ΚΘΒΕ: Ο Μολιέρος του Αμπαζή και Κυπουργού – Μπήκαμε στη πρόβα και μιλήσαμε μαζί τους
Λίγο πριν την μεγάλη πρεμιέρα του "Κατά Φαντασίαν Ασθενή", σας δίνουμε τη δική μας γεύση από όσα είδαμε και μάθαμε
Η καινούρια παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Μονής Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός) την Παρασκευή 10 Μαρτίου στις 21.00 και λίγο πριν παρουσιαστεί στο κοινό της πόλης, άνοιξαν τις πόρτες τους για να τους φωτογραφίσουμε, να πάρουμε μία πρώτη γεύση και να μιλήσουμε με τους δύο σπουδαίους, βασικούς, συντελεστές, τον σκηνοθέτη και συνθέτη Θοδωρή Αμπαζή και τον μεγάλο συνθέτη Νίκο Κυπουργό.
Η χαρά όλης της επίσκεψης, ήταν αρχικά πως είδα μία σειρά αξιόλογων ηθοποιών – γνωστών μου αλλά και άλλων που δεν γνώριζα – να απολαμβάνουν την προετοιμασία μίας νέας δουλειάς, που πάντα έχει την ευτυχία της δημιουργίας, αλλά εδώ ήταν ολοφάνερο πως έχουμε να κάνουμε με κάτι που όλοι έδιναν μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους.
Η εμπειρία μου από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει κατά καιρούς, αλλά και οι πρόβες που έχω “τρυπώσει” τα τελευταία χρόνια, μου έκανε σαφές πολύ γρήγορα πως εδώ είναι μία παράσταση που πρώτα, απολαμβάνουν οι ίδιοι οι συντελεστές της. Αυτόν λοιπόν, είν αι πάντα το μισό μυστικό μίας καλής δουλειάς. Εκτός λοιπόν από έναν ευφάνταστο και ευρηματικό σκηνοθέτη, ένα καλό κείμενο, έναν ικανό συνθέτη, ταλαντούχους ηθοποιούς, καλά σκηνικά και φώτα, είναι και στο τέλος, όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μπορούν να επικοινωνήσουν και να απολαύσουν την διαδικασία των προβών καθώς και αυτό το μεταξύ τους.
Το “Κατά Φαντασίαν Ασθενής” λοιπόν του Θοδωρή Αμπαζή, είναι αρχικά μία τέτοια παράσταση με ανθρώπους που περνάνε καλά μεταξύ τους. Με έναν σκηνοθέτη που είναι εκεί με όλες του τις αισθήσεις για οτιδήποτε χρειαστεί, έναν πρωταγωνιστή και καλλιτεχνικό διευθυντή (που όπως και να το κάνουμε μία τέτοια θέση σε διαχωρίζει κανονικά από το σύνολο) που ενσωματώνεται υποδειγματικά με τους άλλους ηθοποιούς κάθε γενιάς, με έναν σπουδαίο συνθέτη που στο τέλος της πρόβας χειροκρότησε και έδωσε συγχαρητήρια, ενθουσιασμένος, σε όλους τους ηθοποιούς και μουσικούς, με μία παρτιτούρα που ακολουθείται πιστά από όλους σε όλη τη διάρκεια του έργου, κάνοντας το σε εμάς εξαιρετικά δύσκολο, αλλά γι’ αυτούς τόσο απλό και αβίαστα εύκολο, με ευρηματικό σκηνικό και σπουδαία κοστούμια, με μία έξυπνη προσέγγιση ενός ευφυούς συγγραφέα που – όπως μου είπε ο Θοδωρής Αμπαζής – μόνο έτσι αξίζει να του συμπεριφερθείς αν θέλεις να μη κάνεις μία παράσταση που θα αιωρείται ανάμεσα στο χαζό και το ευτελές.
Στο ΚΘΒΕ η τελευταία αυτή κωμωδία του μεγάλου κλασικού, ανεβαίνει για τέταρτη φορά. Ο υποχονδριακός και αρρωστοφοβικός Αργκάν θα αναμετρηθεί ξανά με τις φοβίες του, τον εγωισμό του, καθώς και την ανάγκη του για έλεγχο της ζωής. Μιας ζωής γλυκιάς μέσα στις ανέσεις της, που όμως καμία αυθεντία δεν μπορεί να της διασφαλίσει το αύριο.
«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1673, με τον Μολιέρο, ήδη άρρωστο και απογοητευμένο από την ιατρική επιστήμη, είναι ακριβώς η περίοδος που αποφασίζει να την απορρίψει ολοκληρωτικά γράφοντας το τελευταίο του αυτό έργο. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και ο ίδιος πεθαίνει αφού καταφέρνει να ενσαρκώσει τον ρόλο του Αργκάν μόλις τέσσερις φορές.
Ο σκηνοθέτης και συνθέτης Θοδωρής Αμπαζής συνεργάζεται με τον συνθέτη Νίκο Κυπουργό παρουσιάζοντας μια μουσική ανάγνωση της αγαπημένης κωμωδίας, βασισμένη στην αριστοτεχνική μετάφραση του Ιωάννη Πολέμη.
Φωτογραφίες: Δήμητρα Κυπριώτη
Πρόκειται λοιπόν για μια αξεπέραστη μουσική κωμωδία που απευθύνεται σε όλη την οικογένεια αλλά και για μια επετειακή παράσταση, καθώς φέτος συμπληρώνονται 350 χρόνια από το θάνατο του Μολιέρου, του πιο πολυδιαβασμένου και πολυπαιγμένου Γάλλου συγγραφέα, που δεν είναι μόνο επίκαιρος, αλλά ανήκει σε όλες τις εποχές.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο o Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέριος Πελτέκης, σε διπλή διανομή με τον Γρηγόρη Παπαδόπουλο.
Παίζουν οι ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Αστέριος Πελτέκης (Αργκάν, σε διπλή διανομή: 10, 18, 19, 22, 23 & 24/3), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Αργκάν, σε διπλή διανομή: 11, 12, 15, 16, 17, 25, 26, 29, 30 & 31/3), Τζωρτζίνα Δαλιάνη (Τουανέττα), Φιόνα Γεωργιάδη (Αγγελική), Πολυξένη Σπυροπούλου (Μπελίνα), Βασίλης Παπαδόπουλος (Κλεάνθης), Πέρης Μιχαηλίδης (Κύριος Διαφουαρούς), Δημήτρης Διακοσάββας (Θωμάς Διαφουαρούς), Θάνος Κοντογιώργης (Βεράλδος), Αντώνης Αντωνάκος (Κύριος Μπονφουά, Κύριος Φλεράν), Νίκος Καπέλιος (Κύριος Πυργκόν), Γλυκερία Ψαρρού (Λουίζα)
Χορός νοσοκόμων: Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Νατάσσα Δαλιάκα, Ζωή Ευθυμίου, Χρύσα Ζαφειριάδου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Χριστίνα Κωνσταντινίδου, Ελένη Μισχοπούλου, Βιβή Μιτσίτσκα
Μουσικοί επί σκηνής: Ανδρονίκη Δονουκαρά (βιολί), Μαριάνθη Θεμελή (τρομπέτα), Ιάσων Μπλέτσας (πιάνο), Βασιλική Ρουσομάνη (τσέλο)
Αμπαζής – Κυπουργός: “Ξέρουμε και οι δύο πως ο ένας προσπαθεί να προστατέψει τον άλλον σε όλα τα επίπεδα”
Τελειώνοντας η πρόβα και αφού αποχαιρετήσαμε τους ηθοποιούς, δύο αυτοσχέδια σκαμπό σε σχήμα χαπιού στήθηκαν πάνω στη σκηνή για μία συζήτηση με τους δύο βασικούς συντελεστές της παράστασης. Ο Θοδωρής Αμπαζής και ο Νίκος Κυπουργός, με δέχτηκαν στο παρεάκι τους και κάναμε μία ωραία συζήτηση για την παράσταση, τη σχέση και την εκτίμηση μεταξύ τους και όλα εκείνα που έχουμε να περιμένουμε να δούμε πάνω στη σκηνή από την Παρασκευή 10 Μαρτίου.
Θοδωρής Αμπαζής: Σίγουρα μιλάμε για μία μουσική παράσταση και πώς αλλιώς θα μπορούσε αφού είμαστε και οι δύο μουσικοί. Εγώ σκηνοθετώ και γράφω μουσική, ο Νίκος είναι συνθέτης. Είμαστε φίλοι πολύ αγαπημένοι και εκτιμάμε πάρα πολύ ο ένας τον άλλον. Με εμάς τους δύο λοιπόν, δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από μία πολύ μουσική παράσταση. Ούτως η άλλως βέβαια κωμωδία μπαλέτο ήταν ο «Κατά φαντασία ασθενής» και είχε μουσική που έγραψε ένας άλλος συνάδελφος, ο Σαρπαντιέ στον οποίο ο Νίκος απευθύνθηκε και μιλήσανε
Νίκος Κυπουργός: Συνεργάστηκα μαζί του ερήμην του, για την ακρίβεια.
Θ. Αμπαζής: Καταρχάς να πούμε ότι το «Κατά Φαντασίαν Ασθενής» είναι το πιο βαθύ έργο του Μολιέρου γιατί το γράφει ένας άνθρωπος ο οποίος για δέκα χρόνια κάνει αφαιμάξεις, παίρνει φάρμακα, του κάνουνε κλύσματα, έχει μία πνευμονική φυματίωση και αρχίζει σιγά σιγά αυτό και επιδεινώνεται. Αυτό ξεκινάει από το 1666 όταν είχε γράψει τον «Μισάνθρωπο» και είμαστε πλέον στο 1673 όταν πια τον σέρνουν για να πάει να παίξει στην παράσταση. Γράφει λοιπόν ένα έργο που ουσιαστικά κοροϊδεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Φτιάχνει έναν υποχόνδριο τύπο, σαν να ξεγελάει τον θάνατο και να λέει πως δεν είναι άρρωστος και είναι όλα στη φαντασία του. Αυτό λοιπόν, είναι τρομερά συγκινητικό γιατί μέσα στο έργο, σε διάφορες στιγμές του, εμφανίζεται συνέχεια ο θάνατος. Δηλαδή, είναι σαν να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον φόβο του θανάτου μέσα από αυτή την κωμωδία και φυσικά, ρίχνοντας τα στους γιατρούς. Έτσι αποτίνουμε κι έναν φόρο τιμής στον Μολιέρο για τα 350 χρόνια από τον θάνατο του, όπου στην τρίτη παράσταση του έργου που έπαιζε ο ίδιος, κατέρρευσε και μέχρι να τον πάνε σπίτι, είχε πεθάνει. Είχε δε αρχίσει και επιδεινωνόταν τόσο η κατάσταση του, που τον συνεχή βήχα του τα τελευταία χρόνια, τον είχε κάνει σχεδόν μανιέρα στη σκηνή και γέλαγε ο κόσμος, ενώ στην πραγματικότητα αυτός υπέφερε. Στην παράσταση λοιπόν, υπάρχει από τη μία αυτό το πολύ μελωδικό και το αστείο και σε στιγμές θέλουμε τον θεατή να τον κουνήσουμε λίγο και πραγματικά να συγκινηθεί και να μην του δώσουμε μία κωμωδία που μόνο θα γελά. Άλλωστε, ξέρουμε πως πίσω από όλες τις μεγάλες κωμωδίες, κρύβεται ένα μεγάλο δράμα πάντα. Ακόμα κι όταν κάποιος πέφτει σε μία μεγάλη τρύπα, γελάει ο κόσμος αλλά αυτός μπορεί να σπάσει το πόδι του. Το άλλο είναι, πως το γέλιο και το κλάμα – όπως πολύ σωστά σήμερα παρατήρησε ο Νίκος – όταν φτάσουν στην ένταση τους σχεδόν ταυτίζονται. Δηλαδή κάποιος που θα φτάσει σε υψηλή ένταση στο γέλιο του, είναι σαν να κλαίει.
Ν. Κυπουργός: Εγώ σε αυτή την κατάσταση έχω βρεθεί πολλές φορές και σε πολλά σημεία ήταν ανάμικτο αυτό το συναίσθημα. Γελούσα για να μη κλαίω και κάποιες στιγμές τελικά, συγκινείσαι πραγματικά και δακρύζεις, γιατί υπάρχει αυτό το διπλό και αυτή η υπόγεια δύναμη που έχει αυτό το έργο και η σκηνοθεσία του.
Θ. Αμπαζής: Εγώ σκηνοθετώ από τη μουσική. Ό, τι φτιάχνω και ό, τι σκέφτομαι έχει πάντα μια μουσική μέσα μου. Βλέπω και αντιλαμβάνομαι οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο μέσα από τη μουσική. Και ο Νίκος είναι μουσικός, οπότε βρεθήκαμε δύο άνθρωποι που μιλάμε την ίδια γλώσσα και μπορούμε να επικοινωνούμε πάρα πολύ εύκολα. Πρέπει να σου πω πως είναι και η πρώτη φορά που αφήνω ένα δικό μου «παιδί» να το μεγαλώσει κάποιος άλλος
Ν. Κυπουργός: Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά, όχι για τον Θοδωρή, αλλά συνολικά ότι ένας συνθέτης χρησιμοποιεί έναν άλλον συνθέτη αντί να κάνει τη μουσική ο ίδιος και να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Ξέρετε, πολλές φορές η επικοινωνία μεταξύ του σκηνοθέτη και του συνθέτη δεν είναι αυτονόητη, είναι διαφορετική η γλώσσα μεταξύ τους και όταν ο σκηνοθέτης δεν έχει τη γνώση ή δεν έχει αρκετές μουσικές γνώσεις, μπορεί να δημιουργηθούν καχυποψίες ή και δικαιολογημένες ανησυχίες από τον σκηνοθέτη όταν ο μουσικός έχει την όρεξη να φανεί ή να καπελώσει. Εδώ λοιπόν, υπήρχε η ιδανική συνεργασία που και για μένα ως εμπειρία είναι μοναδική. Βεβαίως να πω, πως έχω το κεφάλι μου ήσυχο εγώ, με την έννοια ότι λείποντας εγώ ενώ εκείνος είναι στις πρόβες συνεχώς, ξέρω ότι όχι μόνο θα τη φροντίσει με αγάπη και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά θα βάλει και το χεράκι του όπου χρειαστεί. Ξέρουμε και οι δύο πως ο ένας προσπαθεί να προστατέψει τον άλλον σε όλα τα επίπεδα. Για μένα αυτό ήταν μία εμπειρία μοναδική. Πρέπει να σας πω επίσης, ότι στην ιστορία του Μολιέρου με τον Λουλί ήταν ένα παράδειγμα, επειδή αυτοί τσακώθηκαν στις πρόβες και ο συνθέτης έφυγε. Τότε λοιπόν, έρχεται ένας άλλος μουσικός και είναι ο Σερπαντιέ.
Θ. Αμπαζής: Να πούμε πως τη μουσική του Σερπαντιέ την έχουμε βάλει στην παράσταση με μία μετατροπή.
Ν. Κυπουργός: Ήταν στην ουσία ο τρίτος συνεργάτης, διότι μία ωραία μέρα, εκεί που καθόμουν, σκέφτηκα ότι έχουμε τη πρωτότυπη μουσική και έτσι παίρνω ένα από τα θέματα και πάνω σε αυτό στηρίχτηκε όλη η μουσική στο οπερατικό στην αρχή. Εκεί είναι σχεδόν αυτούσια η μελωδία του Σερπαντιέ. Άρα λοιπόν, έχουμε και μία συνομιλία με εκείνον που εν ζωή συνεργάστηκε με τον Μολιέρο. Οπότε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είμαστε τρεις συνθέτες που συνεργαστήκαμε για αυτή την παράσταση και που δεν τσακωθήκαμε μεταξύ μας.
Θ. Αμπαζής: Ξέρετε, η μουσική είναι γλώσσα από μόνη της και μάλιστα διαχρονική και ως τέχνη. Ένα κτήριο φθείρεται, ενώ η μουσική ποτέ. Η μουσική του Μπαχ ας πούμε, θα υπάρχει πάντα.
Ν. Κυπουργός: Στη τέχνη ισχύει γενικά να συνομιλούμε με ανθρώπους του παρελθόντος. Τους φέρνουμε κοντά μας διαβάζοντας τους, ερμηνεύοντας τους ή πολλές φορές και κακοποιώντας τους, αλλά να ξέρετε ότι μπορεί να μην είναι εδώ οι ίδιοι να σου δώσουν την άδεια, αλλά δεν κινδυνεύουν στην πραγματικότητα εκείνοι από αυτό. Μόνο εσύ μπορεί να σπάσεις τα μούτρα σου από αυτή την κακοποίηση, άμα δεν τον σεβαστείς.
Θ. Αμπαζής: Στην παράσταση ήθελα να φωτίσω την αμφισημία των πραγμάτων, δηλαδή ότι υπάρχει αυτή η τραγική πλευρά και υπάρχει και η κωμική πάντα. Προφανώς δεν θα ήταν ίδια η παράσταση αν δεν είχαμε την επέτειο των 350 χρόνων από τον θάνατο του Μολιέρου και το συγκεκριμένο έργο δεν είχε τόσο συνδεθεί με το τέλος αυτού του τόσο μεγάλου σκηνοθέτη, ηθοποιού, παραγωγού, συγγραφέα. Βέβαια, το άλλο είναι ότι κυρίως είμαστε εδώ με το ανσάμπλ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με μία πολύ ωραία γνωριμία για μένα και με ένα έργο που ήταν δική μου επιλογή. Επίσης, δική μου ήταν και η ιδέα να είναι πρωταγωνιστής ο ίδιος ο Αστέρης Πελτέκης, με τον οποίο έχω συνεργαστεί πολύ ωραία παλιότερα στον «Βασιλιά Ληρ» σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού και δική μου μουσική. Πρόκειται για μία δουλειά συνόλου. Εγώ πάντα όποτε δουλεύω στα 25 χρόνια που σκηνοθετώ, κάνω δουλειές συνόλου και όχι παραστάσεις πρωταγωνιστών. Όπως είδατε, σχεδόν όλοι είναι συνέχεια πάνω στη σκηνή και όλοι συνεισφέρουν. Ουσιαστικά, είναι ένας μηχανισμός που όλα τα γρανάζια έχουν πολύ μεγάλη σημασία και αν ένα χαλάσει, δε μπορεί να συνεχίσει το άλλο. Οι άνθρωποι λοιπόν, συνεργάζονται εδώ για να γίνει κάτι και νομίζω πως η μεγάλη διδασκαλία του θεάτρου αυτή είναι. Είναι η τέχνη που δεν γίνεται μόνη της. Χρειάζεσαι κι άλλους για να την κάνεις. Κι αυτό το συνυπάρχεις και το συνεργάζομαι, το ακούω και το συμμετέχω είναι όλα από τις μεγάλες διδαχές του θεάτρου και γι’ αυτό το χρειαζόμαστε και γι’ αυτό γεννήθηκε κιόλας, για να μας μάθει να συνυπάρχουμε. Τα θέατρα δημιουργήθηκαν όταν φτιάχτηκαν οι κοινωνίες και έτσι γράφτηκαν οι τραγωδίες για να διδάξουν την συνύπαρξη. Πολιτικός ήταν ο λόγος του θεάτρου και συνεχίζει να είναι, με την ευρεία έννοια. Άρα αυτή είναι μία μουσική παράσταση κι έχει μεγάλη σημασία που έχει ζωντανή μουσική γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε αυτή τη ζωντάνια και την αναπνοή της παράστασης και επίσης, προσπαθούμε να συνδέσουμε την μπαρόκ μουσική με μία σύγχρονη όμως χειρονομία. Δηλαδή δεν προσπαθούμε να κάνουμε μία μπαρόκ παράσταση, αλλά κάτι με πολύ σύγχρονα μέσα. Πάμε να βρούμε νέους κώδικες και να διαβάσουμε αυτό το έργο και αυτή τη μουσική σήμερα χωρίς καμία συστολή. Δηλαδή, από το τρολάρισμα, από το αστείο, την αμφισημία, όλα υπάρχουν και όλα είναι μέσα σε αυτό το παιχνίδι γιατί όλο αυτό είναι μία τρέλα και έτσι είναι η παράσταση μας όπου ο άνθρωπος από τη δίνη του παιχνιδιού προσπαθεί να αποφύγει την θνησιμότητα του. Έτσι είναι το θέατρο, πόσο μάλλον εδώ όπου ο βασικός ηθοποιός παίζει συνέχεια και φτιάχνει τρελές καταστάσεις και κωμωδίες σαν να προσπαθεί να βάλει τον θάνατο στην άκρη. Ο θάνατος όμως είναι εκεί και παραμονεύει.
Να πούμε πως είναι μία σημαντική χρονιά αυτή για το Κρατικό και γι’ αυτό είμαι κι εγώ εδώ με όλη μου την ενέργεια και τη διάθεση γιατί αυτό το όραμα να γίνει ένα θέατρο που θα έχει ποικιλία και έργα, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και να μην είναι μόνο το Εθνικό που μπορεί να κάνει κάτι ανάλογο είναι εξαιρετικό. Τι άλλο να θέλει κανείς από έναν τέτοιο οργανισμό. Να γίνεται η κυψέλη όπου συνεχώς άνθρωποι συναντιούνται, παράγουν νέα πράγματα και να υπάρχει η δυνατότητα να φέρνει μεγάλες και σπουδαίες παραγωγές. Μακάρι να το καταλάβει η πολιτεία και να επενδύσει σε αυτή την ιδέα.
Ν. Κυπουργός: Δεν το συζητάμε, συμφωνώ απόλυτα. Το όραμα είναι αυτό στο οποίο πρέπει να επενδύσει η πολιτεία. Μέσα από τη σημερινή εμπειρία που είχα στην πρόβα μας, θέλω να πω πως όταν βλέπεις αυτή τη χαρά, αυτόν τον ενθουσιασμό γνωρίζεις πως το θέατρο ενώνει, εμψυχώνει και σε κάνει να νιώθεις μία ανάταση. Είχα λείψει για ένα διάστημα από τις πρόβες και τώρα που επέστρεψα είδα ένα σωρό αλλαγές και βελτιώσεις και ιδέες που με ενθουσίασαν με το αποτέλεσμα.
Θ. Αμπαζής: Η όψη της παράστασης είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα. Το κάθε κοστούμι είναι ένα έργο τέχνης, από αυτά που ξέρει να φτιάχνει η Ελένη Μανωλοπούλου και προφανώς και ο σκηνικός χώρος έχει τρομερά ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα τεράστιο κουτί με χάπια. Αν συζητήσουμε λοιπόν για κάποιον νοσοφοβικό σήμερα, θα σκεφτούμε τις ντουλάπες γεμάτες με χάπια και δυστυχώς στην εποχή μας αυτό υπάρχει ούτως ή άλλως, δηλαδή μετά τα 45 αυτό που προστίθεται είναι τα κουτιά με τα χάπια και φτάνεις στα 70 και τα χάπια πια είναι άπειρα. Κι επειδή εγώ είμαι γιος γιατρού κι έχω μεγαλώσει μέσα στα χάπια νομίζω πως το πρώτο που σκεφτήκαμε και συζητήσαμε με την Μανωλοπούλου ήταν τα χάπια. Οπότε κινούμαστε μέσα σε αυτό. Προφανώς η συζήτηση εμβολιαστών – αντιεμβολιαστών είναι επίσης πολύ επίκαιρη με την έννοια της αμφισβήτησης της αξίας και της επιστημονικότητας της ιατρικής και είναι η πρώτη φορά που αμφισβητήθηκε τόσο πολύ η ιατρική επιστήμη και μάλιστα και από τις δύο μεριές, και από τα δεξιά και από αριστερά.
Πιστεύω λοιπόν πως φτιάξαμε μία παράσταση που μπορεί εύκολα να συνδεθεί ο μέσος θεατής με πολλά πράγματα και επίσης να αναλογιστεί πολλά. Νομίζω πως τιμούμε την ιδιοφυία του Μολιέρου.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο Αργκάν υποφέρει. Η υγεία του έχει κλονιστεί και οι γιατροί δοκιμάζουν πάνω του όλες τις θεραπείες της επιστήμης τους με σκοπό να τον απαλλάξουν από τις ασθένειές του. Είναι όμως ο ασθενής πράγματι ασθενής; Είναι οι γιατροί αληθινοί γιατροί και, άραγε, είναι η ιατρική επιστήμη, πραγματική επιστήμη; Ο Μολιέρος μέσα από τη διάσημη αυτή κωμωδία, θέτει σε αμφιβολίατα κίνητρα και τις προθέσεις τόσο του ασθενή όσο και των γιατρών και σχολιάζει τα βαθύτερα ψυχολογικά αίτια, όπως αυτά ανιχνεύονται πίσω από τους χαρακτηριστικούς κωμικούς τύπους. Έτσι, οι ήρωές του αποκαλύπτονται μέσα στην πεζή ανθρώπινή τους διάσταση: μικροί, φοβισμένοι, εγωιστές, αδύναμοι. Βαθύτερα κίνητρα και επιδιώξεις θα ξεσκεπαστούν και οι ανθρώπινες σχέσεις θα αποκαλυφθούν μέσα στην αλήθεια τους αλλά και μέσα στη φαυλότητά τους.
«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου
Συντελεστές: Μετάφραση: Ιωάννης Πολέμης | Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής | Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου | Μουσική: Νίκος Κυπουργός | Επιμέλεια κίνησης: Ηλέκτρα Καρτάνου | Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου | Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή | Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη | Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη
Πληροφορίες
Θέατρο Μονής Λαζαριστών – Σκηνή Σωκράτης Καραντινός (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη) Πρεμιέρα: Παρασκευή 10 Μαρτίου, στις 21.00 Διάρκεια: 1 ώρα και 50 λεπτά (η παράσταση θα έχει διάλειμμα)