμμο και τον μουσικό Θανάση Παναγιωτόπουλο επί σκηνής με την εμπειρία μίας πρόβας με αυτούς τους συντελεστές και αυτό το κείμενο, να το κάνει τόσο απολαυστικό που δε γίνεται να χαθεί η ευκαιρία αυτών των έξι παραστάσεων για όποιον πραγματικά θέλει να περάσει καλά βλέποντας θέατρο.
Στη συζήτησή μας για το πώς χτίστηκαν οι ρόλοι, ο Εμμανουήλ Δραμηλαράκης μου είπε πέρυσι κάτι που εξηγεί γιατί η παράσταση έχει αυτή την αυθεντικότητα:
«Κάθε χαρακτήρας είχε τη δική του φωνή, το δικό του σώμα, τη δική του αλήθεια. Η δυσκολία ήταν να μην κοροϊδέψουμε κανέναν. Δεν θέλαμε να κάνουμε καρικατούρες. Θέλαμε να βρούμε την αλήθεια τους.»
Το έργο απαιτεί από τους δύο ηθοποιούς να αλλάζουν ρόλους καταιγιστικά, σαν να πατάνε πάνω σε καυτές πέτρες, χωρίς στιγμή να χάσουν τον έλεγχο. Στόχος τους, να κάνουν το κοινό να πιστέψει κάθε έναν από αυτούς τους 15 ανθρώπους.
Ο Στέλιος Ράμμος το θέτει αλλιώς: «Το δυσκολότερο ήταν να αποφύγουμε τις ευκολίες που οδηγούν σε καρικατούρες. Ακόμη και η Κάρολιν, που μοιάζει ‘απέναντι’, απλώς θέλει το δικό της Όσκαρ. Όλοι δικαιούνται να ονειρεύονται.»
Και αυτό είναι το κλειδί της παράστασης: Το όνειρο. Το μικρό, το μεγάλο, το ακατόρθωτο ή αλλιώς, αυτό το όνειρο που ο καθένας κουβαλάει στην τσέπη του.
Δύο φερέλπιδες κομπάρσοι στη δύση της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους έρχονται αντιμέτωποι με κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτούς: τη βιομηχανία του Χόλυγουντ. «Ατελείς» μέσα σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από εικόνες κατασκευασμένης «τελειότητας», αναγκάζονται να υπομείνουν στωικά τις δυσκολίες και, σε πολλές περιπτώσεις, τον εξευτελισμό που επιτάσσει η showbiz, ακουμπώντας ο ένας στον πόνο του άλλου και δείχνοντας εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη, μέχρι να φτάσουν στη συνειδητοποίηση ότι, αν και «μικροί», μπορούν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, δημιουργώντας «από το τίποτα» τη δική τους ταινία και δίνοντας ελπίδα σε κάθε νέο άνθρωπο που αγωνίζεται να αγγίξει το όνειρό τους.
Την Ιωάννα Μήτσικα την είχα γνωρίσει με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο πριν μερικά χρόνια, μέσα στις φυλακές Διαβατών, σε μια παράσταση χορού από φυλακισμένους νέους ανθρώπους, που καθοδηγούσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Γεράρδο. Εκεί κατάλαβα πως η ματιά της δεν περιορίζεται σε φόρμες αλλά ανοίγει χώρους. Η πορεία της από τον χορό στο θέατρο και την ενασχόληση της με αυτό, έδωσε μια κινησιολογική ακρίβεια στις δουλειές της που δύσκολα συναντάς ή όταν τέλος πάντως βρίσκεις, είναι απολαυστικό. Δεν είναι μόνο τα σώματα που κινούνται, αλλά είναι τα νοήματα. Η αίσθηση ότι κάτι «χορεύει» πάνω στη σκηνή, ακόμη κι όταν όλα φαίνονται στάσιμα.
Και στο «Πέτρες στις τσέπες του», αυτή η χορογραφημένη αίσθηση συναντά την ευφυΐα της Marie Jones, με αποτέλεσμα ένα θέαμα τολμηρό, ανθρώπινο, ζωντανό.
Όπως μου αποκάλυψε ο Μάνος από παλιότερη κουβέντα μας: «Η Ιωάννα μάς έλεγε πριν τις πρώτες παραστάσεις: ‘Μην περιμένετε τίποτα. Ούτε γέλιο, ούτε κλάμα. Όσοι θεατές, τόσες ιστορίες’», κι αυτό είναι τελικά που κάνει την παράσταση τόσο αληθινή, γιατί δεν σου επιβάλλει τι να νιώσεις. Σου δίνει τον χώρο να το ανακαλύψεις μόνος σου.
«Είναι πράγματα που συμβαίνουν εδώ, δίπλα μας και σε κάθε δουλειά. Οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί το Χόλυγουντ με τα τέλεια πρότυπα και τους αψεγάδιαστους ανθρώπους μπορεί να ανιχνευθεί όχι μόνο σε ηθοποιούς ή σε ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, αλλά σε κάθε άνθρωπο που τολμά να ονειρευτεί κάτι για το οποίο τον έχουν πείσει πως είναι μεγαλύτερο από αυτόν» μου έχει πει ο Στέλιος Ράμμος σε παλιότερη συζήτηση μας με αφορμή αυτή την παράσταση, ενώ ο Εμμανουήλ Δραμηλαράκης, συμπλήρωσε λέγοντας: «αποτελεί και στόχο μας να μπορεί ο οποιοσδήποτε παρακολουθήσει την παράσταση να αντιπαραβάλει το Χόλυγουντ με αντίστοιχες έννοιες ή και καταστάσεις στη δική του ζωή. Για όσους, δε, ασχολούνται με το θέατρο, είναι ακόμα πιο εύκολο δεδομένου ότι δεν θα χρειαστεί καν να κάνουν αυτήν την πίσω σκέψη ή αναζήτηση. Είναι όλα δοσμένα στο πιάτο και νομίζω μπορούν εύκολα να ανασύρουν από τη μνήμη τους αναμνήσεις (πρόσφατες ή και παλαιότερες) αντίστοιχων συμπεριφορών με αυτές του «Χόλυγουντ» προς τους ίδιους».
Στην παράσταση, δύο ηθοποιοί και ένας μουσικός ενσαρκώνουν τους 15 χαρακτήρες του έργου, με βασικό όχημα το σώμα και τη φωνή τους, αντιπαραθέτοντας δύο διαφορετικούς κόσμους, τον κόσμο του φτωχού θεάτρου και τον κόσμο του ακριβού και λαμπερού κινηματογράφου. Μια ταινία μέσα σε μια παράσταση; Ή μια παράσταση μέσα σε μια ταινία; Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια αυθεντική εμπειρία, με εφευρετικότητα, καταιγιστικό ρυθμό και εναλλαγή συναισθημάτων, μια ανθρώπινη ιστορία για κάθε μικροκαμωμένο «Δαυίδ» που κατάφερε να νικήσει έναν τεράστιο «Γολιάθ».
Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι εμφανής σε κάθε πρόβα, σε κάθε συγχρονισμένη αλλαγή, σε κάθε βλέμμα. Είναι κάτι που δεν χτίζεται σε λίγες εβδομάδες.
Ο Εμμανουήλ μου είπε: «Με τον Στέλιο είμαστε φίλοι από τη σχολή. ‘Αδέρφια’. Ξέρουμε πότε ο άλλος θα ανασάνει. Αυτό είναι το μεγάλο μας όπλο στη σκηνή.»
Ναι, τσακώνονται. Ναι, σπάνε τα νεύρα ο ένας του άλλου. Και ναι… γελάνε στις πιο ακατάλληλες στιγμές των προβών. Αλλά, όπως λέει ο Στέλιος, η σχέση τους μοιάζει με escape room: «Στην αρχή χαίρεσαι. Μετά αγχώνεσαι, φωνάζεις, πιστεύεις πως ξέρεις καλύτερα. Στο τέλος όμως λες ευτυχώς μπήκα σ’ αυτό το δωμάτιο μ’ αυτόν τον άνθρωπο».
Κάπως έτσι και στο «Πέτρες στις τσέπες τους», δύο ηθοποιοί παλεύουν να «αποδράσουν» από 15 ρόλους και έναν κόσμο που θέλει να τους καταπιεί, αλλά τελικά βρίσκουν τη διέξοδο στην κοινή τους πορεία.
Η πρόβα που είδα δεν είχε χειροκρότημα από αυτό που πέρυσι δέχτηκαν για ώρα σε κάθε τους παράσταση. Είχε όμως κάτι σπάνιο κι αυτό ήταν η πρώτη ύλη της τέχνης. Είχε τον ιδρώτα, την τριβή, το άγχος, την ανάγκη. Είδα δύο ηθοποιούς που περνούσαν από ρόλο σε ρόλο σαν να αλλάζουν δέρμα. Είδα έναν μουσικό, τον Θανάση Παναγιωτόπουλο, που δεν ήταν «συνοδευτικός» αλλά οργανικό μέρος της αφήγησης, σαν αφηγητής χωρίς λόγια.
Και αυτό που ένιωσα φεύγοντας ήταν ότι αυτό το έργο δεν αφορά μόνο ηθοποιούς ή ανθρώπους της τέχνης. Αφορά όλους όσοι κάποτε ένιωσαν «μικροί» μπροστά σε κάτι τεράστιο. Όλους όσοι τους είπαν «δεν μπορείς». Όλους όσοι κουβαλάνε πέτρες στις τσέπες τους, αλλά συνεχίζουν…
Πληροφορίες: Θέατρο Τεχνών Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινουπόλεως 75 | Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Από 24 Νοεμβρίου, κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00 | Διάρκεια: 100 λεπτά | Τιμές εισιτηρίων: Ζώνη Α: 14€ (κανονικό), 12€ (μειωμένο) – Ζώνη Β: 12€ (κανονικό), 10€ (μειωμένο) – Εξώστης: 10€ (κανονικό), 8€ (μειωμένο) | Προπώληση: more.com, Public, ταμείο θεάτρου (9:00–15:00) | Το Θέατρο Τεχνών είναι προσβάσιμο σε αναπηρικά αμαξίδια.




