Αρχιτεκτονικη

Θεσσαλονίκη: Εμβληματικές στοές από το τότε στο σήμερα

Αλλοτινοί τόποι δόξας του εμπορίου της πόλης, σημερινά σκοτεινά απομεινάρια και πιθανές εστίες αναγέννησης στο μέλλον.

Μυρτώ Τούλα
θεσσαλονίκη-εμβληματικές-στοές-από-τ-1112597
Μυρτώ Τούλα

Εικόνες: Γιώργος Νιάκας 

Κρυμμένες κάτω από πολυώροφες, γερασμένες πολυκατοικίες, πίσω από παλιά χαμάμ και ιστορικά κτίρια, σε αστικά διάκενα. Οι στοές αντέχουν στον χρόνο και οδηγούν τον περαστικό σε ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο. Άλλες πολύβουες, άλλες μελαγχολικές με βαριά αρχιτεκτονική και εμπορική ιστορία, άλλες παρακμάζουν ξεχασμένες και διεκδικούν το δικό τους μερίδιο από τη ζωή της Θεσσαλονίκης

Αλλοτινοί τόποι δόξας του εμπορίου της πόλης, σημερινά σκοτεινά απομεινάρια και πιθανές εστίες αναγέννησης στο μέλλον. 

Ιστορία

Οι εμπορικές στοές της πόλης, σήμα κατατεθέν της την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με στοιχεία από αγορές της Δύσης και από ανατολίτικα παζάρια. Στην Τουρκοκρατία καταλάμβαναν την μεγαλύτερη έκταση του κέντρου της πόλης, έχοντας την τυπική μορφή των τούρκικων παζαριών με πρόχειρα στεγασμένους χώρους με μαγαζιά, χάνια με τετράγωνες αυλές, στενά περάσματα με εργαστήρια, ακανόνιστα σταυροδρόμια στα οποία γίνονται κάθε λογής συναλλαγές.

Μετά την απελευθέρωση ανεγείρονται για πρώτη φορά τράπεζες, ξενοδοχεία, μεγάλα καταστήματα και φυσικά εμπορικές στοές. Στους τουριστικούς οδηγούς της Θεσσαλονίκης που εκδίδονται από το 1910 ως τα μέσα του 20ου αιώνα, οι όροι “χάνια”, “μεγάλα καταστήματα”, “εμπορικές στοές”, “δίοδοι” και “passage” αναφέρονται χωρίς διάκριση για να χαρακτηρίσουν το ίδιο κτίριο.

Εκτοπίζουν τις κατοικίες στο Φραγκομαχαλά. Από τα 87 χάνια, τα 43 βρίσκονται στην αγορά της πόλης και τους κεντρικούς δρόμους δυτικά από την Εγνατία, τη Βενιζέλου και την Ίωνος Δραγούμη. Τα κτίρια αυτά είναι κυρίως μονώροφα, παρουσιάζοντας πληθώρα διαφορετικών μορφολογικών χαρακτηριστικών. 

Μέχρι τη δεκαετία του ’70, το ιστορικό κέντρο συγκροτούνταν σε δύο πλέγματα: Τους δρόμους κύριας οδικής κυκλοφορίας και τους πεζόδρομους. Το κύριο χαρακτηριστικό των πεζόδρομων ήταν οι εμπορικές στοές. Πρόκειται για στοές που ενώνουν πολυσύχναστους δρόμους, στοές με διακλαδώσεις που διατρέχουν οικοδομικά τετράγωνα, στοές που αποτελούν εισόδους στο εσωτερικό κάποιου κτιρίου ή οικοδομικού συγκροτήματος, συχνά διώροφες, μεταλλικές και διακοσμημένες, που προστατεύουν τα εμπορεύματα και τους ανθρώπους από τις καιρικές συνθήκες ή από τους κινδύνους των αυτοκινητοδρόμων.

Εμβληματικές στοές από το τότε στο σήμερα

Η Parallaxi επέλεξε να αναδείξει την ιστορία σημαντικών στοών, εκ των οποίων μερικές βυθίζονται στην εγκατάλειψη.

Στοά Κολόμβου

εικόνα Δημήτρης Τσίπας

Είναι μια από τις πιο παλιές στοές της Θεσσαλονίκης, αφού χτίστηκε το 1935 σε σχέδια του Ζακ Μοσέ. Η Στοά Κολόμβου, που βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο της Εγνατίας, γεμάτη πριν από λίγα χρόνια με καταστήματα, στέκια και κόσμο, τώρα πια θυμίζει έρημο τοπίο, με φόντο τα αμέτρητα κατεβασμένα στόρια, παρουσιάζοντας μια εικόνα παρακμής. Στην αρχή της λειτουργίας της και για αρκετά χρόνια αργότερα η Στοά Κολόμβου αποτελούσε ένα από τα πιο εμπορικά σημεία της πόλης, ενώ σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστα εμπορικά καταστήματα που λειτουργούν πρωινές και απογευματινές ώρες . Ωστόσο λειτουργούν στην καρδιά της κάποια μπαράκια που, κυρίως το βράδυ, ζωντανεύουν την στοά με κόσμο, μουσική και τρομερή ενέργεια. Η στοά μετά το 1917 στέγαζε πολλά χρυσοχοΐα και γουναράδικα, αποτελώντας πόλο έλξης για τους τουρίστες κυρίως της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρωσίας. Καθώς καθημερινά εκατοντάδες επισκέπτες ζούσαν, εργάζονταν και ανέπνεαν κάτω από την ψηλή τριγωνική στέγη της, η αγορά Κολόμβου έζησε για πολλές δεκαετίες χρυσές εποχές, αφού μέσα της στεγάζονταν περίπου 40 εμπορικά καταστήματα που πλούτιζαν καθημερινά. Μέχρι το 1994 στη στοά υπήρχαν 12 χρυσοχοεία. Από το 1994 μέχρι το 2004 τα χρυσοχοεία μετατράπηκαν σε μαγαζιά πώλησης γούνας. Στα χρόνια που ακολούθησαν η στοά Κολόμβου πέρασε στην εποχή της κρίσης. Σήμερα, έχουν απομείνει ελάχιστες επιχειρήσεις να της δίνουν λίγη ζωντάνια τα πρωινά.

Στοά Σαούλ 

Μεταξύ Βενιζέλου και Ίωνος Δραγούμη, στέκεται ερημωμένη, παγωμένη στον χρόνο και φθαρμένη η Στοά Σαούλ. Ένα εμπορικό ορόσημο για το ιστορικό κέντρο που κράτησε την κίνηση του για πολλά χρόνια σήμερα βρίσκεται στην απόλυτη παρακμή. Επί τουρκοκρατίας στη θέση της υπήρχε χάνι το οποίο περιελάμβανε 96 εργαστήρια, καφενείο, γραφεία και αποθήκες, και ανήκε στα παιδιά του Σαούλ Μοδιάνο. Ωστόσο το 1867, στο πλαίσιο των πολεοδομικών επεμβάσεων για την αναδιοργάνωση της πόλης, διανοίγεται η οδός Βενιζέλου (τότε Σαμπρή Πασά) πόλος έλξης όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων. Σε αυτόν τον εμπορικό άξονα της πόλης ο Σαούλ Μοδιάνο αποφασίζει να κτίσει μεταξύ 1867-1881 την “Cité Saül”, μία εμπορική πολιτεία πιθανώς σε σχέδια του Vitaliano Pοselli.Στο νέο σχέδιο ρυμοτομίας η Στοά καταλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν το οικοδομικό τετράγωνο 125 της πυρίκαυστης ζώνης. Στον επανασχεδιασμό της ενσωματώνονται στοιχεία της αρχικής στοάς, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια προσπάθεια εφαρμογής της τυπολογίας των ευρωπαϊκών εμπορικών στοών του 19ου αιώνα.

Το 1929 σε σχέδια του Κάρολου Μοδιάνο, κτίστηκε το νέο τμήμα της (κυρίως προς την οδό Βενιζέλου), στο οποίο κυριαρχούν στοιχεία Art Deco και μάλιστα συνδέεται με το τμήμα που διασώθηκε στην οδό Βασ. Ηρακλείου, όπου κυριαρχεί το νεοαναγεννησιακό στυλ.  Για πολλά χρόνια η Στοά φιλοξένησε αρκετά καταστήματα κάθε είδους, από υφασματάδικα και χαντράδικα μέχρι θρυλικά νυχτερινά μπαρ και καφέ.

Μέσα έβρισκες graffity διαμάντια που έδιναν στην αρχιτεκτονική κομψότητα της την αστική εξέλιξη του σήμερα. Επιπροσθέτως, εκεί βρισκόταν το κατάστημα Fokas, το οποίο έκλεισε πριν από περίπου 10 χρόνια. Η στοά τότε έσφυζε από ζωή όμως μετά το λουκέτο του εμπορικού, τα μικροκαταστήματα μεταφέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή αποτέλεσμα αυτού η κίνηση της να αλλάξει ώρα και να μεταφερθεί τη νύχτα, όπου τα μπαρ έπαιζαν μουσική μέχρι πρωίας. Μετέπειτα όταν οι ιδιοκτήτες ζήτησαν να αποχωρήσουν οι καταστηματάρχες από τον χώρο για να γίνει η σχετική αναστήλωση του και να μετατραπεί σε πολυχώρο, η Στοά παρήκμασε και σε αυτό το σημείο της ιστορίας της ξεκίνησαν οι φθορές της. Σπασμένα πλακάκια, και παράθυρα στα κτίρια της, ακκαθαρσίες, δυσωδία, κατοικία για άστεγους και αδέσποτα.

Στο σήμερα η θρυλική Στοά Σαούλ με το πέρας των χρόνων άλλαξε μία γκάμα χαρακτήρων παραμένει κλειδωμένη και απρόσιτη προς τους περαστικούς της. Οι πόρτες της είναι κλειδωμένες με λουκέτα και δεν υπάρχει τον ορίζοντα κανένα σχέδιο ανάπλασης.

Στοά Μπεζεστένι

εικόνα Δημήτρης Τσίπας

Στη Θεσσαλονίκη – επιβεβαιωμένα – μια από τις παλιότερες στοές είναι η εμπορική στοά Μπεζεστένι, ετών 600. Το όνομά της βασίζεται στην τουρκική γλώσσα αφού ”μπεζ” σημαίνει το ύφασμα. Διατηρεί τον παλιό και παραδοσιακό χαρακτήρα της έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Είναι ίσως ένα από τα πιο γνωστά μνημεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη. Πριν από την πυρκαγιά του 1917, το Μπεζεστένι αριθμούσε 113 καταστήματα. Μετά την πυρκαγιά περιμετρικά του κεντρικού χώρου προστέθηκαν εξωτερικά 34 καταστήματα. Στο εσωτερικό του κεντρικού χώρου λειτουργούσαν 32 καταστήματα. Τις δεκαετίες του 1980-1990 έγιναν εργασίες στερέωσης του κτιρίου καθώς είχε υποστεί καθίζηση και απόκλιση από την κατακόρυφο. Όσο περνάνε όμως τα χρόνια και συνεχίζονται τα έργα του μετρό η στοά πηγαίνει χειρότερα. Το κτίριο λόγω των αρχιτεκτονικών του στοιχείων είναι από τους σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς ωστόσο η εμπορική κίνηση μένει στάσιμη ή μειώνεται δραματικά. Μέχρι σήμερα ελάχιστα καταστήματα έχουν μείνει ανοιχτά, και τα περισσότερα από αυτά πουλούν μέχρι σήμερα υφάσματα και είδη ραπτικής, προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν μέσα στην κρίση και ελπίζοντας πως θα περάσει γρήγορα αυτή η περίοδος.

Στοά Μαλακοπή

Εικόνα: Ελπίδα Νικολαίδου

Εκεί που ο χρόνος πάγωσε στις 20 Ιουνίου 1978. Τα γεγονότα την έχουν μετατρέψει σε αξιοθέατο για τους τουρίστες της πόλης και την έχουν εντάξει πια στην καρδιά της νυχτερινής ζωής. Πρόκειται για μια ακόμη ιδιοκτησία της οικογένειας Αλατίνη και βρίσκεται στην περιοχή της Βαλαωρίτου, στην πλατεία Χρηματιστηρίου. Το κτίριο χτίστηκε το 1906, όταν η Θεσσαλονίκη ήταν ακόμα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα σχέδια ανήκουν στον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλίανο Ποζέλι, στον οποίο η Θεσσαλονίκη οφείλει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά της κτίρια. Το 1904 στο βόρειο τμήμα του οικοδομήματος υπήρχε ένα κτίριο του οποίου ο κήπος εκτείνονταν προς το νότο. Δυο χρόνια αργότερα σε αυτόν τον κήπο χτίστηκε η στοά Μαλακοπή, προκειμένου να στεγαστούν διάφορα καταστήματα. Ο Αλφρέντο Μισάρχι ως διευθυντής στην Τράπεζας της Θεσσαλονίκης, αγόρασε το κτήριο για λογαριασμό της Τράπεζας, και το 1907 άνοιξε τις πόρτες της στη καρδιά της Στοάς.

Η πυρκαγιά του 1917 δεν έκαψε την Στοά Μαλακοπή, ωστόσο το 1926 το κτίριο ανακαινίστηκε από τον μηχανικό Μαξ Ρούμπενς. Η ημερομηνία ανακαίνισης του αναγράφεται ακόμα και σήμερα στη σιδερένια πόρτα του κτίριο. Δεν μπόρεσε όμως να γλυτώσει το οριστικό της κλείσιμο το 1940 όταν επιτάχτηκε από τους Ναζί. Οι δείκτες του εντυπωσιακού ρολογιού στην είσοδο, δείχνουν έως και σήμερα 11:05. Ήταν η στιγμή που χτύπησε ο σεισμός τη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο 1978. Εκείνα τα χρόνια η στοά φιλοξενούσε εμπορικά καταστήματα, υφαντουργεία και βιοτεχνίες. Σήμερα, το κτίριο παλεύει να κρατηθεί στη ζωή , χάρη στους Θεσσαλονικείς κάθε ηλικίας που συχνάζουν στα ατμοσφαιρικά μπαρ, στα εστιατόρια και στα καφέ της.

Στο σήμερα 

Σήμερα στη Θεσσαλονίκη από όλο αυτό το πολεοδομικό πλέγμα έχουν απομείνει 36 στοές και περάσματα κάθε είδους (δίοδοι ή είσοδοι). Εκτός από τις διάσημες ή τις εμβληματικές στοές, όπως για παράδειγμα η Μοδιάνο που ανακατασκευάστηκε, υπάρχουν δεκάδες μικρές και σχετικά άγνωστες στοές οι οποίες παραμένουν στο έλεος της εγκατάλειψης, ενώ μερικές μένουν σφραγισμένες.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις στοές, τα μέγαρα και τις αγορές Κολόμβου (η αγορά επί της Εγνατίας 31 και η στοά επί της Εγνατίας 26), Κλεισούρας (Εγνατίας 56Α και Κλεισούρας 6), Εμπορίου (Εγνατίας 45) Ολύμπου (Λέοντος Σοφού 20), Αλλαμανή (Λέοντος Σοφού 18), Καραπαναγιώτη (Λέοντος Σοφού 5 και Φράγκων 18), Λομπάρδο (Βεροίας 1 και Φράγκων 20), Λόζις Βεριτάς (Καθολικών 3 και Βηλαρά 5), Αλλατίνη (Βηλαρά 4 και Συγγρού 11), Μαλακοπή (Συγγρού 7 και Βηλαρά 2), Βυζαντίου (Βαλαωρίτου 35), Πάϊκού (Παϊκού 2), Βασιλέως Ηρακλείου (Β. Ηρακλείου 4), Σαούλ (Β. Ηρακλείου/Δραγούμη/Βενιζέλου), Καρύπη (Βενιζέλου 23), Καράσσο-Μακρίδη (Ερμού 18), Μοδιάνο (Β. Ηρακλείου/Ερμού/Κομνηνών), Ριάδη-Διαμαντοπούλου (Β. Ηρακλείου 28 και Τσιμισκή 31), Βοσπόριο (Αριστοτέλους 8,10, Β. Ηρακλείου 36), Χιρς (Τσιμισκή 24 και Μητροπόλεως 31,33), Πελοσόφ (Τσιμισκή 22), Χρυσικοπούλου (Τσιμισκή 14 και Μητροπόλεως 19), Λεβή-Μενεξέ (Ρογκότη 4 και Βενιζέλου 3), Γκατένιο Φλωρεντίν (Αγίου Μηνά 18 και Τσιμισκή 15), Ναχμία (Αγίου Μηνά 16 και Τσιμισκή 13), Καζές (Ίωνος Δραγούμη 8), Εβραϊκού Μουσείου (Αγίου Μηνά 13), Αγίου Μηνά (Αγίου Μηνά 11), Φόρογλου (Αγίου Μηνά 8), Κουτρούμπα (Αγίου Μηνά 6), Τάττη (Αγίου Μηνά 5), Κατούνη (Κατούνη 45), passage Kyrts (Βίκτωρος Ουγκώ 10), Κύρτση Χαν (Εδέσσης 5) και Μπενσουσάν Χαν (Εδέσσης 6).

O αρχιτέκτονας και μηχανικός Στέφανος Σκαρλακίδης, αναφέρει πως θα ήταν ενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς πόσο μεταιχμιακός είναι αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος της στοάς στη Θεσσαλονίκη, όχι μόνο χωρικά αλλά και ιδεολογικά.

“Στη Θεσσαλονίκη το χάνι των Οθωμανικών χρόνων και τα παζάρια, τυπολογίες της Ανατολής εξυφαίνονται στον αργαλειό του παλίμψηστου της πόλης με την Ευρωπαϊκή στοά. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι στοές της πόλης, στο σταυροδρόμι της Δύσης με την Ανατολή, στη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ελεύθερη Ελλάδα που έχει το βλέμμα της στραμμένο προς τη Δύση. Φυσικά τέτοια παραδείγματα απαντώνται ακόμα περισσότερα  στην ίδια την Κωνσταντινούπολη που ως πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ίδια περίοδο τον 19ο αιώνα εξευρωπαΐζεται και εμπλουτίζει το κτηριακό της απόθεμα, αλλά αυτά τα λέει καλύτερα ο καθηγητής μου ο κ.Κολώνας. Ο λόγος της παρακμής και της εγκατάλειψης των στοών είναι πολυπαραγοντικός:

α. Το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή, οι περισσότερες αποτελούν κτίρια διατηρητέα, η συντήρησή τους και η ανακατασκευή τους διέπεται από μια πλειάδα από νομικά πλαίσια σύνθετα με ειδικές αδειοδοτήσεις και ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες και εγκρίσεις.

β. το ιδιοκτησιακό πλαίσιο: είναι συχνά μια ακόμα τροχοπέδη καθώς με την παρέλευση των δεκαετιών και τον επιμερισμό των ποσοστών, βρίσκονται μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών που δεν μπορούν να συνεννοηθούν ή δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στο κόστος της ανακατασκευής των ιδιοκτησιών τους. Αυτό φυσικά επιδεινώνεται με την χρόνια απουσία μισθωτή.

γ. το οικονομικό πλαίσιο:  Τόσο η οικονομική κατάσταση των ίδιων των ιδιοκτητών όσο και η αγοραστική δύναμη του κοινού, επηρέασαν στην παρακμή των εμπορικών στοών. Στο επίπεδο αυτό συνετέλεσε και το είδος του εμπορίου, καθώς η ίδια η φύση του εμπορίου έχει μεταβάλλει τον χάρτη ολόκληρης της πόλης και έχει σχεδόν εξαφανίσει παραδοσιακά κέντρα και είδη εμπορίου (κουμπιά, κλωστές, μικρομάγαζα με ηλεκτρολογικό υλικό κτλ) και έχει δώσει θέση του σε υπερ-αγορές που μπορείς να βρεις τα πάντα.”

Ο αρχιτέκτονας, Σοφοκλης Κωτσοπουλος, από την πλευρά του αναφέρει πως οι στοές διαφέρουν μεταξύ τους και όπως είναι λογικό θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία:

“Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψιν την θέση που βρίσκονται οι στοές, τα τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, δηλαδή, τι χώρους έχει η καθεμιά αλλά και τον ιστορικό τους χαρακτήρα, οπότε όσον αφορά το πως θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν αυτές οι στοές οι λόγοι είναι πολυπαραγοντικοί. Μπορεί να είναι ένα σύνολο στοών, όμως η κάθε μία από αυτές έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και είδαμε και στην πράξη της επαναλειτουργίας ορισμένων από αυτών στο πως η πόλη διαχειρίζεται τον ιστορικό τους χαρακτήρα αλλά και πως τον ερμηνεύουμε στο σήμερα.

Η μετατόπιση των αγοραστικών συνηθειών προς τα μεγάλα εμπορικά κέντρα εκτός και εντός πόλης, συνοδεύτηκε μετά από λίγο καιρό με την οικονομική κρίση που μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει επιλυθεί. Εν ολίγης, οι στοές άρχισαν να παρακμάζουν όταν ξεκίνησαν να αλλάζουν και οι καταναλωτικές συνήθειες και ύστερα βίωσαν την εγκατάλειψη στην δεκαετία του 2010 λόγω οικονομικής κρίσης. 

Βασικός παράγοντας για την εγκατάλειψη τους είναι και το πολυιδιοκτησιακό, παράγοντας όμως που απασχολεί τα περισσότερα ιστορικά κτίρια της πόλης, οι περισσότερες στοές έχουν πάρα πολλούς ιδιοκτήτες. Γενικά, η κοινωνία έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται για τα ιστορικά κτίρια, όμως, παρά την ωρίμανση των συνθηκών ότι πάει να λυθεί όσον αφορά το ιδιοκτησιακό είναι λίγο αποσπασματικό, είτε από την πλευρά του δημοσίου, είτε από την πλευρά των ιδιωτών και της πολιτείας. Δεν έχει δει κανείς σοβαρά τα ιστορικά κτίρια της πόλης.  Τα τελευταία χρόνια όμως οι στοές, διεκδικούν διστακτικά μερίδιο στις οικιστικές ζώνες.”

Όσον αφορά την αξιοποίηση τους σύμφωνα με τον κ. Σκαρλακίδη, η αξιοποίηση των στοών μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, όμως, όπως εξηγεί το πιο βασικό ζητούμενο είναι να αντιληφθούμε όλοι πως όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια πόλη είναι ένα υφαντό από εμπειρίες, από βιώματα. Οι στιγμές αυτές που αποτυπώνονται στην ατομική μνήμη μας συνυφαίνουν τη συλλογική μνήμη. Αυτή είναι που κινδυνεύει να χαθεί μέσα στα γυαλιστερά mall.

“Υπάρχουν τα κρατικά κίνητρα, δηλαδή, το ίδιο το κράτος θα πρέπει να δώσει έμπρακτα οικονομικά κίνητρα να αναζωογονηθεί το εμπορικό κέντρο της πόλης με την ανάδειξη του αρχιτεκτονικού του πλούτου. Ο θεσμός των διατηρητέων κτιρίων μπορεί να προστάτευσε τα κτίρια ως κελύφη από την κατεδάφιση, δεν εξασφάλισε όμως την αποκατάστασή τους και την δυνατότητά τους να κατοικούνται στο μέλλον. Πέρα όμως από τα κτίρια θα πρέπει πιθανά να προστατευθούν και οι χρήσεις των περιοχών αυτών. Εγχείρημα δύσκολο που θέλει μελέτη και σχεδιασμό.

Παραδείγματος χάριν, η ευρύτερη περιοχή της Φράγκων-Βαλαωρίτου ήταν κάποτε η καρδιά του εμπορίου και πολλών βιοτεχνιών της πόλης. Φυσικά μετά το 2000 οι βιοτεχνίες έτοιμου ενδύματος έκλεισαν και τα μαγαζιά με τα λευκά είδη ένα προς ένα παραδόθηκαν με τη σειρά τους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Μια επανάληψη της αναβίωσης των Λαδάδικων με τα γνωστά αποτελέσματα θα μπορούσε να αναλογιστεί κάποιος.

Οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί θα πρέπει ο παλμός της πόλης που διαπερνά τα πανεπιστήμια να τον αφουγκραστούν και οι κρατούντες. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η ιδιωτική πρωτοβουλία, ας κοιτάξουμε το παράδειγμα της αγοράς Μοδιάνο, μιας στοάς που επισκευάστηκε και γεννήθηκε από τη στάχτη της. Ενώ έγινε μια υποδειγματική αποκατάσταση με σεβασμό στο ίδιο το κτίριο και με πρόθεση να διατηρηθεί ο εμπορικός χαρακτήρας της στοάς αυτό δεν κατέστη εφικτό.

Το μειονέκτημα του εγχειρήματος έγκειται στη managerίστικη διαχείρισή του και στην πάρα πολύ στιλιζαρισμένη και απροσπέλαστη οικονομικά μορφή που πήρε μια άλλοτε λαϊκή αγορά. Υψηλά ενοίκια, ακριβά προϊόντα μια αγορά με τα μισά της καταστήματα κλειστά.”

Ο κ. Κωτσόπουλος αναφέρει πως η εγκατάλειψη των στοών αφορά κυρίως το ιδιοκτησιακό πλαίσιο:

“Το ιδιοκτησιακό πλαίσιο πραγματικά είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα, για να σημειώσουμε τις αδυναμίες και τις παραλείψεις της πολιτείας θα πρέπει να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας. Αν υπάρχουν 50 ιδιοκτήτες σε κάθε στοά, ενδεχομένως κάποιοι από αυτούς να μην επιθυμούν να εξελιχθούν οι στοές, οπότε εκεί ξεκινά να γίνεται το πρόβλημα της αξιοποίησης σύνθετο, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας.

Επίσης, πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την οικονομική συγκυρία και τις αναπτυξιακές δυνατότητες που αλλάζουν διαρκώς, αυτή την στιγμή υπάρχουν ευκαιρίες για την εξέλιξη των στοών όμως πρέπει να σκεφτούμε καθώς είναι κρίσιμο το που θα καταλήξουν αυτές οι ευκαιρίες.

Σήμερα οι πόλεις, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της υπερτουριστικοποίησης, ή το να γίνονται σημαδιακές πομπώδεις και επεμβάσεις εντυπωσιασμού, σε αυτή την εξέλιξη της εκάστοτε οικιστικής ζώνης χρειάζεται προστασία του ιστορικού χαρακτήρα των πόλεων και φυσικά σεβασμός. Είναι σημαντικό να προσέχουμε το πως διαχειριζόμαστε τις ευκαιρίες που μας δίνονται. Αν αξιοποιούνταν αυτή την στιγμή όλες οι στοές και γινόντουσαν όλες ξενοδοχεία ίσως να μην ήταν μία καλή έκφανση επανάχρησης.” 

μπιτ παζαρ 2

Σήμερα, οι στοές είναι είδος εξαφάνισης παγκόσμια. Υπάρχουν όμως φωτεινά παραδείγματα στην Ευρώπη, όπου οι στοές έχουν κρατήσει τον εμπορικό τους χαρακτήρα και έχουν μεταμορφωθεί σε αστικά τοπόσημα. Η κλειστή αγορά της Βιέννης αλλά και της Μαδρίτης που μέχρι σήμερα κρατούν τον παραδοσιακό γαστρονομικό χαρακτήρα των δύο πρωτευουσών, είναι καλοσυντηρημένες και εντός τους πραγματοποιούνται μέχρι σήμερα γαστρονομικά events. Επίσης σε όλη την Ευρώπη ξεχωρίζουν, Galeries Royales Saint-Hubert/ Koninklijke Sint-Hubertusgalerijen, στο Βέλγιο, η Leadenhall Market στο Λονδίνο, η Galleria Vittorio Emanuele II στο Μιλάνο, η Victoria Quarter στο Leeds, στην Αγγλία. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούνται από ακριβά μαγαζιά, έχουν μαρμάρινο πάτωμα και ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ενώ είναι τοπόσημα για την ιστορία της εκάστοτε πόλης.

Ο κ. Σκαρλακίδης αναλύει το παράδειγμα του Παρισιού:

“Στις αρχές του 19ου αιώνα οι στοές στο Παρίσι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς και πολυσύχναστες. Το κύριο πλεονέκτημά τους ήταν η προστασία των χρηστών-επισκεπτών από τις καιρικές συνθήκες. Φυσικά αυτό ενισχύθηκε από τις συνθήκες που επικρατούσαν εντός των στοών σχετικά με την καθαριότητα, αν αναλογιστεί κανείς πως την εποχή εκείνη δεν είχαν πλακοστρωθεί όλοι οι δρόμοι και δεν υπήρχε ολοκληρωμένο αποχετευτικό δίκτυο.

Οι παροχές των στοών δημιουργούσαν έναν αστικό πυκνωτή για την ανερχόμενη αστική τάξη. Στα μέσα του 19ου αιώνα, το Παρίσι αριθμούσε περισσότερες από 150 στοές. Παρόλα αυτά, με την έλευση των πολυκαταστημάτων στο Παρίσι γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, οι στοές άρχισαν σταδιακά να μειώνονται. Σήμερα οι υφιστάμενες και ενεργές στοές στο Παρίσι είναι μόλις 18.”

Ο κ. Κωτσόπουλος αναφέρει πως η Αθήνα από την Θεσσαλονίκη όσον αφορά τα ιστορικά κτίρια, δεν διαφέρει ιδιαίτερα στον τρόπο αξιοποίησης τους:

“Στην πρωτεύουσα, υπάρχουν κάποια δείγματα εξέλιξης όμως λόγω του μεγέθους της πόλης είναι λογικό να υπάρχει μία ανάπτυξη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Την στοά Μοδιάνο δεν την έχει η Αθήνα, οπότε θεωρώ πως η εξέλιξη των στοών είναι θέμα συγκυριών. Στην Ευρώπη, υπάρχει διαφορετική διαχείριση όσον αφορά τα ιστορικά κτίρια γενικότερα, όπου υπάρχουν στοές είδαμε να δίνονται νέες χρήσεις, να τις διαχειρίζονται υποδειγματικά, υπάρχουν πραγματικά πολλά παραδείγματα από διαφορετικές προσεγγίσεις, τις οποίες σέβονται φυσικά το ιστορικό τους παρελθόν, ακόμη και στις ίδιες χώρες, οι στοές από πόλεις σε πόλεις διαφέρουν. Στην Ευρώπη δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ, πάντοτε λειτουργούσαν και πάντοτε είχαν έναν χαρακτήρα.” 

*Πηγές: Ερευνητική πτυχιακής εργασίας της Πολυτεχνικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο “Στοές της Θεσσαλονίκης, επιρροές, μεταβάσεις, ίχνη στο αστικό τοπίο, είδος προς εξαφάνιση”. Η εργασία εκπονήθηκε το 2017 από τις φοιτήτριες του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου Στέλλα Καραγιάννη και Σοφία Πασσιά, υπό την επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας του ΑΠΘ Στυλιανής Λεφάκη 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα