Θέμα στον Guardian το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική ποσόστωση ελληνικής μουσικής
Τι αναφέρει το βρετανικό μέσο σε ρεπορτάζ του
Θέμα στο βρετανικό Guardian έγινε το σχέδιο της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη για υποχρεωτική εκτέλεση ελληνόφωνων τραγουδιών σε κοινόχρηστους χώρους σε ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα και καζίνο.
Στο εκτενές δημοσίευμα καταγράφονται τόσοι αντιδράσεις για το σχέδιο νόμου, όσο και τα επιχειρήματα αυτών που στέκονται υπέρ του νομοσχεδίου.
«Soundtrack διακοπών με ξεκάθαρα ελληνικό τόνο»
Εάν προχωρήσει το σχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, οι τουρίστες από όλο τον κόσμο θα πρέπει να προετοιμαστούν για ένα soundtrack διακοπών που θα έχει ξεκάθαρα ελληνικό τόνο.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που έχει ήδη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, περισσότερο από το 45% της μουσικής που ακούγεται στο τοπικό ραδιόφωνο ή σε δημόσιους χώρους θα πρέπει στο μέλλον να είναι ελληνική, λέει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
«Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η αγγλόφωνη μουσική έχει σχεδόν επιβληθεί [σε εμάς]», δήλωσε υπερασπιζόμενη το νομοσχέδιο. «Η εξάπλωση της ελληνόφωνης μουσικής είναι περιορισμένη. Οι στατιστικές δείχνουν ότι η ελληνική μουσική ανέρχεται στο 30% αυτού που ακούγεται, το 70% είναι ξένη μουσική. Εμείς … έχουμε καθήκον, βάσει του Συντάγματος, να προστατεύουμε την τέχνη».
Σε αντάλλαγμα για την προβολή περισσότερων ελληνικών τραγουδιών, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, τόνισε, θα έχουν περισσότερο χρόνο για να προβάλλουν διαφημίσεις. «Δεν θα χάσουν τίποτα. Δίνουμε κίνητρα», πρόσθεσε η Μενδώνη.
Ο νόμος, που συντάχθηκε στο πνεύμα όχι μόνο της προώθησης και προστασίας της εγχώριας μουσικής αλλά και της διασποράς της ελληνικής γλώσσας, θα είναι ακόμη πιο δρακόντειος στην περίπτωση των ταινιών και του οπτικοακουστικού περιεχομένου που χρηματοδοτούνται από το κράτος. Και στα δύο η ποσόστωση της μουσικής αυξάνεται στο 70%, ανέφερε ο Guardian, ο οποίος σημείωσε: «Η εξέλιξη αυτή είναι μουσική στα αυτιά των Ελλήνων τραγουδιστών, στιχουργών και συνθετών».
Λίγοι έχουν πληγεί τόσο πολύ από τα λουκέτα λόγω κορονοϊού όσο εκείνοι που δραστηριοποιούνται στον πολιτιστικό τομέα της χώρας. Με τους καλλιτέχνες να αγωνίζονται με «μισθούς φτώχειας» και ελάχιστη κρατική στήριξη, το σχέδιο νόμου χαιρετίστηκε «ως μια αχτίδα φωτός και ελπίδας μετά τα δύσκολα και ζοφερά χρόνια της πανδημίας», ανέφερε το βρετανικό μέσο.
Αλλά για πολλούς το νομοσχέδιο θεωρείται υπερβολικό και τελικά ανεφάρμοστο, συνεχίζει η ανταποκρίτρια του Guardian και τονίζει: Οι ξενοδόχοι είναι εξοργισμένοι με την προοπτική να πρέπει να δώσουν ραδιοφωνικό χρόνο σε τραγούδια όπως ο Ζορμπάς – ένα soundtrack σχεδόν τόσο διάσημο όσο και ο ρόλος του Anthony Quinn ως ομώνυμου ήρωα της ταινίας – στους ανελκυστήρες και τα λόμπι των θέρετρων.
Εκπρόσωποι της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Ελλάδας δήλωσαν ότι ο νόμος αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και ισοδυναμεί με λογοκρισία. «Έχει συνταχθεί με μεγάλη προχειρότητα από μια κυβέρνηση που βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα των επιχειρήσεων», δήλωσε η Κυριακή Μάλαμα, σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου πριν εκλεγεί με τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Το ότι οι κινηματογραφιστές θα πρέπει να αναγκαστούν να συμπεριλάβουν ελληνόφωνα τραγούδια στις ταινίες τους ή να κινδυνεύουν να χάσουν τις κρατικές επιχορηγήσεις – γιατί αυτό υπονοεί ο νόμος αυτός – είναι παράλογο. Όπως τόσα πολλά που κάνει αυτή η κυβέρνηση, μας γυρίζει πίσω σε σκοτεινές εποχές [της ιστορίας μας]».
Ακόμα χειρότερα, επέμεινε, ήταν ο μεγάλος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από ένα νομοσχέδιο που προορίζεται να βοηθήσει τη βιομηχανία: συνθέτες των οποίων τα έργα είναι αμιγώς ορχηστρικά, νεότεροι τραγουδοποιοί των οποίων οι στίχοι είναι συχνά στα αγγλικά και ερμηνευτές που επικεντρώνονται στην τζαζ, τη ροκ και την εναλλακτική μουσική. Εξάλλου, η Νάνα Μούσχουρη έγινε διεθνής σταρ αφού τραγούδησε στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά, συνέχισε η κ. Μάλαμα.
Αλλά και υποστηρικτές
Αλλά η Μενδώνη έχει τους υποστηρικτές της. Η ανάγκη για βοήθεια είναι επείγουσα και είναι τώρα ή ποτέ, λένε, σε μια εποχή που τα μουσικά δικαιώματα είναι μεγάλη επιχείρηση, οι ψηφιακές υπηρεσίες ροής μουσικής γίνονται όλο και πιο παραγωγικές και ακόμη και μια μικρή μουσική αγορά όπως η ελληνική – που εκτιμάται ότι αξίζει περίπου 24 εκατ. ευρώ ετησίως – προβλέπεται να δει τα κέρδη της να διπλασιάζονται.
Για τη Λούκα Κατσέλη, πρώην υπουργό Οικονομίας, η οποία είναι τώρα γενική διευθύντρια της ΕΔΕΜ, του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που προστατεύει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μουσικά έργα, οι αντιδράσεις είναι καταιγίδα στο ποτήρι. Η Ελλάδα κάνει απλώς ό,τι έκαναν άλλες χώρες πριν από δεκαετίες, λέει.
«Η ουσία είναι ότι αν δεν προστατεύσετε το ελληνόφωνο ρεπερτόριο και τους εθνικούς μουσικούς δημιουργούς, θα κινδυνεύσουν», δήλωσε. «Δεν θα υπάρχουν σε 10 χρόνια λόγω της παγκοσμιοποίησης και του γεγονότος ότι οι διεθνείς πλατφόρμες προωθούν όλο και περισσότερο αγγλόφωνα ρεπερτόρια. Ναι, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι για να το πετύχουμε, αλλά ο νόμος κινείται σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Γαλλία έκανε αυτό που κάνουμε εμείς πριν από χρόνια και ήταν πολύ πιο αυστηρή».