Βάλτε τα παιδιά σας να δούνε Άγριες Μέλισσες

Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες στην ελληνική τηλεόραση που δεν διστάζουν να ταχθούν στη σωστή πλευρά της ιστορίας

Χρήστος Ωραιόπουλος
βάλτε-τα-παιδιά-σας-να-δούνε-άγριες-μέλ-825135
Χρήστος Ωραιόπουλος

Οι Άγριες Μέλισσες επέστρεψαν για την τρίτη τους σεζόν και ήδη από τα πρώτα επεισόδια όχι απλά εντυπωσιάζουν, αλλά παραδίδουν αντιδικτατορικά μαθήματα. Η Μελίνα Τσαμπάνη και ο Πέτρος Καλκόβαλης σε αυτή την τρίτη σεζόν έπρεπε να ανταποκριθούν και σε αυτή τη νέα πρόκληση της απόδοσης της εποχής, με το κοινό των Μελισσών ήδη με πολλά δείγματα που είχαν δώσει για κοινωνικά ζητήματα οι δυο σεναριογράφοι, να είναι βέβαιο πως θα είναι και πάλι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, όπως έκαναν και με το έγκλημα του βιασμού με το Λευτέρη Χαρίτο να μας μεταφέρει και να αποτυπώνει σκηνοθετικά το κλίμα της εποχής.

Από τα τέλη του δεύτερου κύκλου άρχισε να ξετυλίγεται ο τρόπος που όλη αυτή η φρίκη της 21ης Απριλίου δρούσε και ξεκινούσε να φωλιάζει στα μυαλά των ανθρώπων με τη διαρκή κατήχηση και το μπόλιασμα που τους έκαναν δήθεν πατριωτικών, εθνικιστικών ακροδεξιών ομάδων, οι ενορχηστρωτές των οποίων ήταν πληρωμένοι δολοφόνοι και άνθρωποι της παρανομίας, της πονηριάς, της κακίας και του συμφέροντος.

Έχει γίνει για μια ακόμη φορά εξαιρετική επιλογή ηθοποιών και διανομή των νέων ρόλων με τις προσθήκες του Γ’ κύκλου να αποτελούν οι: Αιμίλιος Χειλάκης, Νίκος Κουρής, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Μαρκέλλα Γιαννάτου, Μαρία Καλλιμάνη, Λήδα Ματσάγγου, Κώστας Φιλίππογλου, Χρήστος Μαλάκης, Γιώργος Παπαπαύλου, Χρήστος Φωτίδης, Αννέτα Κορτσαρίδου, Δημήτρης Τσίκλης, Στέλλα Ψαρουδάκη, Προκόπιος Νεράντζης, Βασίλης Μπούτσικος κ.ά. 

Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου που βρίσκει την επαρχία ανυποψίαστη μαρτυρά το ότι οι εξελίξεις και το αυγό του φιδιού που επώαζε δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά στους κατοίκους της και πως ακόμη και στους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να συλλάβουν το τι ακριβώς συνέβαινε, τα πράγματα έδειχναν πως κάτι οδυνηρό και παράξενο πρόκειται να συμβεί. Τα αντανακλαστικά της ελευθερίας και η ανάγκη των ανθρώπων να ζουν χωρίς το φόβο.

Οι πιο πολιτικοποιημένοι, όπως ο Προκόπης ο κουρέας, αμέσως ψιλιάστηκαν και ερμήνευσαν την πολιτική υφή και τον εμμονικό αντικομμουνισμό του πραξικοπήματος και έσπευσαν να κρυφτούν, αφήνοντας πίσω τις ζωές τους, τις συνήθειές τους, τους ανθρώπους τους για να ζήσουν στο βουνό υπό το διαρκή φόβο, πως αν πιαστούν θα εκτελεστούν. Η συγκινητική σκηνή του πρώτου επεισοδίου με τον Προκόπη να χαιρετά τον αγαπημένο του ξάδελφο και συνοδοιπόρο ζωής, τον Παναγιώτη, έχει γυριστεί με απίστευτο φωτισμό με το φως του ξημερώματος να τρυπώνει στο πανέμορφο σκηνικό του παραδοσιακού καφενείο με τις διαφημιστικές παλιές αφίσες της πορτοκαλάδας λουξ στον τοίχο, λες και η ζωή δίνει τη σκυτάλη σε κάτι ζοφερό που πρέπει να περάσει, ώστε η πρώτη να επανέλθει γλυκά ξανά, σαν τα αντικείμενα να συμβόλιζαν αυτό το φορτίο της σκληρότητας και της νοσταλγίας που θα έπαιρνε μαζί του ο αγαθός κουρέας.

Η άδικη στοχοποίηση του Λάμπρου, του άνδρα με την καθαρότερη καρδιά, του ανοιχτόμυαλου δασκάλου που μυεί τα παιδιά παρά τις απαγορεύσεις στην ποίηση του Ρίτσου, χωρίς να αποκαλύπτει τον ποιητή και η υπεράσπιση της ποίησης από μέρους του, που φτάνει μόνο να την ακούς για να σου δώσει κάτι, φανερώνει το μίσος που είναι συνυφασμένο με τη φύση του χουντικού καθεστώτος απέναντι σε κάθε προοδευτικό, που θέλει να κρατά τα μυαλό και τα μάτια των ανθρώπων σε καθαρά νερά.

Οι σκηνές των κατοίκων του Διαφανίου που από το πουθενά και πολύ σύντομα η αρχική τους αμηχανία απέναντι στα πράγματα και τις εξελίξεις φεύγει και πολύ γρήγορα όλοι αντιλαμβάνονται και μιλάνε κρυφά, χαμηλόφωνα, ακόμη και μέσα στα σπίτια τους ξέροντας ότι οι ρουφιάνοι ήταν αμολημένοι παντού και πως και οι τοίχοι είχαν αυτιά, έτοιμοι να καταδώσουν τους διαφωνούντες στην ασφάλεια.

Chapeau (!) στο Λευτέρη Χαρίτο και τη σκηνοθετική ομάδα για τον παραλληλισμό των σκηνών, όπου οι κρυμμένοι και φοβισμένοι ”κόκκινοι” περνάνε συντροφικά και ενωμένοι στην καλύβα μέσα στο κρύο με δύσκολες συνθήκες και από την άλλη οι ασφαλίτες εισβάλλουν σε χώρους, τραμπουκίζουν, χτυπάνε, τρομοκρατούν, δείχνοντας τις καταβολές κι αυτή τη διαφορά ήθους κι όλα αυτά που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τις δυο πλευρές.

Προσωπικά, είμαι ερωτευμένος με τον Νίκο Κουρή από τις ταινίες του Παναγιωτόπουλου και συνεχίζω να παραμένω και με το ρόλο του ως Ζάχου Λυκογιάννη, ο οποίος, πέρα από μια προσωπικότητα που κουβαλάει το αίσθημα της ερωτικής απόρριψης και του κολλήματος με την Ελένη Σταμίρη, που του όρισε τη ζωή και τις μετέπειτα επιλογές του, είναι όπως φαίνεται ένας ρόλος κλειδί, ώστε να παρουσιαστεί η βρωμιά που εμφιλοχώρησε και βρώμισε ακόμη περισσότερο τη Χούντα των συνταγματαρχών. Αν και στην αρχή αυτή η φρίκη είχε ξεκινήσει από στρατιωτικούς με τα όπλα, τη βία, τις συλλήψεις κατέλαβαν την εξουσία, στη συνέχεια πολλοί εξ αυτών και ειδικά ανώτεροι ξεκίνησαν να δίνουν περιθώρια δράσης και εξουσία σε ασφαλίτες, σε παρακρατικούς ακροδεξιούς εκτελεστές, δείχνοντας έτσι την αβάντα και τη λευκή επιταγή του καθεστώτος σε εγκληματίες να παίρνουν αποφάσεις και να προβαίνουν με τους δικούς τους όρους στην άσκηση της επιβολής και της σκληρής αντικομμουνιστικής τους ιδεολογίας. Χωρίς κανένα άλλοθι προς τον χουντικό στρατιωτικό Ζάχο Λυκογιάννη, φαίνεται πως με την αρχική του στήριξη στο καθεστώς των συνταγματαρχών, μοιάζει ο ίδιος να νιώθει περίεργα με την νομιμοποίηση που έδωσε σε προσωπικότητες σαν τον ασφαλίτη Ντούνια και τον Ακύλα Μεγαρίτη, ηγέτη της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς οργάνωσης ΑΒΑΝΤΕΣ, να κάνουν αυτοί κουμάντο με απώτερο σκοπό να ξεχειλίσει ο ένας το ιδεολογικό του μίσους κι άλλος να τρέξει τις business.

Αλλά κι ο νέος εγκατεστημένος νομάρχης της Λάρισας που για να πετύχει τους σκοπούς του εκβιάζει το Νικηφόρο, τον υπάλληλο του να μην παραστεί ως μάρτυρας κατηγορίας κατά του Δούκα Σεβαστού, ώστε να μπορεί ο ίδιος να τον πιέσει να μπει στην επένδυση για το αεροδρόμιο, θέλοντας να βγάλει χρήματα, να αποκτήσει ακόμα περισσότερη δύναμη επιβάλλοντας με τους ελέγχους και τα ψαρέματά του τις ιδέες του καθεστώτος, συνεργαζόμενος πάτα και υπό το δάκτυλο του παρακρατικού Ακύλα.

Ακριβώς αυτές είναι οι συμπεριφορές και οι πρακτικές που καθόρισαν και πρέπει να γίνει φανερό, είναι χρέος μας έτσι πρέπει να εντυπωθούν στο μυαλό των νέων ανθρώπων που πολλοί δεν μπορούν να διανοηθούν ακόμη τι εστί χούντα. Ήταν ένα καθεστώς μίσους τυφλού, που όσους δεν συμφωνούσαν ανοιχτά μαζί του τους εκτελούσαν, τους κολλούσαν μια ταυτότητα και με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε καν διαδικασίες δηλαδή, έβγαζαν το περίστροφο κι ύστερα λέγαν οι ασφαλίτες ότι ο εκτελεσθείς τους ξέφυγε. Με αυτόν τον τρόπο χάνονταν άνθρωποι, χωρίς να ξέρουν οι οικείου τους την τύχη τους με την κρυφή ελπίδα ότι ακόμα παραμένουν κάπου κρυμμένοι για να γλιτώσουν.

Τρομερά ιστορικά εύστοχη είναι η διείσδυση του Μελέτη στην παρακρατική οργάνωση των Αβάντων, ενός παιδιού που δεν έλαβε αγάπη κι αισθανόταν πάντα στο περιθώριο και μοναχικό σκυλί, ενός άντρα που δεν μπόρεσε λόγω συνθηκών να βιώσει τον έρωτα και βρήκε σε ατούς τις εγκληματίες φύσεις παρόμοιες με το χαρακτήρα που είχε πλάσει ο ίδιος κι έτσι ευάλωτος σε καθετί ἐγινε κι αυτός ένας από εκείνους χωρίς να καταλαβαίνει τι πραγματικά σημαίνει αυτό, τι πολιτικά πιστεύω υπάρχουν από πίσω, απλά και μόνο για να ανήκει κάπου, όπου νιώθει συντροφιά και συντροφικότητα, όμως δεν είναι έτσι οι έννοιες αυτές κι αργά ή γρήγορα το κίβδηλο αυτών των καταστάσεων ξεσκεπάζεται. Τέτοιοι άνθρωποι ανολοκλήρωτοι, κενοί μέσα τους βρήκαν οι χουντικοί και τους κέρδισαν εντάσσοντας τους στις δομές τους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην καταπληκτική σκηνή του Γιώργου Γεροντιδάκη, που μόνος του στο παρατημένο και άδειο ενός εκ των δωματίων του άδειου πια αρχοντικού των Σεβαστών μένει μόνος με τους δαίμονές τους… αυτομαστιγώμενος  με μια ζώνη στην πλάτη.

Είναι σημαντικό για τα παιδιά, έστω κι από αυτές τις σκηνές φορτισμένες με τον τρόμο να εξοικειώνονται ακριβώς με αυτό τον τρόμο, το φόβο με τον οποίο ζούσαν όσοι άνθρωποι δεν στήριζαν το καθεστώς. Ὀπως αυτή στα γραφεία της εφημερίδας Ηχώ της Θεσσαλίας όταν η Ασημίνα με το μικρό Σέργιο βρίσκονται εκεί αναζητώντας η μεσαία αδερφή Σταμίρη εργασία και οι ασφαλίτες μπουκάρουν ψάχνοντας τον αδερφό του Πέτρου Ορφανίδη που καταπληκτικά υποδύεται ο Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος με το μικρό Σέργιο να πανικοβάλλεται και να τρομάζει από το κρεσέντο βίας μέσα στα γραφεία μιας ουδέτερης εφημερίδας, που συμβολίζει την ελευθερία της έκφρασης και του τύπου με τη μη στήριξή της στο καθεστώς.

Το έχω γράψει και θα το ξαναγράψω είναι μεγάλη ευλογία να μπορούμε καθημερινά σχεδόν να απολαμβάνουμε μια τόσο καλά ενορχηστρωμένη δουλειά σεναρίου και σκηνοθεσίας, με γνωστές/γνωστούς, αγαπημένες/αγαπημένους ηθοποιούς μέσα σε αυτή την τόσο καλή δουλειά στη μυθοπλασία και την υποκριτική τέχνη να δίνουν το σωστό παλμό των γεγονότων αναφορικά με πολιτικά και κοινωνικά κεφάλαια για τα οποία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να μιλάμε.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα