Το μαγειρείο της μνήμης: προβλήματα και υποσχέσεις
Δυο λόγια για μια από τις πολυαναμενόμενες παραστάσεις που υπογράφει ένας νεαρός σκηνοθέτης, γνωστός πλέον, ο Μάριο Μπανούσι.
Εικόνα εξωφύλλου: Nasia Stouraiti/ Από την παράσταση Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia
Η εισαγωγή (επιτέλους) του showcase στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου ήταν, κατά τη γνώμη μου, μια πολύ σημαντική προσθήκη στη φυσιογνωμία και τη φιλοσοφία του, καθώς επίσης και στην προσπάθεια ενίσχυσης της εξωστρέφειας του ελληνικού θεάτρου στο σύνολό του. Αρκεί να αντέξει στον χρόνο ώστε να αποδώσει καρπούς. Τα κέρδη δεν έρχονται εν μία νυχτί. Όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο ή άσχετοι είναι ή κακοπροαίρετοι. Οπότε, μπράβο στην Κατερίνα Ευαγγελάτου που το αποτόλμησε, όπως αποτόλμησε και άλλα σημαντικά που αφορούν τη γενικότερη ρεπερτοριακή φυσιογνωμία της Επιδαύρου. Νέος κόσμος, νέες αναγνώσεις, νέοι ορίζοντες, νέες υποσχέσεις. Ανανέωση=ρίσκο.
Οι επιλογές της μπορεί να δίχασαν (αναμενόμενο), όμως το γεγονός και μόνο ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια -θα έλεγα από την εποχή των “Βακχών” του Ματίας Λάνγκοφ-, έχουμε να ζήσουμε μιας τέτοιας πανεθνικής έκτασης και έντασης συζήτηση για το θέατρο στο σύνολό του, μόνο θετικά μπορεί να το δει κανείς. Μακάρι κάθε νέα εκδοχή του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου να προκαλεί μια ανάλογη αναστάτωση. Στο τέλος της ημέρας κάτι ευεργετικό μένει στο εθνικό θεατρικό ταμείο, και αυτό αξίζει να το διαφυλάξουμε και να το εμπλουτίσουμε.
Ας μην ξεχνάμε ότι το θέατρο είναι το κατεξοχήν καλλιτεχνικό μέσο του διαλόγου, όχι οποιουδήποτε διαλόγου αλλά πρωτίστως του συγκρουσιακού, οπότε θα ήταν ευχής έργον εάν κάποτε αυτή η μορφή γόνιμου διαλόγου κυριαρχούσε με τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα και ανάμεσα στους θεατές που δηλώνουν ότι νοιάζονται για τον χώρο της Επιδαύρου και γενικότερα του θεάτρου.
Πολυαναμενόμενη παράσταση
Κλείνω εδώ το σύντομο εισαγωγικό σχόλιό μου για να στραφώ σε μία από τις πολυαναμενόμενες παραστάσεις του shοwcase που υπογράφει ένας νεαρός σκηνοθέτης, γνωστός πλέον, ο Μάριο Μπανούσι, ο οποίος ξάφνιασε πολύ ευχάριστα το θεατρόφιλο κοινό πριν από λίγους μήνες με το «Goodbye Lindita» που μας σύστησε το Εθνικό Θέατρο στο πλαίσιο του δικού του showcase. Τα σχόλια ήταν στο σύνολό τους από θετικά έως διθυραμβικά. Και δικαίως. Ήταν μια πρόταση γεμάτη θέατρο και μπόλικες υποσχέσεις.
Με αυτή τη λαμπρή είσοδο του νεαρού καλλιτέχνη στα θεατρικά πράγματα του τόπου ήταν αναμενόμενο ο κόσμος να γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα του ΡΕΞ για να δει την αμέσως επόμενη σκηνοθεσία του, «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia», ενταγμένη στο μεγάλο shοwcase του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο κόσμος ήρθε για να επιβεβαιώσει τις πρώτες καλές εντυπώσεις.
Είχε μέτρο σύγκρισης και φυσικά περιέργεια. Τι έπεται; Πόσο πιο ψηλά μπορεί να φτάσει αυτός ο ταλαντούχος νεαρός; Τι άσους κρύβει στο μανίκι του;
Εάν κρίνω από το παρατεταμένο χειροκρότημα και τα πολλά μπράβο, ο κόσμος καλοδέχτηκε και αυτή τη δουλειά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν μια δουλειά χωρίς προβλήματα. Υπήρχαν θεματάκια, στα οποία θα στραφώ λίγο παρακάτω. Πρώτα κάποια γενικά σχόλια.
Η (ανα)παράσταση του θανάτου
Μολονότι η «Taverna» αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας (Regada, Goodbye LIndita), δεν χρειάζεται να έχει δει κάποιος τις προηγούμενες παραστάσεις για να καταλάβει τι γίνεται. Σίγουρα υπάρχει ένας ενδοκειμενικός διάλογος (απόλυτα φυσιολογικό), όμως πρόκειται για μια αυτοτελή δημιουργία, η οποία με τον τρόπο της συνεχίζει να σκαλίζει την αποθήκη της μνήμης, τα προσωπικά και οικογενειακά βιώματα, τον χώρο της ιδιωτείας του καλλιτέχνη, τον πόνο της απώλειας που προκαλεί ένας θάνατος, θέμα ιδιαίτερα δύσβατο τόσο στην άρθρωσή του όσο και στην εικονοποίησή του. Τι εννοώ;
Πώς αλήθεια μετατρέπει κάποιος σε θέαμα ένα γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος του πιο σημαντικού αφηγήματος του ανθρώπου; Πώς μιλά γι’ αυτό τη στιγμή που όποιος το βιώνει δεν θα επιστρέψει να μας πει πώς ήταν;
Από τη στιγμή λοιπόν που ο θάνατος παραμένει ο άγνωστος Χ, το καλύτερο που μπορεί να σχολιάσει ή να δείξει ένας καλλιτέχνης είναι πώς βιώνουν την πολιορκητική παρουσία του, τη «θανατερή» του αύρα, οι ζωντανοί, αυτοί που μένουν πίσω. Πώς επιλέγουν να τον αφηγηθούν, να τον «εξευμενίσουν», να συμφιλιωθούν ίσως μαζί του κι ας μην γνωρίζουν τι κρύβεται πραγματικά πίσω από τη μαύρη φιγούρα του που πέφτει σαν απειλητική σκιά επάνω τους;
Περί λόγου
Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρώ εύστοχη την επιλογή του σκηνοθέτη να αφήσει εκτός δράσης τον λόγο. Απόφαση σίγουρα πολύ δύσκολη, όσο και επικίνδυνη, και μάλιστα για ένα καλλιτέχνη τόσο νέο, όμως απόλυτα ταιριαστή με το θέμα.
Ο θάνατος είναι κάτι που ξεπερνά την έλλογη ερμηνεία των βιωμένων φαινομένων. Είναι το βαθύτερο και πλέον δυσεξήγητο τραύμα, το οποίο καμιά λέξη δεν μπορεί να συλλάβει, πολλώ δε μάλλον να εκφράσει με όρους ρεαλιστικούς. Απαιτεί μια άλλη διαχείριση και αξιοποίηση. Απαιτεί άλλους εκφραστικούς κώδικες, άλλα άλματα της φαντασίας.
Ο νεαρός Μπανούσι πήρε το μεγάλο ρίσκο. Βούτηξε στα βαθιά και τα κακοτράχαλα. Έβαλε τον θάνατο σε ένα δωμάτιο (στην οικογενειακή ταβέρνα «Η καλοσύνη»), σφράγισε όλες τις εξόδους και άνοιξε μια κλειδαρότρυπα ώστε να μπορεί το βλέμμα του θεατή (ηδονοβλεψία του πόνου των άλλων) να μπει και να περιπλανηθεί μαζί με τα σώματα που κινούνται δεξιά και αριστερά άλλοτε κατά μόνας και άλλοτε ομαδικά, σαν φαντάσματα, αναζητώντας τρόπους έκφρασης του πόνου της απώλειας, του αποχωρισμού, τρόπους αποδοχής και συμβιβασμού με την ιδέα.
Το γυμνό σώμα
Το γυμνό σώμα κυριαρχεί ως εικόνα, από την πρώτη κιόλας σκηνή με το τελετουργικό λούσιμο στο ντους (Μάριο Μπανούσι). Μια εικόνα που δίνει την εντύπωση πως αυτό το σώμα θέλει να απαλλαγεί από κάτι, να απελευθερωθεί, να απαλλαγεί από τις πληγές του πένθους.
Με άλλα λόγια, δεν είναι το γυμνό που επιδεικνύει την γύμνια του για λόγους αισθησιασμού ή πρόκλησης. Είναι το σώμα που βρίσκεται στον ιδιωτικό του χώρο, στον χώρο της οικογενειακής ταβέρνας, όπου λαμβάνει χώρα η ολονυκτία πριν από την ταφή, δηλαδή πριν από την απόλυτη εξαφάνιση.
Εκεί λοιπόν, σε αυτό το τελετουργικό πρελούδιο της ταφής, το γυμνό σώμα είναι απόλυτα ο εαυτός του. Δεν έχει να κρύψει κάτι. Είναι η δική του γυμνή αλήθεια, που το φέρνει συμβολικά κοντά στην εικόνα ενός «άλλου» σώματος (του πατέρα) που σε λίγο θα επιστρέψει στο χώμα χωρίς τα regalia της επί γης ζωής του. Ένα σώμα που δεν παίρνει τίποτα μαζί του. Μόνο σημάδι ότι κάποτε υπήρξε είναι το σακάκι του περασμένο στην πλάτη μιας καρέκλας. Ένα σακάκι αδειανό. Λείπει από μέσα ο γήινος μεταφορέας του.
Τώρα, αυτοί που έχουν μείνει πίσω μπορούν να το φορέσουν (να ντύσουν τη γύμνια τους) διατηρώντας τη συνέχεια όσο και τη μνήμη του νεκρού ζωντανή, ενός νεκρού που κάποια στιγμή προς το τέλος επιστρέφει ως διά μαγείας, λες και θέλει έτσι να υπογραμμίσει αφενός τη νίκη του επάνω στον θάνατο, αλλά συνάμα και την εικόνα του σώματος που γίνεται ένα με το χώμα: ashes to ashes dust to dust (Χους ην και εις χουν απελεύσητω). Εικόνα που ενισχύουν και τα στάχια που φυτρώνουν μέσα στην ταβέρνα. Το στάχυ ως σύμβολο ωριμότητας αλλά και γονιμότητας. Ο σπόρος του δίνει τροφή, συνέχεια δηλαδή στη ζωή. Και αυτό συμβαίνει και με ένα θάνατο. Για να υπάρχει πρέπει να τον φέρει στη ζωή η γέννηση, δηλαδή η ίδια η ζωή.
Η έντονη υλική παρουσία των σωμάτων σε πλήρη αντίστιξη με την απουσία και ακινησία του νεκρού σώματος είναι το δίπολο γύρω από το οποίο ο Μπανούσι σκηνοθετεί τα διάφορα στάδια του πένθους. Το θρηνητικό τραγούδι, ο λυγμός, η πονεμένη ανάσα, η οργισμένη αντίδραση, ο φόβος, όλα σωματικές εκφράσεις/αντιδράσεις των ζωντανών μπροστά στη σιωπή του νεκρού, του απόντος και μέχρι πριν από λίγο δρώντος ζωντανού σώματος.
Συνεργάτες
Αρωγός σε αυτό το προσωπικό ταξίδι στα μονοπάτια της μνήμης οι υπαινικτικοί, αφηγηματικά δηλωτικοί φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, αλλά και η ενδιαφέρουσα εικαστική πρόταση του Σωτήρη Μελανού, όπως και τα πολύ αποκαλυπτικά μουσικά ακούσματα που επιμελήθηκε ο Jeph Vange
Η συντέλεσή τους υπογράμμιζε σε κάθε σκηνή διαθέσεις, αλλαγές ρυθμού αντιδράσεων, ψυχικών καταστάσεων και χωροχρονικών μεταθέσεων. Όπως ενδιαφέρον είχε και ο σταθερός σε ένταση και διάρκεια ήχος από το ραδιόφωνο, ήχος μονότονος, ακατανόητος, και με τον τρόπο του θλιμμένος. Είχε κάτι απόκοσμο που έντυνε ηχητικά ένα χώρο που πλέον δεν κατοικείται, λες και κάποιος τον εγκατέλειψε βιαστικά αφήνοντας το ραδιόφωνο ανοικτό.
Οι ηθοποιοί Σαββίνα Γιαννάτου (μάνα) , η Χρυσή ΒΙδαλάκη (συγγενής), η Ευτυχία Στεφάνου και η Κατερίνα Κρίστο υπηρέτησαν στον βαθμό που μπορούσαν και διδάχτηκαν τη γραμμή του σκηνοθέτη. Δεν υπήρχε ευκρινής εξατομίκευση ρόλων ώστε να μιλήσουμε για ατομικές ερμηνείες. Οι ηθοποιοί συνέθεσαν ένα όλο σε κατάσταση πένθους, ένα τελετουργικό πέρασμα από τη λογική των ζώντων στον «ά-λογο» κόσμο των νεκρών, εκεί όπου μόνο το σώμα, το τραγούδι και ο χορός μπορούν να εκφράσουν.
Η σκηνοθεσία
Ήταν ειλικρινής η προσπάθεια του νεαρού σκηνοθέτη να βρει τρόπους να διεμβολίσει το σκοτάδι που κομίζει ένας θάνατος και κυρίως ο θάνατος του «πατριάρχη» της οικογένειας, του πατέρα. Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε θάνατος. Είναι ένας θάνατος που διαλύει ιεραρχίες σωμάτων και λόγων.
Η ματιά του είχε πολλές και καλές στιγμές. Είχε στιγμές έντονης ποίησης, βαθιάς συναισθηματικής φόρτισης, δεν μπορώ όμως να πω ότι τιθάσευσε απόλυτα αυτά που ενδεχομένως έκρυβαν οι καλές προθέσεις. Αισθάνθηκα ότι το ίδιο το θέμα τον ξεπερνούσε, εννοώ τον ξεπερνούσε η μεταφυσική του πολυπλοκότητα, οι σκοτεινές του διαστάσεις, το ειδικό ψυχολογικό του βάρος.
Η αλίευση εικόνων και δράσεων από το οικείο του περιβάλλον ήταν αναμφίβολα μια καλή δεξαμενή, όμως απαιτούσε βαθύτερη επεξεργασία και καθαρότερη σκηνική αξιοποίηση προκειμένου τα επιλεγμένα συστατικά της να πατήσουν πιο γερά στο σανίδι και να φωτίσουν το σκοτάδι του πένθους. Απουσίαζαν, με άλλα λόγια, οι συνδετικοί κρίκοι για τη λειτουργικότερη και ομαλότερη ένταξή τους στο σύνολο. Αμηχανούσαν στα περάσματά τους από το ένα επίπεδο στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καθαρά οι αρμοί επάνω στους οποίους κυλούσαν και προς τα πού.
Από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης επέλεξε να μετατρέψει τη διαλεκτική της απουσίας/παρουσίας σε οργανωτικό στοιχείο της σκηνοθεσίας του, θα μπορούσε ενδεχομένως να αξιοποιήσει περισσότερο, με πιο δραστικό τρόπο τη πολυδαίδαλη δυναμική του θεατρικού «είναι και φαίνεσθαι», του «υπάρχω και δεν υπάρχω». Το λέω αυτό γιατί η αποσύνθεση του σώματος και η εξαφάνισή του δεν διαφέρουν και πολύ από τη σταδιακή εξαφάνιση της παράστασης καθώς οδεύει προς το τέλος της, που είναι ο θάνατος της (και ο συμβολικός θάνατος του ηθοποιού).
Επίσης, τα δάνεια και τα πρότυπα που εύκολα εντοπίζει κανείς στη δουλειά του (βλ. Λασκαρίδης π.χ), ήθελαν μια πιο ομαλή και πελεκημένη ένταξη στο όλον. Ήταν αρκετά εκτεθειμένα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν ξεχνώ ότι έχουμε να κάνουμε με έναν νέο καλλιτέχνη που καταθέτει έγνοια και γόνιμες σκέψεις. Όλοι έτσι προχωρούν. Με πρότυπα, με δάνεια, με μιμήσεις. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στις τέχνες. Πάντα κάποιοι έχουν προηγηθεί, έχουν ανοίξει δρόμους. Και οι πιο ταλαντούχοι και ψαγμένοι συνεχίζουν και χτίζουν επάνω στις κατακτήσεις τους. Έτσι ωριμάζει και σταδιακά διαμορφώνεται ο προσωπικός λόγος ενός καλλιτέχνη: κρατώντας τις κεραίες στραμμένες στον κόσμο και στις δημιουργίες του, αρκεί ο ίδιος να πιστέψει βαθιά σε αυτό που κάνει, και να πορευθεί με τόλμη και πίστη ακολουθώντας το προσωπικό του όνειρο.
Συμπέρασμα
Τα όποια προβλήματα παρουσιάζει αυτή η παράσταση δεν διαγράφουν τις αρετές και τις πολλές υποσχέσεις που κρύβει. Παράσταση με άποψη περί θεάτρου, η οποία στο τέντωμα του χρόνου πιστεύω ότι θα βρει τα κατάλληλα υποστυλώματα ώστε να σταθεί χωρίς ξένα αγκωνάρια. Το παν είναι η συνέπεια, η ενημέρωση, η συγκρότηση, η ειλικρίνεια, η σκληρή δουλειά και οι απαραίτητες ωτασπίδες στις παραπλανητικές σειρήνες και τα ψεύτικα δέλεαρ της πάντοτε πεινασμένης αγοράς.