λαμπερά-παράσιτα-μπήκαμε-στις-πρόβ-1416843

Θέατρο

«Λαμπερά Παράσιτα»: Μπήκαμε στις πρόβες του νέου μιούζικαλ δωματίου που ανεβαίνει στο θέατρο Τ

Πριν η ιστορία πάρει το δρόμο της και αποκαλύψει το κόστος των επιλογών που κάνουμε, αξίζει να σταθούμε στους ανθρώπους που συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθεί αυτή η παράσταση.

Ανδρέας Νεοκλέους
Ανδρέας Νεοκλέους

Ίσως ένα θεατρικό έργο που ανήκει στο φάσμα του In-yer-face theatre να βρίσκει το γόνιμο έδαφος ανάδειξής του ακριβώς σε έναν χώρο όπου η σκηνή  δεν απέχει πολύ από τα μούτρα μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα αυτού του ρεύματος πρωτοπαρουσιάστηκαν σε μικρά θέατρα, με το κοινό σχεδόν ενσωματωμένο στη δράση, η εγγύτητα αυτή δεν λειτουργούσε απλώς σκηνοθετικά, αλλά ενίσχυε το σοκ, καθιστώντας τον θεατή συνένοχο της εμπειρίας.

Από εκεί, άλλωστε, προέκυψε και η ίδια η ονομασία του ρεύματος.

Το In-yer-face theatre γεννήθηκε ως αντίδραση στο κυρίαρχο θέατρο της δεκαετίας του ’80, με σαφή πρόθεση κοινωνικής αφύπνισης. Οι συγγραφείς του έφεραν στη σκηνή ό,τι η κοινωνία προτιμούσε να αποσιωπά — βία, σεξουαλικότητα, περιθωριοποίηση, ηθική ασάφεια.

Για ένα διάστημα, αντιμετωπίστηκαν ως τα «κακά παιδιά» του θεάτρου, συγκροτώντας ένα κίνημα που θύμιζε τη ροκ-εντ-ρολ αντίστοιχη έκρηξη στον χώρο της μουσικής: ωμό, απείθαρχο και  επικίνδυνο.

Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά με κάθε επαναστατική τάση που επιχειρεί κοινωνικό μετασχηματισμό, η θεσμοποίησή της ή η αλλιώς αποδοχή της από το ευρύτερο πολιτισμικό σώμα, τείνει να απονευρώνει τη ριζοσπαστικότητά της.

Εκεί όπου το In-yer-face theatre διαφοροποιείται ουσιαστικά, είναι ότι η δύναμή του δεν εδράζεται αποκλειστικά στη ρήξη ή στο σοκ ως ιστορικό γεγονός, αλλά στην άμεση, σωματική και εμπειρική συνθήκη της θέασης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα «Λαμπερά Παράσιτα» του Philip Ridley μοιάζουν να επιστρέφουν στις 25 Δεκεμβρίου στο φυσικό τους περιβάλλον.

Το έργο, βαθιά ριζωμένο στη λογική του in-yer-face theatre, δεν ζητά απλώς να ειπωθεί, αλλά να βιωθεί. Και το Θέατρο Τ, με την εγγύτητα που επιβάλλει, με τη σχεδόν αμήχανη απόσταση ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό, λειτουργεί όχι ως ουδέτερος χώρος φιλοξενίας, αλλά ως ενεργός μηχανισμός της εμπειρίας.

Παρακολουθώντας την πρόβα, γίνεται σαφές πως οι κεντρικοί χαρακτήρες του έργου, η Τζιλ (Βικτώρια Σισκοπούλου) και ο Όλλυ (Γρηγόρης Φρέσκος), μοιάζουν επικίνδυνα οικείοι. Νέοι άνθρωποι, που περιμένουν το πρώτο τους παιδί, σε μια εποχή όπου η στεγαστική κρίση βρίσκεται στο απόγειό της. Όταν τους προσφέρεται μια δελεαστική, και φαινομενικά σωτήρια, πρόταση από τη Μις Ντι (Σοφία Βούλγαρη), είναι σχεδόν αδύνατο να αρνηθούν – βρίσκονται ήδη δεμένοι πισθάγκωνα από τις συνθήκες.

Το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο βυθίζονται σχεδόν ανεπαίσθητα σε έναν κόσμο που αντιπαραβάλλεται με τις δικές τους αξίες και ηθικές, αποτελεί έναν από τους πιο ανησυχητικούς άξονες του έργου.

Σε αυτό, θεωρώ, πως συμβάλλει καθοριστικά η επιλογή της σκηνοθέτιδας να διασκευάσει το έργο ως ένα είδος μιούζικαλ δωματίου.

Η μουσική του Κώστα Βόμβολου δεν λειτουργεί ως εξωτερικό σχόλιο, αλλά εισχωρεί υποδόρια στη δράση, όπως ακριβώς η μουσική εισέρχεται καμιά φορά στη ζωή μας. Σχεδόν ανεπαίσθητα, μέχρι να γίνει το προσωπικό μας σάουντρακ. Έτσι, οι ήρωες μοιάζουν να κινούνται πάνω σε μια παρτιτούρα που δεν όρισαν οι ίδιοι, αλλά στην οποία τελικά υπακούουν.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στο σκηνικό (Ευαγγελία Κιρκινέ) που στέκεται πίσω από τους ηθοποιούς, είναι η κάτοψη ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου που απεικονίζει το σπίτι των ονείρων τους.

Ένα σπίτι όμως σκοτεινό, φθαρμένο, που χρειάζεται ανακαίνιση. Αντί για το δικό τους προσωπικό καταφύγιο, μοιάζει περισσότερο με μια υπόσχεση.

Σε αυτό το σημείο η πρόβα αφήνει περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντά. Και ίσως αυτό να είναι το ουσιώδες. Πριν η ιστορία πάρει το δρόμο της και αποκαλύψει το κόστος των επιλογών που κάνουμε, αξίζει να σταθούμε στους ανθρώπους που συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθεί αυτή η παράσταση.

Γλυκερία Καλαϊτζή: «Eνώ αγαπάω πολύ το κλασικό ρεπερτόριο στο θέατρο, με ιντριγκάρουν τα πιο πειραγμένα έργα»

Τα Λαμπερά παράσιτα είναι ένα παραμύθι για ενήλικες. Και όπως όλα τα παραμύθια εμπεριέχει αρκετή σκληρότητα, αλλά και αρκετή κριτική.

Φέρνοντας τους ήρωες στα όρια τους, στην ουσία, προκαλεί το κοινό, προκειμένου να παραδεχτεί και το ίδιο ότι σε ανάλογες καταστάσεις θα έκανε το ίδιο. Την ιδέα για το μιούζικαλ μου την έδωσε ο συγγραφέας.

Το έργο έχει είχε ήδη 2-3 τραγούδια. Και μου φάνηκε πολύ πιο ταιριαστή η μορφή του μουσικού έργου, σε σχέση με τον τρόπο που διαχειρίζεται το θέμα του ο Ridley.

Δεν γράψαμε ωστόσο άλλα τραγούδια. Απλώς μετατρέψαμε σε τραγούδια μέρη της πρόζας. Είμαι σε μια φάση τώρα, που ενώ αγαπάω πολύ το κλασικό ρεπερτόριο στο θέατρο, με ιντριγκάρουν τα πιο πειραγμένα έργα.

Οπότε ψάχνω να βρω έργα που η φόρμα τους εμπεριέχει κάποια πρόκληση, όχι απαραίτητα μοντέρνα. Δηλαδή κάτι που μου βάζει δυσκολίες στο πώς να το διαχειριστώ.

Βικτώρια Σισκοπούλου: «Όλοι εθελοτυφλούμε στην κοινωνία ώστε να καταφέρουμε να υπάρξουμε»

Υποδύομαι την Τζιλ και είμαι η γυναίκα του Όλλυ – είναι έγκυος το πρώτο της παιδί και το μέλλον προδιαγράφεται απαισιόδοξο και για τους δύο. Μένουνε σε ένα σπίτι που βρίσκεται σε υποβαθμισμένη περιοχή – και η ίδια ενώ θέλει να αλλάξουν τα πράγματα, δεν πιστεύει ότι αυτό μπορεί να συμβεί. 

Οπότε όταν εμφανίζεται η ευκαιρία από την Μις Ντι με ένα καινούργιο σπίτι και ένα καινούργιο μέλλον βάζει σε προτεραιότητα το παιδί της και προσπαθεί να στηρίξει με όποιο κόστος υπάρχει αυτή την επιλογή. Πρόκειται για μια πολύ περίεργη συμφωνία: τους προσφέρεται ναι μεν ένα σπίτι που είναι ερείπιο αλλά τους δίνεται η ευκαιρία να το ανακαινίσουν. Έτσι άπαξ και το ανακαινίσουν θα γίνει δικό τους. Για πάντα.

Ωστόσο, μετά από ένα περιστατικό που συμβαίνει στο σπίτι, καταλαβαίνουν ότι η συμφωνία εμπεριέχει κάποια ψηλά γράμματα που δεν τα είχαν υπολογίσει στην αρχή. Έτσι, πρέπει να δουν και οι δύο κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες που χρειάζεται και να αναρωτηθούν αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα για να έχεις αυτά που επιθυμείς.

Νομίζω ότι όλοι μπαίνουμε σε αυτή την διαδικασία. Όλοι εθελοτυφλούμε στην κοινωνία ώστε να καταφέρουμε να υπάρξουμε. Γιατί στην τελική όλοι μας ζητάμε το κάτι παραπάνω.

Ο δικός μου συνειρμός αναφορικά με το έργο αφορά το εξής: όλοι αγοράζουμε παπούτσια, ρούχα και δεν ρωτάμε από πού αυτά προέρχονται. Γιατί αυτή η ερώτηση μπορεί και να πονάει – αλλά εν συνεχεία σκέφτεσαι ότι «τι θα κάνω, δεν θα ντυθώ;». Οπότε κάνεις λίγο πίσω.

Ή βλέπεις ότι κάποιες εταιρείες μπορεί να έχουν ένα μεγάλο όνομα με κάποια βαριά ιστορία, αλλά αν δεν μπορείς να το αποφύγεις θα προσπαθήσεις να τις υποστηρίξεις και θα εθελοτυφλείς. Όλοι έχουμε συνδράμει σε αυτή την κατάσταση, γιατί ο καπιταλισμός μας παίρνει προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρόλα αυτά, με εντυπωσίασε το πόσο γρήγορα γίνανε όλα. Ήρθε και έντυσε πάρα πολύ ωραία το έργο η σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή, με την μουσική του Κώστα Βόμβολου και τους στίχους του Γιώργου Φράγκογλου. Έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά και κατάφεραν να δεθούνε, όπως και εμείς μεταξύ μας με τον Γρηγόρη και τη Σοφία.

Δεν διαφέρει και πολύ από μια παράσταση που δεν είναι μιούζικαλ γιατί ακόμα και σε παραστάσεις που μπορεί να φτιάχνεις κάτι και να είναι ρεαλιστικό κτλ. υπάρχει μια ρυθμολογία που ακολουθείς.

Πάλι πρέπει να υπάρξει ένας συντονισμός με τα φώτα, με τις ανάσες και με τις παύσεις. Επομένως, όταν διαβάζεις ένα κείμενο και γράφει σαν σκηνική οδηγία «παύση» ή «μιλάνε και οι δύο ταυτόχρονα», υπάρχει μια παρτιτούρα που θέλεις δεν θέλεις ακολουθείς γιατί έτσι πάει το θέατρο.

Και αυτό είναι που το κάνει διαφορετικό.

Οπότε νομίζω ότι το μιούζικαλ τονίζει κάποια πράγματα, αλλά στην πραγματικότητά η διαφορά δεν είναι και τόσο μεγάλη.

Νομίζω ότι ο θεατής θα ήθελα να πάρει φεύγοντας το Σοκ που προσφέρει αυτή η παράσταση – αφού ο συγγραφέας, Philip Ridley, είναι πρωτοπόρος του In-yer-face Theatre. Έγραψε το 2015 το συγκεκριμένο έργο, αλλά έχει κρατήσει τα στοιχεία που προκαλεί το In-yer-face theatre που δεν είναι άλλα απο το να ταρακουνήσει τον θεατή και όχι απλά να τον διασκεδάσει.

Θέλει να σου δώσει μια παράσταση η οποία μέσα από πολύ χιούμορ δοσμένη, γιατί είναι και κωμωδία άλλωστε, πάρα πολύ υλικό για προβληματισμό και σου το προσφέρει ακριβώς στα μούτρα.

Γρηγόρης Φρέσκος: «Μιούζικαλ στην Ελλάδα δεν βλέπουμε ιδιαίτερα, πόσο μάλλον μιούζικαλ δωματίου»

Όταν τελειώνω από ένα πέρασμα, η αλήθεια είναι πώς είμαι πτώμα. Η προηγούμενη παράσταση που έπαιζα με είχε εξίσου κουράσει σωματικά. Αλλά και αυτή η παράσταση, απαιτεί πάρα πολύ ενέργεια ώστε να είσαι πολύ δοτικός και αυτό να εκπέμπεται στον θεατή.

Σκέψου ότι όχι μόνο τραγουδάς ενώ κινείσαι αλλά υπάρχει και ένα σημείο στο έργο όπου είναι ναι μεν μικρό αλλά είναι πάρα πολύ ακριβές και πάρα πολύ γρήγορο. Αυτό συμβαίνει στο πρώτο πάρτι που είναι αφιερωμένο στα γενέθλια του γιου τους.

Μια σκηνή η οποία μας πήρε πολύ καιρό μέχρι να την βρούμε, δηλαδή την ξεκινήσαμε περίπου στην πρώτη πρόβα – και την βγάλαμε μια βδομάδα πριν από την πρεμιέρα. Ενώ χρονικά δεν είναι τεράστια, είναι πάρα μα πάρα πολύ απαιτητική. 

Υπήρχαν στιγμές όπου δουλέψαμε με τον καθένα ξεχωριστά – με την Γλυκερία Καλαϊτζή στα υποκριτικά, τον Κώστα Βόμβολο στα μουσικά, με την Ιωάννα Μήτσικα στην κίνηση – έτσι ώστε, όλα αυτά, κάποια στιγμή να ξεκινήσουν να συνδυάζονται μεταξύ τους .

Μιούζικαλ στην Ελλάδα δεν βλέπουμε ιδιαίτερα, πόσο μάλλον μιούζικαλ δωματίου. Εγώ προσωπικά δεν έχω δει ποτέ. Μου αρέσει πολύ αυτό που κάνουμε για τους λόγους ότι λατρεύω σαν είδος το μιούζικαλ αλλά και το τραγούδισμα. 

Πράγματι στην Ελλάδα δεν παίζει και πολύ – κι αν ασχοληθεί κάποιος μόνο με αυτό πιστεύω θα έχει θέμα, ίσως λειτουργεί περισσότερο στο εξωτερικό. Κι όταν κάτι τέτοιο παρουσιάζεται στην Ελλάδα, συχνά είναι μεγάλης διαρκείας. Για πολλούς είναι ξενικό να βλέπουν έναν ηθοποιό εκεί που υποδύεται έναν ρόλο να ξεκινάει να τραγουδάει για εμένα αυτό το σταμάτημα και η έναρξη του τραγουδίσματος με εξιτάρει.

Εδώ πάλι, το μιούζικαλ το προσαρμόσαμε πολύ καλά, δηλαδή βοήθησε στο έργο.

Ήταν ένα μεγάλο έργο που μπορείς να πεις ότι επαναλαμβανόταν σε κάποια σημεία, επομένως συμπτύχθηκε και επειδή είναι In-yer-face theatre σε συνδυασμό με τα τραγούδια του Κώστα Βόμβολου, που είναι και κάπως πιο τσαχπίνικα, προσδίδεται μια οξύμωρη διάθεση στο έργο που βλέπουμε να διαδραματίζεται μπροστά μας.

Στο «Incognito», έπρεπε να χτίσεις έναν ρόλο από το μηδέν και να είναι πιστευτός από την άποψη ότι έχει άλλη κίνηση, άλλη φωνή, ότι είναι εντελώς άλλο σώμα – ενώ εδώ τους περιγράφουμε σε αυτή την μικρή σκηνή που σου είπα και παραπάνω, πιο υπερβολικά.

Τι σημαίνει αυτό;

Ότι ο Όλλυ και η Τζιλ είναι αυτοί οι χαρακτήρες. Σε αυτό το πάρτι που είναι η κορύφωση του έργου αρχίζουν να περιγράφουν πώς έγινε και βρέθηκαν σε αυτό το σημείο – από εκεί ξεκινάει το έργο. 

Εμείς σας λέμε πως οδηγηθήκαμε εδώ, και για αυτό ξανά γίνεται το πάρτι. 

Αυτή η χρονιά με έχει πάει εξαιρετικά μετά το Incognito έκανα το Δάνειο, τώρα τα Λαμπερά Παράσιτα και έπειτα ακολουθεί η συμμετοχή μου σε μια παραγωγή του ΚΘΒΕ. Κι αυτό θέλουμε νομίζω εμείς οι ηθοποιοί να είμαστε όλη μέρα, από το πρωί έως και το βράδυ, στο θέατρο να κάνουμε πρόβα.

Όταν δεν έχουμε δουλειά, είμαστε λίγο μίζεροι. Αυτό θέλει να είσαι μέσα στα πράγματα, να βλέπεις να κοιτάς – το θέατρο είναι παρατήρηση. Αυτό μας λέγανε και οι καθηγητές μας – ότι πας στο λεωφορείο βλέπεις έναν άνθρωπο, όσο παράξενο κι αν φαίνεται που κοιτάς, κι αυτός μπορεί να είναι ένας πιθανός ρόλος.

Μου αρέσει να βλέπω άλλους ηθοποιούς ώστε να παίρνω πράγματα από αυτούς που μου αρέσουνε. Είναι ένα βασικό κομμάτι της δουλειάς μου αυτό. Ιδανικά θα ήθελα να δω κάποιον να κάνει τον ρόλο μου για να μπορέσω να πω αυτό μου αρέσει, αυτό το κρατάω. Δηλαδή μου αρέσει πολύ να παρατηρώ.

Είχα προσπαθήσει να ψάξω βίντεο από την παράσταση που ανέβηκε στην Αθήνα πέρυσι, αλλά δεν κατάφερα να βρω παρά μόνο λίγα βιντεάκια που είπα «έτσι είναι ο Όλλυ».

Παρόλα αυτά όταν διαβάζεις ένα κείμενο ή έναν ρόλο έχεις μια εικόνα κατευθείαν – μετά με τον σκηνοθέτη και στην προκειμένη περίπτωση με την Γλυκερία Καλαϊτζή που έχει μια σωστή κατεύθυνση να προτείνει/να δώσει δουλέψαμε πάρα πολύ και καλά με τον λόγο, το πώς μιλάς. Μέσα από ταινίες που μου θυμίζουν τον ρόλο, παίρνω επίσης κομμάτια – αλλά χωρίς να μιμηθώ επακριβώς αυτό που κάνει ο άλλος γιατί εκεί θα υπάρξει μια μεγάλη αποτυχία.

Ας μην ξεχνάμε κιόλας ότι αν απλά ακούσεις και επικοινωνήσεις, αν εσύ παίξεις με τον συμπαίκτη σου τότε πόσο λάθος μπορεί να πάει; Αν εσύ μου μιλάς τώρα και εγώ σκέφτομαι πώς να παίξω τον ηθοποιό που είδα σε μια ταινία προτού σου απαντήσω τότε κλάφτα Χαράλαμπε. 

Σοφία Βούλγαρη: «Νομίζουμε ότι έχουμε πολλές ανάγκες, ενώ στην πραγματικότητα δεν τα έχουμε όλα αυτά ανάγκη, τα πλουμιστά και τα λαμπερά. Είναι μια φούσκα»

Η Μις Ντι, είναι ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας. Για εμένα μάλλον το κακό αντιπροσωπεύει αλλά μπορεί και όχι. Δηλαδή για ένα μέρος της κοινωνίας αντιπροσωπεύει το όμορφο – το καλό ενδεχομένως. Για κάποιος άλλους είναι ακριβώς το αντίθετο.

Τώρα, αυτό λέω ακριβώς ότι για εμένα σαν Σοφία – ο τρόπος που ζω, δεν θα επέλεγα ποτέ να είμαι στην πραγματική μου ζωή η Μις Ντι. Παρόλα αυτά μου αρέσει πάρα πολύ που μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία να δω ας πούμε πώς ζουν αυτές οι γυναίκες που έχουν αυτά τα τεράστια νύχια.

Μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση, βλέποντας κι όλα αυτά τα κορίτσια, με αυτά τα μεγάλα νύχια κι όχι ότι το μεγάλο νύχι αντιπροσωπεύει το κακό προς θεού. Το λέω ως παράδειγμα για όλο αυτό το φαίνεσθαι. Που είναι πάρα πολύ έντονο και έχει να κάνει με τον καταναλωτισμό – δηλαδή στην τελική η Μις Ντι μπορεί και να είναι απλά μια ιδέα.

Ως χαρακτήρας, γιατί εγώ δεν παίζω την ιδέα, παίζω μια μεγαλομανή γυναίκα που θέλει να πάρει κι άλλους μαζί της.

Το πώς τους μαγεύει με έναν τρόπο, δεν μπορώ να το αποκαλύψω. Αλλά νομίζω πώς μας μαγεύει πολλές φορές ο υπερκαταναλωτισμός αυτό το «θέλω κι άλλο» που λέει και το τραγούδι.

Νομίζουμε ότι έχουμε πολλές ανάγκες, ενώ στην πραγματικότητα δεν τα έχουμε όλα αυτά ανάγκη, τα πλουμιστά και τα λαμπερά. Είναι μια φούσκα.

Τη σημερινή εποχή,  που ανεβαίνει αυτό το έργο είναι απολύτως επίκαιρο. Γιατί ζούμε σε μια εποχή που θέλουμε να δείχνουμε πάρα πολύ λαμπεροί και έχουμε αυτή τη μανία, τάση και οι γυναίκες και οι άνδρες να νικήσουμε τα γηρατειά με έναν τρόπο. Δηλαδή, τίποτα, καμία ρυτίδα να είμαστε τσίτα, μεγάλα νύχια, έντονο μακιγιάζ, όλα.

Μια χαρά και η ρυτιδούλα, πρέπει να τα αγαπήσουμε κι αυτά. Ζούμε σε αυτή την εποχή που έχουμε αυτή την υπερβολή αλλά ταυτόχρονα έχουμε και μεγάλη φτώχεια. Είναι ένα ζευγάρι που θα φέρει στον κόσμο ένα παιδί, σε ένα χάλια διαμέρισμα, κι έρχεται ο από μηχανής Θεός και τους λέει σας το χαρίζω, το σπίτι των ονείρων σας, αλλά κάτι πρέπει να θυσιάσετε.

Νομίζω ότι όλοι οι θεατές θα μπούνε σε αυτή τη διαδικασία να αναρωτηθούνε – θα το έκανα εγώ αυτό; Είναι ένα τεράστιο δίλημμα για το οποίο εγώ δεν έχω την απάντηση.

Μέσα σε όλο αυτό το σύμπαν μπαίνει και η υπέροχη μουσική του Κώστα Βόμβολου – οι εξαιρετικές φωνές των παιδιών γιατί εγώ δεν τραγουδώ (γελάει). Εγώ έχω έναν μικρό χαρακτήρα σε σχέση με τα παιδιά, είναι παρόλα αυτά σημαντικός, αλλά μικρός. Η παράσταση μπορεί να είναι αυτός ο έντονος προβληματισμός αλλά έρχονται τα τραγούδια και το ελαφρύνει. Από την άλλη είμαι σίγουρη πώς φεύγοντας όλοι θα αναρωτηθούν «εσύ τι θα έκανες ας πούμε». Μακάρι, εύχομαι δηλαδή φεύγοντας να τους δημιουργηθεί αυτή η απορία. Αισθάνομαι πάντα στο Θέατρο Τ, ότι είναι λες και μπαίνω στο σπίτι μου και το νοιάζομαι. Η συνεργασία μας επομένως είναι πάρα πολύ ωραία τόσο με τους παλιούς όσο και με τα καινούργια τα παιδιά.

Κώστας Βόμβολος «Το στοίχημα είναι μέσα από την χρήση όλων αυτών των στερεότυπων, των κλισέ, των γνωστών πραγμάτων να μπορέσεις να βγάλεις και ένα κομμάτι αλήθειας, δικό σου»

Κάνω αυτή τη δουλειά από πάρα πολύ μικρός και έχω πραγματικά την μεγάλη τύχη να κάνω μουσική στο θέατρο.

Αυτό δεν είναι πάντοτε καλό γιατί χρειάζονται φρέσκα πράγματα κι όταν έχει κάνει πάρα πολλές παραστάσεις λίγο επαναλαμβάνεσαι. Αυτό προσπαθώ να μην κάνω.

Προσπαθώ τουλάχιστον ,παρά που είμαι παλιός στο κουρμπέτι, να μην επαναλαμβάνομαι. Στο συγκεκριμένο έργο, επειδή είναι ένα μαύρο παραμύθι, η μουσική λειτουργεί και βοηθάει ώστε να μην υπάρχει καμία επίφαση ρεαλισμού επί σκηνής.

Χρησιμοποιεί τους κώδικες του μιούζικαλ που έχει κάτι ψεύτικο, κάτι υπερβολικό. Το στοίχημα σε αυτού του είδους τις μουσικές είναι ότι έχουν αναφορές, δεν είναι κάτι πάρα πολύ πρωτότυπο, έχουν αναφορές σε ΠΟΠ, σε μια παρωδία όπερας θα λέγαμε και άλλα είδη μουσικής, δεν υπάρχει κάτι τόσο συγκεκριμένο.

Το στοίχημα είναι μέσα από την χρήση όλων αυτών των στερεότυπων, των κλισέ, των γνωστών πραγμάτων να μπορέσεις να βγάλεις και ένα κομμάτι αλήθειας, δικό σου. Σε κάθε περίπτωση, ενώ δεν είναι κάτι ρεαλιστικό, κάτι που αναπαριστά κάτι που συμβαίνει – μέσα από την υπερβολή ή μέσα ακόμα και από το ψέμα βρίσκεις έναν δικό σου τρόπο. Αυτό είναι πάντα ένα στοίχημα κι αυτή είναι η δικιά μου η προσπάθεια.

Αυτό το έργο κανονικά δεν έχει τραγούδια, στα σημεία που χρειάστηκε τραγούδια η σκηνοθέτης έγραψε κάτι πρόχειρο, εγώ δούλεψα πάνω σε αυτό και κάποια απορρίψαμε ενώ άλλα τα κρατήσαμε. Έτσι μπήκε και ο Γιώργος Φράγκογλου στη μέση αφού και εγώ το είχα κάπως σαν παραγγελία ότι εδώ σε αυτό το σημείο θέλω ένα τραγούδι που μιλιέται κοκ

Η παράσταση έχει πάρα πολύ μουσική αλλά σύντομα μικρά κομμάτια της καθ’ όλη τη διάρκεια. Αυτή είναι η λογική, ότι δεν έχει τραγούδια, αλλά κομμάτια των 30 δευτερολέπτων το πολύ ενός λεπτού – πάντοτε είναι νύξεις οι οποίες βοηθάνε ώστε να προχωράει το έργο. Κι αυτό είναι το βασικό, ότι δεν στεκόμαστε ποτέ να ακούσουμε ένα τραγούδι.

 

Ταυτότητα Παράστασης: 

Κείμενο: Philip Ridley | Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαϊτζή | Μουσική: Κώστας Βόμβολος | Στίχοι: Γιώργος Φράγκογλου | Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ | Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου | Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα | Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης | Βοηθοί Σκηνοθέτη: Λέανδρος Αραβιάδης, Γιώτα Χαραλαμπίδου | Βοηθός Σκηνογράφου: Έλλη Ναλμπάντη | Τεχνική Υποστήριξη: Γιώργος Σημαιοφορίδης, Λέανδρος Αραβιάδης | Οπτική Επικοινωνία: Παναγιώτης Γιωργάκας | Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσινάρης | Trailer: Παναγιώτης Κουντουράς | Υπεύθυνη επικοινωνίας/προβολής: Λία Κεσοπούλου | Παραγωγή: Θέατρο Τ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):

Σοφία Βούλγαρη | Βικτώρια Σισκοπούλου | Γρηγόρης Φρέσκος

Πληροφορίες για την παράσταση: 

Από τις 25 Δεκεμβρίου έως τις 25 Ιανουαρίου στο Θέατρο Τ (Φλέμινγκ 16) | Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά, χωρίς διάλειμμα | Τιμές εισιτηρίων: 16€ Κανονικό, 13€ Μειωμένο (ΑμεΑ, φοιτητών, ανέργων, άνω των 65), 12€ Γενική Είσοδος κάθε Τρίτη, Προσφορά early-bird: 10€ ως τις 19/12/2025 | Πληροφορίες / Κρατήσεις: 2310 854 333 | Ηλεκτρονικά εισιτήρια: MORE

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα