Νατάσα Εξηνταβελώνη και Λητώ Τριανταφυλλίδου στην Parallaxi: Μπορούμε να ξεφύγουμε από τη βία μέσα μας;
Μία συζήτηση για την νέα τους παράσταση που ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη και το δύσκολο θέμα που διαπραγματεύεται σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο 90 λεπτών
Μια τυχαία συνάντηση σε ένα αεροδρόμιο οδηγεί σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα μεταξύ μίας γυναίκας κι ενός άντρα. Ένας γάμος, ένα σπίτι, δυο παιδιά, παράλληλες καριέρες – μια συνηθισμένη οικογενειακή ζωή. Όμως, καθώς ο χρόνος περνά, οι ισορροπίες διαταράσσονται και τα πράγματα παίρνουν μια αναπάντεχα σκοτεινή τροπή.
Η σκηνοθέτρια Λητώ Τριανταφυλλίδου συναντά ξανά την ηθοποιό Νατάσα Εξηνταβελώνη μετά την εξαιρετική «Βίλα» που είδαμε το 2023 στη Θεσσαλονίκη στο Metropolitan Urban Theater και αυτή τη φορά ξεκινούν από εδώ, προτείνοντας έναν συγκλονιστικό μονόλογο του Λονδρέζου Ντένις Κέλλυ που για 90 λεπτά καθηλώνει τον θεατή και τον μεταφέρει στην μαγεία και την αρρώστια ενός έρωτα.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη υποδύεται μία γυναίκα που εύκολα θα είχες φίλη αλλά το ίδιο εύκολα θα την απέφευγες ή θα την λυπόσουν χωρίς η ίδια ποτέ να στο επιβάλει. Μία σύγχρονη γυναίκα που ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα της και αυτό έχει τη δική του σημασία. Ένας άντρας που επίσης δεν έχει πρόσωπο. Δύο παιδιά που παίζουν με παιχνίδια που επίσης έχουν τον δικό τους συμβολισμό. Μία σπουδαία παράσταση που μέσα από τις δυσκολίες του θέματος της, καθρεφτίζει μία κοινωνία, χρωματίζει τα μαύρα και σκοτεινιάζει τα φωτεινά ενός έρωτα και μίας πραγματικότητας.
«Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τα πράγματα μεταξύ μας άρχισαν να πηγαίνουν στραβά – θυμάμαι μόνο ξαφνικά να βρίσκομαι μέσα σε αυτό.»
Καθώς η ηρωίδα αναζητά τα αίτια και τις συνέπειες όσων έκανε και έζησε, η βία φαίνεται να διαπερνά κάθε στιγμή της φαινομενικά ευτυχισμένης ζωής της. Έτσι, αναδεικνύονται θεμελιώδη ζητήματα όπως η βαθιά ριζωμένη βία στις ανθρώπινες σχέσεις, η έμφυλη ανισότητα και το φαινόμενο της οικογενειοκτονίας. Είναι τελικά η βία ένα αναπόφευκτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης ή προϊόν των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών μέσα στις οποίες μεγαλώνουμε; Όταν, τελικά, η ηθοποιός επί σκηνής στρέφει το βλέμμα της από την κάμερα στο κοινό, θέτει ένα καίριο ερώτημα: Μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από τη βία που κρύβεται μέσα μας;
Η πρωταγωνίστρια αφηγείται τη ζωή της με αναστοχαστική διάθεση, ισορροπώντας με ευαισθησία ανάμεσα στο χιούμορ, τη συγκίνηση και την αγωνία. Στην προσπάθειά της να ανασυνθέσει την ιστορία της, αξιοποιεί οπτικοακουστικά μέσα για να καταγράψει και να επανεξετάσει τις αναμνήσεις της. Φτιάχνοντας από την αρχή το παζλ της ζωής της μέσα από βίντεο, ήχους και εικόνες, γίνεται ταυτόχρονα αφηγήτρια, σκηνοθέτις και θεατής της ιστορίας της.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη και η Λητώ Τριανταφυλλίδου μιλούν στην Parallaxi για την παράσταση τους που ξεκινάει από την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου στη σκηνή του Metropolitan Urban Theater στη Φλέμινγκ, μετά τη συνάντηση μας σε μία από τις τελευταίες τους πρόβες.
Έχουμε έναν μονόλογο 90 λεπτών. Ποιες δυσκολίες είχατε σε αυτό;
Νατάσα Εξηνταβελώνη: Στην αρχή είχα το άγχος της προετοιμασίας – την πέθανα την Λητώ μέχρι να κάνουμε την προετοιμασία που χρειάζεται. Θεωρώ πως είναι τόσο καλός ο λόγος αυτού του έργου, η προφορικότητα του και η ροή του που μπορεί εύκολα να απορροφηθεί από τους θεατές. Κι εμείς, είχαμε κάνει τόσο καλή προετοιμασία που νομίζω κατευθείαν έγιναν τα πράγματα όπως έπρεπε. Το είχαμε δουλέψει, είχαμε κάνει έρευνα και οπότε όλο ήρθε μετά κάπως οργανικά. Οπότε δε ξέρω αν εγώ μπορώ να πω πως γνωρίζω τέλεια την παράσταση τώρα που είναι η αρχή, αλλά ξέρω καλά το έργο και αυτό βοηθάει. Όταν έχεις συμπαίκτη στη σκηνή, ξέρεις περίπου που βρίσκονται τα πράγματα. Τώρα, αν δεν έρθει το κοινό, δε ξέρεις. Δε ξέρεις που θα προκύψει το συναίσθημα ενδεχομένως. Εκεί θα δοκιμαστεί το έργο. Εγώ θεωρώ πως η πρώτη εβδομάδα θα με δυσκολέψει.
Λητώ Τριανταφυλλίδου: H Νατάσα ήρθε στην πρόβα και ήξερε σχεδόν όλα τα λόγια του κειμένου. Νομίζω πως όταν έχεις να κάνεις με ένα τόσο δύσκολο και βαρύ θέμα, στην προετοιμασία είναι και το γιατί θέλεις εσύ να το κάνεις αυτό κάθε βράδυ. Υπάρχει ένα προσωπικό κόστος θα έλεγα κι οπότε κι αυτές τις απαντήσεις έπρεπε να δώσουμε στις πρόβες.
Επειδή μιλάμε για ένα δύσκολο θέμα σε μία ακόμα πιο δύσκολη εποχή που η επικαιρότητα τρέχει και δίνει συνεχώς δυσάρεστες ειδήσεις, έχετε άγχος για το πώς θα το δεχτεί ο κόσμος που θα έρθει να το δει;
Λ.Τ. : Πάντα υπάρχει μία αγωνία. Εγώ νιώθω πως είναι ένα ευαίσθητο κομμάτι κι εμείς μιλάμε με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια στον κόσμο. Παρά τα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιούμε, παραμένει στη βάση του το τρίπτυχο «κείμενο – ηθοποιός – κόσμος». Προφανώς είμαστε ανοιχτοί αν κάποιος κρίνει ή απορρίψει ή σκεφτεί διαφορετικά την ιστορία. Ταυτόχρονα, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη δουλειά που έχουμε κάνει, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην Νατάσα που είναι μία ηθοποιός με πολύ φως κι ας καλείται να πει μία σκοτεινή ιστορία και τέλος πάντων, δεν θέλουμε να έρθει κανείς για να «πάθει κακό». Εγώ νιώθω λοιπόν πως είμαστε πολύ έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οτιδήποτε έρθει.
Ν.Ε.: Νομίζω το έργο το κάναμε λίγο πιο «ανθρώπινο» και το λέω αυτό γιατί σκέφτομαι τον εαυτό μου ως θεατή κι αυτό που με ζορίζει πολύ συχνά σε τέτοια σύγχρονα κείμενα που έχουν να κάνουν με την επικαιρότητα, είναι όταν το κείμενο κουνάει το δάχτυλο διδακτικά στο κοινό. Αυτό, το δικό μας έργο δεν το κάνει. Ακόμα και στα πιο «επικίνδυνα» σημεία του, αντιλαμβάνεται κάποιος πως ο χαρακτήρας που υποδύομαι δεν είναι τελικά μόνο θύμα, αλλά γίνεται και λίγο θύτης και γενικά, τα πράγματα είναι αρκετά μπλεγμένα ανάμεσα στους ρόλους των χαρακτήρων.
Έτσι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι άλλωστε;
Ν.Ε.: Ναι ακριβώς, γι’ αυτόν τον λόγο νομίζω πως όλοι οι θεατές θα βρουν κάτι να ακουμπήσουν πάνω σε αυτή την παράσταση. Σε αυτή την εποχή που στρατεύονται κάπως οι απόψεις, κάποια στιγμή δεν γίνεται να μη δεις εκείνες τις γκρίζες περιοχές. Υπάρχουν.
Λ.Τ.: Από τα πρώτα πράγματα που μας άρεσαν στο κείμενο, ήταν ότι αυτή η γυναίκα έχει βιώσει το πιο αφύσικο, τραγικό και απάνθρωπο γεγονός αλλά δεν είναι θύμα. Δεν θυματοποιείται στιγμή. Αυτό εγώ το βρίσκω ανακουφιστικό.
Αλλάζουν οι άνθρωποι;
Ν.Ε.: Ναι, αλλάζουν οι άνθρωποι κι αυτό έχει και θετική και αρνητική χροιά. Για την ακρίβεια, ελπίζω ότι αλλάζουν για να μπορώ να προχωράω, γιατί αν δεν αλλάξω κι εγώ καθόλου, την έχω πατήσει. Κι αυτό νομίζω είναι το μεγαλύτερο ταξίδι που έρχεται να κάνει κάποιος στη ζωή. Κι έτσι μετακινούνται και οι κοινωνίες. Και γι’ αυτό είμαι και πολύ αισιόδοξη αλλά και γι’ αυτό έχω απαιτήσεις από τους ανθρώπους. Γιατί πιστεύω ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, αλλιώς την πατήσαμε.
Έχουμε στην παράσταση έναν άνθρωπο που νομίζει σε μία σχέση πως κάποια πράγματα και άνθρωποι του ανήκουν. Αυτό, γιατί συμβαίνει;
Λ.Τ.: Το συγκεκριμένο κείμενο μιλάει για έναν άντρα που θεωρεί πως του ανήκει η γυναίκα και τα παιδιά του και δεν μπορούμε να μην το αντιμετωπίσουμε αυτό κοινωνικά και έμφυλα. Αυτή είναι μία θεώρηση που θέλω να πιστεύω ότι είναι απαρχαιωμένη, αλλά ωστόσο, την βλέπουμε να υπάρχει. Στο έργο βλέπουμε δύο ανθρώπους που θεωρητικά, έχουν το ίδιο background, θεωρούνται άτομα ιδιοφυείς, έχουν χιούμορ και ξαφνικά, τη δύσκολη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος παλεύει προφανώς με κάτι πολύ σκοτεινό, έρχεται ένα βίαιο κοινωνικό ένστικτο που προσπαθεί να περιφρουρήσει και να σκοτώσει ό, τι θεωρεί ότι του ανήκει. Δεν γίνεται να μη πούμε πως αυτό δεν είναι ένα φαινόμενο της πατριαρχεία. Προφανώς και είναι. Μία γυναίκα αυτό δεν θα το έκανε. Το πιστεύω αυτό και το υπογράφω. («κι εγώ» ακούγεται από δίπλα και η Νατάσα, που συμφωνεί με την άποψη της σκηνοθέτριας)
Και μιλάει άλλωστε το έργο για εκδικητικές παιδοκτονίες που συνήθως γίνονται από άντρες βάσει στατιστικών.
Ν.Ε.: Και στις γυναικοκτιονίες που μαθαίνουμε τα τελευταία χρόνια, νομίζω πως οι περισσότερες εκδικητική βάση έχουν. Υπάρχει το αίσθημα πως κάποιος ανήκει σε κάποιον. Γενικά, αυτό το κομμάτι των σχέσεων έχει προβλήματα. Ενώ αγαπώ πολύ την οικογένεια και εύχομαι οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι σε όποια πλαίσια επιλέγουν οι ίδιοι, ταυτόχρονα παρατηρώ πως όσο μεγαλώνουμε συντηρητικοποιούμαστε και ίσως τελικά να είναι λογικό οι κοινωνίες και οι άνθρωποι να πηγαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως εγώ τα βλέπω τα πράγματα. Έχει όμως πολύ σοβαρά προβλήματα το να θεωρείς πως δεν μπορείς να ζήσεις αν κάτι κάποιος στο αλλάξει. Γιατί η ζωή είναι αλλαγή. Ο χρόνος είναι μόνο μεταβολή.
Λ.Τ.: Το έργο προσπάθησε να έχει αισιοδοξία. Μιλάει για την πιο προσωπική ιστορία αλλά ταυτόχρονα, έχει τόσο έντονο κοινωνικό προβληματισμό και ο συγγραφέας με έντεχνο τρόπο βάζει μια κοινωνική διάσταση μέσα του. Στο τέλος όμως, καταλήγει πως οι κοινωνίες φτιάχτηκαν για να φροντίσουμε τους ανθρώπους μας και να απαλλαγούμε ή να ξεπεράσουμε τη βία που είναι στα ένστικτα μας. Αυτό ανοίγει ένα παράθυρο αισιοδοξίας από μόνο του.
Πώς είναι η συνεργασία μεταξύ σας;
Λ.Τ.: Γνωριστήκαμε στην παράσταση «Η Βίλα (Ο Δρόμος που δεν Πήραν)» που ήταν ένα πολύ σημαντικό έργο για μένα, όπου μέσα από τη γνωριμία και τη δουλειά με την Νατάσα, την Λίλα Μπακλέση και την Αγγελική Πασπαλιάρη καταφέραμε να πάμε το έργο εκείνο ακόμα παραπάνω. Ξαφνικά κάποια στιγμή, αρχίσαμε να μιλάμε με την Νατάσα για να κάνουμε κάτι καινούριο μαζί και αρχίσαμε να ψάχνουμε έργα. Οπότε όταν βρήκαμε το «Girls and boys», εγώ ήμουν πολύ σίγουρη πως η Νατάσα ήταν η κατάλληλη ηθοποιός. Κι από την άλλη, ταυτόχρονα μας μίλησε το έργο και στις δύο.
Ν.Ε.: Μου αρέσει πάρα πολύ να δουλεύω με γυναίκες και ειδικά η δουλειά με την Λητώ είναι ευτυχία. Γιατί δημιουργεί ένα πραγματικό κλίμα ομαδικής δουλειάς σε όλους τους συνεργάτες της και ενώ εγώ κάνω μονόλογο, δεν νιώθω στην πραγματικότητα καθόλου μόνη. Νιώθω μάλιστα πως ίσως έχω το μικρότερο μερίδιο ευθύνης σε αυτό που κάνουμε, γιατί έχουν δουλέψει όλοι πάρα πολύ και έτσι γίνονται τα πράγματα λίγο πιο απλά και οργανικά. Ξέρεις, εγώ αυτό κυνηγάω στις συνεργασίες μου πλέον, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου άλλου τύπου συνθήκες, με ενδιαφέρει πολύ λιγότερο πλέον να παίξω μεγάλους ρόλους. Με ενδιαφέρει όμως να δουλεύω με ανθρώπους που έχουμε κοινές ιδεολογικές αναζητήσεις, κοινό τρόπο, κοινό κώδικα, που θα είναι καλά παιδιά, που έχουμε κοινή πολιτική αίσθηση, παρά να παίξω ας πούμε το καλοκαίρι στην Επίδαυρο.
Νιώθω Νατάσα ότι δεν τοποθετείσαι πολύ για όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά θέλεις μέσα από την δουλειά σου να υπάρχει το κοινωνικό σχόλιο
Ν.Ε.: Εγώ δε νιώθω ότι τοποθετούμε και μάλιστα νομίζω θα ήθελα να τοποθετούμε και λιγότερο, γιατί είμαι πλέον καχύποπτη σε σχέση με αυτό το σύστημα που υπάρχει. Όσοι έχουν δουλέψει μαζί μου, ξέρουν λίγο πολύ τις απόψεις μου, όταν λοιπόν γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις σε συγκεκριμένους ανθρώπους που είναι γνωστές οι απόψεις τους, ξέρουμε όλοι καλά την απάντηση που θα δοθεί. Κι εγώ βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι. Παλιότερα, μπορεί να το έκανα λίγο περισσότερο, αλλά τώρα δεν θέλω πλέον.
Λ.Τ.: Από την άλλη, εγώ αυτούς τους καλλιτέχνες που θέλω να μαζεύω στις δουλειές μου, είναι όλοι άνθρωποι που έχουν πολύ ισχυρή άποψη.
Τι θέλησες να φωτίσεις σκηνοθετικά πάνω στη σκηνή Λητώ;
Λ.Τ.: Όλα ξεκινούν από ένα πολύ ισχυρό ένστικτο που μπορεί να έχεις για το έργο ή για τους ανθρώπους που θα το παίξουν. Επειδή λοιπόν ήξερα την Νατάσα, άκουγα έντονα την φωνή της όταν άρχισα να μεταφράζω το κείμενο και αυτό ήταν πολύ βοηθητικό για μένα. Πάντα με αφορά αυτό το συναισθηματικό μονοπάτι που φτιάχνω αλλά δε με αφορά μόνο να έχει συναίσθημα, θέλω να έχει και ιδέες. Το κείμενο, μου έδωσε πολύ σκληρά δεδομένα και εγώ ταυτόχρονα επέτρεψα στον εαυτό μου να συγκινηθεί.
Ποια είναι η σχέση σου Νατάσα με αυτή τη γυναίκα που υποδύεσαι;
Ν.Ε.: Το δυσκολότερο κομμάτι που διαπραγματεύομαι σε αυτό το έργο, είναι το κομμάτι της μητρότητας που δεν το έχω βιώσει. Αλλά για λόγους, που μάλλον σχετίζονται με την πατριαρχία που έχουμε, κάποια τέτοια ένστικτα τα αναπτύσσουμε εμείς οι γυναίκες. Ακόμα κι αυτές που δεν έχουν κάνει παιδιά ή αυτές που σκεφτόμαστε να μην κάνουμε παιδιά. Η δυσκολία της παράστασης είναι πως σε μιάμιση ώρα, αυτή η γυναίκα διατρέχει πολλά χρόνια της ζωής της σε αυτή την αφήγηση. Οπότε, πέρα από τις εναλλαγές συναισθημάτων, εγώ πρέπει να βρω έναν τρόπο ώστε η στιγμή που θα ξεκινήσω, να με «βγάλει» μέχρι το τέλος της παράστασης. Αυτό που με βοηθάει είναι πως αυτή η γυναίκα δεν έχει τίποτα «ηρωικό», δεν έχει κανένα κομμάτι θυματοποίησης η ίδια και μου δημιουργεί την αίσθηση πως παίρνοντας τη διαδρομή της, λίγο πολύ έχω βρεθεί σε όλα της τα στάδια.
Γιατί επιλέγετε να ξεκινήσετε από Θεσσαλονίκη;
Λ.Τ.: Αρχικά, ήταν μία πρόσκληση του Metropolitan να έρθουμε Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, εγώ είμαι από εδώ αλλά δεν είχα κάνει ποτέ παράσταση στην πόλη και ήταν αυτή μία ιδανική ευκαιρία. Άλλωστε, αυτή η παράσταση χτίζεται για να ταξιδέψει και να κάνει μία περιοδεία μετά τη Θεσσαλονίκη.
Ν.Ε.: Εγώ χαίρομαι πολύ που είμαστε εδώ. Κάναμε αρχικά πρόβες σε έναν χώρο στο Μεταξουργείο στην Αθήνα που οριακά δεν χωρούσαμε. Οπότε, όταν ήρθαμε Θεσσαλονίκη ήταν η κατάλληλη συνθήκη για να το δούμε πάνω σε μία σκηνή. Αυτό εμένα με βοηθάει πολύ να συγκεντρώνομαι. Εδώ γιατί δεν υπάρχουν αντιπερισπασμοί… ίσως εκτός από το φαγητό (γέλια)
*Ο Θεατρικός Μονόλογος “Girls & Boys” στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Μετροπόλιταν (Αλ. Φλέμινγκ 2 & Βασ. Όλγας 65, Φάληρο) | Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά / Εισιτήρια-Τιμές εισιτηρίων: 18 ευρώ Κανονικό, 16 ευρώ Μειωμένο / Προπώληση: ταμείο θεάτρου και More.com /Το θέατρο Metropolitan είναι προσβάσιμο σε αναπηρικά αμαξίδια / Δεν επιτρέπεται η είσοδος στο θέατρο μετά την έναρξη της παράστασης.
Ταυτότητα παράστασης: Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου | Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης | Μουσική: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου | Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου | Φωτισμοί: Αντώνης Διρχαλίδης | Φωτογραφίες – Βίντεο: Δέσποινα Σπύρου | Video Editing: Μαριάνα Τρούμπη | Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζέσικα Κουρτέση | Graphic Design: Mavra Gidia | Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου | Παραγωγή: Metropolitan: The Urban Theater | Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά