Μια σιωπή εκκωφαντική, μονολιθική, σχεδόν διοικητικά ποιοτική

Ο Μάνος Λαμπράκης σχολιάζει τις σοκαριστικές καταγγελίες του σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου

Parallaxi
μια-σιωπή-εκκωφαντική-μονολιθική-σχε-1399934
Parallaxi

Αίσθηση προκαλεί η συνέντευξη που παραχώρησε στο Documento ο γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, και οι καταγγελίες στις οποίες προχώρησε.

«Να έχεις χάσει το παιδί σου, να σου φέρνουν ό,τι έχει απομείνει από εκείνο σε μια σακούλα κι από πάνω να σου αρνούνται να μάθεις τις ακριβείς αιτίες θανάτου του. Με πιάνει τρέλα και μόνο που το σκέφτομαι. Εβλεπα αυτόν τον πατέρα να μαζεύει τις δυνάμεις του για να μιλήσει κι επειδή είμαι και εγώ πατέρας και παππούς ένιωθα να με καίει αυτή η αδικία. Θα το πω όπως το νιώθω: Ντρέπομαι που ζω στο καθεστώς Μητσοτάκη» δήλωσε με αφορμή την πρόσφατη απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι που έχασε τον γιο του στη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών.

Ενώ σε ερώτηση για το την τροπολογία για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη που ψηφίστηκε πριν από μερικές ημέρες, απάντησε:

«Εκδικητική και άθλια, πώς αλλιώς να τη χαρακτηρίσω. Η αλαζονεία της κυβέρνησης δεν άντεξε ότι ένας άνθρωπος ύψωσε το ανάστημά του και κατάφερε να τους νικήσει. Ο Πάνος Ρούτσι τους νίκησε κι αυτό δεν θα του το συγχωρήσουν ποτέ. Αυτός ο τραγικός πατέρας πήρε δύναμη από το πένθος του και στάθηκε μπροστά τους. Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και όποιον πάει να σηκώσει κεφάλι τον εκδικείται και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζω καλά».

Εν συνεχεία ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος προχώρησε σε μια αποκάλυψη για ένα περιστατικό τον Ιούλιο του 2022:

«Τον Ιούλιο του 2022, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» σκηνοθέτησα σε κείμενο της Ελλης Παπαδημητρίου την παράσταση «Ανατολή» στον αρχαιολογικό χώρο της μυκηναϊκής Ακρόπολης Τίρυνθας. Τότε, αν θυμάστε, ήταν η δίκη του Λιγνάδη και σε όλα τα θέατρα διαβαζόταν η επιστολή του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών που έλεγε «Βιαστής είναι». Στη δική μας παράσταση διάβασε την επιστολή ο Μιχάλης Τιτόπουλος. Την επόμενη ημέρα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την Παναγιωταρέα που με έβριζε επειδή επέτρεψα να διαβαστεί η επιστολή και να ακουστεί το «Βιαστής είναι». Δηλαδή τι περίμεναν; Οτι θα έδινα εντολή στους ηθοποιούς να μη διαβάσουν το κείμενο; Την επόμενη χρονιά η επιχορήγησή μας μειώθηκε στο μισό και τη μεθεπόμενη το Θέατρο του Νέου Κόσμου κόπηκε από το πρόγραμμα».

Όσο για το αν μετάνιωσε την απόφασή του, είπε:

«Δεν μετάνιωσα ούτε μια στιγμή για την απόφασή μου. Εννοείται ότι στήριξα τους συνεργάτες μου και θα το έκανα ξανά χωρίς δεύτερη σκέψη. Το θέατρο δεν είναι απλώς μια πράξη καλλιτεχνική ούτε περιορίζεται στο όραμα ή στις φιλοδοξίες μόνο ενός ανθρώπου. Είναι μια βαθύτατα πολιτική πράξη που αντανακλά τον τρόπο που επιλέγουμε να σταθούμε απέναντι στην αδικία. Δεν αναφέρομαι στη στρατευμένη τέχνη ούτε φυσικά στην καθοδηγούμενη, αλλά σε αυτήν που αφουγκράζεται την κοινωνία και θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς. Η ανακοίνωση του ΣΕΗ έπρεπε να διαβαστεί κι αυτό έγινε. Αν κάτι με στενοχώρησε στο τηλεφώνημα που δέχτηκα ήταν η κατάντια του πολιτικού συστήματος».

Τις παραπάνω αποκαλύψεις του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου σχολιάζει μέσω ανάρτησής του στα social media ο Μάνος Λαμπράκης, θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.

Αναλυτικά όσα αναφέρει:

Είναι πραγματικά συγκινητικό -σχεδόν αληθινό- το ότι, για άλλη μια φορά, ένας καλλιτέχνης πρέπει να βγει δημόσια, να εκτεθεί, για να θυμίσει στο Υπουργείο Πολιτισμού ότι οι κρατικές επιχορηγήσεις δεν είναι φιλοδωρήματα της αυλής.

Κι όμως: ύστερα από τη συνέντευξη του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ύστερα από την καταγγελία ότι η επιχορήγηση του θεάτρου του κόπηκε μετά την ανάγνωση ενός κειμένου του ΣΕΗ που αφορούσε τον Δημήτρη Λιγνάδη — σιωπή. Μια σιωπή εκκωφαντική, μονολιθική, σχεδόν διοικητικά ποιοτική.

Κανένα μέλος καμίας Επιτροπής δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πει: «Όχι, δεν έγινε έτσι — και να γιατί». Καμία υπογραφή από αυτές που επί χρόνια παρελαύνουν ως «ειδικοί αξιολογητές» με τη σφραγίδα της ακαδημαϊκής ανωτερότητας δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει με δύο γραμμές γιατί το Θέατρο του Νέου Κόσμου είδε πρώτα τη μισή επιχορήγηση και μετά το απόλυτο μηδέν. Καμία.

Και τότε, σύμφωνα με τον στοιχειώδη δημοκρατικό κανόνα, όταν οι επιτροπές σιωπούν, όταν τα πρόσωπα που έχουν τη θεσμική αρμοδιότητα κρύβονται πίσω από το αόρατο παραπέτασμα της «ανεξαρτησίας», υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπορεί — και οφείλει — να μιλήσει: η Υπουργός Πολιτισμού.

Φυσικά δεν μιλά.

Γιατί να μιλήσει; Στην Ελλάδα έχουμε εφεύρει ένα νέο μοντέλο υπουργικής ευθύνης: το μοντέλο της γλυκιάς αχιλλοπούλειας αποστασιοποίησης. Από τη μια πλευρά, το Υπουργείο διακηρύσσει ότι οι επιτροπές είναι απολύτως ανεξάρτητες. Από την άλλη, όταν αυτές οι επιτροπές λαμβάνουν αποφάσεις που εκθέτουν δημόσια την κυβέρνηση, η πολιτική ηγεσία κλείνει τα μάτια, υιοθετεί τη γαλατική προσποίηση και αφήνει τους καλλιτέχνες να φαγώνονται με τον αέρα.

Είναι σχεδόν ειρωνικό, για να μην πούμε προσβλητικά διαφανές, ότι κανείς από τους επιτροπικούς κριτές δεν υπερασπίστηκε τη δική του αξιολόγηση. Αυτό που, σε ένα φυσιολογικό πολιτιστικό οικοσύστημα, θα ήταν απλή λογοδοσία, εδώ γίνεται ύποπτη σιωπή. Και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, μία μόνο φράση του Θεοδωρόπουλου αιωρείται βαριά:

«Ντρέπομαι που ζω στο καθεστώς Μητσοτάκη».

Γιατί αυτό ακριβώς περιγράφει: όχι μια δικτατορία, αλλά κάτι πολύ πιο λεπτό, πολύ πιο ελληνικό, πολύ πιο οικείο.

Ένα καθεστώς διοικητικής εκδίκησης, όπου η χρηματοδότηση λειτουργεί ως εργαλείο συμμόρφωσης: «Είπες κάτι που δεν άρεσε; Θα το δεις στους πίνακες επιχορηγήσεων».

Ημερομηνίες, αποφάσεις, ποσοστά, όλα βουβά, όλα χωρίς εξήγηση — και την ίδια στιγμή, δημόσιες δηλώσεις περί «στήριξης του πολιτισμού».

Το αποτέλεσμα; Ένας καλλιτέχνης βγαίνει και καταγγέλλει ότι τιμωρήθηκε. Κι οι επιτροπές — εκείνες που «είδαν», «αξιολόγησαν», «έκριναν» — εξαφανίζονται.

Το Υπουργείο, που φέρει την ευθύνη της εποπτείας, «δεν έχει γνώση».

Η Υπουργός, που φέρει την ευθύνη της πολιτικής λογοδοσίας, «δεν σχολιάζει».

Και βέβαια, πίσω από αυτή τη λιμνάζουσα σιωπή, κρύβεται το πιο ενοχλητικό ερώτημα:

Αν δεν τιμωρήθηκε ο Θεοδωρόπουλος για την πολιτική/καλλιτεχνική του στάση, τότε για ποιον λόγο κόπηκε;

Αν πάλι όντως κόπηκε γι’ αυτό — τότε η Υπουργός πρέπει να απαντήσει τι ακριβώς σημαίνει «καθεστώς επιχορηγήσεων» στην Ελλάδα του 2025.

Γιατί, σε κάθε περίπτωση, η σιωπή της δεν είναι ουδετερότητα. Είναι δήλωση.

Και, όσο δεν απαντά, τόσο πιο πολύ επιβεβαιώνει εκείνο που μάλλον την ενοχλεί περισσότερο: ότι ένας σκηνοθέτης χρειάστηκε μόνο μία συνέντευξη για να περιγράψει με ακρίβεια πώς λειτουργεί ο πολιτισμός «στο καθεστώς Μητσοτάκη».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα