Θέατρο

Ο μαγικός κόσμος του θεάτρου μέσα από τα μάτια έξι ανθρώπων που το υπηρετούν

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, ένα μεγάλο αφιέρωμα στην Parallaxi με συναισθήματα, αναμνήσεις και φωτογραφίες

Γιώργος Σταυρακίδης
ο-μαγικός-κόσμος-του-θεάτρου-μέσα-από-τ-1138611
Γιώργος Σταυρακίδης

Ξεκινώντας να ετοιμάσω ένα θέμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, η πρώτη σκέψη ήταν πόσο μικροί μπορεί να νιώθουμε μπροστά στη μαγεία του και σε όσα σπουδαία προσφέρει μέχρι σήμερα. Από την άλλη, το θέατρο από τη φύση του, είναι που μπορεί και έχει τη δύναμη να συμπεριλάβει όλα και όλους, χωρίς διακρίσεις και χωρίς κατατάξεις. Χωρίς μεγέθη και διακρίσεις.

Αφηγώντας απλά ιστορίες και ζωές. Για την ουσία του θεάτρου και όσα μπορεί να σημαίνει για τους ανθρώπους του, έξι σπουδαίοι καλλιτέχνες – ο καθένας από την πλευρά του, την οπτική του, τα βιώματα του και τη θέση του – που κατά καιρούς έχουν κάνει θέατρο περιγράφουν τις δικές τους στιγμές από αυτό και απαντούν: Τι είναι θέατρο για σένα;

Σοφία Φιλιππίδου: “Με το θέατρο έμαθα να είμαι με τον άλλο, να ακούω τον άλλο”

«Κοριολανός – Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων σκηνοθεσία Κωνσταντίνος Χατζής 2018

Τι είναι για μένα το θέατρο… Στην αρχή ήταν μια ανακοίνωση  στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» για τις εισαγωγικές εξετάσεις  της Δραματικής σχολής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης… Αισθάνθηκα ένα μεταφυσικό κάλεσμα, ό, τι κάπως με αφορά και πήγα από περιέργεια να δω τι γίνεται.  Στην γραμματεία έμαθα περί τίνος πρόκειται. Σχεδόν σαν υπνωτισμένη πήγα στη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ κατέβασα τις αρχαίες τραγωδίες, διάλεξα τον μονόλογο από την Ανδρομάχη, που πετάει το παιδί της από τα τείχη… με λίγα λόγια πέρασα (15 παιδιά μεταξύ 200)

Το θέατρο ήταν για μένα τότε μάθηση μια τέχνης παράλληλα με το Πανεπιστήμιο, και μια έρευνα του εαυτού μου: μπορώ να κάνω αυτήν την τέχνη; Έχω τα προσόντα;  Πρώτος ρόλος Αντιγόνη του Σοφοκλή …πτυχίο με άριστα. Φυσικά δεν ήθελα να πάω στο Κρατικό θέατρο που ήταν και είναι μια κομματική φωλιά (Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και 50 χρόνια που ασχολούμαι με το θέατρο δεν συνεργάστηκα ποτέ με το ΚΘΒΕ αν και θεσσαλονικιά.)

Μια  μέρα  με βρίσκει κάπου στην οδό Αγίας Σοφίας ο Βύρων Τσαμπούλας, μέλος του Θεατρικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης  και με ρωτάει αν θέλω να παίξω θέατρο -με είχε δει στις εξετάσεις μου- Αυτό ήταν.  Πρώτη παράσταση η θρυλική Φαύστα του Μποστ σε μουσική Κηλαηδόνη. Έτος 1972, σκηνοθεσία Γιώργος Εμιρζάς, χορογραφίες Γιάννης Φλερύ, σκηνικά κοστούμια Σάκης Σουντουλίδης… τεράστια επιτυχία. Το θέατρο ήταν ακόμη  χαρά και παιχνίδι – Πολύ γρήγορα  μπήκε στο μυαλό μου η αριστερή ιδεολογία της θυσίας για να αλλάξουμε τον κόσμο. Ήταν ένας καλός λόγος να βγαίνω από το σπίτι αφού στο θέατρο έβρισκα έναν λόγο να υπάρχω, μια ανάσα ελευθερίας, επικοινωνίας και μιας, έστω λογοκριμένης, έκφρασης. Κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια με  καλλιτεχνική αναζήτηση και με  πολιτικές αντιπαραθέσεις στο Εργαστήρι και αργότερα στην Πειραματική Σκηνή μέχρι το ’85, όπου μεταξύ των άλλων ωραίων κάναμε και την μεγάλη μας «εμπορική» επιτυχία «Βεγγέρα» του Ηλία Καπετανάκη.

Εντωμεταξύ  κάποιοι ανάμεσα μας, που ήξεραν ότι θέλουν να γίνουν επαγγελματίες ηθοποιοί άρχισαν να μεθοδεύουν σιγά -σιγά την καριέρα τους. Προσωπικά ενώ δούλευα με πάθος και αστείρευτη ενέργεια  -όπως και σήμερα- ούτε ήθελα ούτε επιδίωξα να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός. Το θέατρο που με αγκάλιασε ως μεγάλο ταλέντο, ως εργατικό και καλό παιδί, έγινε το μέσον  για την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου. Πιστεύω πως γεννήθηκα καλλιτέχνης, ποιητής, σκηνοθέτης, νοικοκυρά, με μεγάλες δεξιότητες στα χέρια, πολλές ιδέες που θέλω να τις μοιράζομαι και  πολλά χαρίσματα που τα εκμεταλλεύονται πολλοί.

“Σκηνοβάτες” του Σταμάτη Φασουλή Εθνικό θέταρο -Επίδαυρος 2011

Αγαπώ την τέχνη του θεάτρου σαν μεγάλη τέχνη και την αντιμετωπίζω σαν έργο ζωής όπως και την ζωή την αντιμετωπίζω σαν έργο τέχνης.  Με ενδιαφέρει πολύ να «συνομιλώ» με άλλους δημιουργούς… να μαθαίνω,  να αναπτύσσομαι να πειραματίζομαι, να  βλέπω μπροστά στα μάτια μου την μαγεία της τέχνης, να παίρνω χαρά από την δημιουργία… να επικοινωνώ να εκφράζομαι. Με το θέατρο έμαθα να είμαι με τον άλλο, να ακούω τον άλλο, να καταλαβαίνω τι λέει το κείμενο,  να προσπαθώ να καταλάβουν οι άλλοι,  να ψάχνω  κάθε μέρα την αλήθεια,  να ερευνώ και να είμαι  αυθεντική… να βαθαίνω να πλαταίνω,  να μετράω  τα όρια μου στις επιτυχίες, στις αποτυχίες, στα λάθη μου. Να δοκιμάζω την δύναμη μου στα  μεγάλα θέατρα,  τον φόβο μου στην Επίδαυρο… Έφτιαξα ομάδες φοιτητικές και  επαγγελματικές, έκανα μικρούς θιάσους με νέους ηθοποιούς, μετάφρασα έργα, πρότεινα καινούργια άπαιχτα, διασκεύασα λογοτεχνία,  κάνω  σεμινάρια, διδάσκω,  έχω αναπτύξει χρήσιμες μεθόδους που αποδίδουν στην πράξη. Έγραψα δυο βιβλία με λογοτεχνικά κείμενα.

Είδα  πως παίζεται το παιχνίδι του κρατικοδίαιτου θεάτρου  και κατάλαβα πως δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου. Είμαι αγωνίστρια της αλήθειας και του αυθεντικού.  Καθαρός καλλιτέχνης αγνός, σκέτος, αθώα όπως με λένε, έντιμη και έξυπνη.

Δεν εκτιμώ τις δημόσιες σχέσεις επενδύω στις ανθρώπινες σχέσεις, απ όπου επίσης βγαίνω χαμένη, αλλά δεν χάνω την πίστη μου… Είμαι ευγενική, δεν έχω  μεσάζοντες και συνεχίζω να γίνομαι αυτό που πάω να γίνω από την φύση μου…

Θα βαριόμουν αφόρητα να είμαι μια  ηθοποιός που περιφέρεται στην σκηνή ματαιόδοξα ή  που γεμίζει θέατρα… παίζοντας συνέχεια τον ίδιο ρόλο δηλαδή τον εαυτό της. Και ακόμη: Ψάξτε να βρείτε ποιος κρύβετε από πίσω μου. Δεν θα βρείτε κανέναν.  Είμαι μόνη μου και δεν έχω κανένα μέσον… Δεν γλύφω κανέναν με στηρίζει  μόνο ο σύντροφος μου Κ. Φ, με εκτιμάει ο απλός κόσμος και ίσως κάποιοι λίγοι συνάδελφοι, με απορρίπτει το Υπουργείο Πολιτισμού…

Oι «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ στο Μικρό REX – Σκηνή «Κατίνα Παξινού», Φεβρουαρίος 2015 | σκηνοθεσία -Γιώργου Μανιώτη

Χορηγός μου πάντα ήταν η μάνα μου και η σύνταξη του μπαμπά μου.

Εκτός των άλλων βρήκα ακόμη στο θέατρο ένας χώρο καταφυγής για διαφορετικούς ένα «περιπλανώμενο» τσίρκο με παράξενα όντα, συνάντησα «θαυματουργούς» ταχυδακτυλουργούς «σαμάνους»  και «μάγους», «θεούς» και  «θεές», ξιπασμένες πρωταγωνίστριες, επηρμένους πρωταγωνιστές, ναρκισσευόμενους ηθοποιάκους… και πολλούς εργάτες για ξεκάρφωμα  που ταΐζουν τα «τέρατα της τέχνης». Είδα και γνώρισα από κοντά  τον «Μινώταυρο» που τα θέλει όλα, τα τρώει όλα,  τα πίνει όλα κι αν το επιτρέπει το συμφέρον του και οι ισορροπίες του τρόμου,  σου δίνει το πιο σπάνιο απ’ όλα τα δώρα: λίγη χαρά…

Σταμάτης Κραουνάκης: “Εδώ ζούμε εμείς. Εδώ ζούσαμε πάντα. Οι πέτρες, το θέατρο, η Δημοκρατία”

«Ιχνευταί» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού

Λόγω της μέρας, θυμήθηκα όσα έγραψα όταν έπαιξα στους «Ιχνευτές» στην Επίδαυρο.

«Γύρισμα στην Επίδαυρο με το γαλλικό κανάλι. Έχω να μιλήσω. Για το Βουτσινά, τον Μαστορακη, τον Μαρμαρινό, τον Χατζάκη, τον Βαρνάβα Κυριαζή. Τον Καραντινάκη. Τον μέγα Ροντήρη. Τη Μαγια, τον Χειμωνά, τη Λούλα. Τη Ρένη, τον Λαζάνη, την Αννίτα, τον Μύρη, τον Μπλάνα. Τον Γιάννη Χρήστου, τον Κουν. Να πω για την Παξινού. Για την Καλλας. Δικές μας να πω. Για τα χώματα, τις πέτρες. Τον Ασκληπιο. Τον Ευριπιδη. Τον Αριστοφανη. Δεν ετοίμασα τίποτα, ό, τι κατεβάσει ο νους. Ο, τι ανασκαλέψουν τα βαθιά μου αισθήματα. Μήνυμα στην Ευρώπη, στον Κόσμο. Εδώ ζούμε εμείς. Εδώ ζούσαμε πάντα. Οι πέτρες, το θέατρο, η Δημοκρατία. Αυτοί όχι. Οι ουρακοτάγκοι δεν ζούσανε αυτοί εδώ.

Τα λιοντάρια ναι και οι φοίνικες. Και οι χουρμαδιές και τα έλαια και τα πορτοκάλια που την άνοιξη αποθεώνουν τον καμπο, ααααχ…

Και τα λόγια που έσκαγα το δέκα. Με το καρο. Τότε σαν Δικαιπολις. Απαπαπαπαπα πολεμος. Πόλη πόλη πόλεμος. Μαύρο βόλι μαύρο χρήμα. Πόλεμος. Αναγκαστικά σκάσανε και τα κατεβατά . Μνήμης με άθλια παλιοτόμαρα. Που επιθυμούσαν διακαώς. Να διαλύσουν. Τους θυμάμαι έναν έναν. Τρέχαν σαν βρώμικα ποντίκια να διαβάλλουν. Και τους απολαμβάνω. Λυπάμαι. Τώρα. Στη δύστυχη τους ανυπαρξία. Πφ παρα δημάρχους και αλλα κοπροχαρη. Να κυνηγάνε μισθά … μέτριοι καταδικασμένοι. Να γερνούν σε θέσεις χωρίς μισή χαρά έργου.

Είμαι στη χώρα Μου. Δεν πειράζει. Δώσαμε χρόνο στο χρόνο. Και φέτο με τον Άγιο Μιχαήλ. Με δέχτηκε ο Ασκληπιός, μόνο η βαθύτατη ταπεινότητα. Ανυψώνει.

Παναγιώτης Μέντης: “Στις μέρες μας αναθεωρείται και το τι είναι, τι σημαίνει θέατρο”

Αν πρέπει να απαντήσω τι είναι το θέατρο για μένα, θα έλεγα ο δρόμος που αποφάσισε η ζωή…

Χωρίς να γνωρίζω τι είναι το θέατρο, πολύ περισσότερο περί της γραφής του θεατρικού κειμένου, θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό παιδί να κόβει με το ψαλίδι φιγούρες από σκίτσα εφημερίδων ή του εβδομαδιαίου λαϊκού περιοδικού Ρομάντσο, που έρχονταν στο σπίτι αγορασμένα από τους δικούς μου. Προτιμούσα τα σκίτσα επειδή δεν ήταν συγκεκριμένα πρόσωπα και μπορούσαν να γίνονται ήρωες σε όποια περιπέτεια σκαρφιζόμουν να τους εμπλέξω. Περιπέτειες με ιστορίες δικής μου επινόησης, εμπνευσμένες από τα όσα μπορούσα να διαβάσω στην ύλη του περιοδικού, που σε κάθε τεύχος του περιείχε και ένα δισέλιδο παραμύθι, αλλά για να είναι πιο δυνατές, κατά τη γνώμη μου, οι ιστορίες μου, προσέθετα σ’ αυτές και διασκευές από τις ειδήσεις της εφημερίδας, κυρίως από αυτές που είχαν να κάνουν με σκάνδαλα, φονικά και πολιτικές φαγωμάρες, όπως τα άκουγα να τα σχολιάζουν, ή να διαβάζουν φωναχτά, πριν αντιληφθούν πως είχα στήσει αυτί και τους άκουγα, οι μεγάλοι.

Παναγιώτης Μέντης – Θανάσης Παπαγεωργίου στο έργο ” ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ” Θέατρο ΣΤΟΑ

Δεν πέρναγε από το μυαλό μου πως αυτό το παιχνίδι ήταν κατά κάποιο τρόπο «θεατρικό». Για μένα ήταν μια ελευθερία που γεννιόταν και με ταξίδευε όπου ήθελα με τη φαντασία μου. Φυσικά οι ιστορίες και οι περιπέτειες εκείνων των ηρώων δεν καταγράφονταν πουθενά. Τη δυναμική τους, ωστόσο, τη δοκίμαζα στην έκπληξη ή την ένταση της παρακολούθησης, ακόμα και στον φόβο, που προξενούσαν στους θεατές-ακροατές μου, που δεν ήταν άλλοι από την αδελφή μου και πότε πότε κάποια συνομήλικα ξαδέλφια επισκέπτες.

Μεγαλώνοντας, στα χρόνια των τάξεων του Δημοτικού, αρχίζω να ακούω –τα ακούγαμε οικογενειακώς– θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Κυριακή, μαγικές φωνές ηθοποιών, ερμήνευαν ραδιοφωνικά υπέροχους ρόλους σε έργα του παγκόσμιου και του ελληνικού θεάτρου. Και βέβαια τα Σαββατόβραδα ακούγαμε, πάντα οικογενειακώς, τη θεατρική Επιθεώρηση. Γραφόντουσαν και παρουσιάζονταν επιθεωρήσεις με νούμερα που έπαιζαν οι σπουδαίοι κωμικοί της εποχής στο ραδιόφωνο. Επιθεωρήσεις με μουσικές και τραγούδια, με ενάρξεις και κομπέρ που συνέδεαν τα νούμερα. Και δίπλα σε όλα αυτά, τα Κυριακάτικα μεσημέρια, ερχόταν η εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη, να φωτίσει με συνεντεύξεις, αποσπάσματα σκηνών, ανταποκρίσεις από το τι γινόταν στον θεατρικό κόσμο, το παρασκήνιο που απογείωνε τη φαντασία του ακροατή υποθέτω, τη δική μου πάντως οπωσδήποτε.

Μπέτυ Βαλάση – Αλέξανδρος Σταύρου στο έργο ” ΞΕΝΟΙ ” Εθνικό Θέατρο

Ποια ήταν η πρώτη θεατρική παράσταση που είδα δεν το έχω συγκρατήσει στο μυαλό μου. Θυμάμαι όμως ένα σύνολο παραστάσεων που με εντυπωσίασαν, καθώς γοητεύτηκα από τα θέματα τους, από τις εικόνες των σκηνικών, των κοστουμιών, τις ανθρώπινες σχέσεις που ζωντάνευαν πάνω στη σκηνή. Ένα παιδί του Δημοτικού βλέπει από το θεωρείο του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά –που σημαίνει σε έναν υπέροχο θεατρικό χώρο– έργα όπως: Ταρτούφος του Μολιέρου, Πειρασμός του Ξενόπουλου, Ένας Ιδανικός σύζυγος του Όσκαρ Ουάιλντ. Βλέπω την ίδια εποχή την Μαρία Στιούαρτ του Σίλερ… Νομίζω είναι αρκετή αυτή η αναφορά, για να κατανοήσει ο αναγνώστης το τι είχε καταγραφεί στο μυαλό ενός μικρού παιδιού και πόσο αυτή η καταγραφή θα επηρέαζε το μέλλον του…

Στην προεφηβική ηλικία, που όλα ανακαλύπτονται και γράφονται με ισχυρό αποτύπωμα, ο συνδυασμός των θεμάτων του ελληνικού σινεμά και των θεμάτων ενός υψηλού επιπέδου θεάτρου, λειτούργησαν στο μυαλό και τη φαντασία μου με έναν παράξενο τρόπο, που με έφεραν να γοητεύομαι και να προσπαθώ να κατανοήσω τη θεατρικότητα των όσων συνέβαιναν στη μικρή γειτονιά μου. Στον μικρόκοσμο που υπήρχε γύρω μου. Εύρισκα στους καυγάδες, για ασήμαντη αφορμή, ανάμεσα στις γειτόνισσες, να είναι ένα μοναδικό θεατρικό υλικό. Και η μαγεία βρισκόταν στο ότι μέσα στην ένταση και την ευρηματικότητα στους διαλόγους του καυγά, ακούγονταν υπαινιγμοί για την προσωπική ζωή των διαπληκτιζόμενων. Υπαινιγμοί για έρωτες κρυφούς, για ανάμιξη σε παραβατικότητα που αν έφτανε στα αυτιά της αστυνομίας, θα γινόταν το έλα να δεις. Υπαινιγμοί πολιτικών φρονημάτων, άκρως επικίνδυνων αν δημοσιοποιούνταν… Και βέβαια αν όλα αυτά δεν ήταν θεατρική μαγιά, τι άλλο ήταν; Ο υπαινιγμός μπορούσε να τροφοδοτήσει φόβο, μύθο, δεύτερες και τρίτες σκέψεις, μπορούσε να γεννήσει ιστορίες και, φυσικά, για τη φαντασία ενός νέου ανθρώπου που έχει μαγευτεί από το θέατρο, γεννούσε ολόκληρες παραστάσεις. Έπιανα μάλιστα τον εαυτό μου να κάνει και διανομές ρόλων. Που σημαίνει πως αν ποτέ ξεκινούσα να γράφω, ήξερα σε ποια πρόσωπα θα ακουμπούσαν οι χαρακτήρες των ηρώων μου. Ήξερα πώς τους ήθελα, πώς θα δικαιολογούσα τις συμπεριφορές τους.

Μαθητής στο γυμνάσιο πια και με επιλογές στο τι θα έβλεπα στο σινεμά και στο θέατρο, δικές μου πλέον, ενστικτωδώς κατάλαβα πως η γέννηση ενός θεατρικού κειμένου και στη συνέχεια η δυνατότητα της παράστασής του από σκηνής, είχε κανόνες και τεχνικές. Οι ήρωες που θα συναντιόντουσαν στους θεατρικούς διαλόγους, ώστε η δομή τους να γίνει η δομή ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου, έπρεπε να είχαν δύναμη στην υπεράσπιση των θέσεών τους. Έπρεπε δίκαιοι και άδικοι σε συμπεριφορές, να είχαν απόλυτα δίκιο σε εκείνο που πίστευαν. Το ξεχωριστό δίκιο του καθενός θα γεννούσε τις συγκρούσεις στην κάθε ιστορία, στο κάθε θεατρικό έργο. Αυτές οι σκέψεις τι άλλο προμήνυαν από επιλογή ζωής το θέατρο.

Πρέπει εδώ να αναφέρω πως στην απόφασή μου να σπουδάσω θέατρο, για να γράψω θέατρο, έπαιξε ρόλο η φιλόλογος που είχα στις δυο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου που σε εποχές της δικτατορίας, την είδα να βουρκώνει διδάσκοντάς μας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Δεν ξέχασα ποτέ τα ανεπαισθήτως υγρά μάτια της μικροσκοπικής κυρίας Ιφιγένειας Δεληγιαννίδου. Ίσως και να πρόσεξα εγώ μονάχα εκείνο το συγκρατημένο δάκρυ. Ένα δάκρυ μάθημα για τη διαχείριση των αισθημάτων, που όταν είναι γνήσια δεν ξεχύνονται ανεξέλεγκτα και έχουν άλλη δύναμη. Κι όταν λέω μάθημα εννοώ υποκριτικής πρώτα, αλλά και θεατρικής γραφής, αφού το μελό και ο φτηνός συναισθηματισμός είναι ολέθριες παγίδες και στο γράψιμο και στο παίξιμο.

Λήδα Πρωτοψάλτη – Παναγιώτης Μέντης στο έργο ” ΑΝΝΑ ΕΙΠΑ! ” Θέατρο ΣΤΟΑ

Είναι φανερή η διαφορά γραφής θεατρικού έργου του συγγραφέα που οι γνώσεις και οι σπουδές του δεν έχουν περάσει από το θεατρικό σανίδι, όπου πραγματώνεται και δοκιμάζεται η σχέση των θεατρικών ηρώων και του συγγραφέα που έχει σπουδάσει θέατρο και έχει παίξει και ο ίδιος θέατρο πριν ξεκινήσει να γράψει. Σπουδάζοντας θέατρο με την προοπτική του ηθοποιού και όχι του θεατρολόγου. Παίζοντας στη σχολή ή στη σκηνή στη συνέχεια θεατρικά κείμενα αντιλαμβάνεσαι τη θεατρική οικονομία. Θεατρική οικονομία πρέπει να υπάρχει στη γραφή και να αφορά τις σκηνές και την πλοκή τους. Πρέπει η θεατρική οικονομία να καθορίζει το μέγεθος του έργου με βάση τη διαχείριση του ενδιαφέροντός του και στο θέμα και στην πρόσληψή του από τον θεατή. Είναι θέματα που απαιτούν δύο ή και περισσότερες πράξεις, αλλά έχουμε και μονόπρακτα, που η υπόθεσή τους ολοκληρώνεται σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Σαν ηθοποιός στο ξεκίνημα της δουλειάς μου στο θέατρο έπαιξα σε θεατρικά μιούζικαλ και εκεί κατάλαβα την αίσθηση του ρυθμού που πρέπει να έχει ένα θεατρικό κείμενο. Κατάλαβα πως ο ρυθμός δίνει την αίσθηση των λέξεων που χρειάζεται κάθε πρόταση του διαλόγου. Ο ρυθμός καθορίζει την ευκολία στην εκμάθηση του ρόλου από τον ηθοποιό, αλλά και στη γρήγορη πρόσληψη του θέματος από τον θεατή. Οι πολύπλοκες και ευφάνταστες περιγραφές, η παράθεση ωραίων λογοτεχνικών προτάσεων και οι βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις, το μόνο που θα καταφέρουν είναι βαθύτατη πλήξη στην πλατεία του θεάτρου.

Ήταν η χρονιά που τελειώνοντας το γυμνάσιο, βρέθηκα σαν θεατής σε κάποιες παραστάσεις θεατρικών έργων, που έπαιξαν ρόλο στην οριστική μου απόφαση του να ακολουθήσω τον δρόμο του θεάτρου, με απώτερο στόχο το να γράψω θέατρο. Παραμύθι χωρίς όνομα του Ι. Καμπανέλλη. Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού στο Ηρώδειο. Δεν θα ξεχάσω πως στο φινάλε της παράστασης, τελευταία χρονιά της Απριλιανής δικτατορίας, το κοινό γέμισε την ορχήστρα του Ηρωδείου με κόκκινα γαρύφαλλα. Στο Ηρώδειο επίσης Ορέστης του Ευριπίδη και στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είδα Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο του Παύλου Μάτεσι, με μια σπουδαία ερμηνεία του Θύμιου Καρακατσάνη.

Είχα επιλέξει την περιπέτεια του θεάτρου και τους δασκάλους που θα μελετούσα το έργο τους, πριν τολμήσω κι εγώ να γράψω. Φυσικά θα ήταν όλοι οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς που κατέθεταν έργα σταθμούς εκείνη την χρονική περίοδο, αλλά αν πρέπει να αναφερθώ σε εκείνους που το έργο τους με επηρέασε θα στεκόμουν στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Παύλο Μάτεσι και τη Λούλα Αναγνωστάκη. Θαύμασα επίσης την τεχνική και την αμεσότητα στα θεατρικά έργα του Γρηγόρη Ξενόπουλου και του Κώστα Πρετεντέρη. Ενώ στον τομέα της θεατρικής μετάφρασης ξεχώριζα πάντα τον Μάριο Πλωρίτη, τον Κώστα Σταματίου και τον Κώστα Ταχτσή. Με αυτά τα δεδομένα χρειάστηκε η στιγμή για την αφορμή και την αιτία για να ξεκινήσω να γράφω. Έπρεπε να διεκδικήσω το γιατί βρίσκομαι στο θέατρο. Να καταθέσω τους δικούς μου λόγους ακόμα και απέναντι στον εαυτό μου. Κι έτσι το γράψιμο ήρθε σαν διέξοδος. Οι συνθήκες οδήγησαν τα πράγματα στον δρόμο που θα γινόταν προσωπική πορεία.

Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι θα έλεγα σε έναν νέο άνθρωπο που θα με ρωτούσε για την απόφασή του να γράψει θεατρικό έργο. Το πρώτο που θα τον ρωτούσα θα ήταν αν βλέπει θέατρο. Αν είναι μέσα στις απόλυτες προτεραιότητές του το να βλέπει θέατρο. Θέατρο γραμμένο από σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς, έστω και κακοποιημένα ανεβασμένους. Επίσης το αν διαβάζει λογοτεχνία και θεατρικά έργα. Θα του σύστηνα να καθίσει και να σκεφτεί πόσο τον αφορούν όσα συμβαίνουν γύρω του. Πόσο επηρεάζουν τον ψυχισμό του οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες όπως διαμορφώνονται από την καθημερινότητα. Θα του έλεγα να σκεφτεί πόσο θα τολμούσε να πάρει το ρίσκο να εκτεθεί στην κοινωνική κριτική, ακόμα και στην απόρριψη, από τους συνανθρώπους του, μέχρι και το οικογενειακό του περιβάλλον. Είναι μια σκληρά μοναχική πορεία η επιλογή τού να επιχειρήσεις να ζήσεις από το θέατρο και μάλιστα γράφοντας. Στο επιχείρημα: «Μα θα κάνω μια άλλη δουλειά για τα προς το ζην», θα του έλεγα να αφοσιωθεί σε εκείνη την άλλη δουλειά, κάνοντάς την καλά και να ξεχάσει το θέατρο σαν επάγγελμα. Θα του έλεγα πάρα πολλά ακόμα, αλλά σαν κυριότερη συμβουλή θα του έλεγα να μην παρακολουθήσει ποτέ μα ποτέ μαθήματα θεατρικής γραφής σε διάφορα στούντιο. Αν επιλέξει για σπουδές του τη θεατρολογία, εκεί θα μάθει περί τεχνικής και αισθητικής πολλά θεωρητικά. Για να γίνει όμως συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας, και μάλιστα ξεχωριστός και με προσωπικό αποτύπωμα, αυτό θα το κερδίσει μόνος του. Με μόνες προϋποθέσεις: Διάβασμα! Πολύ διάβασμα! Και πάλι διάβασμα! Και παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων. Το διάβασμα και η παρακολούθηση παραστάσεων, είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για την απόκτηση γνώσης, την οποία αφού την αφομοιώσεις, θα ανακαλύψεις τον τρόπο ακόμα και να απορρίψεις καθιερωμένους κανόνες, τολμώντας τις δικές σου δημιουργικές προτάσεις. Α, ναι! Θα του ευχόμουν επίσης: Καλή τύχη! Η τύχη χρειάζεται διαρκώς, όση προετοιμασία προσωπική κι αν έχουμε οργανώσει. Υπάρχει μια ανεξήγητη συμπαντική δύναμη που κρατά τα κλειδιά στις πόρτες που εκείνη θα επιλέξει πότε και αν θα μας τις ανοίξει. Η προετοιμασία είναι το εφόδιο για το επικείμενο ταξίδι. Τα σχέδια που οργανώνουμε με επιμέλεια και φροντίδα, προχωρώντας στη ζωή μας, θα αντιληφθούμε πως θα απορρίπτονται πάντα. Εκείνα που ευδοκιμούν θα είναι όσα η Καλή τύχη θα επιλέξει για την πορεία μας.

Στις μέρες μας είναι φανερό πως όπως όλα αναθεωρούνται, αναθεωρείται και το τι είναι, τι σημαίνει θέατρο. Σε μια εποχή που τα θέματα των ιδεολογιών, που σφράγισαν πολιτικά και κοινωνικά τον αιώνα που πέρασε, κλονίζονται, και αναζητιέται η προσαρμογή ή η ανακάλυψη καινούργιου τρόπου σκέψης πάνω στο κάθε τι. Είναι απόλυτα φυσικό και το θέατρο, σαν ένας ζωντανός οργανισμός παραγωγής σκέψεων και ιδεών, να περνά όχι κρίση, αλλά μεταβάσεις αμφισβήτησης των όποιων θεωρητικά δεδομένων. Σε μια εποχή διαρκούς πληροφόρησης, κατασκευής σεναρίων συνωμοσιολογίας, απόρριψης σήμερα όσων εκθειάζονταν χθες, πώς γράφεται αλήθεια θεατρικό έργο; Πιστεύω, παρ’ όλα αυτά, πως αν κρατήσουμε πυξίδα στο να κτίζουμε ιστορίες, ξεχωριστά και εύληπτα παραμύθια που θα μοιραζόμαστε με όσους τους γεννηθεί το ενδιαφέρον να τα ακούσουν και να τα δουν σε πράξεις από σκηνής, θα γεννηθεί η θεατρική γραφή του αύριο, του αέναου αύριο, φέρνοντας ανανέωση και «καινούργιους τρόπους έκφρασης», όπως έγραψε στον Γλάρο του ο Τσέχωφ.

Δήμητρα Χατούπη – Πασχάλης Τσαρούχας στο έργο ” ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ” Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν

Την εποχή που γεννήθηκε η προσωπική μου συγγραφική παραγωγή, είχαν κυριαρχία στα θεατρικά πράγματα οι σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Αντώνης Αντύπας. Γράφοντας συνομιλούσα με την αισθητική τους. Αλλάζοντας οι εποχές, νομίζω πως δικαιωματικά με τους νεότερους σκηνοθέτες, πρέπει να έχουν τα πρωτεία να συνομιλήσουν και νεότεροι θεατρικοί συγγραφείς.

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με μια ευχή για όσους εργάζονται στο Θέατρο. Συγγραφείς, Ηθοποιοί, Σκηνοθέτες, Σκηνογράφοι, Τεχνικοί και όλες οι άλλες ειδικότητες που συνεργάζονται στην παραγωγή κάθε παράστασης. Εύχομαι να δημιουργηθούν και πάλι οι συνθήκες όλοι αυτοί οι άνθρωποι να απολαμβάνουν και πάλι τη δυνατότητα να ζουν από τη δουλειά τους. Ανήκω σε μια γενιά που εργάστηκε, έζησε, έκανε οικογένεια, βρήκε τον δρόμο της, με τις οικονομικές δυνατότητες που έδινε το θέατρο σαν επαγγελματική επιλογή. Σήμερα τα πράγματα είναι διαρκώς μετέωρα. Η τέχνη του θεάτρου αντιμετωπίζεται σαν υποτιθέμενη χάρη που κάνει κάποιος που διαθέτει χρήματα, σε κάποιους που προσπαθούν να στριμωχτούν διεκδικώντας μια χαραμάδα φως, που θα φωτίσει την καλλιτεχνική φιλοδοξία τους. Δεκάδες διαγωνισμοί συγγραφής θεατρικού έργου, σε κάποιους μάλιστα έχει αρχίσει να χρειάζεται χρηματικό αντίτιμο για τη συμμετοχή. Χώροι χωρίς προδιαγραφές ασφάλειας για τους θεατές και για τους καλλιτέχνες αφήνουν κέρδη στους διαχειριστές τους. Ευγενείς στόχοι και όνειρα έρχονται αντιμέτωπα με το πλήρες αδιέξοδο. Αυτή και ίσως ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στον χώρο του θεατρικού τοπίου σήμερα. Θα σκεφθείτε ίσως, μα πάντα δύσκολα δεν ήτανε τα πράγματα για τις τέχνες; Ήταν δύσκολα, αλλά γρήγορα ο χώρος αυτορυθμιζόταν. Στις μέρες μας που η εκμετάλλευση της ψευδαίσθησης αποδείχθηκε πιο επικερδής, είναι απαραίτητη ευχή και άμεση ανάγκη κάτι να αλλάξει.

Πέρα όμως από κάθε δυσκολία και δοκιμασία, αν η ζωή επέλεξε να την ταξιδέψεις με όχημα το θέατρο, τις ιστορίες του, τα φώτα και τα σκοτάδια του. Γέμισε την ψυχή και τη βαλίτσα σου με όσα νιώσεις πως χρειάζεσαι από τους πιο παλιούς ταξιδευτές και ξεκίνα το δικό σου ταξίδι!

Μαρία Τσιμά: “Εμείς συνεχίζουμε στο θέατρο αλλά σκεφτόμαστε αυτούς που δεν πρόλαβαν”

“Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα” του Τ.Κούσνερ – σκηνοθεσία: Γ.Μόσχος

Ένα βράδυ του 1983 στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στη Δόμπολη, μια παρέα από φοιτητές κατέβηκε από την σκηνή και πέρασε ανάμεσά μας. Είχαν μόλις τελειώσει οι Εσωτερικαί Ειδήσεις του Μάριου Ποντίκα και στα μεγάφωνα η Κατερίνα Γώγου φώναζε δυνατά: Βουλιάζουμε. Ήμουνα πρωτοετής φοιτήτρια Φιλοσοφικής και στο νησί μου δεν είχα παρακολουθήσει θέατρο. Αυτό που είδα στη σκηνή αλλά και το πέρασμα των ηθοποιών δίπλα μου, αυτή η πρωτόγνωρη θερμότητα, η συγκέντρωση, αυτή η σύνδεση με το πραγματικό αλλά την ίδια στιγμή και με το «άλλο» έκανε την καρδιά μου να στείλει αίμα πιο γρήγορα, να ανοίξει, να σπάσει. Ένα ηχηρό κρακ. Όλα ήταν πιο οικεία και την ίδια στιγμή άγνωστα. Την άλλη μέρα πήρα το σακίδιο μου και πήγα στη Θεατρική Συντροφιά Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στη ΘΕΣΠΙ. Που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Πρόβες μέρα νύχτα, ξενύχτια, μαθήματα φωνητικής και ορθοφωνίας από τους ηθοποιούς του ΔΗΠΕΘΙ, αναγνώσεις θεατρικών έργων, συζητήσεις, γενικές, ύπνος μέχρι και πάνω στη σκηνή σε sleeping bags  για να φυλάμε τον τεχνικό εξοπλισμό, οι φιλίες, οι έρωτες. Η παρέα μεγάλωνε και δυνάμωνε. Κι ανάμεσά μας ένα πλάσμα από έναν άλλο κόσμο. Τόσο βαθιά λυπημένο και αισθαντικό, τόσο ειλικρινές και τολμηρό, που σε άφηνε άφωνο. Η Κατερίνα Ασλάνη από την Χαλκίδα. Τα μάτια της φεγγοβολούσαν και η φωνή της βαθιά. Είχα την τύχη να κάνω μαζί της την Αδέσμευτη του Τ.Ουίλλιαμς  στο μπαρ Πολύτροπο σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη.

Φωτογραφία από την “Αδέσμευτη”

Τότε ήταν πρωτοποριακή μια τέτοια κίνηση. Πρώτη μας επαφή με το κοινό. Η Κατερίνα υποδυόταν τη μάνα με μια ωριμότητα και θλίψη που ήταν πέρα από τον ψυχισμό ενός νέου κοριτσιού. Ήταν σοκαριστικά αληθινή. Σαν να είχε πάνω της όλο το βάρος του κόσμου. Παθιαζόταν, δούλευε νυχθημερόν, συνέχεια δοκίμαζε. Ανήσυχη και αυθεντική. Κατέβηκε στην Αθήνα και έδωσε εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο την βρήκα στο δεύτερο έτος.

Η Κατερίνα Ασλάνη

Ήμουνα χαρούμενη που θα ήμασταν στην ίδια σχολή και θα γινόμασταν ηθοποιοί. Εκείνο λοιπόν τον πρώτο χρόνο των θεατρικών μας σπουδών, την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου η Κατερίνα άφηνε την τελευταία της πνοή στο Νίμιτς. Στο παράθυρο του δωματίου της υπήρχαν κίτρινες φρέζιες και οι τραγωδίες του Αισχύλου. Ένιωθε το τέλος και ήξερε ότι η φωνή της θα μείνει για πάντα σε κάποιο βουνό της Ηπείρου.

“Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” του Α.Δήμου – σκηνοθεσία: Π.Δεληνικόπουλος

Είναι 36 χρόνια πεθαμένη. Εμείς συνεχίζουμε στο θέατρο αλλά η τόσο άδικη φυγή της φίλης μας της Κατερίνας, αυτή η πρώτη απώλεια στο ξεκίνημα της νεότητας, μας κάνει πάντα να σκεφτόμαστε αυτούς που δεν πρόλαβαν, αυτούς που έφυγαν τόσο πρόωρα και η ζωή μας όπως και το θέατρο στερήθηκαν την ευγενική τους καρδιά, τη στοργή τους και το ταλέντο τους. Κι όσες φορές απελπίζομαι από τις πιέσεις, την αστάθεια, τις ήττες, τις κάθε είδους καταστροφές στην οικογένεια του θεάτρου η σκέψη μου επιστρέφει στο λυπημένο κορίτσι που δεν πρόλαβε.

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: “Το θέατρο είναι ένα Φάντασμα”

Το Θέατρο είναι ένα Φάντασμα. Συλλαμβάνεται απρόσμενα σε έναν κόσμο Ιδεών με το θράσος της ενσάρκωσης και παίζει με την πραγματικότητα μέχρι να γίνει κάτι σαν αλήθεια. Το θέατρο είναι ένα Φάντασμα· γεννιέται στις 21:15 στο απόλυτο σκοτάδι για να πεθάνει γύρω στα μεσάνυχτα λουσμένο απ’ το Φως. Το θέατρο στοιχειώνει σκέψεις, καρδιές, συνειδήσεις και ζει μαζί τους για πάντα. Ως γνήσιο Φάντασμα, έρχεται από μια παλιά ζωή σου με τη μορφή κάποιου που αγάπησες ή φοβήθηκες πολύ για να σε εξημερώσει. Σήμερα έχει το ένα όνομα ή αίσθημα και αύριο το άλλο και όλα, έγκυρα κι εξαργυρώσιμα, σημαίνουν εξίσου μια ενδεχόμενη ταυτότητα.

Απλή Μετάβαση – Εθνικό Θέατρο 2019 / Σκηνοθεσία Μίνως Θεοχάρης

Το Θέατρο είναι το φάντασμα του Άμλετ του πρεσβύτερου κι η δράση του νεώτερου. Είναι ο από μηχανής Θεός της τραγωδίας που δίνει τη λύση όταν κάθε λύση πέφτει στο κενό. Είναι η αρρώστια που στοιχειώνει τον Όσβαλντ και οι έρωτες της Μπλανς. Είναι ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα που θα κείτονται νεκροί και ταυτόχρονα θα ζουν για πάντα.

Ουρανία – Θέατρο 104 2018 / Σκηνοθεσία: Γιώργος Σουλειμάν
Το Παιχνίδι της Σφαγής – Εθνικό Θέατρο 2018 / Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας

Το Θέατρο είναι η παντοτινή στιγμή και το στιγμιαίο για πάντα. Είναι το αίνιγμα και ο χρησμός, η πληγή και το φιλί, τα μεγάλα λόγια κι η σιωπή, η γεναιοδωρία της σκιάς και των ψιθύρων. Το Θέατρο είναι ένα Φάντασμα· δεν το αγγίζεις μα σε αγγίζει, δεν σε γνωρίζει μα σε ξέρει. Χωράει αμέτρητες ζωές, όλες τις εποχές, την απαρχή του Χρόνου κι ωστόσο αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει. Κι αυτή είναι μάλλον η μεγάλη του γοητεία: Αυτό το “παίζω” αντί για “ζω” που κάνει την Αθανασία μια σταλιά πιο πιθανή.

Χρίστος Στυλιανού: “Αυτές οι ζωές των άλλων που καλούμαι να ανακαλύψω κάθε φορά είναι ένα ταξίδι”

Επτά επί Θήβας – σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις

Το θέατρο είναι για μένα συναντήσεις. Συνεργασίες, καινούριοι άνθρωποι σχεδόν κάθε δυο μήνες και καινούρια συναισθήματα, θετικά κι αρνητικά. Ασκεί σε μένα μια περίεργη έλξη από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με αυτό στα χρόνια του Πανεπιστημίου όπου από σπόντα και σαν χάρη σε μια φίλη μπήκα στον θεατρικό όμιλο. Και τώρα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εκείνη η στιγμή και η δυναμική της επίδραση στη ζωή μου συνεχίζει να με καθορίζει και να με τροφοδοτεί.

Πουπουλένιος – σκηνοθεσία: Μαίρη Ανδρέου

Το θέατρο έχει τη γοητεία ενός πράγματος που ξέρεις εκ των προτέρων ότι έχει ημερομηνία λήξης. Μια παράσταση -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- κρατάει 2 με 3 μήνες και μετά το μόνο αποδεικτικό είναι κάποιες φωτογραφίες ή μια βιντεοσκόπηση για το αρχείο του θεάτρου. Ταυτόχρονα όμως αυτό σε κάνει να θες να ζήσεις την κάθε στιγμή και να μπορέσεις να “γνωρίσεις” τον καινούριο εαυτό που υποδύεσαι όσο πιο καλά και εις βάθος μπορείς. Μπαίνεις δυο ή τρεις φορές το χρόνο σε άλλες εσωτερικές διεργασίες, σε άλλες ψυχικές μετατοπίσεις -με άλλα λόγια το μυαλό σου, η ενέργειά σου όλη διοχετεύεται στην ανακάλυψη μιας καινούριας ταυτότητας που ξέρεις παράλληλα πως θα “πεθάνει” αμέσως μετά.

Οικογενειακή γιορτή-Festen – Σκηνοθεσία: Γιάννης Παρασκευόπουλος

Αυτές οι ζωές των άλλων που καλούμαι να ανακαλύψω κάθε φορά είναι ένα ταξίδι μέσα από το οποίο ελπίζω να γνωρίσω έναν καινούριο τρόπο σκέψης, μια κρυμμένη και ενίοτε ανομολόγητη πλευρά μου. Και μέσω αυτής της ανακάλυψης -κι επειδή θέατρο χωρίς τον θεατή δεν υφίσταται-, ελπίζω να “μετακινήσω” έστω κι έναν άνθρωπο. Να γίνει κοινωνός ενός γεγονότος που μπορεί να τον μετακινήσει έστω και μία μοίρα -πολλές φορές αυτό είναι αρκετό. Κάποιες φορές πετυχαίνει, τις περισσότερες ίσως όχι στο βαθμό που θα επιθυμούσα. Αλλά το θέατρο ως μια “επαναληπτική” τέχνη σου δίνει γενναιόδωρα την ευκαιρία να προσπαθείς ξανά και ξανά -ούτως ή άλλως τελειότητα δεν υπάρχει. Και πάνω από όλα σου επιτρέπει να κάνεις λάθη χωρίς τις συνέπειες που τα ίδια αυτά λάθη θα είχαν στην πραγματική ζωή. Κι αυτό είναι πραγματικά ανακουφιστικό αν το σκεφτείς!

*Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου καθιερώθηκε το 1962 από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, με την έναρξη της σεζόν του «Θεάτρου των Εθνών» στο Παρίσι και με το πρώτο μήνυμα να γράφεται από τον Ζαν Κοκτώ. Έκτοτε, η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου εορτάζεται στις 27 Μαρτίου από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα, εκπροσωπώντας μια ευκαιρία υπενθύμισης της ετερότητας αυτής της καλλιτεχνικής έκφρασης και προώθησης του αντίκτυπου που έχει στις σύγχρονες κοινωνίες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα