Τι συμβαίνει στις πρόβες του “Βίρα τις άγκυρες” – Τρυπώσαμε και τα είδαμε όλα
Το θρυλικό έργο των Ρέππα - Παπαθανασίου επιστρέφει μετά από δεκαετίες - Μιλήσαμε με σπουδαίους συντελεστές
26 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του ιστορικού, πλέον, έργου «Βίρα τις άγκυρες» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, μία νέα εκδοχή του θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στη Θεσσαλονίκη, σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία του Αστέρη Πελτέκη και με σπουδαίους συντελεστές πάνω και κάτω από τη σκηνή.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 130 χρόνων επιθεώρησης, η απόφαση του σπουδαίου συγγραφικού διδύμου που μας έχει χαρίσει τεράστιες επιτυχίες τόσο στο θέατρο, όσο και στη τηλεόραση και το σινεμά, να εμπιστευτεί το έργο του στο όραμα του Πελτέκη – γνωρίζοντας μάλιστα στον χώρο πως πολλοί έχουν κατά καιρούς ζητήσει να ανεβάσουν τις «άγκυρες» αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν δώσει την άδεια οι συγγραφείς του – και να φτιάξουν μία σημαντική «συνέχεια» της πορείας του, αυτή τη φορά υπό τη σκέπη του Κρατικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης με τη συμβολή εξαιρετικών καλλιτεχνών από όλους τους χώρους, κάτι που δεν είναι εύκολο να συναντήσεις πλέον συχνά στα θέατρα, ειδικά του ελεύθερου θεάτρου και αυτό, από μόνο του προσθέτει μία αξία στη σημασία τέτοιων φορέων και των δυνατοτήτων τους.
Σε σκηνοθεσία λοιπόν, του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Αστέριου Πελτέκη, η νέα οπτική της παράστασης φιλοδοξεί να ψυχαγωγήσει, να σατιρίσει αλλά κυρίως να ταξιδέψει το κοινό. Εκκινώντας από το 1894 και την πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική επιθεώρηση «Λίγο απ’ όλα», οι δύο συγγραφείς μας ταξιδεύουν στον χρόνο καθώς μας μεταφέρουν στον λαμπερό κόσμο της Επιθεώρησης, παρουσιάζοντας τη μάχη επιβίωσης που έδιναν οι ηθοποιοί και οι συντελεστές της, με φόντο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της εποχής.
Φωτογραφίες για την Parallaxi: Ευθύμης Βλάχος
Αντλώντας υλικό από αυτοβιογραφίες μεγάλων πρωταγωνιστριών της εποχής, όπως η Σπεράντζα Βρανά, η Άννα Καλουτά, η Μαρίκα Νέζερ, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, και συνδυάζοντάς το με βιογραφικά στοιχεία μεγάλων κυριών του θεάτρου αλλά και με αφηγήσεις ή φήμες που κυκλοφορούσαν στον θεατρικό χώρο, οι δύο συγγραφείς συνέθεσαν τα βασικά πρόσωπα του έργου μέσα από «υπαρκτά υλικά».
Πρεμιέρα της παράστασης, αυτή την Κυριακή, 17 Δεκεμβρίου στις 20.00
Πηγαίνοντας σε μία από τις τελευταίες πρόβες τους, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα τους στη σκηνή της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, βρέθηκα σε ένα κόσμο μουσικής, τέχνης, πάθους και αγωνίας για ένα αποτέλεσμα που θα πρέπει να μεταφέρει στο κοινό μία άλλη εποχή, μέσα από λόγια, μουσικές, όργανα, σκηνικά, κοστούμια και τραγούδια. Να μεταφέρει ιστορίες που στις μέρες μας, πολλοί που θα αποφασίσουν να δουν την παράσταση, ενδεχομένως δεν θα έχουν καμία προηγούμενη αναφορά για την επιθεώρηση και ίσως, την ιστορία του θεάτρου αλλά και γνωστών τραγουδιών που έχουν τη ρίζα τους σε εκείνες τις επιθεωρήσεις της παλιάς Ελλάδας.
Για όλα αυτά, μιλούν στην Parallaxi συντελεστές του «Βίρα της άγκυρες» προσπαθώντας, κάπως νωρίτερα από την πρεμιέρα, να μας μεταφέρουν την αισθητική της παράστασης.
Αστέρης Πελτέκης: «… για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι»
Ευελπιστώ ότι θα είναι ένα θέαμα ψυχαγωγικό που θα προβληματίσει, θα κάνει να γελάσει το κοινό αλλά και να συγκινηθεί» αναφέρει ο σκηνοθέτης της δουλειάς, ο Αδτέρης Πελτέκης συμπληρώνοντας πως «Η πρόθεση μου είναι να γίνει μία παράσταση «κλόουν» με την καλή έννοια, αυτή με το χαμόγελο και ταυτόχρονα με το δάκρυ. Όπως είναι αυτό το γκροτέσκο χαμόγελο του κλόουν. Πιστεύω πως είναι μία παράσταση που θα έχει μεγάλη ανταπόκριση και ήδη τα δείγματα εδώ και πολύ καιρό με την προπώληση είναι πολύ ενθαρρυντικά. Είναι ένα έργο που αξίζει, μετά από 27 και πλέον χρόνια από την πρώτη, εμβληματική παράσταση, να τύχει του ανεβάσματος σε μια μεγάλη σκηνή με τον όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο που θα την αναδείξει. Ήταν μία πολύ καλή συγκυρία, λόγω των 130 χρόνων από την πρώτη επιθεώρηση. Έγινε η επαφή με τον Μιχάλη Ρέππα και τον Θανάση Παπαθανασίου και πραγματικά ενώ ήξερα ότι το ζητούσαν κατά καιρούς διάφοροι και δεν το είχαν δώσει, σκέφτηκα ότι επειδή είναι η θεσσαλονίκη και επειδή ήθελα κι εγώ πολύ να το κάνω, μέσα από μία τέτοια θετική προσέγγιση θα βγει κάτι καλό. Κι έτσι το δοκίμασα και τελικά ανταποκρίθηκαν πολύ θετικά και τους ευχαριστώ για αυτή την τιμή. Μάλιστα, ήρθαν και σε κάποιες πρόβες και τους περιμένουμε τώρα ξανά. Θα κάνουμε και μία ημερίδα την Κυριακή για το γέλιο, με ενδιαφέροντες ομιλητές και μαζί τους.
Είναι μία παράσταση στην πραγματικότητα, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Αυτό που εγώ προσθέτω στη σκηνοθεσία αλλά υπάρχει και ως στοιχείο στο κείμενο, είναι πως προσπαθώ παράλληλα να περάσω μέσα από κάποια ντοκουμέντα, κάποια αρχεία και προβολές που έτσι κι αλλιώς διέπουν τη σκηνοθεσία, να περάσω την παράλληλη δράση, την ανάγκη δηλαδή δημιουργίας αυτών των εμβληματικών νούμερων και τραγουδιών που άφησαν ιστορία. Νομίζω πως αυτό το δίπολο της ιστορίας μαζί με την θεατρική ιστορία και τη διαδρομή του θεατρικού είδους, των θιάσων και των ηθοποιών στην Ελλάδα έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σχετικά με τους ηθοποιούς μου, τους περισσότερους τους ήξερα από πριν, είχαμε δουλέψει μαζί, κάποιους βέβαια τους θαυμάζω χωρίς να έχουμε δουλέψει και γι’ αυτό τους προσκάλεσα να είναι μαζί μας. Έχουμε μαζί μας υπέροχους ηθοποιούς και συντελεστές με μεγάλη ιστορία…
Δημήτρης Παπάζογλου: «Ήταν πιο δύσκολο να προσαρμόσω αυτούς τους ηθοποιούς από εκείνους της παλιάς παράστασης»
«Έχει μία τιμή να σε φωνάζουν για κάτι που είχες ανεβάσει πριν τόσα χρόνια. Ξέρετε πολλές φορές βλέπω και σκέφτομαι το χω κάνει εγώ αυτό… Από τότε, έχουν αλλάξει δύο γενιές, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί σήμερα. Δεν έχουν μνήμες από τους καλλιτέχνες της επιθεώρησης, μόνο από τον ελληνικό κινηματογράφο κι αυτό ήταν μία δυσκολία για μένα εδώ. Ήταν πιο δύσκολο να προσαρμόσω αυτούς τους ηθοποιούς από εκείνους της παλιάς παράστασης. Άλλωστε και το ίδιο το θέατρο ήταν αλλιώς τότε και αλλιώς τώρα. Σκεφτείτε ότι όταν εγώ δούλευα στο θέατρο κάναμε 9 παραστάσεις την εβδομάδα και μετά βγαίναμε για φαγητό, διασκεδάζαμε. Τώρα δεν υπάρχει πλέον αυτό.
Πρέπει να σας όμως πως ήρθα στη Θεσσαλονίκη με πολύ χαρά εδώ για να το κάνω αυτό. Φέτος γιορτάζονται τα 62 χρόνια του Κρατικού Θεάτρου και μέσα σε αυτά, ξέρετε έχω βάλει και εγώ τρεις κουκίδες. Με το «Έλα απόψε στου Μελά» με σκηνοθέτη τον Γιάννη Καρατζόπουλ, μετά με τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» με σκηνοθέτη τον Σταματη Φασουλη και τώρα με το «Βιρα τις άγκυρες». Κάθε πέντε χρόνια με φωνάζουν, οπότε ραντεβού πια το 2028 (γέλια)»
Γιώργος Ανδρέου: «Υπήρχε ένα τεράστιο υλικό το οποίο έπρεπε να ενορχηστρωθεί»
Είναι μία πολύ μεγάλη χρονική διαστολή που έχει η παράσταση, γιατί ξεκινάει από το 1925 και φτάνει περίπου μέχρι το 1976. Οπότε μιλάμε για μία ιστορία 50 χρόνων στα οποία συμβαίνουνε πάρα πολλά διαφορετικά, ακόμα και μέσα στο κοινωνικό ιστό όπου έχει επηρεαστεί και η μουσική με τον αντίστοιχο τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι ξεκινάει όλο αυτό ως μία οπερετική λογική και με επιρροές από τα καφέ Αμάν και τα καφέ Σαντάν, μετά μπαίνει σε επιρροές ακουσμάτων που είναι κυρίως tango και σε ένα βαθμό Λατίνο με την ευρεία έννοια. Αυτό συνεχίζεται και μετά την κατοχή γιατί το ελαφρό τραγούδι, με το ένα πόδι μίλησε με το λαϊκό χωρίς να βάζει μπουζούκι όμως και με το άλλο πόδι παραμένει σε αυτό που ονομάζουμε με την ευρεία έννοια λατιν με ένα δείγμα το γνωστό «Μαμπο μπραζιλέιρο» του Μουζάκη. Τα πιο πολλά γνωστά κομμάτια που ακούμε από αυτήν την περίοδο ανήκουν στον Ζακ Ιακωβίδη, στον Μουζάκη, στον Γιώργο Κατσαρό και μερικά του Γιώργου Παπαδάκη που στο δεύτερο μέρος τα χρειάστηκε η εξιστόρηση. Υπάρχουν βέβαια και μερικά αρχοντορεμπέτικα λαϊκά, του Σουγιούλ και άλλων.
Η δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν ότι υπήρχε ένα τεράστιο υλικό το οποίο έπρεπε να ενορχηστρωθεί ώστε να ταιριάξει με τους ηθοποιούς, με τις χροιές των φωνών τους, την προσωπικότητα τους, να διαλεχτούν μαζί με τον σκηνοθέτη και τον χορογράφο τα καταλληλότερα πρόσωπα, γιατί εδώ μιλάμε για τραγούδι, κίνηση και ερμηνεία συγχρόνως. Πήρε λίγο χρόνο αυτό και μετά, σε αντίθεση με το Εθνικό που είχε μία μεγάλη ορχήστρα με πολλά πνευστά, εγώ επέλεξα μία πιο λιτή προσέγγιση με την ορχήστρα, που θυμίζει λίγο αυτό που λέμε πολιτικό καμπαρέ. Δηλαδή την γερμανική περίοδο του μεσοπολέμου με τις πολύ σπουδαίες δημιουργίες του Κουρτ Βάιλ, του Πολ Ντεσάου, των συνεργατών του Μπρεχτ οι οποίοι έκαναν οπερέτες και όπερες με στοιχεία τζαζ και χαρακτηριστικό τους ήταν το πιάνο, μπάσο, τύμπανα συν κάποια σολιστικά όργανα. Λογική που χρησιμοποίησα και εγώ σε αυτή την παράσταση, προσθέτοντας τρομπέτα, ακορντεόν και μπουζούκι εκεί που είναι πια λαϊκά τα τραγούδια.
Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι βλέπει κάποιος ένα πανόραμα μιας πολύ μεγάλης περιόδου συνδυασμένης μουσικής, θεάτρου και το επιθεωρησιακο στοιχείο και μάλιστα μπαίνει και ένα ερώτημα, το οποίο εγώ το έχω, ότι ποιος είναι ο κεντρικός λόγος που κατέρρευσε τελικά η επιθεώρηση μετά το ’60 και αποφασιστικά μετά το ‘75. Μία απάντηση που μπορώ να δώσω εγώ χωρίς να ξέρω αν είναι νόμιμη ή αν είναι η κατάλληλη, είναι ότι εξαιτίας της φόρτισης της δικτατορίας, δημιουργήθηκε μία ένταση αναφοράς στο ελληνικό ποιοτικό τραγούδι, το οποίο από το ‘75 και μετά, ανέλαβε να σχολιάσει κοινωνικά την ευρεία γκάμα που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε σαν υλικό της η επιθεώρηση. Με αποτέλεσμα εκτός από λίγα πράγματα στην ελεύθερη σκηνή πού παρουσιάστηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80, η επιθεώρηση μετά κατέρρευσε. Τη θέση της πήραν οι μεγάλες συναυλίες με κάποιους τραγουδιστές Μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι υπήρξε ένα μπόλιασμα στις συνεργασίες που είχε κάνει τη δεκαετία του ’80 ο Χάρρυ Κλυνν με πολύ καλούς τραγουδιστές. Υπάρχει ας πούμε πρόγραμμα που είναι στην Πλάκα με τη Χάρις Αλεξίου, την Δήμητρα Γαλάνη και τον Χάρρυ Κλυνν, ο οποίος είχε ένα σόου δικό του στη μέση της παράστασης με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Κάτι που αργότερα το είδαμε να το κάνουν οι Άγαμοι Θύται αλλά και ο Παντελής Καναράκης που έχουμε μαζί μας στην παράσταση. Ακόμα το είδαμε και τηλεοπτικά σε ένα ποσοστό στους «Μήτσους» του Λάκη Λαζόπουλου με δάνεια από επιθεωρησιακά χαρακτηριστικά.
Μιλάμε βέβαια για μία παράσταση η οποία έχει 100% πραγματικά στοιχεία και μάλιστα κάποια στιγμή ο Ρεππας έχει πει πως η αφορμές είναι υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, παραλλαγμένα, με περιστατικά που κάπως έχουν αλλοιωθεί για όσους ξέρουν.
Μανόλης Παντελιδάκης: «Πρέπει να αποφασίσεις αν θα το κάνεις εξίσου καλό με το παλιό ή αλλιώτικο»
Σαφώς έχουμε να αναμετρηθούμε με μία πολύ έντονη ιστορία, αλλά έπρεπε να δούμε αν μπορεί να λειτουργήσει και σήμερα. Δηλαδή ο τρόπος που ο Αστέρης ο Πελτέκης το έχει αντιμετωπίσει είναι ακριβώς αυτό, να είναι πιο σύγχρονο. Η ιστορία λοιπόν ενώ είναι η ίδια ο τρόπος είναι πιο σύγχρονος που θα τη μεταδώσουμε.
Το δικό μου κομμάτι χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Τους «πραγματικούς» χώρους που είναι τα καμαρίνια, τα παρασκήνια θεάτρου, οι σκάλες και τα λοιπά και τα σκηνικά της παράστασης επιλέξαμε να τα έχουμε με προβολές. Δηλαδή τα νούμερα των επιθεωρήσεων που ανεβαίνουν στη σκηνη, ξαφνικά ανάβει φως και βλέπουμε πίσω μία προβολή. Οι ηθοποιοί και οι πραγματικοί τους υπόσταση βρίσκονται στα σκηνικά τα δικά μας.
Όταν εγώ ξεκίνησα να κάνω τα σκηνικά διάβασα το κείμενο αλλά δεν ήθελα να έχω κάποια αναφορά από το βίντεο οπότε είδα το βίντεο αφού είχα τελειώσει το σχεδιασμό των σκηνικών. Η δυσκολία ενός έργου που ξανά στήνεται είναι στο ότι πρέπει να αποφασίσεις αν θα το κάνεις εξίσου καλό με το παλιό ή αλλιώτικο
Παντελής Καναράκης: «Δε φανταζόμουν ότι βλέποντας τον Μπέζο να κάνει τον ρόλο, μετά από χρόνια θα τον κάνω εγώ»
Είμαι πολύ χαρούμενος για πολλούς λόγους που είμαι εδώ. Γιατί είναι ένα έργο που αγαπώ, γιατί έχω βγάλει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, γιατί είναι ο Αστέρης ο οποίος θεωρώ ότι θα μου μείνει στη ζωή μου ως καινούργιος φίλος και μάλιστα έχει σκηνοθετήσει εξαιρετικά αυτή την παράσταση. Όπως όλα τα μιούζικαλ έτσι και αυτό έχει πολλές απαιτήσεις. Αυτό το είδος απαιτεί από τους καλλιτέχνες να παίξουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να αλλάξουν πάρα πολύ γρήγορα κοστούμια γιατί οι σκηνές είναι πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, και επειδή το έργο είναι μία διαδρομή δεκαετιών, απαιτεί και πολλά κοστούμια. Αλλά αυτά δεν είναι δύσκολα, είναι τόσο ωραίο αυτό που ετοιμάζουμε που οποιαδήποτε δυσκολία μηδενίζεται. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα ιστορικό έργο καθώς αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Εγώ είχα την τύχη να προλάβω την επιθεώρηση, και να παίξω αλλά και να γράψω κείμενα σε επιθεώρηση και φυσικά να συμμετέχω σε πολλά σχήματα νυχτερινά με καλλιτέχνες κάνοντας επιθεωρησιακά νούμερα. Οπότε εκτός από το οτι μου είναι προσφιλές το είδος, μου είναι και πάρα πολύ αγαπητό.
Στην παράσταση εγώ κάνω τον υπέροχο ρόλο του Ζανό που ουσιαστικά μέσα από αυτόν και δύο θεατρίνες βλέπουμε την ιστορία της επιθεώρησης και την ιστορία της Ελλάδος. Πρόκειται για έναν υπέροχο ρόλο, που όταν είχα δει την παράσταση στην Αθήνα, είχα μαγευτεί και δεν φανταζόμουν ποτέ ότι βλέποντας τον εξαιρετικό Γιάννη Μπέζο να κάνει τον ρόλο, μετά από χρόνια ότι θα τον κάνω εγώ στο Κρατικό Θέατρο με αυτές τις συνθήκες. Μάλιστα, μίλησα πολύ με τον Γιάννη και να με έχει συμβουλεύσει για τον ρόλο. Μόνο χαρά έχω μόνο για όλα αυτά. Μια επιθεώρηση με τα συστατικά εκείνης της εποχής που μεσουρανούσε το είδος δεν θα μπορούσε να σταθεί σήμερα. Σίγουρα γίνονται κάποιες προσπάθειες, έχω κάνει και εγώ, αλλά η δυσκολία είναι το ίντερνετ και η ιδιωτική τηλεόραση όπου τρέχουν τόσο γρήγορα τα γεγονότα που μπορεί να γράψεις ένα κείμενο για κάτι που αφορά όλη την Ελλάδα και μετά από μία εβδομάδα να έχει γίνει κάτι άλλο.
Νικολέτα Βλαβιανού: «Το θέμα με τις επιθεωρήσεις είναι να δημιουργήσεις χαρακτήρες»
Εγώ στο πρώτο μέρος κάνω την Παυλίνα, μία γυναίκα θιασάρχη και στο δεύτερο μέρος κάνω πάλι μία άλλη θιασάρχη, αλλά αλλού τύπου πια. Το θέμα με τις επιθεωρήσεις είναι να δημιουργήσεις χαρακτήρες. Κάποια πράγματα να είναι τονισμένα. Γιατί έτσι κι αλλιώς δεν προλαβαίνει να αναπτυχθεί ένας ρόλος.
Στο Κρατικό δεν έτυχε ποτέ να ξαναπαίξω, ήθελα όμως πάντα. Έχω άλλωστε και πολλούς φίλους στη Θεσσαλονίκη γιατί γενικά έχω παίξει πολλές φορές με ελεύθερους θιάσους. Τώρα έτυχε να χαλάσει μία δουλειά που ήταν να γίνει στην Αθήνα, και τότε εμφανίστηκε ο Αστέρης με αυτή την υπέροχη πρόταση. Δεν είχα και κάτι τηλεοπτικό, οπότε βοήθησαν οι συγκυρίες. Η ιδιομορφία του μουσικού θεάτρου είναι ότι επειδή ακριβώς πρέπει να μεταδώσει κέφι σε μικρό χρονικό διάστημα, πρέπει ο ηθοποιός να είναι σε πολύ υψηλούς ρυθμούς και έχει μεγάλη σημασία να υπάρχει αρμονική σχέση και ένα είδος πλάκας μεταξύ των ηθοποιών. Εγώ έτυχε να παίξω επιθεώρηση προς τα τέλη της. Ήταν δύο παραστάσεις η μία σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου και η άλλη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη. Στο Παρκ και στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τα τελευταία. Μετά έκλεισαν. Γιατί από εκεί και μετά τον σχολιασμό τον κοινωνικοπολιτικό τον κάνουν οι εκπομπές στην τηλεόραση και οι ειδήσεις.
Ξέρετε, τότε οι άνθρωποι ερχόντουσαν από πολέμους και από πείνα. Ήταν πάρα πολύ χαρούμενοι πού επιζήσανε. Το είδατε και στον Κώστα τον Βουτσά που ήταν από τους τελευταίους, το πόση ζωή αντιμετώπιζε τα πάντα. Γι’ αυτό οι ηθοποιοί τότε μπαίνανε μέσα στην επιθεώρηση με δύναμη. Φέρνανε όμως και όλη αυτή τη χαρά του «ζήσαμε». Κάτι που εμείς πλέον δεν το έχουμε και για την ακρίβεια το ξεχνάμε. Εμείς βλέπουμε στην τηλεόραση πολέμους και νομίζουμε ότι είναι μακριά μας και ξέρουμε πολύ καλά ότι πολλοί από αυτούς είναι δίπλα μας. Ας κάνουμε λοιπόν το σταυρό μας γιατί κατά τύχη ζούμε. Αυτό έχω καταλάβει. Ενώ εκείνοι οι άνθρωποι το ξέρανε και για αυτό και πέθαναν οι περισσότεροι σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Σπύρος Σαραφιανός: «Σε κάποια από αυτά τα νούμερα, μπορεί να ήταν η Σπεράντζα Βρανά ή ο Αυλωνίτης…»
Εγώ κάνω έναν ηθοποιό της παλιάς επιθεώρησης, χωρίς να κατανομάζεται κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε. Στο «Βίρα τις άγκυρες» είχα τη χαρά να παρακολουθήσω πρόβες από την πρώτη παράσταση του Εθνικού. Υπάρχουν ασφαλώς διαφορές μεγάλες από τότε. Εμείς αυτό που κάνουμε εδώ είναι άθλος, σκεφτείτε το Εθνικό έκανε τέσσερις μήνες πρόβα κι εμείς μόλις δύο μήνες. Είχαν μπαλέτα και τα λοιπά, που εδώ αυτά όλα τα κάνουμε εμείς. Αλλά έχουμε πολύ καλούς συντελεστές, είναι μία σημαντική στιγμή του Αστέρη του Πελτέκη που σκηνοθετεί. Κάναμε μία πολύ καλή δουλειά και πιστεύω θα φανεί αυτό. Ο Ρέππας και ο Παπαθανασίου έγραψαν ένα έργο, για μένα, πολύ σπουδαίο. Ένα πανόραμα της επιθεώρησης είναι, από το 1895 μέχρι το 1980 που άρχισε να φθίνει. Με πολλά πραγματικά γεγονότα που όμως δεν κατονομάζονται τα αληθινά πρόσωπα. Σκεφτείτε ότι σε κάποια από αυτά τα νούμερα, μπορεί να ήταν η Σπεράντζα Βρανά ή ο Αυλωνίτης, θηρία της επιθεώρησης εκείνη την εποχή. Βλέπουμε όμως, μέσα από τα τραγούδια που είναι πολύ γνωστά στον κόσμο αλλά και τα νούμερα, την ηθογραφία της εποχής. Έχει ενδιαφέρον να δούμε με τι γελούσε τότε ο κόσμος ή πώς γελούσε. Κάτι που είναι πολύ διαφορετικό από σήμερα. Ξέρετε σε τέτοιες παραστάσεις, όπως και σε παλιές ελληνικές ταινίες, με συγκινεί η αθωότητα της εποχής που πλέον έχει χαθεί…
Θάνος Φερετζέλης: «Βλέπουμε δύο κόσμους παράλληλα»
«Κάνω διάφορους ρόλους μέσα στο έργο και συμμετέχω και σε πολλές χορογραφίες. Με έναν τρόπο, συμπληρώνω κι εγώ διάφορες σκηνές με ωραίους μικρούς ρόλους γιατί πιστεύω ότι το θέατρο είναι ομαδικό επάγγελμα και κάπου θα κάνεις μεγάλο ρόλο και κάπου θα κάνεις μικρό.
Πρόκειται λοιπόν εδώ, για μία ιστορική αναδρομή της Ελλάδας με ένα οικογενειακό δράμα ας πούμε. Βλέπουμε δύο κόσμους παράλληλα. Το θέατρο πώς ξεκινάει με τις επιθεωρήσεις και όσα συμβαίνουν πίσω από τα παρασκήνια, πόσο σκληρό είναι το επάγγελμα κάποιες φορές. Το ότι συνδυάζει την ιστορία του θεάτρου με αυτή της Ελλάδας, το κάνει κάποιες φορές να μη μοιάζει με επιθεώρηση γιατί έχει μία ιστορία, δεν είναι σκετσάκια. Τα τραγούδια όμως, έρχονται και συμπληρώνουν και μας δείχνουν και την εποχή με διάφορα επιθεωρησιακά νούμερα, που έβαλαν πολύ σοφά οι Ρέππας – Παπαθανασίου, που έχουν να πουν πολλά κι από μόνα τους για το τι συνέβαινε τότε. Στα «Κοντοφουστανάκια» ας πούμε, ένα νούμερο που κάνουμε, είχε βγάλει ένα διάταγμα ο Πάγκαλος ώστε να μετράει τα φουστανάκια τι μήκος είχαν. Μια ιστορία που πολλοί μπορεί να μη γνωρίζουν και θα δουν μέσα στην παράσταση αυτή…»
Συντελεστές – Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης, Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης, Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Ενορχηστρώσεις και ηχητική επεξεργασία μουσικού υλικού: Γιώργος Ανδρέου, Χορογραφία: Δημήτρης Παπάζογλου, Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος, Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας, Video Art: Βαλλεντίνα Κόπτη, Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή, Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Λίλη Αδρασκέλα, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δανάη Πανά, Συνεργάτης ενορχηστρωτή: Στέργιος Γαργάλας, Βοηθοί χορογράφου: Στέλλα Εμίνογλου, Αναστασία Κελέση, Οργάνωση παραγωγής: Χριστόφορος Μαριάδης, Φωτογραφίες: Mike Rafail | That long black cloud
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησσης: Αναστασία Λαδοπούλου
Διανομή : Λίλη Αδρασκέλα (Κοπέλα, Ηθοποιός Β’, Νοσοκόμα Β’, Μαθήτρια Α’, Ηθοποιός Δ’), Μαίρη Ανδρέου (Λιάνα, Δημητρώ, Μπέλα, Θεατρίνα Α, Ηθοποιός Α), Νικολέττα Βλαβιανού (Παυλίνα Δαμάσκου, Σμαρώ Μπιζάνη), Λευτέρης Δημηρόπουλος (Γιάννης Ρούμπος, Αρμάνδος Α’, Δεξιός, Ταρζάν), Δημήτρης Διακοσάββας (Μάκης Αλεβίζος, Δημήτριος Κοτοπούλης, Σταθμάρχης, Γαστόν Α’, Ηθοποιός, Καφετζής, Ηθοποιός Α’), Άννα Ευθυμίου (Μαίρη Ντόλη, Ελένη Κοτοπούλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Καίτη, Νοσοκόμα Α’, Θεατρίνα Β’), Ζωή Ευθυμίου (Ροζαλία μικρή, Νικόλ, Μαθήτρια Β, Κυρία Δ’, Ηθοποιός Δ’, Κοπέλα), Παντελής Καναράκης (Ζανό), Νίκος Καπέλιος (Βύρων Κονταράτος, Μικιός Λάμπρος, Χορογράφος, Σκηνοθέτης), Αγγελική Κιντώνη (Νίκη Μπέμπη), Θάνος Κοντογιώργης (Μαντάς), Άννα Κυριακίδου (Σωσώ Κανδύλη, Κυρία Βούλα), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Ρόζα, Μαθήτρια Γ’, Κοπέλα, Κυρία Α, Ηθοποιός Γ’), Τατιάνα Μελίδου (Τζένη), Δημήτρης Μορφακίδης (Κώστας, Τεχνικός, Αρμάνδος Β’, Λογοκριτής, Αριστερός, Εαμίτης), Χριστίνα Μπακαστάθη (Κυρία Λάμπρου, Θεατρίνα Γ’, Ηθοποιός Β’, Κατερίνα), Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Ροζαλία), Κώστας Σαντάς (Αντώνης Σταυρόπουλος, Ηθοποιός Κοσμογονίας), Σπύρος Σαραφιανός (Κώστας Πυργιώτης, Στέφανος Κανδύλης), Εύη Σαρμή (Πιπίτσα, Ηθοποιός Α’, Θάλεια, Νοσοκόμα), Δημήτρης Σιακάρας (Σπύρος Δαμάσκος, Σκηνοθέτης), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Καίτη Βίβα, Ηθοποιός Α’, Κυρία Γ’), Ορέστης Τζιόβας (Λάμπρος Ρινάλδης, Γιώργος Σαράντος), Θάνος Φερετζέλης (Λογιστής, Γαστόν Β’, Αστυνόμος, Λογοκριτής, Καφετζής), Ανδριάνα Χαλκίδη (Φωφώ Ρινάλδη, Κυρία Β’)
Χορεύουν οι: Στέλλα Εμίνογλου, Αναστασία Κελέση
Μουσικοί επί σκηνής: Βασίλης Γκαγκαβούζης (κοντραμπάσο), Μαριάνθη Θεμελή (τρομπέτα), Παναγιώτης Μπάρλας / Γρηγόρης Χανόπουλος (πιάνο), Αλέκος Παπαδόπουλος / Ευαγγελία Αμπρικίδου (ντραμς), Παύλος Παφρανίδης / Αλέξης Ρότσκος (μπουζούκι), Ζωγράφος Σταυρίδης (ακορντεόν)
Φιγκυράν: Κωνσταντίνος Πόποβιτς, Πασχάλης Τερζής