Σαν σήμερα πέθανε ο Σάμιουελ Μπέκετ και η αναμονή συνεχίζεται
Για τον Μπέκετ, το κενό και τις απρόσμενες συγγένειες των δημιουργών
Ο Σάμιουελ Μπέκετ θεωρείται ευρέως ως ένας από τους πιο σκοτεινούς, παράξενους και δραματικά καινοτόμους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Απέκτησε διεθνή φήμη, εν μέρει, προκαλώντας σύγχυση και απογοήτευση στο κοινό. Πρόκειται για ένα έργο καλυμμένο με μια στρώση παραλογισμού και στάζει μαύρο χιούμορ. Παρόλα αυτά, ή ίσως ακριβώς για αυτό, το έργο του Μπέκετ είναι βαθιά συγκινητικό και ειλικρινές, θέτοντας τους πόνους και τις δυσκολίες της ανθρώπινης εμπειρίας στο επίκεντρο και ρίχνοντας φως πάνω τους, ώστε να μπορούμε να τα δούμε καλύτερα, να γελάσουμε, να κλάψουμε και να τα αποδεχτούμε. Ο Μπέκετ γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1906 και έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1989. Από μικρή ηλικία είχε γίνει αντιληπτή η έφεση του στον κόσμο των γραμμάτων. Κάτι που επιβεβαιώνεται και κατά την αποφοίτηση του, το 1927, όταν τελείωσε πρώτος στην τάξη του στοTrinity College του Δουβλίνου και έλαβε το χρυσό μετάλλιο του κολεγίου. Μετά την αποφοίτησή του, συμμετείχε σε ένα διετές πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών στο Παρίσι, με σκοπό την συγγραφή και την διδασκαλία, πριν επιστρέψει στο Δουβλίνο για να εργαστεί ως λέκτορας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι γνώρισε τον Τζέιμς Τζόις, μια συνάντηση που θα επηρέαζε καθοριστικά την μετέπειτα πορεία του. Ωστόσο, μετά την επιστροφή του στο Δουβλίνο για να διδάξει, ο Μπέκετ παραιτήθηκε σχετικά γρήγορα, αισθανόμενος μια βαθιά αποστροφή για τον ρόλο του δασκάλου. Δεν μπορούσε, όπως ο ίδιος πίστευε, να διδάξει κάτι για το οποίο δεν ήταν ο ίδιος απολύτως βέβαιος. Από εκεί και πέρα, ο Μπέκετ αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Η καριέρα του μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλα μέρη: πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ήταν ακόμα άγνωστος ως συγγραφέας στο ευρύ κοινό, το έργο του ήταν πιο ακαδημαϊκό και διανοητικό. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν έργα όπως Proust (1930), το More Pricks than Kicks (1934) και το Murphy (1938). Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, το έργο του άρχισε να αλλάζει με έναν σχεδόν οργανικό τρόπο, γινόταν πιο ακατάστατο και ταυτόχρονα πιο συμπαγές. Μεταξύ 1946 και 1960 περίπου, ο Μπέκετ έγραφε με πάθος, με μια νέα δημιουργική οξυδέρκεια και πνευματική ωριμότητα. Αυτή η περίοδος θα οδηγούσε τελικά σε μια σημαντική καμπή στην καριέρα του. Το 1952, το θεατρικό έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» (En attendant Godot) – το οποίο έγραψε αρχικά στα γαλλικά, καθώς, όπως ο ίδιος έλεγε, «στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος» (Esslin, 119) – γνώρισε σχεδόν αμέσως μεγάλη επιτυχία μετά την παρουσίασή του στο κοινό, κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση, εν μέρει ακριβώς επειδή ήταν τόσο αντισυμβατικό και μπερδεμένο για τους θεατές. Ο αυθεντικός τίτλος, «En attendant Godot», συμπυκνώνει αυτή την πρόθεση του Μπέκετ να απογυμνώσει τη γλώσσα από κάθε λογοτεχνική επιτήδευση. Επιλέγοντας να γράψει σε μια γλώσσα που δεν ήταν η μητρική του, επιδίωκε μια σχεδόν ασκητική λιτότητα, μια γραφή χωρίς «ύφος», χωρίς ρητορικά στολίδια, μια γραφή που θα υπηρετούσε αποκλειστικά την κατάσταση, την αναμονή και το κενό που αυτή γεννά. Σύμφωνα με τον επίσημο βιογράφο του, James Knowlson, ο Μπέκετ παραδέχτηκε ότι ως πρώτη έμπνευση για το Περιμένοντας τον Γκοντό υπήρξε μια εικόνα που είχε στο μυαλό του από έναν πίνακα του Γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich, με τίτλο “Man and Woman Contemplating the Moon” Η υπόθεση του έργου είναι, φαινομενικά, απλή και βασίζεται σε μια δραματουργική συνθήκη γνώριμη στο θέατρο εδώ και αιώνες: δύο πρόσωπα βρίσκονται επί σκηνής και περιμένουν κάποιον ή κάτι. Στο Περιμένοντας τον Γκοντό, οι δύο αυτοί άνδρες (ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, ή αλλιώς ο Ντιντί και ο Γκογκό) περιμένουν έναν άνθρωπο με το όνομα Γκοντό. Σε παρόμοια έργα, η αναμονή οδηγεί συνήθως σε μια λύση, σε μια εμφάνιση ή σε κάποιο γεγονός που κινεί την πλοκή και δίνει νόημα σε όσα προηγήθηκαν. Ο Μπέκετ, όμως, ανατρέπει αυτή τη σύμβαση ριζικά: στο τέλος δεν υπάρχει εξέλιξη, ούτε κορύφωση, ούτε ανατροπή. Δεν συμβαίνει τίποτα. Ή, για να ακριβολογήσουμε, δεν εμφανίζεται ποτέ κάποιος με το όνομα Γκοντό.
Και όμως, αυτή ακριβώς η απουσία εξέλιξης είναι που κάνει το Περιμένοντας τον Γκοντό τόσο επίκαιρο σήμερα. Γιατί ο Γκοντό δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο που δεν έρχεται. Είναι μια υπόσχεση που αναβάλλεται, μια αλλαγή που μετατίθεται συνεχώς για αύριο, μια λύση που δεν φτάνει ποτέ. Στον κόσμο του Μπέκετ, οι ήρωες περιμένουν χωρίς να είναι βέβαιοι τι περιμένουν και γιατί συνεχίζουν να περιμένουν. Κι όμως, παραμένουν εκεί. Μιλούν για να σπάσουν τη σιωπή, επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις, γεμίζουν τον χρόνο για να αντέξουν την ακινησία. Όχι επειδή ελπίζουν πραγματικά, αλλά επειδή η αναμονή είναι προτιμότερη από το κενό. Και εάν όντως όλοι οι καλλιτέχνες, δημιουργοί συγγενεύουν μεταξύ τους τότε ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί και να υφίσταται με το έργο του Gaspar Noé «Enter the void» (2009) – αν και κινούνται σε διαφορετικά μέσα και αισθητικές, συναντιούνται σε ένα κοινό σημείο: στο κενό ως κατάσταση ύπαρξης και όχι ως απουσία νοήματος που πρέπει να «γεμίσει», καθώς ο θεατής βυθίζεται σε μια αποσωματωμένη εμπειρία συνείδησης. Ίσως, λοιπόν, το κενό να μην είναι πάντα αυτό που πρέπει να αποφύγουμε. Όχι το επικίνδυνο διάστημα ανάμεσα σε δύο σημεία, όπως μας προειδοποιεί η φωνή στο μετρό «mind the gap» αλλά ένας ενδιάμεσος χώρος που ζητά να τον διασχίσουμε. Σε αυτή τη διαφορετική ανάγνωση του κενού συναντά κανείς και το έργο του Χρυσόστομου Σταμούλη, Mind the Gap (2025), όπου το κενό δεν αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη σωματική μας ακεραιότητα, αλλά ως πράξη κένωσης: ως η εκούσια απογύμνωση του εαυτού, προκειμένου να χωρέσει ο «Άλλος», να καταστεί δυνατή η σχέση και η εκστατική κίνηση προς τα έξωθεν.
Υπό αυτό το πρίσμα, το κενό παύει να είναι ακινησία και γίνεται πέρασμα. Δεν είναι το τέλος της διαδρομής, αλλά το όχημα που επιτρέπει τη μετάβαση προς ένα «αλλού» — ένα αλλού που δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά προκύπτει μόνο αν τολμήσουμε να σταθούμε μέσα στην αναμονή. Και ίσως εκεί να συναντάμε ξανά τον Μπέκετ. Γιατί στο Περιμένοντας τον Γκοντό, το κενό δεν γεμίζει, ούτε εξηγείται, βιώνεται. Οι ήρωες δεν περνούν απέναντι, αλλά μένουν στο ενδιάμεσο, σε μια διαρκή αναμονή που τους κρατά ανθρώπινους, εύθραυστους και πάνω από όλα – παρόντες.
Σαν σήμερα, που ο Σάμιουελ Μπέκετ έφυγε από τη ζωή, ο Γκοντό εξακολουθεί να μην έρχεται. Κι όμως, ίσως αυτό να μην είναι αποτυχία, αλλά υπενθύμιση: ότι μέσα στο κενό, στην παύση, στην αναμονή, στη σιωπή, μπορεί να γεννηθεί μια άλλη μορφή νοήματος. Όχι ως απάντηση, αλλά ως σχέση. Όχι ως άφιξη, αλλά ως παραμονή.
1) Έσσλιν, Μάρτιν. Το Θέατρο του Παραλόγου. Μτφ. Μάγια Λυμπεροπούλου. Εκδ. Δωδώνη 2) The stranger Philosopher in History – Samuel Becket (2024) 3) “Περιμένοντας τον Γκοντό”: Μια φαινομενολογική ανάγνωση (Τόνια Τσαμούρη, 2018) 4) “Mind the Gap”, Χρυσόστομος Σταμούλης (2025) Εκδ. Αρμός 5) “Enter the Void”, Gaspar Noe (2009) 6)”Man and Woman Contemplating the Moon” Caspar David Friedrich (1818-24)
